Τοποθέτηση του Βαγγέλη Πρασόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα»
Ο Βαγγέλης Πρασόπουλος είναι Πρόεδρος Ενιαίου Συλλόγου Φοιτητών Πολυτεχνείου Κρήτης
Φίλες και φίλοι, Συντρόφισσες και σύντροφοι.
Είναι μεγάλη χαρά που μιλάω σήμερα για το βιβλίου του Συντρόφου Δημήτρη. Όταν το διάβασα, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι, είναι ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσουμε εμείς οι νέοι. Εμείς που ήμασταν πολύ μιρκοί, στην ηλικία, τα χρόνια του μεγάλου αντιμνημονιακού αγώνα και στις μέρες του δημοψηφίσματος. Ένα βιβλίο που βοηθάει, είδικά όποιον δεν είδε την εξέλιξη της ιστορίας από μέσα, να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα για το σήμερα. Σε εκείνες τις μέρες και εκείνες τις στιγμές, που όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, έστω και από «ατύχημα». Και στα χρόνια που οι μεταβολές στην πολιτική σκηνή και στους συσχετισμούς, αλλά και η προοπτική μιας ανατροπής ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Πέρα όμως από εμάς τους νέους, πρέπει το βιβλίο του συντρόφου του Δημήτρη να διαβαστεί και από τους μεγαλύτερους. Να διαβαστεί, με την νηφαλιότητα που δίνει η απόσταση και οι εξελίξεις που ακολούθησαν. Είναι ένα βιβλίο που θέτει – και απαντά – το ερώτημα, εάν μπορούσε η εξέλιξη να είναι διαφορετική, που παρουσιάζει την πραγματικότητα, αλλά και κάνει ειλικρινή και τίμια αυτοκριτική, πράγμα που λείπει από την αριστερά.
Οι 8 μήνες για τους οποίους μιλά και γράφει ο συγγραφέας συντάραξαν την Ελλάδα και έχουν αφήσει πολύ ισχυρό το αποτύπωμά τους. Σε μια περίοδο με καταθλιπτικούς συσχετισμούς, είναι ελπιδοφόρο να θυμόμαστε ότι πολύ λίγα χρόνια πριν, ένα πολιτικό σύστημα που φάνταζε ανίκητο αποδιαρθρώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, αντιλήψεις και οι σταθερές της Ευρωζώνης και της ΕΕ, τέθηκαν υπό μαζική, λαϊκή αμφισβήτηση. Από έναν λαό, που πέρα από τους αγώνες της νεολαίας, είχε χρόνια να βγει στο προσκήνιο και έδωσε μια παρατεταμένη και ηρωική μάχη, παρά τις αυταπάτες ή τις αδυναμίες. Και αυτή τη μάχη την κέρδισε, με το 62% του ΟΧΙ, σε συνθήκες πρωτοφανούς για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα ιδεολογικής τρομοκρατίας. Παρότι η νίκη του λαού ανατράπηκε βίαια από την τότε ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η μνημονιακή στροφή του απογοήτευσε βαθιά, παρότι έστρωσε το δρόμο για τη σημερινή ισχύ του Μητσοτάκη, το δίδαγμα της περιόδου παραμένει: τίποτα δεν είναι ανέφικτο, όλα μπορούν να πάνε αλλιώς.
Νομίζω ότι η ανάγνωση του βιβλίου, μπορεί να θέσει και να απαντήσει 3 πολυ βασικά και καίρια ερωτήματα:
- Η πολιτική της ΕΕ και των ιμπεριαλιστικών κέντρων απέναντι στην Ελλάδα, την οποία αποδέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πλήρη υποταγή του στους δανειστές, ήταν αναπόφευκτη; Την απάντηση την έδωσε η ιστορία. Το 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, με πρώτες τις ΗΠΑ, ακολούθησαν μια άνευ προηγουμένου – για την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού – επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, έδωσαν γιγαντιαία πακέτα ρευστότητας και στήριξης των οικονομιών τους – φυσικά με κάτι παραπάνω από τη μερίδα του λέοντος να κατευθύνεται στο μεγάλο κεφάλαιο. Στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, η σιδερένια πειθαρχία της λιτότητας εγκαταλείφθηκε, μαζί με τα φανταστικά αφηγήματα της καταστροφικής φύσης της κρατικής παρέμβασης και του ρυθμιστικού ρόλου του «αόρατου χεριού» της αγοράς. Η «οικονομική νομοτέλεια» από την οποία δήθεν προέκυψε η μνημονιακή βαρβαρότητα ήταν ένα θρασύτατο ψέμα. Η ΕΕ πήρε την πολιτική απόφαση να τσακίσει την Ελλάδα και το λαό της, να την κάνει πειραματόζωο σπέρνοντας μια πρωτοφανή καταστροφή – τη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ σε καιρό ειρήνης, την μετανάστευση, την αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, τη διάλυση των μισθών και των συντάξεων – για να δώσει ένα πολιτικό μήνυμα στους λαούς. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν τσάκισαν το λαό μας γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, ούτε επέβαλαν την καταστροφή και την ταπεινωτική υποταγή γιατί η περικοπή του χρέους, ή η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα είχαν κάποια εκτεταμένη οικονομική επίπτωση. Αλλά γιατί ήθελαν να εξαφανίσουν το ενδεχόμενο, μια μικρή χώρα του νότου να έρθει σε ρήξη, δίνοντας έτσι μήνυμα ελπίδας στους λαούς και θέτοντας στην ημερήσια διάταξη άλλες πολιτικές εξελίξεις, σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία.
- Ήταν εφικτό να πάνε τα πράγματα αλλιώς; Κατά τη γνώμη μου, ένα συμπέρασμα που πρέπει να βγει από την περίοδο όχι μόνο του 8μήνου, αλλά και την προηγούμενη, είναι ότι, για να πάνε τα πράγματα αλλιώς, χρειάζεται μια αριστερά με πρόγραμμα με σαφείς στόχους, που να μπορεί να προετοιμάσει το λαό για τις απαραίτητες ρήξεις. Το πρόγραμμα και η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαμορφώθηκε από την ηγετική του ομάδα, δεν κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση, διότι η ρήξη ήταν κάτι που απεύχονταν. Όμως, σαφήνεια στο πρόγραμμα δεν σημαίνει ιδεολογική καθαρότητα ή διαρκής επανάληψη της λέξης επανάσταση ή ανατροπή. Κάθε άλλο. Σημαίνει πρόγραμμα που να δίνει αυτοπεποίθηση, προβάλλοντας άμεσους στόχους, που μπορούν να κατακτηθούν στο σήμερα και έτσι να αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον λαϊκό παράγοντα και την παρέμβασή του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Στόχοι που θα γινουν νίκες και θα δίνουν πνοή στο κίνημα να συνεχίσει τον αγώνα. Και ταυτόχρονα, μεταβατικούς στόχους, που θα θέτουν στο επίκεντρο τους βασικούς άξονες της αστικής πολιτικής, που η διεκδίκηση και η επιβολή τους αμφισβητεί την στρατηγική του του αστισμού και ανοίγει δρόμους για ευρύτερες ρήξεις, με τον ορίζοντα του σοσιαλισμού. Μεταβατικό πρόγραμμα δηλαδή. Πρόγραμμα που θα θέτει στο επίκεντρο τις λαϊκές ανάγκες στο σήμερα και δεν θα τις ανάγει στην περίοδο του σοσιαλισμού. Την περίοδο 2010 – 2015, δεν ήταν καθόλου επαναστατική μια πολιτική στάση που παρέπεμπε τις πολιτικές και κοινωνικές νίκες στο επέκεινα του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα όταν, ταυτόχρονα, διακήρυσσε, τη στιγμή που ο λαός έδινε τη μεγαλύτερη ταξική σύγκρουση της μεταπολίτευσης, ότι η έξοδος από το ευρώ χωρίς ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας είναι επικίνδυνη, καταστροφική και θα φέρει το λαό σε χειρότερη θέση, ότι η «επαναστατική» στάση ήταν το άκυρο στο δημοψήφισμα, ότι οι πλατείες της λαϊκής οργής αλλά και της ταχύτατης πολιτικοποίησης του κινήματος μέσα από την πείρα του, ήταν ελεγχόμενες από ακροδεξιούς και φασίστες. Και ιδιαίτερα όταν, η έλλειψη των αιτημάτων που, κατά την άποψή μου ήταν όντως επαναστατικά, όπως ήταν το αναγκαίο και εφικτό της εξόδου από την ευρωζώνη και της διαγραφής του χρέους συνοδευόταν από την πολιτική της διάσπασης, με πρόσχημα την μη επαρκή ή καθαρή αναφορά στο σοσιαλισμό.
Το συμπέρασμα λοιπόν που πρέπει να κρατήσουμε, για τα σημερινά μας εγχειρήματα, είναι η επιμονή στο μεταβατικό πρόγραμμα, για την άμεση λύση των προβλημάτων του λαού, μαζί με την επιμονή στην ανάγκη για τις αιχμές των κρατικοποιήσεων – για να μην δούμε άλλα Τέμπη-, της βαθιάς περικοπής του χρέους, της εξόδου από την ευρωζώνη, της ρήξης με τη σιδερένια φυλακή των πολιτικών της ΕΕ, της απεμπλοκής από τον νατοϊκό χωροφύλακα που αιματοκυλάει τους λαούς και εμπλέκει τη χώρα μας στην γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι η πίστη στον λαϊκό παράγοντα, που είναι ο μοναδικός που μπορεί να αλλάξει ακόμα και τους πιο καταθληπτικούς συσχετισμούς. Η αντίπαλη πλευρά το γνωρίζει καλά, όπως καλά φάνηκε να το γνωρίζει και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, όταν επεδίωξε να κυριαρχήσει ξανά η λογική της ανάθεσης μετά το 2012, για να καθησυχάσει τα αστικά επιτελεία και για να αποφύγει «ανεξέλεγκτες» καταστάσεις. Και εδώ, ο συγγεαφέας μιλά για την αναγκαία ενεργοποίηση του λαϊκού και εργατικού κινήματος, αλλά και για το ότι έπρεπε να παρθούν περισσότερες κινηματικές πρωτοβουλίες, τόσο κατά τη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», όσο και μετά την μνημονιακή προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ αλλά και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου. Μετά την άνοιξη των αγώνων του 2010 – 2012, που ήταν άλλωστε αυτή που ξήλωσε το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, παρήγαγε τεκτονικές μετατοπίσεις, μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση με κυβερνητική δυναμική από ένα κόμμα του 3%, οι κοινωνικοί αγώνες κάμφθηκαν απότομα. Κυριάρχησε η ανάθεση, η αναμονή της κυβερνητικής εναλλαγής, η επένδυση των προσδοκιών στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό κέντρο.
Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο συμπέρασμα: πίστη στο λαό, κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση, όποια και αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, με διαρκή προσπάθεια για να συμβάλλουμε να αναταχθεί το κίνημα, με σεβασμό στην αυτοτέλεια των κινημάτων, με συνεχή αγώνα για κοινές, μετωπικές πρωτοβουλίες στο δρόμο και στους κοινωνικούς χώρους.
- Γιατί μας είναι σήμερα χρήσιμη αυτή η συζήτηση. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι να αποφύγουμε τα λάθη που έκανε όλη η Αριστερά εκείνη την περίοδο. Δίπλα στη δέσμευση στους κοινωνικούς αγώνες και στην προγραμματική σαφήνεια, συνδυασμένη με τον μαζικό λόγο, χρειάζεται να γεννηθεί ξανά η αυτοπεποίθηση του λαού και η εμπιστοσύνη του στη δύναμή του. Η καλύτερη υπηρεσία που η αριστερά έχει να προσφέρει, από αυτή την άποψη, είναι η ενότητα. Όχι μια παροπλισμένη ενότητα, χωρίς προγραμματικές αιχμές και χωρίς να θέτει τις ρήξεις στην ημερήσια διάταξη. Αλλά η ενότητα στη βάση αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων, χωρίς όμως εμμονές σε ιδιαίτερες ιδεολογικές τοποθετήσεις, χωρίς άσκοπους και καταστροφικούς κατακερματισμούς. Μια ενότητα με σεβασμό, ισοτιμία και αυτοτέλεια, με ανάδειξη των διαφορών, αλλά κι επιμονή στους κοινούς τόπους. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να αποτρέψουμε τα ενδεχόμενα των αυτοδύναμων ή ισχυρών μνημονιακών κυβερνήσεων συνεργασίας, μόνο έτσι θα συμβάλλουμε να γεννηθεί ξανά μια νέα ελπίδα. Για να φύγει η πιο επικίνδυνη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αλλά και για να ηττηθεί ο μνημονιακός, νεοφιλελεύθερος δικομματισμός και τα δεκανίκια του. Το 2010 – 2015, έγινε κτήμα ενός μεγάλου κομματιού του λαού και της νεολαίας ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Ότι όλα όσα μας μάθαιναν ότι είναι αδιαπραγμάτευτα, σχεδόν αξιωματικά, μπορούν να είναι αλλιώς. Αυτή την αντίληψη και αυτή την πίστη πρέπει να ξαναχτίσουμε σήμερα, για να αμφισβητηθούν ξανά οι συσχετισμοί.
Γιατί ο άλλος δρόμος είναι εφικτός, χωρίς Τέμπη, χωρίς κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος και ΟΠΕΚΕΠΕ, χωρίς την ακρίβεια που γονατίζει τα λαϊκά νοικοκυριά, και με την αριστερά στην υπηρεσία του λαού και όχημα του να βγεί ξανά στο προσκήνιο!













