Στις αρχές του 2023 η ερώτηση «τι να κάνουμε;» έχει ιδιαίτερη οξύτητα για τη ριζοσπαστική Αριστερά, μετά την ιστορική αποτυχία της προηγούμενης δεκαετίας και την απογοήτευση που αυτή γέννησε.
Η απάντηση οπωσδήποτε απαιτεί ανάλυση των πολιτικών διεργασιών στο σώμα της κοινωνίας, της στάσης των πολιτικών κομμάτων και των εξελίξεων στο πολιτικό σύστημα, όπως αυτή επιχειρήθηκε σε προηγούμενο άρθρο.
Η πολιτική ανάλυση όμως οφείλει να εδράζεται στην κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ιστορικό αδιέξοδο και η εικόνα που παρουσιάζει είναι βαθύτατα αντιφατική. Τα προβλήματα που δημιουργούνται για την κοινωνία είναι τεράστια, ενώ το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα δεν έχει καμία απάντηση. Η σημασία της συμπόρευσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ότι θα μπορούσε να γεννήσει νέες απαντήσεις και να γίνει πηγή ελπίδας.
Η αντιφατική πραγματικότητα του ελληνικού καπιταλισμού
Οι μακροχρόνιες τάσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι ξεκάθαρα αρνητικές. Τα πρώτα αποτελέσματα της απογραφής του 2021, για παράδειγμα, έδειξαν συρρίκνωση του μόνιμου πληθυσμού κατά 3,5% από το 2011, συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας. Οι γεννήσεις υποχωρούν κάτω από τους θανάτους και δυναμικά κομμάτια του εργατικού δυναμικού μεταναστεύουν. Η αδυναμία αναπαραγωγής του πληθυσμού είναι χαρακτηριστική ένδειξη βαθιάς δυσλειτουργίας του κοινωνικού σχηματισμού.
Η βραχυχρόνια συμπεριφορά της οικονομίας, από την άλλη, επιτρέπει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να διαλαλεί ότι το ελληνικό κεφάλαιο έχει περάσει σε νέα εποχή ταχύτερης ανάπτυξης. Το 2022 το ΑΕΠ θα αυξηθεί, εκτός απροόπτου, κατά 5-6%, έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στην ΕΕ. Η αύξηση έχει πραγματικές πλευρές, όπως φάνηκε δια του γυμνού οφθαλμού την περίοδο των Χριστουγέννων. Η πληρότητα των ξενοδοχείων ήταν υψηλή, η κυκλοφοριακή συμφόρηση στις πόλεις έντονη και η κατανάλωση άνετη για σημαντική μερίδα του πληθυσμού.
Η βαθιά αυτή αντίφαση είναι απόρροια του μνημονιακού συμβιβασμού της προηγούμενης δεκαετίας, σε συνδυασμό με το χτύπημα της πανδημίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Από το 2010, με την εξαίρεση λίγων μηνών του 2015, η Ελλάδα εφαρμόζει την ίδια οικονομική πολιτική ανεξαρτήτως της πολιτικής ταυτότητας της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι πλέον έχει τυπικά τελειώσει η στενή επιτήρηση από την ΕΕ. Οι μνημονιακοί όροι είναι το σκληρό θεσμικό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας, ιδίως στα ζητήματα εργασίας και δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα δεν βγήκε ποτέ από τα μνημόνια γιατί τα μνημόνια έγιναν η πραγματικότητά της.
Η μνημονιακή πολιτική περιείχε τρία κρίσιμα στοιχεία: πίεση στους μισθούς, σκληρή λιτότητα, και απελευθέρωση των αγορών στο μέτρο που συμφέρει το μεγάλο κεφάλαιο. Είχε πολλές φορές τότε ειπωθεί ότι αυτή η πολιτική, έστω και αν τελικά επιβαλλόταν παρά τη λαϊκή αντίσταση, απλώς θα τραυμάτιζε βαριά την ελληνική οικονομία, χωρίς να φέρει ουσιαστική βελτίωση των δομικών της αδυναμιών. Έτσι και έγινε.
Μακροχρόνια αδυναμία
Η ελληνική αστική τάξη αποδέχθηκε τη μνημονιακή πολιτική γιατί καμία άλλη πορεία δεν ήταν δυνατή χωρίς έξοδο από το ευρώ, πράγμα που θα έθετε άμεσα ζήτημα κοινωνικής ανατροπής και αλλαγής της γεωπολιτικής ταυτότητας της χώρας. Πιστή στις παραδόσεις της, προτίμησε τη δουλική προσαρμογή στα μνημόνια της ΕΕ, με οποιοδήποτε κόστος.
Το κόστος αποδείχθηκε γιγαντιαίο. Το 2009 το ΑΕΠ ήταν 373 δις ευρώ σε σταθερές τιμές, ενώ το 2021 ήταν μόλις 288 δις. Με την υποτιθέμενη υψηλή αύξηση του 2022 θα βρεθεί ίσως στα 305 δις. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας με όρους αγοραστικής δύναμης είναι σήμερα χαμηλότερο από τη Ρουμανία και την Κροατία. Η χώρα ανήκει πλέον για τα καλά στα Βαλκάνια και τη νότια περιφέρεια της ΕΕ.
Το μνημονιακό πλαίσιο χτύπησε πρώτα και κύρια την εργατική τάξη. Η Γιούροστατ πρόσφατα ανακοίνωσε ότι ο μέσος αναπροσαρμοσμένος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα είναι ο τέταρτος χαμηλότερος στην ΕΕ. Ο βασικός μισθός, παρά τις αυξήσεις του 2022, παραμένει ο ενδέκατος στην ΕΕ. Το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι περίπου 25%, κοντά στο αντίστοιχο της Λετονίας και της Σλοβακίας.
Η ανεργία έχει μεν πέσει κάτω από 12%, αλλά οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι κακοπληρωμένες, εξαιρετικά ανασφαλείς και βρίσκονται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών χαμηλών δεξιοτήτων, όπως η εστίαση και ο τουρισμός. Η εργαζόμενη φτώχεια έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στα λαϊκά στρώματα. Πλήθος εργαζομένων δε μπορούν να αντιμετωπίσουν τις καθημερινές τους ανάγκες, όταν άλλοι δαπανούν με άνεση στις γιορτές.
Ούτε όμως και το ελληνικό κεφάλαιο προσαρμόστηκε ολόκληρο με τον ίδιο τρόπο στο μνημονιακό πλαίσιο. Οι τράπεζες και συνολικά η βιομηχανία δέχθηκαν το μεγαλύτερο χτύπημα. Το τουριστικό κεφάλαιο, από την άλλη, εκμεταλλεύτηκε τις νέες συνθήκες σε σημείο που ο τουρισμός να καλύπτει σήμερα περίπου 20% του ΑΕΠ. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο επίσης αναδείχθηκε σε μεγάλο κερδισμένο, με επενδύσεις και σε ακίνητα. Ακόμη, η φαρμακοβιομηχανία κατάφερε να ενταχθεί δυναμικά στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής.
Αλλά η συνολική εικόνα δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας τραυματίστηκε βαριά μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο. Η Ελλάδα έχει αδύναμη βιομηχανία και γεωργία, με παράλληλη κυριαρχία των υπηρεσιών, ενώ όλοι οι τομείς χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα. Δεν υπάρχει δομική αναγέννηση του ελληνικού κεφαλαίου, παρά τα φληναφήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η χώρα βρίσκεται σε μακροχρόνιο αναπτυξιακό τέλμα.
Η βαθιά αδυναμία της παραγωγικής βάσης είναι ο λόγος για τον οποίο η ελληνική οικονομία τείνει συνεχώς να επανεμφανίζει τα δίδυμα ελλείμματα που οδήγησαν στην καταστροφή του 2010. Στις διεθνείς συναλλαγές της η χώρα αυξάνει μεν τις εξαγωγές, αλλά οι εισαγωγές αυξάνονται περισσότερο. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το έλλειμα στις εμπορικές συναλλαγές κυριολεκτικά εκτοξεύτηκε το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κινείται σε επίπεδα που προειδοποιούν για κρίση, γύρω στο 7% του ΑΕΠ. Στις εγχώριες συναλλαγές, το κράτος αυξάνει μεν το φορολογικό εισόδημα, κυρίως από έμμεσους φόρους, αλλά και η παραμικρή αύξηση των δαπανών δημιουργεί ζήτημα δημοσιονομικού ελλείμματος. Ταυτόχρονα το άχθος του δημόσιου χρέους παραμένει τεράστιο.
Προοπτική ουσιαστικής αλλαγής με τις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχει. Ο κύριος λόγος είναι η παρατεταμένη επενδυτική άπνοια της ελληνικής αστικής τάξης, παρά τα χτυπήματα που έχει δώσει στον κόσμο της εργασίας το μνημονιακό πλαίσιο. Οι καθαρές επενδύσεις – δηλαδή οι επενδύσεις μείον τις αποσβέσεις σταθερού κεφαλαίου – παρέμειναν αρνητικές από το 2009 μέχρι και το 2020.
Ακόμη και μετά τη μικρή αύξηση της τελευταίας τριετίας, οι συνολικές επενδύσεις το 2021 ήταν 13% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 24 δις. Για να καταλάβει κανείς πόσο τραγικά χαμηλό είναι το ποσοστό αυτό αρκεί να σημειωθεί ότι στις κύριες χώρες της ΕΕ το ποσοστό ήταν περίπου 20%, παρότι έχουν ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες και άρα συνήθως χαμηλότερα ποσοστά επενδύσεων.
Την ίδια χρονιά στην Τουρκία οι επενδύσεις βρέθηκαν στο 28% του ΑΕΠ. Σε πραγματική χρηματική αξία η αναλογία με την Ελλάδα ήταν δέκα προς ένα. Δεν υπάρχει πλέον σύγκριση ανάμεσα στην παραγωγική βάση των δύο χωρών. Το ελληνικό κεφάλαιο, ιδίως στη Μητσοτακική του εκδοχή, βομβαρδίζει συνεχώς την κοινωνία με στομφώδη πατριωτισμό, αλλά χέρι στην τσέπη για επενδύσεις δε βάζει. Για πάνω από μια δεκαετία απλώς συσσωρεύει και διαμοιράζει κέρδη.
Η παντελής έλλειψη στρατηγικής από πλευράς αστικής τάξης για να επέλθει ουσιαστική αλλαγή της κατάστασης φαίνεται επίσης από τη συνεχή κυβερνητική επίκληση της σπουδαιότητας των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και των κονδυλίων του προγράμματος Ευρώπη Νέα Γενεά της ΕΕ.
Οι εισροές ΑΞΕ σημείωσαν όντως άλμα το 2021, ξεπερνώντας τα 5 δις ευρώ, ποσό σημαντικό μεν, αλλά όχι πάνω από 3% του ΑΕΠ. Ο κύριος λόγος ήταν προφανώς η χαλαρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ και την ΕΕ που δημιούργησε αφθονία χρηματικού κεφαλαίου, το οποίο και αναζήτησε υψηλές αποδόσεις παγκοσμίως. Και που επενδύθηκαν αυτά τα 5 δις στη χώρα μας; Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, ο μεγάλος όγκος πήγε στον τομέα των υπηρεσιών – κυρίως ακίνητα, εμπόριο και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Μόλις 850 εκ επενδύθηκαν στη μεταποίηση. Όχι μόνο δεν επαρκούν οι ΑΞΕ για να αλλάξει η παραγωγική δομή της χώρας, αλλά και επιτείνουν την ανισορροπία της οικονομίας.
Όσο για τα κονδύλια της ΕΕ, για τα οποία συνεχώς επαίρεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη και σύσσωμο το ελληνικό κατεστημένο, οι χορηγίες στη χώρα μας για την περίοδο 2021-26 θα είναι της τάξης των 3 δις ετησίως. Τα υπόλοιπα θα είναι δάνεια. Όλα μάλιστα τα κονδύλια θα πρέπει να επενδύονται στους τομείς που προκρίνει η ΕΕ, όπως η υποτιθέμενη πράσινη ανάπτυξη και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους, που δεν έχουν απαραίτητα προτεραιότητα για την τσακισμένη παραγωγική βάση της Ελλάδας.
Ούτε οι ΑΞΕ, ούτε τα κονδύλια της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν την καταστροφική δομική πραγματικότητα που δημιούργησαν τα μνημόνια στην Ελλάδα. Δίνουν όμως τη δυνατότητα στο ελληνικό κεφάλαιο να κερδοσκοπήσει με ξένα χρήματα, αποφεύγοντας να επενδύσει τα δικά του.
Βραχυχρόνια ανάκαμψη
Η βραχυχρόνια εικόνα είναι διαφορετική και πηγάζει από την πανδημία του κορωνοϊού που ήταν καίριο πλήγμα για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Από τη μια, προκάλεσε τεράστια αναστάτωση στην πλευρά της παραγωγής – χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, ή περιόρισαν δραστικά τις δραστηριότητές τους, και οι παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, που βασίζονται σε συνεχή διακίνηση πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών, διαταράχθηκαν βαθύτατα. Από την άλλη, κατέρρευσε η συνολική ζήτηση, καθώς τα λοκντάουν έκλεισαν εκατομμύρια ανθρώπων στα σπίτια τους.
Το χτύπημα κατέδειξε την εγγενή παραγωγική αδυναμία του παγκόσμιου χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Μπροστά στον κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης, η κρατική αντίδραση στις ΗΠΑ και την ΕΕ ήταν πανικόβλητη: άμεση άρση της δημοσιονομικής λιτότητας με πρωτοφανείς κρατικές δαπάνες, δραματική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και επιτόκια κοντά στο 0%.
Στην Ελλάδα, με την εξαιρετικά αδύναμη παραγωγική βάση, το πλήγμα του κορωνοϊού ήταν καίριο, με κατακόρυφη πτώση του ήδη συρρικνωμένου ΑΕΠ κατά 9% to 2020. Μετά την αλλαγή πολιτικής στην ΕΕ, οι μνημονιακοί περιορισμοί πέρασαν προσωρινά στο περιθώριο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απόκτησε τη δυνατότητα να στηρίξει κυρίως επιχειρήσεις, αλλά και να δώσει επιδόματα και να πληρώσει μισθούς. Η δημοσιονομική κατάσταση μεταβλήθηκε ραγδαία από πλεόνασμα 1% το 2019 σε έλλειμμα 10% το 2020 και έλλειμμα 7,5% το 2021, ενώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε από 331 δις το 2019, σε 341 δις το 2020 και 353 δις το 2021.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση προχώρησε σε εκτίναξη των εξοπλισμών – ίσως και 10 δις διατέθηκαν με άμεση ανάθεση, με ότι αυτό σημαίνει για τη διαφθορά, όπως θα φανεί στο μέλλον. Οι τράπεζες μπόρεσαν επίσης να δανειστούν πιο ελεύθερα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κι έτσι ευκολότερα να πουλήσουν τα προβληματικά τους δάνεια στα κοράκια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που ειδικεύονται στη συλλογή χρεών.
Η δραστική αλλαγή πολιτικής ελάφρυνε την πίεση της πανδημίας τονώνοντας την συνολική ζήτηση το 2021. Παράλληλα, τα μεσαία στρώματα, που είχαν αναγκαστεί να αποταμιεύσουν όταν επιβλήθηκαν τα λοκντάουν, μπόρεσαν να ανεβάσουν την κατανάλωσή τους, που συνέχισε να αυξάνεται και το 2022. Η ανάκαμψη ήταν ταχύτατη, με το ελληνικό ΑΕΠ να ανακτά όλες τις απώλειες της βαθιάς ύφεσης του 2020 και ακόμη περισσότερο.
Το πρόβλημα του πληθωρισμού
Εδώ ακριβώς εδράζεται η βαθιά αντιφατική εικόνα που παρουσιάζει ο ελληνικός καπιταλισμός το 2023. Η βραχυχρόνια συμπεριφορά πηγάζει κυρίως από τις κρατικές δαπάνες και την κατανάλωση των μεσαίων στρωμάτων και αντιστοιχεί με ταχεία ανάπτυξη, έστω και από την πολύ χαμηλή βάση του 2020. Οι μακροχρόνιες αδυναμίες, από την άλλη, είναι πάντα παρούσες και υποδηλώνουν αναπτυξιακό τέλμα. Η αντίφαση αυτή δε μπορεί και δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ.
Το πρόβλημα φάνηκε ήδη το 2022, με την εκτίναξη του πληθωρισμού. Όταν η συνολική ζήτηση τονώνεται από τις κρατικές δαπάνες, τη χαλαρή νομισματική πολιτική και την αύξηση της κατανάλωσης των μεσαίων στρωμάτων, ενώ η πλευρά της παραγωγής παραμένει εξαιρετικά αδύναμη, οι τιμές θα αρχίσουν να ανεβαίνουν. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, με ιδιαίτερη ένταση στη χώρα μας.
Ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο το 2022, καθώς εξερράγη ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η τιμή του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου αμέσως εκτινάχθηκαν, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος της ενέργειας. Αλλά η κύρια αιτία του πληθωρισμού δεν είναι ο Πούτιν, όπως μονίμως μας πληροφορούν τα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις της Δύσης. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η αδυναμία του παραγωγικού ιστού.
Αρκεί να αναφερθεί ότι τον Ιανουάριο του 2023 οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην παγκόσμια αγορά ήταν ήδη χαμηλότερες από τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ο ρωσικός στρατός μπήκε στην Ουκρανία. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε παγκόσμια το 2021-22 γιατί ουσιαστικά έχει εξοκείλει ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός της εποχής μας, με την παρατεταμένη αδυναμία των επενδύσεων και της παραγωγής. Όχι λόγω Ουκρανίας.
Η εκτίναξη του πληθωρισμού είχε ένα απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα για το ελληνικό κεφάλαιο, καθώς μείωσε το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Ο όγκος του χρέους συνέχισε να μεγαλώνει, αλλά η πληθωριστική αύξηση του ΑΕΠ ήταν ακόμη μεγαλύτερη κι έτσι το ποσοστό μειώθηκε. Με απύθμενο θράσος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βγήκε να παρουσιάσει την εξέλιξη αυτή ως μεγάλη επιτυχία. Στην πραγματικότητα το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται παραμένοντας βαριά τροχοπέδη και απτή απόδειξη της αδυναμίας του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Το κύριο αποτέλεσμα του πληθωρισμού είναι βέβαια η δημιουργία εκρηκτικών κοινωνικών καταστάσεων. Το χτύπημα είναι τεράστιο για το ήδη πολύ χαμηλό εισόδημα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονται όσο οι τιμές. Ταυτόχρονα, οι μεγάλες επιχειρήσεις, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, κερδοσκοπούν ανενδοίαστα, ανεβάζοντας τις τιμές των προϊόντων τους. Στην πράξη ένα μέρος του εισοδήματος των φτωχών στρωμάτων πηγαίνει κατευθείαν στα κέρδη του κεφαλαίου.
Στις γιορτές των Χριστουγέννων τα λαϊκά στρώματα στηρίχτηκαν στο λεγόμενο Καλάθι του Νοικοκυριού, στα μικρά επιδόματα της κυβέρνησης, στη διανομή προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, και σε διάφορα πρόσκαιρα βοηθήματα. Την ίδια ώρα άλλοι μπορούσαν να ξοδεύουν χωρίς πολλή σκέψη. Αν η φτώχεια δεν είχε πλήρη αφωνία στην Ελλάδα, η κραυγαλέα αυτή διόγκωση της ανισότητας θα ήταν πρώτο θέμα στη δημόσια συζήτηση.
Ο πληθωρισμός είναι όμως και μεγάλο πρόβλημα για το διεθνές κεφάλαιο, ιδίως για το χρηματοπιστωτικό του κομμάτι που παίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής. Ο δανειστής χάνει μέρος της αξίας του κεφαλαίου του και άρα πιέζει συνεχώς για τη μείωση του πληθωρισμού. Η νομισματική πολιτική αντιστράφηκε το 2022 και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, με συστηματική άνοδο των επιτοκίων. Παράλληλα άρχισε η διαδικασία επιστροφής στη λιτότητα με περιορισμό των δημοσιονομικών δαπανών. Το κόστος θα το σηκώσει και πάλι ο εργαζόμενος.
Για την Ελλάδα η αντιστροφή σημαίνει τέλος της βραχυχρόνιας ανάκαμψης του 2021-22. Ήδη ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2022 έπεσε στο 2,8%. Η πρόβλεψη για το 2023 είναι αύξηση το πολύ 1-2% του ΑΕΠ. Αυτές είναι οι πραγματικές δυνατότητες που δίνει η σκληρή πραγματικότητα των μακροχρόνιων αδυναμιών του ελληνικού καπιταλισμού.
Η νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει μετά τις εκλογές του 2023 θα έχει να αντιμετωπίσει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εδραίωση της φτώχειας, διόγκωση της ανισότητας και συνεχή πίεση του χρέους. Τα εργαλεία στη διάθεσή της μέσα στο άτεγκτο μνημονιακό πλαίσιο που έχει επιβάλλει η συμμετοχή στην ΟΝΕ θα είναι μηδαμινά. Οι ιδέες και προτάσεις που ακούγονται σχεδόν από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα είναι απολύτως τετριμμένες και δε μπορούν να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει.
Το «τι να κάνουμε» της ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να ξεκινήσει από αυτή την αναγκαιότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται ρήξη με τις συνθήκες που πλέον την πνίγουν. Απαιτείται ένα τεκμηριωμένο πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης που θα γείρει την πλάστιγγα κατά του κεφαλαίου. Προϋπόθεση είναι η συμπόρευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε βάση αρχών που μπορεί να φέρει πολιτική ελπίδα.