Μια ξενάγηση με τα μάτια της καρδιάς
του Νεκτάριου Αβραμάκη
Και πάλι ο ξεναγός σας, θα σας μιλά, για την άλλη πατρίδα του, την Κούβα της καρδιάς του. Και εσείς θα ακούτε, αλλά δεν είστε ξένοι πια. Δεν είστε καν τουρίστες. Είστε απλά ταξιδιώτες σε έναν προορισμό που σας πάει απευθείας στην Ιθάκη, της ψυχής σας.
Και όταν το ταξίδι στην Κούβα τελειώσει, όταν θα γυρίσετε στην πατρίδα, ταξιδευτές πια στον χρόνο, θα νιώσετε γεμάτοι υπερηφάνεια για αυτόν τον λαό. Για τα όσα πρεσβεύει, για τα όσα αγωνίζεται, στα όσα αντιστέκεται. Θα νιώσετε υπερήφανοι, γιατί και η δίκη σας ταυτότητα είναι ίδια. Γράφει ανθρωπιά, γράφει αλληλοβοήθεια, γράφει αλτρουισμό, γράφει πατρίδα.
Τότε παρακαλώ, θυμηθείτε και αυτόν τον ξεναγό, που συγνώμη ζητά, εάν δεν μπόρεσε να σας τα πει, να σας τα δείξει όλα. Θυμηθείτε και αυτόν τον ξεναγό, που είναι περήφανος γιατί για ακόμα μια φορά, ανακάλυψε, έζησε μαζί σας, το ότι δεν είναι ο τελευταίος ρομαντικός άνθρωπος. Υπάρχετε όλοι εσείς, που αγαπάτε την Κούβα. Σας ευχαριστώ. ΄
Αβάνα, Κούβα – 3/5/2020
Στο μυαλό μας, βάζοντας στο ημερολόγιο, στο ρολόι μας κάποιες, μέρες, ώρες πίσω, μπορούμε να κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο και στον κόσμο. Για την Κούβα όμως, ήμερες, ώρες δεν αρκούν. Ούτε καν κάποιοι μήνες. Εδώ το ημερολόγιο, το ρολόι, του μυαλού μας, θα πρέπει να γυρίσει 60 και χρόνια πίσω. Έτσι και εγώ, μέσα από την ζωή μου εδώ, μέσα από την δουλειά μου και την αγάπη μου για την Κούβα έκανα και ακόμα μετά από σχεδόν 17 χρόνια, συνεχίζω να κάνω αυτό το ταξίδι. Η Κούβα με έμαθε, να “περπατώ”, να ζω, πίσω στον χρόνο.
Δώστε μου λοιπόν την χαρά να μοιραστώ μαζί σας, λίγες εικόνες, από αυτό το ταξίδι. Να βάλω στην σκέψη σας χρώματα και να σας γυρίσω πίσω, στα περασμένα χρόνια. Χρόνια που υπήρχε περισσότερη καρδιά και ψυχή και λιγότερα χρήματα. Ένα δύσκολο, αλλά εφικτό ταξίδι, στα αλήθεια.
Ελάτε και φέρτε μαζί σας “ανοικτό” μυαλό και αγάπη. Αυτά και πολλά άλλα, θα σας προσφέρει, θα σας τα γυρίσει πίσω και απλόχερα η Κούβα. Αφήνοντας λοιπόν, τα “ρούχα” της δομημένης και τακτοποιημένης αριθμητικά ζωής και μετά από χιλιάδες χιλιόμετρα, τα βήματα μας, μας οδηγούν στο νησί που πάγωσε ο χρόνος. Την Κούβα. Στην Κούβα του Φιδέλ και της Επανάστασης. Μιας Επανάστασης που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα μέσα από την ζωή και της πράξεις των ανθρώπων στο νησί.
Και όχι μόνο. Και είναι πολλά τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο εδώ. Χιλιάδες οι εικόνες, οι γεύσεις, τα χρώματα, τα αρώματα. Ίσως όλες οι αισθήσεις μας, να είναι λίγες εδώ. Γεμίζει εύκολα τα μυαλό, όπως γεμίζουν και οι μνήμες της φωτογραφικής μηχανής. Είναι φορές που μπερδεύεσαι, χάνεσαι μέσα στην τόση διαφορετικότητα, την τόση μοναδικότητα, το τόσο φως.
Βάζεις τα παπούτσια σου και κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, κατεβαίνεις στο λόμπι του ξενοδοχείου. Μοντέρνα, συνηθισμένα όλα αυτά. Αλλά σε λίγο βγαίνεις έξω, στο φως. Στο φως της, της Κούβας. Η πόρτα στην κάψουλα του χρόνου άνοιξε.
Έχεις τον ξεναγό σου, τον ακούς που σου μιλάει, αλλά στην πραγματικότητα, αυτά που ακούς, τα ακούν τα μάτια σου, η καρδιά σου. Πλημμυρίζεις, από ανθρώπους, κτίρια και αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής. Ίσως περιμένεις κάπου να δεις τον Φιδέλ, τον Τσε, τον Καμίλο.
Πόση ομορφιά υπάρχει, στο παλιό, το κλασσικό, στα φθαρμένο, το άβαφο. Στο αληθινό και όχι το προσποιητό. Πόση ομορφιά υπάρχει στους ανθρώπους εδώ. Στην αναζήτηση της επαφής, στον τρόπο που σε κοιτάνε στην ανθρωπιά που ξεχειλίζει από μέσα τους. Και στο χαμόγελο. Περπατάς στον δρόμο και νιώθεις ότι, είσαι εδώ χρόνια πολλά. Είσαι ένας από αυτούς. ΙΔΙΟΣ, αλλά με διαφορετικά ρούχα.
Και η μουσική, αχ! αυτή η μουσική, ίδια, αλλά και διαφορετική, σχεδόν παντού. Μια κιθάρα, ένα μικρο συγκρότημα, ακόμα και ένα ράδιο να παίζει μουσική. Σάλσα, σον, ρούμπα, μερένγκε και πόσα ακόμα ακούσματα και χοροί. Αν και ίσως δεν ξέρεις να χορεύεις, δεν καταλαβαίνεις τα λόγια, τα πόδια σου, σου δίνουν, από μόνα τους τον ρυθμό. Αρκεί να είναι ανοικτή η καρδιά σου η ψυχή σου, να απολαύσεις την χαρά. Η Κούβα, εάν το θέλεις, θα σε κάνει πάλι ένα παιδί. Το παιδί που άφησες πίσω στα χρόνια που κύλησαν.
Εδώ είμαστε σε κάποια πλατεία , πιο πέρα, καθισμένοι, να απολαμβάνουμε ένα καφέ ή ακόμα καλύτερα ένα μοχίτο, ένα ντακιρί και ακόμα ένα ποτό, ένα κούβα λίμπρε, γιατί μέσα μας, είμαστε όλοι Επαναστάτες, είμαστε όλοι παιδιά.
Λίγη η ζωή, μικρή, πνιγμένη σε πρέπει και θέλω. Αλλά τώρα μην ανησυχείς. Είσαι εδώ και η Κούβα σου δίνει, ένα “σωσίβιο” να πιαστείς, να αναθεωρήσεις, να θυμηθείς, να ζήσεις και γιατί όχι, να ανάψεις ένα πούρο Αβάνας. Ο καπνός θα ζαλίσει, θα εξαφανίσει έστω και για λίγο τα προβλήματα.
Άρχοντες και Αρχόντισσες είμαστε. Εδώ τα λεφτά ποτέ δεν έκαναν τον άνθρωπό. Και μπορεί να είναι το μέσον, αλλά όχι ο σκοπός. Όχι εδώ. Όχι στην Κούβα.
Πάλι ο ξεναγός να σου μιλάει, να σου εξηγεί. Αλλά πως να περιγράψει μέσα σε τόσο λίγο, το τόσο πολύ ; Τόσα χρώματα, τόσους ήχους, τόση ζωή, τόση Ιστορία ; Όλα απλά, έτσι απλά βαλμένα για να μην φέρνουν σκοτούρες στο μυαλό.
Εδώ δεν έρχεσαι για να λυπηθείς, είναι τόση η αξιοπρέπεια αυτού του λαού, που δεν σε αφήνει. Εδώ στην Κούβα έρχεσαι να καταλάβεις, πως μπορείς να είσαι ευτυχισμένος επειδή μοιράστηκες ένα ποτήρι ρούμι με έναν φίλο, κάποιον που δεν ήξερες .
Και έρχεται το βραδύ. Και τα βράδια στην Κούβα, στην Αβάνα του σήμερα, είναι σαν τα βράδια του 50 του 60.Υπάρχει μαγεία το βράδυ στην Αβάνα. Παλαιά κλασικά αυτοκίνητα, κλειστά και καμπριολέ, σε μεταφέρουν για την βόλτα, το βραδινό γεύμα σου, την νυχτερινή σου διασκέδαση. Νιώσε σαν σταρ του σινεμά, στην δική σου ταινία. Δες, ίσως κάπου δίπλα σου, να πίνει το ποτό της η Μέριλιν Μονρόε, ίσως κάπου δίπλα σας να γευματίζει ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ίσως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ή ο Αλ Καπόνε.
Υπάρχει μαγεία στην Αβάνα το βράδυ και βλέπει, στα αλήθεια κανείς, ότι η ψυχή του θέλει. Και εάν ο ξεναγός σας ορκίζεται ότι είδε τον Φρανκ Σινάτρα, τον άκουσε να τραγουδά το My Way, μην γελάσετε, γιατί ίσως περάσει και από τα δικά σας όνειρα.
Είναι αργά, πέρασε η ώρα, τα μαγαζιά κλείνουν. Μα ποιος είπε ότι η Αβάνα νυστάζει; Άλλωστε είναι Πέμπτη, Παρασκευή, ίσως Σάββατο, ίσως Κυριακή. Ποιός νοιάζεται στα αλήθεια! Πάμε, ας κατέβουμε και εμείς στην Malecon, την πιο όμορφη παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας. Εμείς και χιλιάδες άλλοι Κουβανοί, μέχρι αργά τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκεί καθισμένοι, σε μια μάντρα που εφάπτεται στην θάλασσα, πολύχρωμοι άνθρωποι, συζητούν χορεύουν, πίνουν, τραγουδάνε και ερωτεύονται. Πολύχρωμοι άνθρωποι στην μέση. Σαν ένα σύνορο μεταξύ του σύγχρονου Μαΐάμι από την μια πλευρά και της Αβάνας του 50 από την άλλη.
Παντού είστε ευπρόσδεκτοι, να κάτσετε μαζί τους, να χορέψετε, να τραγουδήσετε, να γελάσετε. Ευπρόσδεκτοι, από αυτούς τους πολύχρωμους ανθρώπους, που θα μοιραστούν μαζί σας, το λευκό, φθηνό ρούμι που πίνουν, εν πούρο από την “bodega”, ακόμα και καμιά μπύρα που τη φυλάνε, να την πιουν στο τέλος. Και σίγουρα θα γίνετε και εσείς πολύχρωμοι.
Τι και εάν δεν μιλάτε την γλώσσα τους, ούτε αυτοί μιλάνε την δίκη σας. Και όμως συνεννοείστε σαν γνωστοί από τα παλιά. Η απλότητα η ανθρωπιά η ειλικρίνεια, είναι μια και μόνο γλώσσα. Κοινή σε όλους. Και έρχεται το αύριο. Με τον ήλιο σιγά σιγά να ξεμυτίζει στον ουρανό της Αβάνας.
Μια άλλη ήμερα, νέα ήμερα αρχίζει. Θα βγούμε ξανά. Να περπατήσουμε. Να μιλήσουμε με ανθρώπους, να δούμε, να δούμε ένα μανάβικο, ένα μπακάλικο, που ψωνίζουν, τα σπίτια τους, σπίτια που ακόμα μπορείς να δεις ράδιο της εποχής του 50 – 60, ακόμα και γραμμόφωνο. Να μοιραστούμε την καθημερινότητά τους και ίσως ένα φλιτζάνι κουβανικού σπιτικού καφέ, μια μίξη καφέ με “chícharo”.
Και νιώστε περήφανοι, διότι όταν θα σας καλέσουν για καφέ, θα σας τον σερβίρουν στο καλύτερο φλιτζανάκι που έχουν στο σπίτι τους και σίγουρα θα κάτσετε και στην καλύτερη καρέκλα. Και όλο και κάποιο γλυκό, ένα “pastelito”, θα έχουν φυλάξει για τα παιδιά τους, αλλά θα σας το κεράσουν. Ότι βγαίνει, βγαίνει από την καρδιά τους. Όχι εδώ δεν έχει φόβο. Εδώ έχει επαφή και φιλία. Δύσκολη, θα πείτε η ζωή τους, αλλά όλοι χαμογελούν, ακόμα και όταν το πορτοφόλι τους δεν έχει κάτι παραπάνω από το τίποτα μέσα. Εδώ μπορείς να κλέψεις στα αλήθεια ένα πραγματικό από την καρδιά χαμόγελο.
Ακόμα ένα αύριο στην Κούβα ξημερώνει, με το ταξίδι να συνεχίζεται έξω από την Αβάνα, στα χωριά και της πόλεις της επαρχίας. Πράσινο παντού, τόσο έντονο πράσινο, δεν έχεις αντικρίσει ποτέ σου. Δρόμοι που δεν τελειώνουν, αλλά που κάθε λίγα χιλιόμετρα έχουν και από έναν μικρο προορισμό.
Χωριά με λίγα απλό σπίτια, άνθρωποι λιτοί, λευκοί, μουλάτοι, μαύροι, σταρένιοι, δουλεμένοι στην γη. Άλογα, κάρα και κάθε λογής ζωντανά. Χωράφια σπαρμένα καπνό, γιούκα, μαλάνγκα, μπονιάτο.
Μπανανιές αλλά και πεύκα, φοίνικες και καρύδες.
Ποτάμια καθαρά σαν κρύσταλλο και λίμνες με καταρράκτες. Παραλίες σαν λευκές αγκαλιές, θάλασσες σαν ουρανός και βουνά με μυστικά περάσματα. Βουνά που περπάτησε ο Φιδέλ, ο Τσε, ο Ραούλ, ο Καμίλο και τόσοι άλλοι ήρωες και ηρωίδες της Επανάστασης.
Φτωχικά θα πει κανείς τα χωριά τους, αλλά πλούσια τα χαμόγελα και η καρδία αυτών των ανθρώπων. Και οι πόλεις τους, μικρές και αυτές, αλλά κάθε μια, μια μοναδική σελίδα, στο βιβλίο της ιστορίας του νησιού. Τόσο έντονη, αυτή η γη – η ομορφότερη γη που έχουν δει τα μάτια μου, είπε ο Χριστόφορος Κολόμβος. Αιώνες πριν, το 1492, όταν και ανακάλυψε την Κούβα.
Και πάλι ο ξεναγός σας, θα σας μιλά, για την άλλη πατρίδα του, την Κούβα της καρδιάς του. Και εσείς θα ακούτε, αλλά δεν είστε ξένοι πια.
Δεν είστε καν τουρίστες. Είστε απλά ταξιδιώτες σε έναν προορισμό που σας πάει απευθείας στην Ιθάκη, της ψυχής σας.
Και όταν το ταξίδι στην Κούβα τελειώσει, όταν θα γυρίσετε στην πατρίδα, ταξιδευτές πια στον χρόνο, θα νιώσετε γεμάτοι υπερηφάνεια για αυτόν τον λαό.
Για τα όσα πρεσβεύει, για τα όσα αγωνίζεται, στα όσα αντιστέκεται.
Θα νιώσετε υπερήφανοι, γιατί και η δίκη σας ταυτότητα είναι ίδια. Γράφει ανθρωπιά, γράφει αλληλοβοήθεια, γράφει αλτρουισμό, γράφει πατρίδα.
Τότε παρακαλώ, θυμηθείτε και αυτόν τον ξεναγό, που συγνώμη ζητά, εάν δεν μπόρεσε να σας τα πει, να σας τα δείξει όλα.
Θυμηθείτε και αυτόν τον ξεναγό, που είναι περήφανος γιατί για ακόμα μια φορά, ανακάλυψε, έζησε μαζί σας, το ότι δεν είναι ο τελευταίος ρομαντικός άνθρωπος.
Υπάρχετε όλοι εσείς, που αγαπάτε την Κούβα.
Σας ευχαριστώ.