Πηγή
Από το LNG στο AI: Οι τρεις άξονες της αμερικανικής κηδεμονίας στην Ελλάδα
του Ηλία Σκυλλάκου
Στο φόντο των πολέμων, των κρίσεων και των «ανταγωνισμών» που δεν αποτελούν τυχαία γεγονότα, αλλά αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, για να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του, η Ουάσινγκτον επανακαθορίζει πλήρως τον ρόλο της Ελλάδας ως βασικού πυλώνα της στρατηγικής της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα, στο όνομα μιας «γεωπολιτικής αναβάθμισης», εισέρχεται σε μια νέα φάση ενδοτικής συμμετοχής σε σχέδια των ΗΠΑ για τη ΝΑ Ευρώπη. Μόνο που η «αναβάθμιση» αυτή συνοδεύεται από μια πρωτοφανή εκχώρηση κυριαρχίας και δημόσιου πλούτου.
Στο επίκεντρο βρίσκονται τρεις κρίσιμοι άξονες που αφορούν την σύμβαση προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), την συμμετοχή της ExxonMobil σε εξορύξεις στο Ιόνιο και η διακήρυξη για «οικονομική ασφάλεια» και τεχνητή νοημοσύνη με τις ΗΠΑ. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια στρατηγική που μεταφέρει το κέντρο της αποφασιστικής δύναμης εκτός συνόρων.
Τον Νοέμβριο 2025 η Ελλάδα υπέγραψε με τις ΗΠΑ συμφωνία μακράς διάρκειας για εισαγωγή αμερικανικού LNG, διάρκειας 20 ετών, με προοπτική έναρξης από το 2030 και ποσότητα περίπου 0,7 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως.
Η χώρα προβάλλεται ως «πόρτα εισόδου» αμερικανικού LNG προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, στο πλαίσιο του λεγόμενου «Vertical Corridor».
Η συμφωνία αποτελεί σαφή πολιτική πράξη ευθυγράμμισης της Ελλάδας με τη στρατηγική ενεργειακής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ε.Ε, με αρνητικές συνέπειες για τα λαικά στρώματα και την ίδια την οικονομία της χώρας. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει την πλήρη αποσύνδεση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και τη μετατροπή των ΗΠΑ σε κύριο προμηθευτή LNG. Η Ελλάδα, με αυτή τη συμφωνία, παγιώνει τη θέση της ως ενεργειακό προτεκτοράτο της Δύσης, δεσμευόμενη σε ένα συμβόλαιο 20 ετών, δηλαδή πολύ πέρα από τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης.
Παράλληλα, από την 1η Ιανουαρίου 2028, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαγορεύει την εισαγωγή κάθε μορφής ρωσικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη-μέλη που παραμένουν συνδεδεμένα με ρωσικά συμβόλαια θα υποχρεωθούν εκ των πραγμάτων να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές, με το αμερικανικό LNG — μέσω των ελληνικών τερματικών — να αναδεικνύεται ως η πλέον «υποχρεωτική» επιλογή.
Το διακύβευμα έχει βάθος και είναι καταρχήν βαθιά οικονομικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε, πως η τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών κυμαινόταν κατά μέσο όρο στα 270–350 δολάρια ανά χίλια κυβικά μέτρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Statista και της Gazprom Export (2021–2022).
Αντίθετα, το αμερικανικό LNG, μετά τη ρευστοποίηση, τη μεταφορά με δεξαμενόπλοια και την επαναεριοποίησή του, φτάνει στις ευρωπαϊκές αγορές με τελική τιμή που ξεπερνά συχνά τα 700–900 δολάρια ανά χίλια κυβικά. Αυτό σημαίνει ότι το ενεργειακό μείγμα της χώρας κινδυνεύει να παγιωθεί σε επίπεδα διπλάσιου ή και τριπλάσιου κόστους σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενισχύοντας την ενεργειακή φτώχεια και μετακυλίοντας το κόστος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Παράλληλα η μη δημοσιοποίηση των όρων της συμφωνίας Ελλάδας–ΗΠΑ για την εισαγωγή αμερικανικού LNG συνιστά ένα κρίσιμο ζήτημα διαφάνειας και δημόσιου ελέγχου σε μια συμφωνία που δεσμεύει τη χώρα για είκοσι χρόνια. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες ενεργειακές συμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας, οι λεπτομέρειες της σύμβασης παραμένουν στο σκοτάδι. Ούτε η τιμολόγηση, ούτε οι ρήτρες, ούτε το κόστος των αναγκαίων υποδομών έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, ενώ δεν είναι γνωστό ποιος τελικά αναλαμβάνει το οικονομικό ρίσκο – το ελληνικό Δημόσιο, οι ιδιωτικές εταιρείες ή οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ενέργειας;
ExxonMobil & Ιόνιο – οικονομικές θυσίες και κερδοσκοπία των πολυεθνικών
Από την άλλη μεριά, η συμφωνία για το Block 2 στο Ιόνιο, δυτικά της Κέρκυρας, με την ExxonMobil αποτελεί μια ακόμη εμβληματική πράξη υποτέλειας απέναντι στα αμερικανικά και πολυεθνικά συμφέροντα που νέμονται τους φυσικούς πόρους των λαών. Η παραχώρηση μιας τόσο εκτεταμένης θαλάσσιας περιοχής — σχεδόν 3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα — στην ExxonMobil (με συμμετοχή 60%) και στους εγχώριους εταίρους της Energean και Hellenic Petroleum/HelleniQ Energy, είναι ένα ακόμη βήμα στην παράδοση της κυριαρχίας στους οικονομικούς μηχανισμούς της αμερικανικής αυτοκρατορίας και των πολυεθνικών της.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, η αμερικανική εταιρεία αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο του έργου, επενδύοντας μόλις 50 έως 100 εκατομμύρια δολάρια για τον πρώτο ερευνητικό κύκλο, δηλαδή ένα ποσό αμελητέο μπροστά στη στρατηγική σημασία του Ιονίου και στα δυνητικά κέρδη που υπόσχεται η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Τα πρώτα αποτελέσματα δεν αναμένονται πριν από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες, ενώ η αξιολόγηση των γεωλογικών δεδομένων, η διεξαγωγή σεισμικών ερευνών, η ανάλυση των ευρημάτων και η ενδεχόμενη γεώτρηση απαιτούν χρόνια. Επομένως, η οποιαδήποτε οικονομική απόδοση για το ελληνικό Δημόσιο τοποθετείται πολύ μετά το 2035, σε ένα διεθνές ενεργειακό περιβάλλον που ενδέχεται να έχει αλλάξει ριζικά λόγω της ενεργειακής μετάβασης.
Αν ισχύουν βέβαια και οι πληροφορίες, ότι και το ελληνικό Δημόσιο θα λάβει μόλις 10 – 15 % των καθαρών κερδών, ενώ αναλαμβάνει όλο το πολιτικό και περιβαλλοντικό ρίσκο,την ώρα που οι πολυεθνικές απολαμβάνουν το 85–90%, αυτό σημαίνει ότι ο εθνικός πλούτος μετατρέπεται σε πεδίο κερδοσκοπίας για ξένα μονοπώλια.
Τεχνητή νοημοσύνη και ψηφιακή υποτέλεια
Από την άλλη μεριά η 6th Transatlantic Partnership for Energy Cooperation (P-TEC) οδήγησε και στη «Κοινή Διακήρυξη Οικονομικής Ασφάλειας» Ελλάδας–ΗΠΑ, που υπογράφηκε στις 7 Νοεμβρίου 2025.
Η διακήρυξη περιλαμβάνει ρήτρες για ενίσχυση αξιόπιστων συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης, προστασία κρίσιμων υποδομών, «ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» μέσω εμβληματικών έργων και αποκλεισμό τεχνολογιών από «χώρες ανησυχίας».
Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει να ενσωματωθεί σε αμερικανικά τεχνολογικά «οικοσυστήματα». Οι υποδομές δικτύων, τα data centers, τα συστήματα AI περνούν στην ομπρέλα εταιρειών με έδρα τις ΗΠΑ. Η «κυβερνο-ασφάλεια» και η «τεχνολογική κυριαρχία» μετατρέπονται σε όρους που εγγράφουν την ελληνική ψηφιακή και τεχνολογική πραγματικότητα σε ξένα συμφέροντα.
Οι τρεις αυτοί άξονες – ενεργειακή, εξορυκτική και τεχνολογική συνεργασία είναι τμήματα ενός μονοπατιού που οδηγεί σε βάθεμα της εξάρτησης, με την Ελλάδα να ενσωματώνεται σε ένα αμερικανικό τεχνολογικό πλέγμα, όπου οι υποδομές, τα δίκτυα και τα data centers λειτουργούν υπό τον έλεγχο αμερικανικών εταιρειών και στρατηγικών συμφερόντων, ενώ οι νέου τύπου αποικιακές συμβάσεις – οικονομικές, στρατιωτικές και τεχνολογικές – υφαίνουν γύρω της ένα δίχτυ που σφίγγει ολοένα και περισσότερο με τον χρόνο.
Ετσι οι υποδομές της χώρας , οι στρατιωτικές βάσεις, οι αγωγοί, ακόμη και τα ψηφιακά της δίκτυα, αποτελούν κομμάτια ενός ευρύτερου αμερικανικού γεωοικονομικού μηχανισμού. Η εξάρτηση είναι δομικό στοιχείο της κρατικής λειτουργίας, θεσμοθετημένη μέσα από συμβάσεις, μνημόνια και στρατηγικά πλαίσια που δεν μπορούν να ανατραπούν χωρίς ρήξη, η οποία ειναι αναγκαία.













