Πηγή
Πλευρές της ΡωσοΝατοϊκής σύγκρουσης και o βρώμικος ρόλος των ΗΠΑ (Μέρος 1)
του Ηλία Σκυλλάκου
Εισαγωγή
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και συνολικά στη γεωπολιτική σκηνή στην περιοχή σηματοδοτούν μια ιστορική καμπή. Το ΝΑΤΟ, που παρουσιάστηκε ως «αήττητη συμμαχία», βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με τα όριά του. Παρά τις τεράστιες στρατιωτικές και οικονομικές επενδύσεις, η πολεμική μηχανή της Δύσης έχει αποτύχει να επιβάλει τους στόχους της στο ουκρανικό μέτωπο. Οι δεσμεύσεις για «στρατηγική ήττα της Ρωσίας» μετατράπηκαν σε εφιάλτη φθοράς, όπου τα όπλα, οι οικονομικές κυρώσεις και οι πολιτικές πιέσεις δεν απέφεραν τα αποτελέσματα που προέβλεπαν οι αρχιτέκτονες της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών. Η Ρωσία όχι μόνο άντεξε, αλλά ενισχύει τις συμμαχίες της, σταθεροποιεί την οικονομία της και να εδραιώσει την παρουσία της σε νέα πεδία με την Λ.Δ της Κίνας.
Η Ευρώπη, αντίθετα, βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση, με κοινωνικές εντάσεις, και με πολιτική αστάθεια. Η ίδια η «δυτική ενότητα» αποδεικνύεται εύθραυστη, καθώς οι λαοί πληρώνουν το κόστος ενός πολέμου που δεν είναι δικός τους. Η αποτυχία του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία έχει ευρύτερες συνέπειες. Δείχνει πως το δόγμα της αμερικανικής ηγεμονίας δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί ανεμπόδιστα. Οι πολυετείς «έγχρωμες επαναστάσεις», οι βάσεις, οι ασκήσεις και οι κυρώσεις δεν κατάφεραν να κάμψουν μια μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία. Αντίθετα, αποκάλυψαν ότι το ιμπεριαλιστικό μπλοκ βρίσκεται σε κρίση στρατηγικής και νομιμοποίησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη της Ρωσονατοική σύγκρουσης αποκτά νέα σημασία. Δεν πρόκειται μόνο για την αποκάλυψη του βρώμικου ρόλου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ τα προηγούμενα χρόνια· είναι και μια ματιά στο παρόν, όπου η ήττα των σχεδιασμών τους ανοίγει ρωγμές στον παγκόσμιο συσχετισμό.
Αυτή η μικρή μπροσούρα, που θα δημοσιευθεί σε μέρη, φιλοδοξεί να αναδείξει κάποιες πλευρές αυτής της ιστορικής σύγκρουσης μέσα από τα γεγονότα που κατεγράφησαν, χωρίς βέβαια να στοχεύει να καλύψει το σύνολο των γεωπολιτικών, οικονομικών στρατιωτικών αιτιών και γεγονότων, καθώς δεν μπορούν καλυφθούν μέσα σε ένα τόσο συμπυκνωμένο έργο. Παρ’ όλα αυτά επιδιώκει να σταθεί σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς αυτής της πορείας.
Γιατί σήμερα γίνεται ολοένα πιο καθαρό πως το ΝΑΤΟ δεν είναι «αήττητο». Και αυτό ανοίγει έναν νέο ιστορικό κύκλο, όπου οι λαοί μπορούν να χαράξουν δρόμο έξω από την κυριαρχία του πολέμου και του ιμπεριαλισμού.
Ηλίας Σκυλλάκος
Μέρος 1: Η επεκταση του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία
Η επέκταση του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία
Η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και η παρουσία τους στις διεθνείς σχέσεις συνιστά μια μορφή ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, καθ όλη την διάρκεια της ιστορίας της. Η Ανατολική Ευρώπη δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά μια περιοχή κεντρική γεωπολιτικής σημασίας, καθώς ο ενεργειακός ανταγωνισμός και ο έλεγχος των αγορών καθιστούν την περιοχή κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Από τη δεκαετία του 1990, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Αν. Ευρώπη, η Ουάσινγκτον ακολούθησε μια στρατηγική ενσωμάτωσης των πρώην σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης στο δυτικό καπιταλιστικό μπλοκ.
Αυτό έγινε μέσω της προσχώρησης των χωρών στο ΝΑΤΟ, που συνοδεύτηκε από στρατιωτική εξάρτηση της Ανατολικής Ευρώπης από τις ΗΠΑ, και μέσω της οικονομικής ενσωμάτωσης στην ΕΕ. Το ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας όχι μόνο δεν διαλύθηκε, ούτε και περιορίστηκε, αλλά αντίθετα διευρύνθηκε, ενσωματώνοντας στις τάξεις του άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Η στρατηγική των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη βασίζεται σε μια συνδυασμένη τακτική στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας.
Η στρατιωτική διάσταση αφορά την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων και δυνάμεων σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και οι Βαλτικές, επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ κοντά στα ρωσικά σύνορα. Να σημειωθεί πως η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 σηματοδότησε μία βαθιά ποιοτική αλλαγή στο διεθνές σύστημα. Ενώ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ ήταν ουσιαστικά η σύγκρουση δύο διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συστημάτων – του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού – μετά το 1991, η διεθνής σύγκρουση μετατοπίστηκε σε νέα πλαίσια.
Οι ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις με ηγεμόνα τις ΗΠΑ, λόγω της διάλυσης της ΕΣΣΔ βρήκαν ανοιχτό δρόμο με στόχο να επεκτείνουν τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και στην «αυλής» της διαλυμένης οικονομικά καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας. Ο πρώτος γύρος επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς πραγματοποιήθηκε το 1999 με την είσοδο της Τσεχικής Δημοκρατίας, Ουγγαρίας και Πολωνίας.
Ο δεύτερος γύρος διεύρυνσης έλαβε χώρα το 2004 με την είσοδο Βουλγαρίας, Εσθονίας, Λετονίας, Λιθουανίας, Ρουμανίας, Σλοβακίας και Σλοβενίας. Εκτός από την επέκταση του ΝΑΤΟ πρέπει να ληφθεί υπόψη πως εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 2000 ακολούθησε και η ανατροπή του Μιλόσεβιτς και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η “πορτοκαλί επανάσταση” στην Ουκρανία το 2004, μετατρέποντας την Ανατολική Ευρώπη σε πεδίο συγκρούσεων. Το ΝΑΤΟ παράλληλα άρχισε να εγκαθιστά στρατιωτικές δυνάμεις, και βάσεις στις χώρες αυτές και σύγχρονα όπλα, σε διάφορα σημεία πέριξ της Ρωσίας. Παράλληλα εδώ και χρόνια υπάρχουν πολεμικά σχέδια και διεξάγονται στρατιωτικές ασκήσεις και γυμνάσια στη Βόρεια Θάλασσα, στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μαύρη Θάλασσα, στη Βαλτική με μέτωπο απέναντι στη Ρωσία.
Δεν είναι μυστικό πως οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι αυτή η επέκταση θα έφερνε την σύγκρουση με την Ρωσία, μιας και από το 1995, ο τότε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Άντονι Λέικ προειδοποίησε με έγγραφο του τον Μπιλ Κλίντον ότι η ρωσική ηγεσία δεν θα δεχόταν την επέκταση της συμμαχίας. «Η ρωσική αντίθεση στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ είναι απίθανο να υποκύψει βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα σε κάποιου είδους υποστήριξη. Η αντίθεση της Ρωσίας είναι βαθιά, έγραψε ο Λέικ και συμπλήρωσε. «Για την επόμενη περίοδο, η ρωσική ηγεσία θα κάνει το καλύτερο δυνατό για να εκτροχιάσει την πολιτική μας, δεδομένης της πεποίθησής της ότι οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά είναι κατά βάση αντίθετη προς τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ρωσίας»1.
Μπορεί βέβαια η στάση του Ρώσου προέδρου Γέλτσιν ολόκληρη εκείνη την περίοδο της βαθιάς κρίσης της Ρωσικής οικονομίας από την καπιταλιστική παλινόρθωση μέχρι το 1999 να εξέφραζε τις αντιφάσεις του πολιτικού κατεστημένου και των ολιγαρχών της Ρωσίας, καθώς και την φιλοδυτική στάση του ίδιου, ο οποίος επιδίωκε να αναπτύξει στενές επαφές με τις ΗΠΑ, όμως η συζήτηση για την επέκταση του ΝΑΤΟ δημιουργούσε σοβαρή και αυξανόμενη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Γι’ αυτό οι ΗΠΑ επέλεξαν μια ενδιάμεση στάση με την λεγόμενη «Πρωτοβουλία για την Ειρήνη», που θα περιλάμβανε και την Ρωσία στη νέα δομή ασφαλείας κάτι που ο Γέλτσιν το δέχτηκε. Ωστόσο, οι ΗΠΑ προωθούσαν την επέκταση του ΝΑΤΟ, σχεδιάζοντας να εντάξουν νέα κράτη-μέλη, οδηγώντας την κατάσταση ουσιαστικά σε ρήξη2.
Η πιο σκληρή στάση της Ρωσίας για την επέκταση αυτή εκφράστηκε βέβαια έντονα και ξεκάθαρα το 2000 από τον Βλαντιμίρ Πούτιν μέσα από το Δόγμα Εθνικής Ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως διαμορφώθηκε, καθώς ήταν μια κομβική στιγμή όπου η Ρωσία, άρχισε να θέτει «κόκκινες γραμμές» σε θέματα ασφαλείας, ενώ παράλληλα άρχισε να σταθεροποιεί η οικονομία της.
Λίγα χρόνια αργότερα στο Συνέδριο Ασφάλειας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2007, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξέφρασε πλέον ξεκάθαρα το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Στην ομιλία του, ανέφερε: «Αποδεικνύεται ότι το ΝΑΤΟ έχει τοποθετήσει την εμπροσθοφυλακή του στα σύνορά μας […] Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση, η οποία μειώνει το επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ενάντια σε ποιον προορίζεται αυτή η διεύρυνση; Τι απέγιναν οι διαβεβαιώσεις που έδωσαν οι δυτικοί συνέταιροί μας μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας;»3
Αυτή η δήλωση υπογράμμισε την αίσθηση της Ρωσίας ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ήταν μια εχθρική ενέργεια που απειλούσε τη στρατηγική ισορροπία και τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Με βάση την συνολική ιστορική πορεία των γεωπολιτικών γεγονότων, δεν χωράει αμφιβολία πως ο βασικός υπεύθυνος για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι οι ΗΠΑ. Ειδικά στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα γεγονότα των εντάσεων φάνηκαν αρκετά έντονα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 και αποτέλεσε ένα από τα πλέον κρίσιμα γεγονότα στη σύγχρονη γεωπολιτική σκηνή. Κεντρικό ζήτημα της συνάντησης ήταν η προοπτική ένταξης της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, μια κίνηση που υποστηρίχθηκε ένθερμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ συνάντησε την αντίθεση από χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Παρά τις διαφωνίες, το ΝΑΤΟ εξέδωσε μια διακήρυξη στο τέλος της Συνόδου, δηλώνοντας ότι η Γεωργία και η Ουκρανία θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ4. Αυτή η απόφαση, αν και δεν περιλάμβανε τη δέσμευση για άμεση έναρξη της διαδικασίας ένταξης, θεωρήθηκε ως μια στρατηγική κίνηση ενίσχυσης των ευρωατλαντικών σχέσεων. Ωστόσο, για τη Ρωσία, η δήλωση αυτή ήταν απαράδεκτη. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Alexander Grushko, χαρακτήρισε την προοπτική ένταξης των δύο χωρών στη Συμμαχία ως «στρατηγικό λάθος» που θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια5.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε πως ο Ουίλιαμ Μπερνς, (πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία και νυν διευθυντής της CIA), είχε εκφράσει την άποψη ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς επηρέασε αρνητικά τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, προκαλώντας βαθιά απογοήτευση στη ρωσική πολιτική ελίτ. Σε διπλωματικό τηλεγράφημα του 2008, ο Μπερνς ανέφερε ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί «την πιο φωτεινή από όλες τις κόκκινες γραμμές» για τη ρωσική ελίτ, υπογραμμίζοντας ότι, σε περισσότερα από δύο χρόνια συνομιλιών με βασικούς Ρώσους παράγοντες, δεν είχε συναντήσει κανέναν που να θεωρεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως κάτι άλλο πέρα από άμεση πρόκληση στα ρωσικά συμφέροντα6.
Οι αντιδράσεις της Ρωσίας στην απόφαση αυτή ήταν λογική. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν προάγγελο των μετέπειτα εξελίξεων, με την αμερικανοκίνητη ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία, το πραξικόπημα του 2014 και την μετέπειτα συγκρότηση φιλοδυτικού καθεστώτος στο Κίεβο.
Αξίζει να σημειωθεί πως η αρχή της τεράστιας πολεμικής φωτιάς που έβαλαν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία μέχρι την ανάληψη της προεδρίας από τον Ζελέσνκι, ήταν πράγματι το αιματηρό πραξικόπημα του 2014 με την στήριξη των ΗΠΑ, όπου στην πραγματικότητα, η δυτική πλευρά επιχείρησε να κάνει την Ουκρανία ένα de facto μέλος του ΝΑΤΟ υποβοηθώντας την συγκρότηση ενός ναζιστικού και φασιστικού καθεστώτος, με έντονα αντιΡωσικά χαρακτηριστικά.
Νωρίτερα βέβαια από τα γεγονότα του 2014 η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είχε παραδεχτεί σε ομιλία της τον Δεκέμβριο του 2013 ότι οι ΗΠΑ είχαν δαπανήσει 5 δισ. δολ. σε προγράμματα «οικοδόμησης της δημοκρατίας» στην Ουκρανία από το 1991. Τότε είχε δηλώσει: «Από την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν τους Ουκρανούς καθώς οικοδομούν δημοκρατικές δεξιότητες και θεσμούς, καθώς προωθούν τη συμμετοχή των πολιτών και τη χρηστή διακυβέρνηση, τα οποία αποτελούν προϋποθέσεις για την Ουκρανία να επιτύχει τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες». «Έχουμε επενδύσει πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσουμε την Ουκρανία σε αυτούς και άλλους στόχους που θα εξασφαλίσουν μια ασφαλή και ευημερούσα και δημοκρατική Ουκρανία»7.
Παράλληλα και ο Τζον Μακέιν πρώην γερουσιαστής των ΗΠΑ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διαδηλώσεις στο Κίεβο το 2013, που ήταν μέρος του κινήματος Euromaidan. Συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Κίεβο, παρέχοντας υποστήριξη στους διαδηλωτές που αντιτάχθηκαν στον Γιανουκόβιτς, ο οποίος είχε αποσύρει την Ουκρανία από μια συμφωνία με την ΕΕ. Το 2014, η Ουκρανία εισήλθε ουσιαστικά σε μια νέα εποχή πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να διαδραματίζει κομβικό ρόλο. Η ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης έφερε στην εξουσία δυνάμεις με εθνοτικά και πολιτικά κίνητρα, ιδιαίτερα από τη Γαλικία.
Γι’ αυτό και εκείνη την εποχή συγκροτήθηκε και ένα νέο στρατιωτικό δόγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που χαρακτήριζε τις «έγχρωμες επαναστάσεις», ως έναν από τους κύριους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούν την ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας. Συγκεκριμένα ο κατάλογος των κύριων εξωτερικών στρατιωτικών κινδύνων του δόγματος έχει μια προσθήκη: «την εγκαθίδρυση καθεστώτων, συμπεριλαμβανομένης της ανατροπής των νόμιμων κυβερνήσεων, των οποίων οι πολιτικές απειλούν τα συμφέροντα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στα κράτη που γειτνιάζουν με τη Ρωσική Ομοσπονδία»8.
Παράλληλα η βίαιη δίωξη του ρωσόφωνου πληθυσμού και η απαγόρευση της ρωσικής γλώσσας προκάλεσαν εντάσεις, όπως και η ένοπλη αντικομμουνιστική δράση δυνάμεων του καθεστώτος του Κιέβου με τις περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ να αντιδρούν ένοπλα.
Το 2014, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, μέσω δημοψηφίσματος, διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, σχηματίζοντας τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Η απόκριση της κυβέρνησης του Κιέβου ήταν σκληρή, οδηγώντας σε στρατιωτική σύγκρουση που είχε τραγικό απολογισμό μέχρι το 2021 πάνω από 14.000 νεκρούς που περιλαμβάνουν και αμάχους9.
Η ιδεολογική και πολιτική επιρροή ακραίων εθνικιστικών στοιχείων στην Ουκρανία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Απόγονοι και ιδεολογικοί διάδοχοι του Στέπαν Μπαντέρα, ενός ιστορικού συνεργάτη των Ναζί, ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής κουλτούρας της χώρας της Ουκρανίας. Η ιδεολογία τους έχει διεισδύσει στις κρατικές δομές, ενώ σύμβολα και πρακτικές των Μπαντεριστών υιοθετούνται ως επίσημοι κρατικοί θεσμοί. Η καταπίεση πολιτικών αντιφρονούντων,η ποινικοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και η καταστροφή μνημείων της σοβιετικής εποχής αντικατοπτρίζουν μια πολιτική ένταση και αποκλεισμό, που υπονομεύει τη δημοκρατική λειτουργία του καθεστώτος.
Η όξυνση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ προς την Ρωσία μέσω της Ουκρανίας, επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την πολιτική και διπλωματική υποστήριξη του καθεστώτος της Ουκρανίας, αλλά και με στρατιωτικό τρόπο πολύ πριν την ειδική στρατιωτική επιχείρηση και την εισβολή της Ρωσίας το 2022. Η ύπαρξη ακόμη και στρατιωτικών βάσεων στην Ουκρανία, από το 2014 στα πρότυπα του ΝΑΤΟ, εξηγούν την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού.
Οι ΗΠΑ από το 2014 με την συμμετοχή της CIA εκπαίδευσαν Ουκρανούς εντός του ουκρανικού χώρου, προσφέροντας τεχνολογικές υποδομές, εκπαίδευση και επιχειρησιακή καθοδήγηση. Η CIA βοήθησε στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς Ουκρανών κατασκόπων που έδρασαν στη Ρωσία, στην Ευρώπη, στην Κούβα και σε άλλα μέρη όπου οι Ρώσοι είχαν έντονη παρουσία.
Η αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών και συνολικά του στρατιωτικού μηχανισμού της Ουκρανίας ήταν από τις πρώτες προτεραιότητες της CIA από τον Φεβρουάριο του 2014.
Βέβαια το έδαφος ήταν ήδη στρωμένο από πολλά χρόνια πριν, αλλά οι συνθήκες άλλαζαν μιας και μπαίναμε σε φάση της ανοιχτής ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης στην Ουκρανία με το πραξικόπημα του Μαινταν. Παρότι τα δυτικά μέσα ενημέρωσης επιμένουν να παρουσιάζουν την ανατροπή του ως αυθόρμητο λαϊκό ξεσηκωμό, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι αποτέλεσε μια συντονισμένη επιχείρηση αποσταθεροποίησης από τη Δύση, με πρωταγωνιστές και τη CIA.
H ηγεσία της CIA αναγνώρισε πολλές φορές ότι χωρίς την βοήθεια της υπηρεσίας, η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να αντέξει την μάχη αυτή, δείχνοντας το βάθος της εμπλοκής. Αυτή η υποστήριξη περιλάμβανε την παροχή προηγμένων συστημάτων παρακολούθησης, την εκπαίδευση προσωπικού τόσο στην Ουκρανία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων για τμήματα της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ουκρανίας.
Οι δραστηριότητες της CIA περιλάμβαναν την αναδιοργάνωση της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας (SBU) και της Κύριας Διεύθυνσης Πληροφοριών του Υπουργείου Άμυνας (GUR), τη δημιουργία μυστικών κέντρων εκπαίδευσης και τη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων με στόχο τη Ρωσία και τους συμμάχους της. Με την επικράτηση του φιλοδυτικού στρατοπέδου, ο νέος επικεφαλής της υπηρεσίας, Βαλεντίν Ναλιβάιτσενκο, ανέλαβε καθήκοντα.
Μέσα σε λίγες ώρες από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ναλιβάιτσενκο επικοινώνησε απευθείας με τις πρεσβείες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, ζητώντας άμεση παρέμβαση για την αναδιοργάνωση της SBU. Η ανταπόκριση ήταν άμεση και αποφασιστική. Αμερικανοί και Βρετανοί πράκτορες και στρατιωτικοί σύμβουλοι κατέφθασαν στο Κίεβο για να αναλάβουν τον εκ βάθρων μετασχηματισμό της υπηρεσίας.10
Ουσιαστικά, η SBU έπαψε να λειτουργεί ως εθνικός φορέας ασφάλειας και αναβαπτίστηκε σε έναν θεσμό που λειτουργούσε υπό τη σκέπη της Δύσης. Η χρηματοδότηση και η τεχνική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επεκτάθηκαν σε επιχειρήσεις επιθετικού χαρακτήρα. Υπό την καθοδήγηση και την εκπαίδευση Αμερικανών πρακτόρων, η Ουκρανία ανέπτυξε νέα μέσα διεξαγωγής πολέμου, συμπεριλαμβανομένων, επιχειρήσεων δολιοφθοράς μέσω στοχευμένων επιθέσεων σε κρίσιμες υποδομές. από τις βασικότερες επιχειρήσεις ήταν η συστηματική εξόντωση Ρώσων πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων, τόσο εντός των εδαφών της Ρωσίας όσο και στις νέες ρωσικές περιοχές του Ντονμπάς, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας.
Επίσης το 2017 έχουν κατασκευάσει το Naval Operations Center στην περιοχή Ochakov της Ουκρανίας, το οποίο προορίζονταν για μελλοντική χρήση από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Σε αυτές τις βάσεις, παρέχονται εκπαιδεύσεις σε διάφορες στρατιωτικές τακτικές και επιχειρήσεις, καθώς και τεχνικός εξοπλισμός απαραίτητος για τη διεξαγωγή πολέμου11.
Αυτή η στρατιωτική παρουσία στην Ουκρανία θεωρήθηκε από τη Ρωσία ως απειλή, ενισχύοντας την αντίληψή της για την περικύκλωση από το ΝΑΤΟ, κάτι που συνέβαλε στην κλιμάκωση της σύγκρουσης και την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας και την εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
Το 2019, η RAND Corporation, ένας ερευνητικός οργανισμός με στενούς δεσμούς με την αμερικανική κυβέρνηση και τις υπηρεσίες πληροφοριών, δημοσίευσε μια ανάλυση για τη στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία που έχει ενδιαφέρον για να κατανοηθεί πως οι αρχιτέκτονες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ γνώριζαν πως η πορεία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση με την Ρωσία. Η έκθεση πρότεινε τρόπους με τους οποίους η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να αυξήσει την πίεση στη Μόσχα, χρησιμοποιώντας την Ουκρανία ως κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης.
Μεταξύ άλλων όμως, εκτιμήθηκε ότι η ενίσχυση της στρατιωτικής υποστήριξης προς το Κίεβο θα ανάγκαζε την Ρωσία να εμβαθύνει την εμπλοκή της στη σύγκρουση. Στην έκθεση αναφέρεται: «Η παροχή βοήθειας στην Ουκρανία θα εκμεταλλευόταν το μεγαλύτερο σημείο εξωτερικής ευπάθειας της Ρωσίας. Όμως, οποιαδήποτε αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών όπλων και συμβουλών προς την Ουκρανία θα πρέπει να βαθμονομηθεί προσεκτικά για να αυξηθεί το κόστος για τη Ρωσία για τη διατήρηση της υπάρχουσας δέσμευσής της χωρίς να προκαλέσει μια πολύ ευρύτερη σύγκρουση στην οποία η Ρωσία, λόγω εγγύτητας, θα είχε σημαντικά πλεονεκτήματα..»12.
Οι αρχιτέκτονες της RAND πρότειναν παράλληλα βεβαία την ανοιχτή παρέμβαση ώστε η στρατηγική των ΗΠΑ να επικεντρώνεται στη στρατιωτική υποστήριξη των γειτονικών προς τη Ρωσία χωρών, στην πολιτική αποσταθεροποίηση της Λευκορωσίας και στη διπλωματική απομόνωση της Ρωσίας μέσω κυρώσεων και γεωπολιτικών ελιγμών. Συγκεκριμένα διαβάζουμε: «[…]Αυτό το κεφάλαιο περιγράφει έξι πιθανά βήματα των ΗΠΑ στον τρέχοντα γεωπολιτικό ανταγωνισμό: την παροχή θανατηφόρων όπλων στην Ουκρανία, την επανέναρξη της υποστήριξης προς τους αντάρτες στη Συρία, την προώθηση αλλαγής καθεστώτος στη Λευκορωσία, την εκμετάλλευση των εντάσεων μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, την ενίσχυση της επιρροής στην Κεντρική Ασία και την απομόνωση της Υπερδνειστερίας (μιας ρωσικής ελεγχόμενης περιοχής στη Μολδαβία)» 13
Αν ανατρέξουμε όμως πάλι στην δεκαετία του 90 θα διαπιστώσουμε πως υπήρχαν ακόμη και κοινές ασκήσεις ΗΠΑ – Ουκρανίας, από το 1997 στη Μαύρη Θάλασσα και στην «αυλή» της Ρωσίας όπως οι ετήσιες ασκήσεις “Sea Breeze” που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα και εξηγούν την διαχρονική στάση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ.
Αυτή η στρατηγική των ΗΠΑ είχε για τα καλά κυριαρχήσει στο βαθύ κράτος των ΗΠΑ, όμως υπήρξαν βέβαια και φωνές στην Ουάσιγκτον που υποστήριζαν πως μια τέτοια πορεία του ΝΑΤΟ θα έφερνε αντικειμενικά αντιδράσεις από την Ρωσία. Ακόμη και ο Τζορτζ Κέναν, ο οποίος υπήρξε ο αρχιτέκτονας της αντισοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Σε συνέντευξή το 1997, χαρακτήρισε αυτή την απόφαση ως «μοιραίο λάθος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Προειδοποίησε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις στη Ρωσία.14
Οι παραπάνω εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η αντίθεση της Ρωσίας στην επέκταση του ΝΑΤΟ δεν είναι μια πρόσφατη πολιτική αλλά μια πάγια θέση παρά τις αναταράξεις που επικράτησαν εντός της Ρωσίας κατά την περίοδο του Γιέλτσιν. Ανεξάρτητα λοιπόν από τις τακτικές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά και τους πολιτικούς ελιγμούς με τις εναλλαγές στην εξουσία (ρεπουμπλικάνων, δημοκρατικών) για την ταχύτητα της επέκτασης του ΝΑΤΟ ανατολικά, η στρατηγική των ΗΠΑ παραμένει η ίδια.
1 Clinton Presidental Library, Mandatory Review 2015-0772- Μνημόνιο για τον Πρόεδρο από τον Anthony Lake, «European Security/NATO Enlargement Progress Report»
2 βλ.αναλυτικά αποχαρακτηρισμένα έγγραφα- National Security Arcives: Επέκταση του ΝΑΤΟ: Τι άκουσε ο Γέλτσιν Ουάσιγκτον, DC, 16 Μαρτίου 2018
3 βλ. Vladimir Putin, “Speech And the Following Discussion At the Munich Conference On Security Policy,”
President Of Russia, February 10, 2007.
4 βλ. NATO, “Bucharest Summit Declaration – Issued by the Heads of State and Government Participating in the
Meeting of the North Atlantic Council in Bucharest on 3 April 2008,” NATO, April 3, 2008.
5 John J. Mearsheimer, “Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault,” Foreign Affairs, September/October 2014, 3.
6 Washington Post .: Shifrinson, Joshua; Wertheim, Stephen (23 Δεκεμβρίου 2021).
7 βλ. ομιλία της Βικτόρια Νούλαντ στο National Press Club https://www.youtube.com/watch?v=rPVs5VuI8XI
8. (Στρατιωτικό Δόγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας). Kremlin.ru. Ανακτήθηκε από http://kremlin.ru/news/47334
9 βλ. Στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ 2014 – 2021
10 βλ. New york Times:Ο πόλεμος των κατασκόπων: Πώς η CIA βοηθά κρυφά την Ουκρανία να πολεμήσει τον Πούτιν.
11βλ. Επίσημη ιστοσελίδα του Ναυτικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ- https://news.usni.org/2017/08/15/u-s-navy-seabees-building-maritime-operations-center-black-sea-coast
12 βλ. εκθεση – RAND Corporation: Extending Russia Competing from Advantageous Ground
13 ό.π σελ 96
14 βλ. Άρθρο γνώμης του ο Τζορτζ Κέναν: «Μοιραίο Λάθος» – εφημερίδα New York Times το 1997 https://www.nytimes.com/1997/02/05/opinion/a-fateful-error.html










