Πηγή: SLPress
Πώς θα επηρεάσουν την ΕΕ εξοπλισμοί, AI και ενεργειακά
Οι συντελούμενες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη, κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, πολιτικές νεοφιλελεύθερου περιεχομένου χαρακτηρίζονται, κατά βάση, από την εκχώρηση στις αγορές από το κράτος της αναδιανεμητικής, της αναπτυξιακής και της κοινωνικής λειτουργίας της οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, δεσπόζουσα θέση στην οικονομική και κοινωνική στρατηγική της ΕΕ κατέχει η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, τα κέρδη, η ιδιωτικοποίηση και το χαμηλό κόστος. Στο περιβάλλον αυτό της συρρίκνωσης του κράτους από το ίδιο το κράτος αναδεικνύεται ο αντι-αναπτυξιακός κύκλος της αποβιομηχάνισης, με την μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία, καθώς και ο αντι-κοινωνικός κύκλος με την ανεργία και την αντιμετώπισή της με την αύξηση όλων των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, την ανισοκατανομή του εισοδήματος (οικονομικές ανισότητες), με την απελευθέρωση και την ένταξη (ιδιωτικοποίηση) του κοινωνικού κράτους στις αγορές υγείας, ασφάλισης, εκπαίδευσης, κλπ και με την μείωση των κοινωνικών δαπανών (κοινωνικές ανισότητες).
Παράλληλα στο περιβάλλον αυτό, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρείται σε οικονομικό επίπεδο η σταδιακή εγκαθίδρυση μίας σημαντικής ανατροπής του παγκόσμιου συστήματος παραγωγής και εφοδιασμού, η οποία συνίσταται στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στη παραγωγή, προκαλώντας, από κάθε άποψη, προβληματισμό και αβεβαιότητα.
Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, η άμεση κατάρτιση και υλοποίηση ενός κανονιστικού πλαισίου ρύθμισης των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης και αντιμετώπισης των συνεπειών της στην εργασία (μαζικές απολύσεις), στην κοινωνία (αύξηση της ανεργίας) και στην οικονομία (μείωση της κατανάλωσης).
Ταυτόχρονα παρατηρείται αναθεώρηση των κυκλωμάτων ανεφοδιασμού, των τρόπων μείωσης των αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού, καθώς και της επιδίωξης επαναπατρισμού τους σε εθνικό ή σε πλησιέστερο γεωγραφικό περιβάλλον. Τούτων δοθέντων φαίνεται ότι στις ημέρες μας διαμορφώνονται ένα διεθνές σύστημα περιορισμού της παγκοσμιοποίησης και ανάδειξης του ρόλου των εθνικών κρατών σ’ ένα πολυπολικό κόσμο.
ΕΕ: Εμμονή στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη
Οι εξελίξεις αυτές μεταμορφώνουν σταδιακά την διαδικασία παραγωγής, τον τρόπο εργασίας και τις αλυσίδες εφοδιασμού σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της κυριαρχίας της Πολιτικής και του Κράτους επί των Αγορών προκειμένου, με την δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και τη συλλογικότητα-κοινωνικότητα των αποφάσεων, να υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον και η ικανοποίηση των κοινωνικο-οικονομικών αναγκών.
Έτσι η αντικειμενική έλλειψη των αναγκαίων πολιτικών, κοινωνικο-οικονομικών και τεχνολογικών προϋποθέσεων μετάβασης της ΕΕ και των κρατών-μελών προς τις νέες προκλήσεις της δεκαετίας του 2020, καθώς και η αντιμετώπιση, μεταξύ άλλων, της κλιματικής κρίσης, της γήρανσης του πληθυσμού, της αύξησης των αμυντικών δαπανών (ένα τρισ. ευρώ), της αύξησης του δημόσιου χρέους κ.λ.π. εκτιμάται ότι θα συντελεστεί με αναιμικούς όρους ανάπτυξης (περιορισμένους νέους ευρωπαϊκούς ίδιους πόρους για να χρηματοδοτηθούν οι νέες προκλήσεις και οι νέες ανάγκες), σε βαθμό που η πιθανότητα μίας κρίσης να μην θεωρείται πλέον μηδενική.
Στο περιβάλλον αυτό εκτιμάται, σύμφωνα με πρόσφατη (Οκτώβριος 2025) Έκθεση της Goldman Sachs, ότι η δημοσιονομική πολιτική θα αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, στις τρείς μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) εκτιμάται (ΔΝΤ, 2025) ότι η σταδιακή επιδείνωση των δημοσιονομικών προοπτικών τους θα είναι η εξής: Στην Γερμανία προβλέπεται ότι θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες, από 64,4% του ΑΕΠ το 2025 σε 73,6% του ΑΕΠ το 2030.
Στην Γαλλία θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος από 116,5% του ΑΕΠ το 2025 σε 129,4% του ΑΕΠ το 2030. Στη προοπτική αυτή, η Γαλλία το 2025 θα καταβάλει για αποπληρωμή του χρέους το ποσό των 52 δισ. ευρώ και το 2029 θα καταβάλει το ποσό των 108 δισ. Επίσης το πρόγραμμα των στρατιωτικών δαπανών της περιόδου 2024-2030 θα αυξήσει τον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό της Γαλλίας από 50 δισ. ευρώ το 2024, σε 67 δισ. το 2030. Στην Ιταλία θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος από 136,8% του ΑΕΠ το 2025 σε 137,0% το 2030, διατηρώντας το επίπεδό του σε υψηλά επίπεδα.
Τούτων δοθέντων, οι κίνδυνοι που εκτιμώνται για το μέλλον είναι ότι η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης και της ευρωπαϊκής άμυνας θα σχετίζεται πιθανόν με περικοπές των κοινωνικών δαπανών οι οποίες, εξάλλου, βρίσκονται υπό διαρκή έλεγχο.













