Για την Παιδεία
Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης ενός μακροσκελούς κειμένου για την Παιδεία στα πλαίσια της προσυνεδριακής συζήτησης ενός Αριστερού Υποκειμένου; Αρχικά, διότι η Παιδεία προδιαγράφει το μέλλον της εκάστοτε νέας γενιάς και της χώρας. Επίσης, διότι μέσω της Παιδείας μπορούμε ίσως να δώσουμε μια επιπλέον απάντηση στα γνωστά αγωνιώδη ερωτήματα:
- Γιατί οι νέοι άνθρωποι δεν έλκονται από τις ιδέες και τα ιδανικά μας;
- Γιατί έλκονται από επικίνδυνες και λαϊκίστικες ακροδεξιές ή ναζιστικές αντιλήψεις;
- Γιατί οι εργαζόμενοι δεν αντιλαμβάνονται πως συντασσόμενοι με τις επιλογές των ταξικών τους αντιπάλων, υποσκάπτουν το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους;
- Γιατί δεν αντιλαμβάνονται πως τη βελτίωση της ζωής τους θα την κερδίσουν οι ίδιοι με τον αγώνα τους και δεν θα τους την χαρίσει κάποιος σωτήρας;
Πέρα από τα όσα σωστά αναφέρονται στις Θέσεις μας, πιστεύω πως η Παιδεία της Αριστείας και η στροφή από την θεωρητική κατανόηση των φαινομένων (Φιλοσοφία) στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων, έχει ενισχύσει την ημιμάθεια και τη μορφωτική φτώχια. Η κατανόηση πολιτικών ή φιλοσοφικών κειμένων και αναλύσεων, έργων τέχνης (Μουσικής, Θεάτρου, Λογοτεχνίας κλπ) είναι έξω από τις δυνατότητες αλλά και από τα ενδιαφέροντά πολλών νέων. Και ό,τι δεν κατανοούν ή αγνοούν, το θεωρούν «σάλτσες πουμαρό»!
- Τα βασικά.
Η έννοια της Παιδείας αφορά στους παράγοντες καθώς και στις ενέργειες μιας οργανωμένης κοινότητας που διαμορφώνουν την καλλιέργεια του νέου ανθρώπου, με βάση τις αντιλήψεις, τα πρότυπα και τις ιεραρχήσεις της εκάστοτε Κοινωνίας αλλά και της κάθε οικογένειας. Όμως στο σημείωμα αυτό θα γίνει μια προσπάθεια διερεύνησης της καλλιέργειας, όπως αυτή παρέχεται από το σχολείο, σε όλες του τις βαθμίδες.
Αξίζει να τονιστεί πως η πορεία ενός μαθητή στη σχολική Παιδεία έχει έντονα ταξικά χαρακτηριστικά. Μόνο που αυτά δεν αφορούν τόσο στον οικονομικό πλούτο μιας οικογένειας, όσο στον πολιτιστικό πλούτο! Τα παιδιά των διανοουμένων και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών είναι πολύ πιθανό να έχουν μια πολύ καλή πορεία σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.
- Τα συστήματα σχολικής Παιδείας.
Το σχολείο έχει σαν κεντρικό υποκείμενο τον μαθητή (και τον φοιτητή στη συνέχεια), ενώ οι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν το ρόλο της δημιουργίας της επόμενης γενιάς πολιτών κι επιστημόνων. Άρα, αναλαμβάνουν έναν ρόλο κορυφαίο και καθοριστικό στην αναπαραγωγή μιας κοινωνίας.
Από την εποχή της πάντα επίκαιρης Μαιευτικής μεθόδου του Σωκράτη, μέχρι τις ημέρες μας, υπήρξαν πολλές ιδέες γύρω από την επιστήμη της Διδακτικής. Προσωπικά ασπάζομαι την άποψη κατά την οποία οι σχολές σκέψης για την Διδακτική διακρίνονται από το κίνητρο με το οποίο κινητοποιούν τον μαθητή για να πλησιάσει την γνώση.
(α) Η Παιδεία της Βίας. Πρόκειται για το είδος της Παιδείας που γνωρίσαμε όσοι ήμασταν μαθητές πριν το 1982. Το κίνητρο για την προσέγγιση της γνώσης, στην πλειοψηφία των μαθητών, ήταν η αποφυγή της τιμωρίας, είτε αυτή προέρχονταν από τον διδάσκοντα ή την οικογένεια.
(β) Η Παιδεία της Αριστείας. Το κίνητρο για διάβασμα είναι η κατάκτηση των πρώτων θέσεων της βαθμολογίας, στο πλαίσιο της μαθητικής κοινότητας (τάξη, σχολείο).
(γ) Η Συνεργατική Αντιαυταρχική Παιδεία στην οποία το βασικό κίνητρο είναι η ίδια η γνώση, η διάθεση του μαθητή να καταλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει και να συμμετέχει σε μία ομάδα προσέγγισης της γνώσης.
Η Παιδεία της βίας αποδείχθηκε αρκετά ικανοποιητική ως προς το κομμάτι των γνώσεων που αποκτούσαν οι διδασκόμενοι. Όμως η ύπαρξη της βίας ήταν παράγοντας αρνητικός ως προς την ψυχική υγεία του παιδιού, ως προς τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει τη βία σαν ενήλικας και ως προς την αντιπάθεια για την γνώση, ιδιαίτερα για κάποιους επιστημονικούς τομείς (Ιστορία, Μαθηματικά κλπ.). Όμως, η οργή του παιδιού που υφίστατο τη βία στρεφόταν εναντίον του δασκάλου ή του γονιού που το τιμωρεί, πράγμα υγειές ως προς την ψυχική του ισορροπία!
Η Παιδεία της Αριστείας, σπέρματα της οποίας ενυπήρχαν και στην Παιδεία της βίας, στηρίζεται στην επιθυμία των μαθητών να διακρίνονται στις σχολικές επιδόσεις. Μπορεί να μιλάμε για ευγενή άμιλλα, όμως το σύστημα αυτό γεννά έντονα ανταγωνιστικά φαινόμενα, με παράλληλη κατάργηση της συνεργατικότητας, η οποία είναι απαραίτητη στη διαδικασία της μάθησης και στη δημιουργία κοινωνικών νέων ατόμων. Μόνο που η κορυφή της βαθμολογικής πυραμίδας είναι στενή και χωρά πολύ λίγα άτομα. Επιπλέον, καταλαμβάνεται συνήθως από μαθητές που μπορούν να έχουν ποιοτική βοήθεια από την οικογένεια. Από τα υπόλοιπα παιδιά, όσα έχουν το όνειρο της διάκρισης στρέφουν την οργή τους προς τον εαυτό τους, θεωρώντας πως είναι οκνηροί, λιγότερο έξυπνοι ή ανίκανοι. Η αύξηση των αυτοκτονιών στον Δυτικό (κυρίως) κόσμο στις ηλικίες από 14 έως 22 χρονών αποδίδεται και σ’ αυτό τον παράγοντα. Όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που χάνουν το τραίνο της σχολικής διάκρισης ισορροπεί ψυχολογικά μέσω της αμφισβήτησης της αξίας της σχολικής γνώσης, ιδιαίτερα όσον αφορά στις Θετικές Επιστήμες. Αναζητούν τη διάκριση σε άλλους τομείς δραστηριότητας: στον αθλητισμό, στην παραβατικότητα, στην οπαδική βία, στο μπούλινγκ εις βάρος των πιο αδύνατων ή των διαφορετικών. Οι νέοι της πολυπληθούς αυτής ομάδας μπαίνοντας στην παραγωγική δραστηριότητα προορίζονται να αποτελέσουν μέρος του ανειδίκευτου φθηνού εργατικού δυναμικού. Όμως ο πλούτος που κυκλοφορεί γύρω τους συχνά τους οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια παραβατικότητας, από τις μικροκλοπές έως τη σκληρή εγκληματικότητα.
Η Συνεργατική Αντιαυταρχική Παιδεία, εμφανίστηκε με τρόπο συστηματικό από την Μαρία Μοντεσσόρι, σπουδαία παιδίατρο, παιδαγωγό, ψυχολόγο και φιλόσοφο, στα τέλη του 19ου και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Έβαλε στο κέντρο της διδακτικής διαδικασίας την αγάπη για το παιδί, και προσάρμοσε το ρυθμό μάθησης στα ενδιαφέροντα και στις δεξιότητες του. Ο Αλεξάντερ Νηλ, σκωτσέζος παιδαγωγός εμβάθυνε στην έννοια της σχολικής ευτυχίας, της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της συνεργασίας και της αυτοπειθαρχίας, αποδεικνύοντας πως στις συνθήκες αυτές και με τη βοήθεια εκπαιδευτικών με γνώση και πάθος για τη δουλειά τους, τα παιδιά μπορούν να ανθίσουν μορφωτικά, ψυχολογικά και ως κοινωνικά όντα. Και αυτό διότι η Συνεργατική Αντιαυταρχική Παιδεία αντικαθιστά τον εγωιστικό στόχο της ατομικής διάκρισης με το στόχο της προόδου μέσω της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας. Το μοναδικό μειονέκτημα αυτής της σχολής σκέψης για την Παιδεία αφορά στην υψηλή δαπάνη που απαιτείται για την υλοποίησή της. Ίσως και το ότι δημιουργεί σκεπτόμενους ανθρώπους, που κατανοούν πως πέρα και πάνω από το διαρκές κυνήγι του ατομικού κέρδους υπάρχει η συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο. Δηλαδή ανθρώπους που θα θέσουν σε κίνδυνο το σημερινό κοινωνικό-οικονομικό-πολιτιστικό και πολιτικό status quo !
- Η σημερινή κατάσταση της Δευτεροβάθμιας Παιδείας.
Στην Ελλάδα ο μεγάλος ασθενής στην Παιδεία είναι η Δευτεροβάθμια. Άλλωστε το φαινόμενο αυτό αποτελεί κοινό τόπο για αρκετές Δυτικές χώρες και είναι ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 70, τότε που μαζί με τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό εμφανίστηκε και η Παιδεία της Αριστείας. Στην Ελλάδα αυτές οι αλλαγές ήρθαν μετά τη Μεταπολίτευση, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το ξεκίνημα ταυτίζεται με την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στις αρχές της δεκαετίας του 90. Είναι τραγικό το ότι στην χώρα μας ξεκίνησε η εφαρμογή του όταν άλλες χώρες (πχ στις Σκανδιναβικές) το εγκατέλειπαν, παρά την ισχυρή αντίδραση των δεξιών πτερύγων των κοινοβουλίων τους. Εδώ, υπήρξε μια προσπάθεια ανάσχεσης του φαινομένου επί ΣΥΡΙΖΑ, που έμεινε ημιτελής και ανατράπηκε στη συνέχεια από την Ν.Δ..
Αν ένας Υπουργός Παιδείας έχει στοιχειώδες ενδιαφέρον για τα ελληνόπουλα θα πρέπει να αφήσει την Τριτοβάθμια Παιδεία με την οποία ασχολείται συνήθως και να ασχοληθεί με τη Δευτεροβάθμια. Να συνεννοηθεί με τους επιστημονικούς φορείς και να αναζητήσουν μια λύση στο δυσεπίλυτο αυτό πρόβλημα. Η ευθύνη της ηγεσίας του Υπουργείου είναι κορυφαία διότι, σύμφωνα με την διεθνώς παραδεκτή άποψη, εάν μια δομή υπολειτουργεί, τότε η μέγιστη ευθύνη αναλογεί στην ηγετική ομάδα. Για παράδειγμα οι Μαθηματικοί συμφωνούν πως η διδακτέα ύλη είναι υπερβολική, δεν μπορεί να αφομοιωθεί από τους περισσότερους μαθητές και δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες και τη λογική της Γενικής Παιδείας.
Στις Θετικές Επιστήμες (με εξαίρεση κάποια ιδιαίτερα σχολεία, όπως τα Πειραματικά) υπάρχει ένα ποσοστό μαθητών που ξεπερνά το 50℅, οι οποίοι δεν έχουν κατανοήσει καμιά από τις βασικές έννοιες που διδάσκονται. Οι εκπαιδευτικοί ζουν σε μία κατάσταση μεταξύ σφύρας και άκμονος! Να ακολουθήσουν τους 4-5 καλύτερους μαθητές της τάξης, προσπαθώντας να δίνουν βοηθητική τόνωση και στους 5-6 μέτριους, αγνοώντας τους υπόλοιπους ή να ελαττώσουν το ρυθμό στην πρόοδο της ύλης προκειμένου να βοηθήσουν τους πιο αδύνατους; Βέβαια θα αντιμετωπίσουν την οργή του Υπουργείου, των Συμβούλων, τις ανάγκες που δημιουργεί η Τράπεζα Θεμάτων και τη μήνη των οικογενειών των καλών μαθητών που επιθυμούν την κάλυψη της ύλης, εν όψει των πανελληνίων! Πρόκειται για ένα πραγματικό κι αγωνιώδες δίλημμα για τους εκπαιδευτικούς. Η συνήθης πρακτική είναι να υλοποιούν το σύνολο της προβλεπόμενης ύλης, δίνοντας στους αδύναμους μαθητές υψηλούς προφορικούς βαθμούς, έτσι ώστε να καταφέρνουν να περνούν την τάξη, παρά τα άθλια τελικά γραπτά… Και η πίττα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος και τα παιδιά αγράμματα!
Ένας νέος (σχετικά) παράγοντας που μεταβλήθηκε έντονα τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ισορροπία ανάμεσα στην διδασκαλία της Θεωρίας και στην εκμάθηση δεξιοτήτων, υπέρ (προφανώς) των δεξιοτήτων. Στις Θετικές Επιστήμες, στο σχολείο και ιδίως στα φροντιστήρια η καλλιέργεια της θεωρητικής σκέψης έχει αντικατασταθεί από την «Μεθοδολογία λύσης ασκήσεων», δηλαδή από συνταγές (τυφλοσούρτες) λύσης. Και όλα αυτά στην υπηρεσία των Πανελληνίων εξετάσεων, μια και το Λύκειο έχει μετατραπεί σε προθάλαμο του Πανεπιστημίου, απεμπολώντας το αυτοτελές μορφωτικό του έργο.
Τελευταίο «θύμα» της αντίληψης της Αριστείας είναι τα Πειραματικά Σχολεία. Εκεί, καθηγητές ειδικών προσόντων ως προς το επιστημονικό αντικείμενό τους και ως προς τις γνώσεις Διδακτικής, με τη βοήθεια των Πανεπιστημιακών Καθηγητικών Σχολών και δομών όπως η ΑΣΠΑΙΤΕ, θα προσπαθούσαν να διερευνήσουν μεθόδους για την καλύτερη λειτουργία των λοιπών σχολικών μονάδων. Άρα, θα έπρεπε οι μαθητές που θα συμμετάσχουν σ’αυτή την «πειραματική» διαδικασία να είναι ένα τυπικό δείγμα των ελλήνων μαθητών. Αντίθετα, με τη θέσπιση κατατακτηρίων εξετάσεων αναιρεί τον βασικό λόγο δημιουργίας και ύπαρξής τους!
- Η Τριτοβάθμια Παιδεία.
Το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει δεινοπαθήσει από τις κυβερνητικές επιλογές των τελευταίων 15 ετών. Η υποχρηματοδότηση, η υποστελέχωση και η γραφειοκρατία που αντιμετωπίζει είναι πρωτοφανείς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, θέτοντας απίστευτα εμπόδια στη λειτουργία του. Ο λόγος φοιτητών ανά καθηγητή είναι τριπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού όρου! Αντίθετα, ο λόγος του παραγόμενου επιστημονικού έργου προς τη χρηματοδότησή του είναι πολύ υψηλότερος του μέσου Ευρωπαϊκού όρου! Αντίστοιχη είναι και η παγκόσμια αξιολόγησή του όπου το σύνολο των Ελληνικών Πανεπιστημίων βρίσκεται στο 4% των καλυτέρων Πανεπιστημίων, με το Καποδιστριακό (Αθήνα) και το Αριστοτέλειο (Θεσσαλονίκη) να βρίσκονται στο 1%.
Βέβαια, υπάρχουν και πολλά αρνητικά φαινόμενα όπως η οικογενειοκρατία, η παραμέληση εκπαιδευτικών καθηκόντων ή ο πλουτισμός μέσω των υψηλών διδάκτρων των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών, σε τμήματα που ξεπερνούν πολλές φορές τους 200 συμμετέχοντες ανά πρόγραμμα! Ταυτόχρονα, ανέχθηκαν τον Νόμο Πλαίσιο της κας Κεραμέως που μετατρέπει την οποιαδήποτε ελάχιστη πλειοψηφία κατά την εκλογή Πρύτανη σε απόλυτη κυριαρχία στα όργανα διοίκησης (αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες). Πραγματικά, αποτελεί ντροπιαστικό φαινόμενο για την Ακαδημαϊκή Κοινότητα η αποδοχή αυτού του Νόμου Πλαισίου.
Όμως, πέρα από την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση, το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά στην ποιότητα και στη νοοτροπία ενός μεγάλου αριθμού φοιτητών που έχει αποκτηθεί από τη θητεία τους στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στα Φροντιστήρια. Αντί το Πανεπιστήμιο να είναι πηγή και μέθοδος αναζήτησης της γνώσης, της επιστημονικής και της κριτικής σκέψης, αντιμετωπίζεται σαν πάροχος πτυχίων χαμηλής αξίας.
Ένα ακόμη δείγμα της Κυβερνητικής αναλγησίας απέναντι στους νέους αφορά στις διαγραφές των «αιωνίων» φοιτητών, ένα μέτρο που θεσπίστηκε από την Κυβέρνηση Σαμαρά, καταργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και επανήλθε από την κα Κεραμέως. Βέβαια, η περάτωση των σπουδών στον κανονικό χρόνο (ν+2) είναι μια ένδειξη συνέπειας κι επιμέλειας του φοιτητή. Αυτό όμως αφορά σε έναν φοιτητή που…
- έχει το αναμενόμενο γνωστικό υπόβαθρο από το Λύκειο,
- έχει την δυνατότητα να μελετά απερίσπαστος,
- του προσφέρεται η κατάλληλη φοιτητική μέριμνα,
- το Τμήμα του έχει το προσωπικό που απαιτεί το οργανόγραμμά του,
- ζει σε μία χώρα όπου οι νέοι (επιστήμονες ή μη) έχουν τη δυνατότητα να βρουν δουλειά.
Αντί για όλα αυτά σήμερα ο νέος φοιτητής αντιμετωπίζει τα ακριβώς αντίθετα:
- Προέρχεται από μία προβληματική Δευτεροβάθμια Παιδεία, έχοντας μεγάλες ελλείψεις.
- Ζει σε μια κοινωνία παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.
- Αναγκάζεται, λόγω οικογενειακής στενότητας, να εργάζεται παράλληλα με τις σπουδές.
- Συχνά, στα περιφερειακά Ιδρύματα, αναγκάζεται να εγκαταλείψει για ένα διάστημα τις σπουδές λόγω διαφόρων προβλημάτων.
- Οι νέοι φοιτητές δεν αντιλαμβάνονται πως η δυσκολία των πανεπιστημιακών σπουδών είναι πολύ μεγαλύτερη από τις λυκειακές, και όταν το αντιλαμβάνονται, βρίσκονται σε αδιέξοδο.
- Ζουν σε μια εποχή όπου συχνά ακούν πως με πτυχίο ή χωρίς, άνεργος θα είσαι…
Ακριβώς αυτούς τους νέους και τις νέες που προσπαθούν να μορφωθούν μέσα σε τόσες αντιξοότητες, για τις οποίες την κύρια ευθύνη την έχει η Πολιτεία, έρχεται το Υπουργείο και τους διαγράφει τιμωριτικά, μια και το κόστος παραμονής τους στις σχολές είναι μηδενικό! Πρόκειται για μίσος προς τη νέα γενιά, ιδιαίτερα όταν είναι οι Κυβερνήσεις αυτές που διαχρονικά οδήγησαν τη χώρα σ’ αυτή την κατάντια.
Η Κυβέρνηση της ΝΔ αγνοώντας τις σαφείς επιταγές του Συντάγματος για αποκλειστική παροχή Τριτοβάθμιας Παιδείας από Δημόσια Ιδρύματα, με εκπαιδευτικούς Δημόσιους Λειτουργούς και αυτοδιοίκηση, επιχειρεί να νομοθετήσει υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών «Πανεπιστημίων». Όμως, τα κύρια χαρακτηριστικά ενός Πανεπιστημίου αφορούν
- στην πρόσληψη εκπαιδευτικών-ερευνητών με ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες, με αξιολόγηση του συνόλου του έργου τους και της συνεισφοράς τους,
- στην αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων, των Σχολών και των Τμημάτων, στα πλαίσια του Νόμου και του εσωτερικού κανονισμού τους,
- στην προώθηση της Έρευνας με τρόπο ελεύθερο και αμερόληπτο,
- στην αξιολόγηση των φοιτητών με ελευθερία κι ευθυκρισία κλπ.
Ποια από τα χαρακτηριστικά αυτά θα διαθέτουν τα Πελατειακά Ιδρύματα που επιχειρεί να θεσμοθετήσει; Με εκπαιδευτικούς ιδιωτικούς υπαλλήλους, ευάλωτους στις απαιτήσεις των σχολαρχών, με εξοντωτικά ωράρια ή/και με χαμηλούς μισθούς; Με ερευνητική δραστηριότητα που θα κατευθύνεται σε τομείς που θα αποφέρουν οφέλη στο σχολάρχη. Μας μιλάει για παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, αποσιωπώντας πως και τα τωρινά Κολέγια, της γνωστής ποιότητας, είναι κι αυτά παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων. Κλαψουρίζει υποκριτικά για τις 40 χιλιάδες ελλήνων που φοιτούν στο εξωτερικό και στην Κύπρο, όταν η θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής άφησε 40 χιλιάδες θέσεις των Ελληνικών Πανεπιστημίων κενές! Τελικά η υποκρισία δεν έχει όρια…
Η υπεράσπιση του Συντάγματος και του σαφέστατου άρθρου 16 είναι εθνική επιταγή. Το νέο 1-1-4 (120 στο τωρινό Σύνταγμα) συνεχίζει να θεωρεί πως «η τήρησή του επαφίεται στον Πατριωτισμό των Ελλήνων που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Μόνο που η Κυβέρνηση θεωρεί πως οι μόνοι που έχουν δικαιώματα στην κοινωνία της αρεσκείας της είναι οι κάθε μορφής απεργοσπάστες και υιοθετεί «απεργοσπαστικές» ρυθμίσεις σαν τις διαδικτυακές εξετάσεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια νέα γενιά αντιγραφέων! Για πολλοστή φορά η Σύνοδος των Πρυτάνεων θα πρέπει να ντρέπεται που υιοθέτησε την «παραίνεση» της Κυβέρνησης για αυτού του είδους τις εξετάσεις.
Είναι κοινή παραδοχή πως η ίδρυση Ιδιωτιών Πανεπιστημίων (η έκφραση μη κρατικά μη κερδοσκοπικά αποτελεί την απόλυτη στάχτη στα μάτια) οφείλεται στην θέληση για ικανοποίηση των συμφερόντων των διάφορων σχολαρχών, φίλα προσκείμενων στην Νέα Δημοκρατία. Πιστεύω, όμως, πως ο σημαντικότερος λόγος είναι διαφορετικός. Διαφαίνεται μια κίνηση ανάλογη με αυτήν στον τομέα της Υγείας, όπου για την ραγδαία ανάπτυξη των μεγάλων ιδιωτικών θεραπευτηρίων απαιτήθηκε η υποβάθμιση (έως και διάλυση) των δημοσίων δομών Υγείας. Όμως, επειδή οι δημόσιες δομές Υγείας είναι απαραίτητες, ξεκίνησε μια προσπάθεια χρηματοδότησής τους μέσω των πληρωμένων απογευματινών παροχών. Με τις πολιτικές αυτές στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη για την Υγεία, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, είναι η μικρότερη στην Ευρώπη ενώ η ιδιωτική δαπάνη, πάντα ως προς το ΑΕΠ, φλερτάρει με την κορυφή. Κάτι αντίστοιχο προβλέπεται και για την Πανεπιστημιακή Παιδεία. Λίγο μετά την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, τα αντίστοιχα δημόσια θα οδηγηθούν στη θέσπιση διδάκτρων. Κι εδώ λοιπόν η ιδιωτική δαπάνη θα ξεπεράσει κατά πολύ την κρατική.
Επομένως, ο διαχρονικός στόχος είναι η διάλυση του Κοινωνικού Κράτους και ο προσανατολισμός του δημοσίου χρήματος προς τα τρωκτικά του Δημοσίου και τα πρωτογενή πλεονάσματα! Από την Μεταπολίτευση μέχρι το 1990 κυριάρχησε η Κεϋνσιανή αντίληψη πως σε μία κοινωνία όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και η φτωχοί φτωχότεροι είναι απαραίτητη η στοιχειώδης μεταφορά πλούτου μέσω της φορολογίας των πρώτων και ενίσχυσης των δεύτερων. Ενδιάμεσοι φορείς η Υγεία, η Παιδεία, η Ενέργεια, οι Μεταφορές, η Πρόνοια και η Ασφάλεια. Από αυτή τη λίστα θα πρέπει να ξεχαστούν οι πρώτες πέντε, απομένοντας μόνο η Ασφάλεια… Με τον τρόπο αυτό θα δούμε και στην Ελλάδα σκηνές από τις αμερικανικές ταινίες, όπου οι γονείς αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού τους ανοίγουν λογαριασμό αποταμίευσης για τις σπουδές του, ενώ τα φοιτητικά δάνεια αποτελούν ένα μεγάλο βραχνά για την αμερικανική κοινωνία!
Ας ελπίσουμε πως η πάλη όλων των προοδευτικών ανθρώπων θα αποτρέψει την τραγική αυτή εξέλιξη.
- Οι Εκπαιδευτικοί.
Σε μια εποχή παρακμής του λεγόμενου Δυτικού Κόσμου, όπου αποτελεί κοινό «ιδανικό» η ικανοποίηση του προσωπικού συμφέροντος και το κυνήγι του προσωπικού πλουτισμού, θα ήταν μεταφυσικό να περιμένουμε πως οι εκπαιδευτικοί θα κρατούσαν Θερμοπύλες, όπως την εποχή του Δημήτρη Γληνού, του 114 ή ακόμη της αρχής της Μεταπολίτευσης. Άλλωστε, η αδυναμία τους να είναι δημιουργικοί για ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών, τους οδηγεί σε αδιέξοδα επαγγελματικά και συνειδησιακά. Έτσι, όλο και περισσότεροι «λησμόνησαν» τον πρωταρχικό ρόλο τους στη δημιουργία μιας νέας γενιάς με γνώση, κριτική σκέψη και με ιδανικά που πηγάζουν από τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης (Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη) και προσεγγίζουν τον Σοσιαλισμό Η ανάγκη για προσωπική και οικογενειακή ισορροπία τους οδηγεί σε συμβιβασμούς, ο βαθμός των οποίων είναι συνάρτηση των αντοχών τους, των αναγκών τους αλλά και των ιδεολογικών τους αντιλήψεων. Έτσι, με αρκετές φωτεινές εξαιρέσεις ακολούθησαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, το δρόμο των απολογητών ενός εκπαιδευτικού συστήματος που μισεί τη νέα γενιά.
Κανείς μας δεν τρέφει αυταπάτες για το τι επιδιώκει ο Νεοφιλελεύθερος Καπιταλισμός. Και ξέρουμε πως οι δικοί μας αγώνες είναι τόσο πιο απαραίτητοι όσο χειρότερα είναι τα δεδομένα. Κι αυτό γιατί ένας άλλος κόσμος και μια άλλη κοινωνία είναι εφικτή και την θέλουμε. Για εμάς, για τα παιδιά μας, για την Πατρίδα μας και για όλη την Υφήλιο.
Σταύρος Παπαϊωάννου