Πολιτική Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Αριστερού Ρεύματος: Για τις εκλογές και το πρόγραμμα Δράσης (8 Ιούλη 2023)

Πολιτική Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Αριστερού Ρεύματος

Για τις εκλογές και το πρόγραμμα Δράσης

8 Ιούλη 2023

  1. Το προσωρινό (;) τέλος του δικομματισμού

Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου επισφράγισαν με πολύ αρνητικό τρόπο ένα ήδη κακό αποτέλεσμα των προηγούμενων της 21ης Μαΐου και επιβεβαίωσαν ότι – ιδιαίτερα ανάμεσα σε κοντινά πολιτικά γεγονότα – επιβραβεύονται πολύ περισσότερο προϊούσες ή προϋπάρχουσες πολιτικές δυναμικές, παρά πολιτικές θέσεις καθαυτές.

Η Νέα Δημοκρατία διατήρησε τα ποσοστά της των εκλογών του Μαΐου, πετυχαίνοντας τον στόχο της αυτοδυναμίας. Παρά τις σχεδόν 300.000 λιγότερες ψήφους που πήρε στις εκλογές του Ιουνίου, εκμεταλλεύτηκε την επαναφορά του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου της «ενισχυμένης αναλογικής» και του «μπόνους των 50 εδρών» και θα συνεχίσει το αντιλαϊκό κυβερνητικό έργο της. Πρόκειται για μια πολύ κακή εξέλιξη για τον ελληνικό λαό, αφού προεκλογικά τα στελέχη της ΝΔ όλο και πιο τολμηρά διατράνωναν βασικές αιχμές της νέας κυβερνητικής θητείας της: επιστροφή στην σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία – λιτότητα, συνέχιση άμεσης και έμμεσης φορολεηλασίας, αναστολή της όποιας κρατικής επιδότησης σε ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμα, επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων και αναθεώρηση του Συντάγματος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, συμμετοχή ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο ΕΣΥ, άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, συρρίκνωση της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής προστασίας, πλήρης απελευθέρωση της ιδιωτικοποίησης δημόσιων κοινωνικών αγαθών, ακόμα και μεταβολή βασικών στοιχείων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με μεταφορά νομοθετικών αρμοδιοτήτων της Βουλής στην κυβέρνηση, κά. Μπορεί η ΝΔ να μην κατάφερε να επιτύχει και τον στόχο των 180 εδρών, αλλά ειδικά σε αυτές τις επιδιώξεις της, θα βρει πρόθυμους συμμάχους στην πλειονότητα των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Η ευρεία νίκη της ΝΔ στις δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και η υπερδιπλάσια διαφορά της από το άλλο κόμμα κυβερνητικής εξουσίας (ΣΥΡΙΖΑ) ήταν πρωτοφανής για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα. Όχι μόνο δεν υπέστη φθορά ως συνέπεια των αντικοινωνικών και αυταρχικών κυβερνητικών πολιτικών της, αλλά ούτε τη φθορά, που αναλογεί συνήθως σε μια απερχόμενη κυβερνητική θητεία. Αυτό οφείλεται, στο ότι με επιδοματικές πολιτικές των διάφορων “pass” και χωρίς αυτά να αποτελούν κοινωνική πολιτική, διεύρυνε τις κοινωνικές συμμαχίες της με φτωχοποιημένα στρώματα και με την αξιοποίηση του ταμείου ανάκαμψης και του κρατικοπελατειακού δικτύου της και με μικροαστικά στρώματα. Καθώς οι προσδοκίες τους ήταν έτσι κι αλλιώς μειωμένες μετά τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν αξιολόγησαν, ότι αυτά ήταν απλώς «ψίχουλα» μετά το  πλούσιο «τάϊσμα» των δυνάμεων του κεφαλαίου, που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

Η ΝΔ πολιτικά αξιοποίησε το επιχείρημα της σταθερότητας, της ασφάλειας (φράκτης  στον Έβρο, κλπ) και της προσωρινής οικονομικής ανάκαμψης, που λόγω υπερχρέωσης είναι με πήλινα πόδια, διαχειριζόμενη το φόβο που η κυβέρνησή της έσπειρε μέσω των φιλικών της ΜΜΕ στους πολίτες, που βίωσαν με φτωχοποίηση τα μνημόνια, με οδυνηρό τρόπο την πανδημία, εν συνεχεία τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ακρίβεια κλπ.

Διαμορφώνεται, πλέον, μια νέα κατάσταση, που μετασχηματίζει το πολιτικό – κομματικό σύστημα, αποτυπώνει κοινωνικές διεργασίες ετών και θεμελιώνει νέα δεδομένα για την ελληνική κοινωνία, που πρέπει να μελετήσουμε και να πάρουμε σοβαρά υπόψη.

Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και στις δεύτερες εκλογές, που απώλεσε σε σχέση με τις πρώτες επιπλέον 250.000 ψήφους, επιβεβαιώνει πως σε αυτή τη συγκυρία και, τουλάχιστον, για τα επόμενα χρόνια, δεν μπορεί να αποτελέσει πυλώνα του δικομματισμού με την παραδοσιακή του μορφή. Η πτώση του σχετίζεται με την μνημονιακή στροφή του το καλοκαίρι 2015, που συνέβαλλε στη διάχυση στο λαό και τη νεολαία της συστημικής αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, την εφαρμογή από την κυβέρνησή του από τον Σεπτέμβρη του 2015 έως το 2019 αντικοινωνικών μνημονιακών πολιτικών αλλά και την ουσιαστικά ανύπαρκτη αντιπολίτευσή του στην προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτές οι πολιτικές τον απομάκρυναν από τα φτωχά λαϊκά και τα μικροαστικά στρώματα

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα επισφραγίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του Μαΐου. Το αδιέξοδο αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στη συντριπτική εκλογική ήττα του, αλλά και στο ότι το σχέδιο για την επαναφορά του στην εξουσία (αποδυνάμωση μέχρι εξαΰλωσης της «εσωτερικής αντιπολίτευσης», αποχαλίνωση του ρόλου του Προέδρου, ρευστοποίηση κομματικών – συλλογικών δομών, σύγκλιση με τους χώρους του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς με «μεταγραφές» πολιτικών προσώπων από εκεί, συνθηματολογική εκφορά – αντιδάνειο από το παλιό ΠΑΣΟΚ, κτλ.) υλοποιήθηκε πλήρως και κατέληξε παταγωδώς. Ο Αλ. Τσίπρας παραιτήθηκε, επειδή δεν μπορούσε να είναι φορέας οποιασδήποτε νέας εναλλακτικής πορείας, ενώ στα χέρια του, από το τρίτο μνημόνιο και έπειτα, η σχεδιασμένη πορεία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ από αριστερό κόμμα σε κακέκτυπο αστικού ολοκληρώθηκε πλήρως.

Το ΠΑΣΟΚ, διατήρησε ποσοστά και ψήφους στις δεύτερες εκλογές, επιβεβαιώνοντας πως, μετά τις αρχικές πανηγυρικές προβλέψεις των πρώτων, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να αποτελεί τίποτα παραπάνω από τον ανταγωνιστή του ΣΥΡΙΖΑ για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ιστορικού συνεχιστή του χώρου του Κέντρου. Παρότι το μέλλον του ΠΑΣΟΚ θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις κινήσεις και την στρατηγική που θα χαράξει ο ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά την παραίτηση Τσίπρα και ως εκ τούτου το πολιτικό του κεφάλαιο είναι περιορισμένο, δεν σημαίνει πως είναι ασήμαντο. Στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές θα κατέλθει, όχι μόνο με σχετική κεκτημένη ταχύτητα, αλλά και με το δίκτυο των παραγόντων και στελεχών του σε τοπικό επίπεδο να έχει παραμείνει ενεργό, σχεδόν άθικτο, επί μια δεκαετία και, μάλιστα, συχνά ανθεκτικό ακόμα και απέναντι στην κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ.

Ακόμα, ωστόσο, κι αν η επόμενη τετραετία κρύβει συγκλίσεις (π.χ. κοινή στήριξη σε αυτοδιοικητικά σχήματα, προτάσεις δυσπιστίας, κτλ.) ή ανταγωνισμούς ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, φαίνεται πως ο χώρος του Κέντρου περνάει και αυτός μεγάλη κρίση. Η αδυναμία συσπείρωσης ενιαίου εναλλακτικού συστημικού πόλου απέναντι σε μια ανόθευτη Δεξιά, αποτελεί σύμπτωμα και όχι αίτιο. Ως αίτια, αντιθέτως, αυτής της κρίσης θα πρέπει να εντοπίσουμε την απουσία υλικής βάσης για το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που επιδιώκει να εκφράσει το Κέντρο (διάλυση μεσαίας τάξης και βαθειά ταξική διαφοροποίηση στο εσωτερικό αυτής που απέμεινε, αποσάρθρωση παραγωγικού ιστού και μονάδων, περαιτέρω συμπίεση μικροαστικών στρωμάτων από την συγκέντρωση – συγκεντροποίηση κεφαλαίου) ως αποτέλεσμα της πολιτικών λιτότητας των μνημονίων και τις ιστορικές ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, όπου στα δέκα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, μετατράπηκε στο γνωστό «Ακραίο Κέντρο» και υπήρξε άλλοτε πρωτεργάτης και άλλοτε πιστός συνεχιστής αυτών των πολιτικών. Στα επόμενα χρόνια, ελλείψει οράματος, το Κέντρο θα βρεθεί μπροστά στην πρόκληση της αυτόνομης και αυτοτελούς στρατηγικής, αφού τα τελευταία χρόνια, η ανάδυση του βασικά εξαρτάται από επικοινωνιακά λάθη ή σκάνδαλα της ηγεμονεύουσας Δεξιάς, ωστόσο, εντός ενός κοινά αποδεκτού νεοφιλελεύθερου ευρωενωσιακού προγράμματος.

  1. Η Ακροδεξιά που δεν έφυγε ποτέ

Η υπόλοιπη εικόνα του Κοινοβουλίου, εξαιρώντας το ΚΚΕ, είναι απογοητευτική έως δυστοπική, λόγω της συγκρότησης ενός πολύμορφου ακροδεξιού κοινοβουλευτικού τόξου και της πολιτικής ορατότητας που θα λάβει ένας λόγος περιθωριακός, αντιδραστικός, αντιεπιστημονικός και κοινωνικά καθυστερημένος.

Από τη μία, στον – αυτή τη στιγμή φαινομενικά πανίσχυρο – κυβερνητικό πυρήνα συναντώνται όψεις ακροδεξιού λόγου και ενσωματώνονται υπερσυντηρητικές και αυταρχικές πολιτικές. Από την άλλη, πέραν αυτού, συναντώνται τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες («Σπαρτιάτες», «Ελληνική Λύση», «Νίκη»), οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές όψεις της Ακροδεξιάς στην χώρα μας, στηρίζονται και χρηματοδοτούνται από διαφορετικά κέντρα και μπορούν να προωθούν αυτοτελώς και παράλληλα πολιτικές ατζέντες. Οι δυνατότητες αναδιάταξης μεσούσης της κοινοβουλευτικής θητείας, διαμόρφωσης ευρύτατων πλειοψηφιών ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, εκτόνωσης τυχόν κυβερνητικής φθοράς σε ήδη έτοιμους, αλλά ανώδυνους για το σύστημα, θύλακες, αλλά και ανακατανομής της δεξιάς ψήφου σε πιο ακραίες επιλογές μπροστά σε «εθνικά θέματα» (βλ. συνεκμετάλλευση του Αιγαίου) είναι πραγματικά τρομακτικές.

Κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έχει και η «Πλεύση Ελευθερίας», η οποία πολιτικά τοποθετείται σε θέματα που παραδοσιακά ευαισθητοποιούν συντηρητικά ακροατήρια, στο όνομα της «εθνικής ενότητας» απορρίπτοντας κοινωνικές διαιρέσεις, αλλά και προωθεί ένα περιεχόμενο χωρίς ίχνος ουσίας, προγραμματικού βάθους και συλλογικής παρουσίας, έχοντας κατεξοχήν αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα.

Δυστυχώς, δυόμιση χρόνια μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο, ως εγκληματικής οργάνωσης, επιβεβαιώνεται ότι οι ψήφοι που κατευθύνθηκαν σε αυτή στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και εκκολάπτονταν πιο πριν σε άλλους πολιτικούς χώρους (ΝΔ – ΛΑΟΣ), δεν εξατμίστηκαν με την καταδίκη της, αλλά ενσωματώθηκαν αρχικά προ τετραετίας στη δεξιά παλινόρθωση και, πλέον, έχουν υποκειμενικές δυνατότητες να μετασχηματίσουν το πολιτικό εποικοδόμημα από διάφορες πλευρές, αυτοτελώς και παράλληλα. Ο φασισμός δεν πλήττεται από νομικούς περιορισμούς, ιδιαίτερα εάν προέρχονται από ένα αστικό σύστημα σε εκφυλισμό, όπως αποδείχθηκε και μετά την απροκάλυπτη σχέση εκτελεστικής δικαστικής εξουσίας στο ζήτημα της απαγόρευσης του φυλακισμένου ναζί Κασιδιάρη. Χρειάστηκε μόνο μια δήλωση ανοιχτής στήριξής του, ώστε ένα κόμμα χωρίς δημόσια εμφάνιση, δημόσιες συγκεντρώσεις ή τοποθετήσεις, να μπει άνετα στη Βουλή.

Φυσικά, η Ακροδεξιά παραμένει εντέλει ένας βραχίονας του αστικού συστήματος, που ενεργοποιείται ως πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις. Κατά μία έννοια, μάλιστα, η πολύμορφη εκπροσώπηση της «μη παραδοσιακής» Δεξιάς στην Ελλάδα υποδηλώνει ένα πολιτικό σύστημα σε αστάθεια, ίσως στο κοντινό μέλλον, μακριά από την ισορροπία και την κανονικότητα που ευαγγελίζεται. Όμως, άσχετα με το πόσο χρόνο πολιτικής ζωής θα έχουν αυτά τα πολιτικά μορφώματα, οι κοινωνικές αναφορές της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα έχουν πυκνώσει αρκετά και οι σπόροι του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής έχουν φυτρώσει βαθιά στο κοινωνικό υπόστρωμα. Η αύξηση των ποσοστών της Ακροδεξιάς σε εργατικές – λαϊκές γειτονιές και σε περιοχές της περιφέρειας (π.χ. Βόρεια Ελλάδα), η απροκάλυπτη κινητοποίηση θεσμικών μηχανισμών (βλ. Εκκλησία), η απρόσκοπτη πρόσβαση σε ΜΜΕ αποτελούν τεράστιες προκλήσεις και δεν αντιμετωπίζονται με γενικά συνθήματα ή διοικητικά μέτρα.

Η Αριστερά θα πρέπει να αντιπαρατεθεί στην ακροδεξιά και στο φασισμό στους χώρους εργασίας, κατοικίας και σπουδών από τη σκοπιά των αξιών της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, την ώρα που προτάσσει μία εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση λαϊκών προβλημάτων, ώστε να απεγκλωβίζονται από την επιρροή τους φτωχά λαϊκά στρώματα, και ένα σύγχρονο όραμα για μία κοινωνία χωρίς διακρίσεις και εκμετάλλευση.

  • Η ολοκλήρωση της οπισθοδρόμησης

Το σημερινό κοινοβούλιο έχει τη χειρότερη σύνθεση που θα μπορούσε στην παρούσα συγκυρία, θυμίζοντας μετεμφυλιακές εποχές.

Είναι μια εξέλιξη η οποία, όσο κι αν επισημαίναμε τις μακροχρόνιες ολέθριες συνέπειες της μνημονιακής συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, υπερβαίνει τις αναλύσεις των δυνάμεων της ανυπότακτης Αριστεράς. Δεν πιστεύουμε ότι το 60% της ελληνικής κοινωνίας συγκροτείται πάνω σε αντιδημοκρατικά ή φασιστικά επίδικα ή ότι επιδιώκει την προσκόλληση σε ευκαιριακά λούμπεν μορφώματα, αλλά, εάν το 2019 συντελέστηκε η επιστροφή της Δεξιάς σε πολιτικό επίπεδο, το 2023 συντελείται μια ανοιχτή δεξιά κοινωνική οπισθοδρόμηση, αποδεικνύοντας τον τρόπο που η πολιτική ενεργητικά διαμορφώνει την κοινωνία.

Η επίκληση σε μια θολή «δημοκρατική νομιμότητα», που δεν εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των πληβειακών στρωμάτων και, αντιθέτως, τα εχθρεύεται, είναι το πιο ατελέσφορο μέσο αναχαίτισης αυτού του ακροδεξιού κύματος. Την ίδια ώρα – και αυτό πρέπει να προβληματίσει τις δυνάμεις της Αριστεράς – η Ακροδεξιά δεν προσφέρει μόνο «εύκολες λύσεις» πολιτικά, αλλά και «όραμα»: την επιστροφή σε ένα κοντινό ή ακόμα και πολύ μακρινό παρελθόν, όπου τα ισχυρότερα τμήματα της κοινωνίας (βάσει βιολογικού φύλου, θρησκείας, εθνικότητας ή φυλής) θα μπορούν ανεμπόδιστα να οριοθετούνται απέναντι στα πιο καταπιεσμένα.

Παρότι, η Δεξιά και Ακροδεξιά στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά έχουν ανακτήσει 850.000 ψήφους, την ίδια στιγμή, η συμμετοχή στις εκλογές έχει σταθεροποιηθεί κάτω από έξι εκατομμύρια, με την αποχή στις εκλογές του Ιουνίου να φτάνει σε ιστορικό χαμηλό 65 – τουλάχιστον – ετών! Επομένως, βρισκόμαστε ενώπιον μιας τεθλασμένης εικόνας της κοινωνικοπολιτικής έκφρασης στην Ελλάδα, όμως αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη συγκυριακή. Σαφώς, η απουσία στις εκλογές του Ιούνη κυβερνητικού διλήμματος που λειτουργεί κατεξοχήν πολωτικά και συσπειρωτικά, όπως και η σκόπιμη τοποθέτηση των εκλογών μέσα στο καλοκαίρι, με πολλούς νέους και πολλές νέες να δουλεύουν ήδη σε εποχικά επαγγέλματα μακριά από τα αστικά κέντρα, έπαιξαν το ρόλο τους. Όμως, η αποπολιτικοποίηση του προεκλογικού λόγου και η απαξίωση των πολιτικοϊδεολογικών εκφάνσεων έχουν ενταθεί μετά την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο κάδρο του «όλοι ίδιοι είναι», ενώ το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα σταδιακά δίνει δημόσιο χώρο και λόγο σε όλο και λιγότερες μερίδες του πληθυσμού, την ώρα που τις σπρώχνει σε κοινωνικό αποκλεισμό.

  1. Η υπόλοιπη Αριστερά

Το ΚΚΕ σε σχέση με τις εκλογές του Μαΐου είχε μικρές απώλειες ψήφων (25.000 λιγότερες), όμως, προϊούσης της αποχής, αύξησε τα ποσοστά του κατά 0,5%. Παράλληλα, από την άνοδο του ήδη από τις εκλογές του Μαΐου, φρόντισε να κλείσει το κεφάλαιο της τελευταίας δεκαετίας, αφού, όχι μόνο κατάφερε και σημείωσε τα μεγαλύτερα ποσοστά του σε αυτό το διάστημα, αλλά πλέον αποτελεί και την μοναδική έκφραση της Αριστεράς στο Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με την απόφαση της ΚΕ του, αφού αύξησε σταδιακά δυνάμεις από την διάσπαση του μετά το 13ο Συνέδριο έως και την πρώτη περίοδο των μνημονίων (αγγίζοντας τότε το 8,5%), στη συνέχεια οχυρώθηκε απέναντι στην νέα αναδυόμενη «σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ» και άρχισε εκ νέου να αυξάνει την επιρροή του μέχρι σήμερα.

Αυτή η ανάγνωση μπορεί να είναι ικανοποιητική μόνο για όποιον απουσίαζε από τις τεράστιες μάχες της περιόδου και πριν και μετά το τρίτο μνημόνιο ή για όποιον θεωρεί αυτές και τις όποιες επόμενες μάταιες και δικαιολογεί την σεχταριστική προσέγγιση του ΚΚΕ στα κοινωνικά κινήματα. Όμως, αποτελεί προκλητική παραχάραξη της Ιστορίας τόσο των πρόσφατων αγώνων του ελληνικού λαού, όσο και κάθε θεωρίας και ιστορικής παράδοσης που θέτει ξεκάθαρα πως και με ποιες συνθήκες ένα κομμουνιστικό κόμμα αναλαμβάνει ηγεμονικές πρωτοβουλίες και πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα. Η αγωνιστικότητα του ΚΚΕ – όχι του κάθε μέλους ή ψηφοφόρου ΤΟΥ ατομικά – παρουσίασε μεγάλη κάμψη στην τελευταία κορύφωση της ταξικής αντίθεσης στην  Ελλάδα (2010 – 2015) ελλείψει πολιτικού σχεδίου που να απαντά στα μνημόνια. Στη συνέχεια, επεδίωξε να αποσπάσει την ψήφο ενός μεγάλου μέρους απογοητευμένων αγωνιστών και αγωνιστριών, ώστε να αυξήσει την εκλογική επιρροή του. Πλέον, οι προκλήσεις είναι τόσο μεγάλες, που θα χρειαστούν πρωτοβουλίες γενναίες, πολύ διαφορετικές από την λεηλασία όμορων χώρων και την πολιτική περιχαράκωσης στις γραμμές του εργατικού και των άλλων κοινωνικών κινημάτων που εφαρμόζει το ΚΚΕ τις τελευταίες δεκαετίες.

Η εκλογική ενίσχυσή του ΚΚΕ είναι θετικό γεγονός, αλλά δεν μπορεί από μόνη της να ανατρέψει το κατάμαυρο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο ούτε να αναπληρώσει την απώλεια για το λαό και την Αριστερά λόγω μη εισόδου στη Βουλή του ΜΕΡΑ25 Συμμαχία για τη Ρήξη. Επιπλέον, το ΚΚΕ θα την αξιοποιήσει να διευκολύνει τη στρατηγική του για την αναδιάταξη των συσχετισμών μέσα στην αριστερά και στο λαϊκό κίνημα, συνεχίζοντας την αντιενωτική πολιτική του στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες και έναντι των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς. Δεν μπορούμε δυστυχώς να παραγνωρίσουμε ότι και στις δύο προεκλογικές περιόδους εξαπόλυσε συκοφαντικές και αβάσιμες πολιτικές επιθέσεις στο «ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη».

Η δε υπόλοιπη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά συρρικνώθηκε εκλογικά σε τέτοιο βαθμό που αθροιστικά συγκέντρωσε λιγότερες ψήφους ακόμα και από περιθωριακά μορφώματα. Χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμούμε την μαχητικότητα και συνέπεια χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών (όπως εξάλλου και στην περίπτωση του ΚΚΕ), η μη ανταπόκριση των δυνάμεων αυτών στα ενωτικά καλέσματα της ΛΑΕ – ΑΑ για αγωνιστική εκλογική συμπόρευση όλης της αντιμνημονιακής Αριστεράς, αλλά και η γενικότερη αδιαφορία για τις εκλογές και για την εκπροσώπηση στη Βουλή των εργαζόμενων και καταπιεσμένων της ελληνικής κοινωνίας – για τη φωνή των οποίων εξάλλου γίνεται διαρκής και επίμονη επίκληση – αποτελεί τεράστιο κενό στρατηγικής εν ονόματι ενός αντισυστημισμού, ο οποίος γίνεται ταυτοτικός και αυτοαναφορικός και υποκρύπτει την απουσία πολιτικού σχεδίου και την αποξένωση από τη μαζική πολιτική.

  1. Για το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη», τη «Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά» και το Αριστερό Ρεύμα

Το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» δεν πέτυχε τον εκλογικό στόχο του να μπει στη Βουλή. Αυτό δεν αποτελεί ασήμαντο κομμάτι σε ένα ζοφερό ψηφιδωτό κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης.

Αυτό συνέβη εν πολλοίς λόγω της μετωπικής πολιτικής επίθεσης εναντίον του της ΝΔ και όλων σχεδόν των δυνάμεων του οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου, που διαστρέβλωναν και συκοφαντούσαν συστηματικά τις θέσεις του. Ο αποκλεισμός του από τα συστημικά ΜΜΕ με εντολή των ολιγαρχών – ιδιοκτητών τους, ιδιαίτερα πριν τις εκλογές του Ιούνη, που η επικοινωνία και η εικόνα υποκατέστησαν την πολιτική, ήταν πρωτοφανής. Αυτό συνέβη, όχι μόνο γιατί το «ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» κατονόμασε τους εκπροσώπους της ολιγαρχίας και τις διασυνδέσεις τους με την κυβέρνηση, αλλά, κυρίως, γιατί εξέφραζε πολιτικά το λαϊκό δημοψηφισματικό «ΟΧΙ» το καλοκαίρι του 2015, που το σύστημα θέλει να σβήσει από τη λαϊκή μνήμη,  και την πεποίθηση ότι υπάρχει εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο.

Έγιναν όμως και πολιτικοοργανωτικά λάθη, κυρίως στις πρώτες εκλογές, τα οποία, ωστόσο, δεν αναιρούν την ορθότητα της επιλογής για συγκρότηση του ΜΕΡΑ25 Συμμαχία για τη Ρήξη. Ιδιαίτερα στις εκλογές του Ιουνίου, το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» διεξήγαγε μια προεκλογική καμπάνια, συμβατή με τις ανάγκες της περιόδου, σαφώς πιο πολυπρόσωπη, με έμφαση στην ανάγκη εισόδου στη Βουλή και στη χρησιμότητα που αυτή θα είχε για την Αριστερά και την κοινωνία. Η δε αγωνιστική διαδρομή του πολιτικού δυναμικού που στελέχωσε – ιδιαίτερα σε εκλόγιμες θέσεις – τα ψηφοδέλτια του Ιουνίου διασφάλιζε τη συνέπεια πολιτικών λόγων και δράσεων μέσα και έξω από το Κοινοβούλιο.

Προβληματιζόμαστε και ανησυχούμε για την περαιτέρω συρρίκνωση της φωνής της ενωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς σε λαϊκές γειτονιές και έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Παρά την μεγάλη παλέτα προγραμματικών προτάσεων και θέσεων σε όλα τα ζητήματα και παρά την αγωνιστική συνέπεια των τελευταίων ετών που έχουν επιδείξει όλες οι συνιστώσες δυνάμεις του «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη», ο πολιτικός μας λόγος δεν κατάφερε να συνδεθεί με τις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της συγκυρίας και να αποδείξει τη χρησιμότητα της εισόδου μας στη Βουλή ως ενωτική αγωνιστική δύναμη αριστερής αντιπολίτευσης. Η συμμαχία μας άργησε να συγκροτηθεί και σημείωσε οργανωτικές ολιγωρίες. Επομένως, τα συμπεράσματα που πρέπει να εξάγουμε, όσο επίπονα κι αν είναι, οφείλουν να οδηγήσουν, όχι απλώς σε πιο «ριζοσπαστικό» λόγο ή σε καλύτερη μετρήσιμη «επικοινωνία», αλλά βασικά σε ανώτερου είδους πολιτικοοργανωτική προετοιμασία για τις επόμενες μάχες.

Παρά τη μη επίτευξη του εκλογικού στόχου μας, αποτιμούμε θετικά την εκλογική συνεργασία και την πολιτική επιλογή μας, με ευρύτατα πλειοψηφικές αποφάσεις των συλλογικών οργάνων μας, για εκλογική συμπόρευση με το ΜέΡΑ25, ως αποτέλεσμα πολιτικής απεύθυνσης μας για εκλογική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντιμνημονιακής Αριστεράς, στην οποία το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν ανταποκρίθηκαν. Θέλουμε αυτή η συμμαχία να συνεχιστεί και να διευρυνθεί και με τις άλλες δυνάμεις της αγωνιστικής αριστεράς. Αυτό εξυπηρετεί τον ομόφωνα αποφασισμένο στο 2ο συνέδριο του Αριστερού Ρεύματος στρατηγικό στόχο μας για κοινή δράση και μετωπική συμπόρευση της Αριστεράς. Ιδιαίτερα στις δεύτερες εκλογές, όταν στηριχτήκαμε εκλογικά σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους, αναδείχθηκε η σπουδαιότητα μιας συμμαχίας, όπου ενδεχομένως κανένα από τα μέρη της δεν θα μπορούσε αυτοτελώς να τους εμπνεύσει, αλλά ενιαία τα κατάφερε.

Δυστυχώς, το μετεκλογικό τοπίο επιβεβαιώνει τις αναλύσεις μας για τη συνολική συντηρητική μετατόπιση της κοινωνίας, η οποία εντείνεται από το 2015, όχι απλώς ως «απόνερα» που ξεχειλίζουν, αλλά ως αλλεπάλληλα, όλο και μεγαλύτερα, «τσουνάμι» ως αποτέλεσμα μιας βίαιης, σεισμικής πολιτικής μετατόπισης. Στους καιρούς μας, μια τοποθέτηση που αναπαράγει την ταυτότητα και επαναλαμβάνει την ίδια απάντηση ανεξαρτήτως ερωτήματος ή συνθήκης, είναι ανούσια και αχρείαστη. Αντιθέτως, η τοποθέτηση που απαντά σε ένα πραγματικό ερώτημα είναι προϋπόθεση για να είναι χρήσιμη η Αριστερά, το εργαλείο των καταπιεσμένων. Έτσι, η απάντηση της ενωτικής δράσης και συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς με τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που αυτή επιφέρει (αν και λιγότερα από ότι θα θέλαμε) ήταν ολόσωστη και αναγκαία απέναντι σε μια τεράστια συντηρητική μετατόπιση.

  1. Τα επόμενα βήματα και η πρόκληση των αυτοδιοικητικών εκλογών

Η αυταπάρνηση και ανιδιότελεια που επέδειξαν τα μέλη του Αριστερού Ρεύματος και της «Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτη Αριστερά» σε όλη την Ελλάδα σε μια μακρά προεκλογική περίοδο ήταν συγκινητική. Ευχαριστούμε όσους και όσες στήριξαν το ενωτικό μας εγχείρημα, είτε με την παρουσία είτε με την ψήφο τους. Δεν μπορούμε παρά να νιώθουμε περήφανοι -ες για την προσπάθεια αυτή και να την ξεχωρίσουμε ως τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη αυτής της περιόδου. Μπορεί η «απαισιοδοξία της ανάλυσης» να μας οδήγησε μέχρι εδώ, αλλά η «αισιοδοξία της δράσης», όπως τη βιώσαμε όλοι και όλες το προηγούμενο διάστημα, οφείλει να είναι πυξίδα μας για τα επόμενα βήματα.

Θεωρούμε πως η ανάλυση μας για τα επόμενα χρόνια ως προς την κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας θα επιβεβαιωθεί, καθώς η χώρα μας βαδίζει προς ένα νέο άτυπο μνημόνιο και μια παρατεταμένη περίοδο λιτότητας και φτωχοποίησης. Θεωρούμε πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει να τη διαχειριστεί με τα συνήθη όπλα της, δηλαδή τον κρατικό αυταρχισμό και την αχαλίνωτη προπαγάνδα των ΜΜΕ, την ώρα που το ελληνικό κεφάλαιο παραμένει βαριά εξαρτημένο. Θεωρούμε, τέλος, πως το σύστημα έχει ήδη τις επόμενες ακροδεξιές εφεδρείες του, προκειμένου να εκτονώσει ή και να αποπροσανατολίσει σε άλλα θέματα την αναμενόμενη λαϊκή οργή και αγανάκτηση.

Απέναντι σε όλα αυτά, μόνο μας όπλο είναι οι άνθρωποι της Αριστεράς και οι αγώνες που διατίθενται να δώσουν. Μετά τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των κεντρικών συλλογικών οργάνων, θα συνεδριάσουν οι οργανώσεις του Αριστερού Ρεύματος και της ΛΑΕ – ΑΑ σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να συζητήσουν διεξοδικά για τις εκλογές και το πρόγραμμα δράσης τους. Παράλληλα, την ίδια ώρα που θα επιδιώξουμε να εμπλέξουμε σε αυτή τη συζήτηση όσοι και όσες μας προσέγγισαν στην προεκλογική περίοδο, σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν θα είναι αντιπαραθετικό ή θα μπει εμπόδιο και στη συζήτηση για λάθη που παρατηρήθηκαν, τα οποία οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με αυτοκριτικό πνεύμα και με ανάλογο καταμερισμό ευθυνών, όπου αυτές εντοπίζονται.

Παράλληλα, προκηρύσσουμε το 3ο Συνέδριο του Αριστερού Ρεύματος τον Δεκέμβρη του 2023, με στόχο την ανασυγκρότηση των δυνάμεων μας, την χάραξη στρατηγικής για τα επόμενα χρόνια, την ενίσχυση της ιδεολογικοπολιτικής μας ταυτότητας και του προγράμματός μας ως δύναμης της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς, την περαιτέρω οργανωτική ανασυγκρότηση και την ανανέωση και στελέχωση της οργάνωσης μας με νέους και νέες, μέσα από μια συντεταγμένη δουλειά στη νεολαία.

Τέλος, θα αναλάβουμε εκ νέου πρωτοβουλίες για την αναζωογόνηση των τόπων διαλόγου και κοινής δράσης με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αγωνιστικής Αριστεράς. Η προσπάθεια συμπόρευσης και συνεργασίας ολόκληρης της ανυπότακτης Αριστεράς σε πολιτικό, κινηματικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο, χωρίς αποκλεισμούς, παραμένει στρατηγικής σημασίας για εμάς και θα την συνεχίσουμε.

Παρά τους αρνητικούς πολιτικούς συσχετισμούς, είναι χρέος μας ως ΑΡ, ΛΑΕ – ΑΑ, «ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη», ως Αριστερά να συνεχίσουμε τον αγώνα. Ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και αυταρχισμού, στην επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, στη λαϊκή κατοικία, στα δημόσια κοινωνικά αγαθά και στο περιβάλλον, στην μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας μας –  άμεση ή έμμεση – στον πόλεμο στην Ουκρανία και στα αμερικανοΝΑΤΟΙΚΑ πολεμικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή μας, που θα προωθηθούν από τη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η σημερινή πολιτική ηγεμονία της ΝΔ και η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι φυσικός νόμος. Θα αμφισβητηθούν από τα πραγματικά προβλήματα που οι πολιτικές τους προκαλούν στο λαό και τη νεολαία, στους δρόμους των αγώνων, αλλά και από την ικανότητα της αγωνιστικής αριστεράς να προβάλλει μία ριζοσπαστική και πειστική εναλλακτική πρόταση. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε ιδιαίτερα κρίσιμη την επερχόμενη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών του φθινοπώρου αλλά των ευρωεκλογών.

Η μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι η επόμενη κρίσιμη πολιτική μάχη. Θα πρέπει να τη δώσουμε με όλες τις δυνάμεις μας και να προσανατολιστούμε στη συγκρότηση πλατιών αγωνιστικών αυτοδιοικητικών κινήσεων  στις περιφέρειες και τους δήμους όχι μόνο με τις υπόλοιπες οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και με πρόσωπα και δυνάμεις που έχουν καλή γνώση των τοπικών προβλημάτων, διάθεση να αγωνιστούν για την αντιμετώπισή τους, πίστη ότι μέσα από συλλογικούς αγώνες των πολιτών ενάντια και στις κυβερνητικές πολιτικές που τα προκαλούν και τα οξύνουν και προσήλωση στις συλλογικές δημοκρατικές λειτουργίες. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι για μας πολύ σημαντικές, γιατί μας διασφαλίζουν σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες και σύνδεση με τις πραγματικές λαϊκές αγωνίες.

Στις περιφέρειες η μάχη έχει σαφώς πιο πολιτικό χαρακτήρα και πρέπει να προσπαθήσουμε να έχουμε καλή παρουσία στις περισσότερες από αυτές μέσα από αυτοδιοικητικές κινήσεις τέτοιου χαρακτήρα. Στις δημοτικές εκλογές θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ξανακατέβουν οι ήδη υπάρχουσες αυτοδιοικητικές κινήσεις στις οποίες συμμετέχουμε με ευρύτερη όμως απεύθυνση  και να αξιοποιήσουμε όποιες δυνατότητες υπάρχουν σε άλλους Δήμους με κριτήριο για τους υποψήφιους την αγωνιστικότητα, εντιμότητα και αποτελεσματικότητά τους.

Οι νέες δυσκολίες λόγω του μετεκλογικού αρνητικού πολιτικού συσχετισμού του ορίου 3% και των αυξημένων οικονομικών απαιτήσεων, που έθεσε ο νέος εκλογικός νόμος για τις εκλογές στην αυτοδιοίκηση, μπορούν να αντιμετωπιστούν ακόμα καλύτερα με συμπόρευση όλων των αγωνιστικών αριστερών δυνάμεων.