Οι ανατροπές στην κοινωνική ασφάλιση συνεχίζονται

Η επικοινωνιακή καταιγίδα της κυβέρνησης για αυξήσεις στις συντάξεις όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται αλλά αντίθετα καταρρέει πλήρως αφού με το υπό κατάθεση νομοσχέδιο δρομολογούνται νέες αρνητικές εξελίξεις στην κοινωνική ασφάλιση.

Αυτό το νομοσχέδιο διατηρεί τις βασικές αρχές των προηγούμενων αντιασφαλιστικών νόμων συμπεριλαμβανομένου και του νόμου Κατρούγκαλου όπως η μετατροπή του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της ασφάλισης σε ανταποδοτικό – κεφαλοποιητικό, οι τρεις πυλώνες ασφάλισης, τα υψηλά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, τα χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης, οι συντάξεις δύο ταχυτήτων για παλαιούς και νέους συνταξιούχους, .

Μπαίνει για άλλη μια φορά το θέμα της σταδιακής μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης που προβλέπεται από μνημονιακές δεσμεύσεις καθώς στο νομοσχέδιο υπάρχει ρητή αναφορά σε ρυθμίσεις των νόμων Λοβέρδου και Κατρούγκαλου για το συνολικό κόστος εθνικής, ανταποδοτικής και επικουρικής σύνταξης μέχρι το 2060.

Η ενοποίηση ΕΦΚΑ και ΕΤΕΑΕΠ κάτω από την ομπρέλα του e-ΕΦΚΑ στο βάθος αποκρύπτει και αποσκοπεί στην ενσωμάτωση της επικουρικής σύνταξης στην κύρια με στόχο να υλοποιηθεί το κυβερνητικό σχέδιο για είσοδο των επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής ασφάλισης.

 Οι περιβόητες αυξήσεις των ποσοστών αναπλήρωσης αφ’ ενός δίνονται σε βάθος πενταετίας και αφ’ ετέρου αφορούν ελάχιστους καθώς τυχόν αυξήσεις συμψηφίζονται με τις υπάρχουσες προσωπικές διαφορές και δεν είναι μεγάλα τα ποσοστά των ασφαλισμένων που έχουν πάνω από 35 χρόνια υπηρεσίας και που δεν έχουν και προσωπικές διαφορές. Όσο για τους μελλοντικούς συνταξιούχους ελάχιστοι θα είναι αυτοί που θα έχουν πάνω από 35 χρόνια εργασίας ενώ οι αυξήσεις που θα προσδοκούν να λάβουν θα είναι ψίχουλα.

Σε ότι αφορά τις επικουρικές συντάξεις επανυπολογίζει τις συντάξεις όχι με βάση το ύψος κύριας και επικουρικής αλλά με τις ίδιες ρυθμίσεις του νόμου Κατρούγκαλου και έτσι δεν προκύπτουν διαφορές.

Τέλος δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η μείωση των εισφορών υπέρ του κλάδου ανεργίας κατά 0,48% του εργοδότη ενώ  κατά 0,27% του εργαζόμενου  προσφέροντας έτσι ένα ακόμη «δώρο» στο κεφάλαιο και την εργοδοσία.