«Η ευελιξία επιδεινώνει τους όρους εργασίας»
Η περαιτέρω επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου στη βάση των εργοδοτικών αναγκών και η επιτάχυνση των πολιτικών ευέλικτων μορφών δουλειάς έχουν σοβαρές συνέπειες στην απασχόληση, στην παραγωγικότητα αλλά και στις αποδοχές, εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο σπουδαίος, Ομότιμος πλέον, καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων, Γιάννης Κουζής. Με αφορμή το υπό ψήφιση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας μας μιλά για την επίμονη άρνηση απέναντι στην ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας, την αρνητική τομή στο εργατικό δίκαιο από τους αντεργατικούς και μνημονιακούς νόμους και την επίδραση του ευρύτερου πλαισίου εργασιακής επισφάλειας.
● Πώς γράφεται τώρα με το νομοσχέδιο Κεραμέως το «νέο εργατικό δίκαιο»;
Το νέο εργατικό δίκαιο, που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση από την αρχή της πρώτης θητείας της, κινείται στη μνημονιακή λογική της περαιτέρω αποδυνάμωσης της εργασίας με σταθερή απόκλιση από τον ιστορικό του ρόλο, της προστασίας της αδύνατης πλευράς της εργασιακής σχέσης. Να θυμίσουμε ότι, το 2021, ο τότε υπουργός Εργασίας, παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο απορρύθμισης σημαντικών διατάξεων του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου, τόνιζε με έμφαση ότι «δεν μπορούν να υπάρχουν επιχειρήσεις με τους εργαζόμενους στα κεραμίδια»! Πρόκειται για σαφέστατη οπτική για τον κόσμο της εργασίας, όταν, μάλιστα, έχει προηγηθεί η απόλυτη ισοπέδωσή της από τη μνημονιακή λαίλαπα που γέννησε εύλογες διεκδικήσεις. Επίσης, ο αναπτυξιακός νόμος του 2019 επέφερε καθοριστικές αλλοιώσεις στο σύστημα των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας, ώστε μόλις 25% των εργαζομένων να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις. Ακολουθούν άλλοι δύο «εργατικοί» νόμοι, το 2023 και τώρα το 2025, επιδεικνύοντας τον ακατάπαυστο οίστρο «μεταρρυθμίσεων» και απορρύθμισης του εκάστοτε ισχύοντος πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων, χάριν της ανταγωνιστικότητας με όρους μείωσης των δαπανών για την εργασία.
Για παράδειγμα, το επίκαιρο μέτρο του νέου νομοσχεδίου για την καθιέρωση 13ωρης εργασίας προβάλλεται ως μέσον για τη βελτίωση του εργατικού εισοδήματος. Αποσιωπάται το εύλογο ερώτημα: Γιατί η αμοιβή του 8ωρου να μην ανταποκρίνεται στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών, ώστε να αναγκάζεται κάποιος να δουλεύει 13 ώρες; Αποκρύπτεται ότι η επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου αποτελεί βασική εργοδοτική επιδίωξη για την αύξηση της κερδοφορίας της. Είτε με τις υπερωρίες, καλύπτοντας πρόσθετες ανάγκες με τη φθηνότερη λύση του ήδη υπάρχοντος δυναμικού, και υποκαθιστώντας την ανάγκη για πρόσθετες θέσεις εργασίας. Είτε, επίσης, με την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας, ώστε το τυπικό 8ωρο να είναι ουσιαστικά 9ωρο ή 10ωρο.
Οι διάφορες μορφές επιμήκυνσης του εργάσιμου χρόνου επηρεάζουν αρνητικά την αύξηση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα σε μια χώρα με τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ποσοστά ανεργίας στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα παρουσιάζει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη ετήσιων συμβατικών ωρών πλήρους απασχόλησης, που περιλαμβάνουν τις εργάσιμες εβδομάδες των 40 ωρών (αφαιρώντας τις ημέρες άδειας και αργίας), όταν στην Ε.Ε. το μέσο πλήρες εβδομαδιαίο ωράριο είναι κάτω από τις 38 ώρες. Σε επίπεδο, μάλιστα, πραγματικών ωρών εργασίας συμπεριλαμβάνοντας και τις υπερωρίες, η χώρα μας είναι μακράν η πρώτη χώρα στην Ε.Ε., εικόνα που επιδεινώνεται με την εκτόξευση των υπερωριών του νόμου Χατζηδάκη, την επέκταση του 6ήμερου και την προωθούμενη καθιέρωση του 13ωρου ενισχύοντας και τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων. Τα παραπάνω συνιστούν την επίμονη άρνηση απέναντι στην ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας, αίτημα που απαντάται με την αλχημεία της 4ήμερης εργασίας μέσω 10ωρης ημερήσιας απασχόλησης, αλλά με τη διατήρηση των 40 ωρών εβδομαδιαίως.
● Τι άλλες συνέπειες έχει η ενίσχυση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης;
Η σταδιακή εφαρμογή των μέτρων ευέλικτης εργασίας από το 1990 στην Ελλάδα εντείνεται στην περίοδο των μνημονίων, επιβάλλοντας ένα νέο εργασιακό τοπίο με κύρια χαρακτηριστικά τη φθηνή, ευέλικτη και επισφαλή εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο διευκολύνεται η ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας συμβάσεων εργασίας χαμηλής ταχύτητας αμοιβών και δικαιωμάτων. Ελαστικοποιείται ο εργάσιμος χρόνος στη βάση των εργοδοτικών αναγκών με επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή των εργαζόμενων. Ενισχύεται η ευελιξία και διευκόλυνση των απολύσεων, επεκτείνοντας την εργασιακή επισφάλεια σε όλο το φάσμα της μισθωτής εργασίας συμπεριλαμβάνοντας και τους εργαζόμενους με «μόνιμες» συμβάσεις.
Η ευελιξία εκδηλώνεται και στον τρόπο διαμόρφωσης των αποδοχών. Η έννοια των κατώτατων αποδοχών, που διαμορφώνονται μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, έχει διαρραγεί από την περίοδο των μνημονίων, οδηγώντας στην εξατομίκευση των αμοιβών με την ατομική διαπραγμάτευση εργαζόμενου και εργοδότη. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργούν ένα πλαίσιο αμοιβών, που ωθούνται προς τα γενικά κατώτατα μισθολογικά επίπεδα. Τα κατώτατα μισθολογικά όρια, έχοντας υποστεί πρωτοφανή συμπίεση στα μνημονιακά χρόνια (22%-32%), ακολουθούν συγκρατημένες αυξήσεις που εξανεμίζονται από την ακρίβεια, και, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση των συλλογικών συμβάσεων, συντελούν στην ευρεία φτωχοποίηση της εργασίας. Η Ελλάδα των τελευταίων 15 χρόνων σημειώνει τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ε.Ε., καταγράφοντας παράλληλα και τη μεγαλύτερη επιδείνωση στο σύνολο των βασικών δεικτών για τις συνθήκες εργασίας.
● Αυτό το εργασιακό καθεστώς πώς επηρεάζει τη χαμηλή παρά την όποια αύξηση παραγωγικότητα, που είναι χαμηλή σε χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα;
Καταρχάς, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξάνεται σε μια σειρά από κλάδους τα τελευταία χρόνια, ενώ οι μισθολογικές αυξήσεις υπολείπονται σημαντικά των ποσοστών αύξησής της, αυξάνοντας παράλληλα το μερίδιο των κερδών. Σε μια χώρα με ονομαστικούς μισθούς κάτω από το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε. και πρωταθλήτρια στις ώρες εργασίας, οι χαμηλές επιδόσεις της σε ανταγωνιστικότητα και συνολική παραγωγικότητα θα πρέπει να αναζητούνται σε άλλες κατευθύνσεις από τον μονόπλευρο προσανατολισμό στο εργασιακό «κόστος». Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας παρουσιάζεται σαν βασικό εργαλείο πολιτικής για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας κατά την τελευταία 35ετία, και εκδηλώνεται με ιδιαίτερη βιαιότητα από τις πολιτικές των μνημονίων.
Αντιθέτως, παραμένει στο περιθώριο η πολιτική της χαμηλών επενδύσεων των κερδών σε τεχνικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό της επιχείρηση, λόγω προτίμησης σε άλλους περισσότερο προσοδοφόρους και, συχνά, αντιπαραγωγικούς τομείς. Η πολιτική του χαμηλού εργασιακού κόστους έχει συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα μικρής μερίδας επιχειρήσεων (περίπου 10%) που είχαν και διατηρούν εξαγωγική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά η πολιτική των χαμηλών εισοδημάτων πλήττει σημαντικά τη μεγάλη πλειονότητα των, κατά κανόνα μικρομεσαίων, επιχειρήσεων, που απευθύνονται στην εσωτερική κατανάλωση. Και αυτό αποτελεί πρόσθετο πλήγμα στο πλαίσιο των γενικότερων κρατικών και τραπεζικών πολιτικών, που ευνοούν τη συγκέντρωση κεφαλαίου υπέρ μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, εκτοπίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων από τα μερίδια της αγοράς.