Μέσα σε τρία χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, παράλληλα με τις ταξικές πολιτικές που εφαρμόζονται σε κάθε τομέα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, εξαπολύεται μια άνευ προηγουμένου επίθεση σε όλο το φάσμα της μαθητικής – φοιτητικής ή μη νεολαίας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί τον τελευταίο κρίκο σε μια αλληλουχία εφαρμοσμένων πολιτικών – πιο πρόσφατα, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που μέσω του Νόμου Γαβρόγλου, στην πραγματικότητα προετοίμασαν το έδαφος εφαρμογής της αντιδραστικής εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που ως νεολαία βιώνουμε αυτή την στιγμή. Όμως, δεν παύει να αποτελεί καθαυτή μια τομή για την δημόσια εκπαίδευση και τον χαρακτήρα της στην Ελλάδα, όχι μόνο για το πως αυτή λειτουργεί, αλλά και το πως θα γίνεται αντιληπτή από την κοινωνία από τώρα και στο εξής.
Ό,τι έχει ψηφιστεί – εφαρμοστεί έως τώρα, αλλά και στο αμέσως επόμενο διάστημα, αλλά ακόμα και το μένος της κυβέρνησης να σφυροκοπήσει κάθε είδους αντίδραση σε αυτά, ήταν και παραμένει η σταθερή θέση της Νέας Δημοκρατίας: μια ανερυθρίαστη επίθεση στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο ως κοινωνικοπολιτικό χώρο γενικά αλλά και πλήρως ασύμβατο ως θεσμό με τα προτάγματα και σχέδια της στην επικρατούσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία ειδικότερα. Όμως, οι αντίξοες αυτές συνθήκες που καλείται η νεολαία να αντιμετωπίσει στην προσπάθειά της να σπουδάσει, να επιβιώσει, να εργαστεί και να δομήσει το μέλλον της, μπορεί να αποτελούν τροχοπέδη, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να δυναμώσουν και τις αντιστάσεις της και να ορίσουν τον δρόμο που πρόκειται να χαράξει για την διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος για την ίδια αλλά και για την κοινωνία συνολικά.
Γιατί το Πανεπιστήμιο;
Πέραν του γεγονότος πως το Πανεπιστήμιο και ο δημόσιος χαρακτήρας του έχει στοχοποιηθεί διαχρονικά από τις αντιδραστικές δυνάμεις – όχι μόνο διότι δεν ήταν σε κάθε περίπτωση διαθέσιμο να παράξει και να αναπαράξει την ιδεολογική τους βάση αλλά και λόγω της ευρείας αποδοχής που εύρισκαν οι ιδέες και πρακτικές πολιτικοποίησης της Αριστεράς – εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τις αιτίες και τις βλέψεις αυτών των συνταρακτικών αλλαγών στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μια σειρά από παραμέτρους.
Η Νέα Δημοκρατία, ως ο σταθερός πολιτικός παράγοντας στην χώρα που εκφράζει την συντηρητική, δεξιά ή – τα τελευταία χρόνια – και ακροδεξιά μερίδα της κοινωνίας, φέρει την ευθύνη ιδεολογικά αλλά και πρακτικά να την εκφράσει. Στην περίπτωση μας, αυτό έγινε αντιληπτό από τον πρώτο κιόλας χρόνο της διακυβέρνησής της, όταν το 2019 κατήργησε το Πανεπιστημιακό Άσυλο, δείχνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις της απέναντι στους νέους και στις νέες που εντός του Πανεπιστημίου καταφέρνουν συλλογικά να αντιδρούν, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιώντας το συντηρητικό ακροατήριό της που χρόνια τώρα καταγγέλει το Πανεπιστήμιο, άλλοτε ως «προνομιακό χώρο της Αριστεράς» και άλλοτε ως «άντρο ανομίας». Παρότι τα συγκεκριμένα ιδεολογήματα δεν απέκτησαν ποτέ κάτι παραπάνω από οικτρά μειοψηφική διείσδυση στις τάξεις των φοιτητών, μετά από δύο χρόνια πανδημίας και σκληρών lockdown που υπέστη η κοινωνία, το 2021 ο Νόμος Κεραμέως- Χρυσοχοΐδη επεδίωξε να βάλει τέλος σε ενδεχόμενες αντιδράσεις, ιδρύοντας την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, τοποθετώντας κάμερες στα ιδρύματα, προωθώντας τα πειθαρχικά συμβούλια για τους φοιτητές και τις διαγραφές όσων ξεπερνούν τα ν+2 έτη σπουδών κ.α. Όλα αυτά μαζί αλλά και κάθε ένα ξεχωριστά δομούν το σύνθημα της Κυβέρνησης «Νόμος και Τάξη», το οποίο αποτελεί και τον αταλάντευτο ιδεολογικό και πρακτικό προσανατολισμό της απέναντι στην Δημόσια Εκπαίδευση και ό,τι αυτή εκπροσωπεί. Ωστόσο, ενώ η φοιτητική και πανεπιστημιακή κοινότητα έδωσε – ορθά – βάρος στην αντεπίθεση μπροστά στην βία και την αυθαιρεσία της Αστυνομίας και του Υπουργείου Παιδείας, ο καθαυτός πυρήνας του Νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη κινδυνεύει να μπει σε δεύτερη μοίρα.
Αξίζει μια ειδική αναφορά στην Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Με την νομοθέτηση της, στην ουσία οι μαθητές/τριες της Γ’ Λυκείου πρέπει να έχουν βαθμό πάνω από δέκα χιλιάδες μόρια στις Πανελλαδικές εξετάσεις για να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η κυβέρνηση πετυχαίνει πολλαπλούς στόχους. Αρχικά, κάνει πράξη το αφήγημα της συντηρητικής μερίδας της κοινωνίας του «δεν είναι όλοι για τα πανεπιστήμια, ας πάνε κάποιοι και στα τεχνικά επαγγέλματα» – μια κραυγαλέα αντίφαση, αν λάβουμε υπόψη ότι στο παρελθόν εγκόλπωνε το «μάθε παιδί μου γράμματα» ή ότι κάτι τέτοιο μπορεί πρώτα και κύρια να αφορά τα ίδια τα παιδιά της και όχι «των άλλων». Ταυτόχρονα, με την άστοχη και βεβιασμένη για τα ελληνικά δεδομένα απορρόφηση όσων δεν εισήχθησαν στην τριτοβάθμια, στα Δημόσια ή – για όσους/ες έχουν την οικονομική δυνατότητα- στα Ιδιωτικά ΙΕΚ, δημιουργείται ένα εργατικό δυναμικό άφθονο και ταυτόχρονα ευάλωτο από άποψη εκπαίδευσης στο επάγγελμα και κατ’ επέκταση, συνειδητοποίησης για την διεκδικητική ισχύ του. Στην πραγματικότητα, στερεί έως τώρα την δυνατότητα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο σε τριάντα χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες, κάνοντας ξεκάθαρη την ταξικότητα με την οποία γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση το δικαίωμα στην δημόσια εκπαίδευση. Εν τέλει, με το παρόν σύστημα όσοι/ες δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν μαθήματα σε φροντιστήρια μένουν εκτός πανεπιστημίου και οδηγούνται σε ένα κοινωνικό και εργασιακό χάος, όπου δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για επιβίωση.
Παράλληλα, ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα της υποστήριξης των ιδιωτικών συμφερόντων από μεριάς της Νέας Δημοκρατίας, είναι η ισοτίμηση των Πτυχίων των Δημοσίων ΑΕΙ, με τα αντίστοιχα διπλώματα των ιδιωτικών Κολλεγίων. Ενώ, δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος των υποψήφιων σπουδαστών/στριών αποκλείεται από τα ΑΕΙ, ωθείται και προς τα ιδιωτικά κολλέγια που δίνουν πιστοποιήσεις ισάξιων γνώσεων με τα Δημόσια ΑΕΙ – πιστοποιήσεις όμως, που δεν έχουν καμία σχέση με τα πτυχία των δημοσίων Πανεπιστημίων, όσο αφορά τις υποδομές και την τεχνογνωσία που παρέχεται σε αυτά. Πρόκειται για ένα ακόμη δώρο της Κυβέρνησης προς τα συμφέροντα της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Τέλος, η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά χωρίς την ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί και δομείται το πανεπιστήμιο, ακολουθώντας μια διαχρονική σειρά εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων: Με ένα μοντέλο υπερσυγκεντρωτικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, όπου όλα περνούν μέσω του Συμβουλίου Διοίκησης που με τη σειρά του, αποτελείται και διορισμένα μέλη πέραν του πανεπιστημίου, με την κύρια πηγή χρηματικών πόρων πλέον να είναι οι εταιρίες και άλλοι φορείς, με την νομιμοποίηση της κατά κανόνα επισφαλούς εργασίας, με τη μη μονιμότητα πολλών βαθμίδων του εκπαιδευτικού προσωπικού, με την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών από συμβασιούχους στην έρευνα κ.α. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ουσιαστικά ένα πανεπιστήμιο τόσο ευάλωτο ως θεσμό, που καταλήγει να εργαλειοποιείται ή και να καταργείται ως τέτοιος. Και φυσικά, η υποβάθμιση αυτή αφήνει ως βορά το Δημόσιο Πανεπιστήμιο στα συμφέροντα της εκάστοτε κυβέρνησης και των επιχειρηματικών ομίλων που εξυπηρετεί.
Γιατί το Πανεπιστήμιο τώρα;
Σε κάθε σημαίνουσα κοινωνική και πολιτική αλλαγή, πέρα από τις προϋπάρχουσες αιτίες, αλλά και τις μελλοντικές επιδιώξεις που αναπόφευκτα εντοπίζονται, πρέπει να αναλύεται και η συγκεκριμένη κοινωνική, οικονομική και πολιτική συγκυρία που αυτή πραγματώνεται. Το ίδιο απαραίτητο κρίνεται να συμβεί και στην περίπτωση των Νόμων Κεραμέως και της εφαρμογής τους, ακριβώς για να αντιληφθούμε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που υφίσταται αυτή την στιγμή στην χώρα αλλά και για να ορθώσουμε τις αντιστάσεις μας.
Μετά από δέκα και πλέον χρόνια οικονομικής κρίσης στην χώρα, η ανεργία, η χρόνια ετεροαπασχόληση μετά την λήψη πτυχίου αλλά και η «φυγή» στο εξωτερικό για την αναζήτηση εργασίας, αποτελούν όχι μόνο κανόνα στο παρόν αλλά όπως φαίνεται θα χαρακτηρίζουν και το άμεσο μέλλον. Η πραγματική βέβαια αιτία αυτών δεν είναι τίποτε άλλο από την οικονομική κρίση του ελληνικού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση κρίση του ελληνικού Κράτους. Το ελληνικό κεφάλαιο βγήκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση εντελώς αποδυναμωμένο, χάνοντας τις όποιες παραγωγικές του βάσεις και δομές, πράγμα που κόστισε περισσότερο φυσικά στον κόσμο της εργασίας και ακόμα ειδικότερα, στο εργατικό δυναμικό που ευελπιστούσε πως με το πέρας των σπουδών του θα μπει σε τροχιά επαγγελματικής αποκατάστασης. Ακόμα και μέχρι σήμερα που αυτές οι ελπίδες δεν έχουν χαθεί από τους/τις φοιτητές/τριες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το καθεστώς της ανεργίας, της επισφάλειας ή της εργασιακής ανασφάλειας και της ετεροαπασχόλησης, η συνεχής παράταση των σπουδών τους με μεταπτυχιακά και μάλιστα επ’ αμοιβή, η διαρκής απόκτηση πιστοποιήσεων για την εύρεση μιας εργασίας που θα ζητά τα πάντα από αυτούς/ες ως εργαζόμενους/νες κ.α., είναι βαθιά ριζωμένες στις συνειδήσεις τους για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσουν από την πρώτη κιόλας μέρα μετά την αποφοίτησή τους. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη την υποβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, οι πτυχιούχοι καλούνται πλέον, όχι μόνο να προσαρμοστούν , αλλά να λάβουν πτυχία και διπλώματα μετά το Λύκειο προσαρμοσμένα στην σημερινή πραγματικότητα – δηλαδή, εξαιρετικά υποβαθμισμένα, τόσο ως προς το ακαδημαϊκό τους περιεχόμενο όσο και ως προς τις δεξιότητες που ευαγγελίζονται.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, συγκεκριμένα οι διατάξεις των Νόμων Κεραμέως που διασπούν τα πτυχία των ΑΕΙ, που φέρνουν δίδακτρα σε όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, που δημιουργούν άλλα μικρότερα προγράμματα σπουδών του ενός ή δύο ετών, που προσφέρουν διάφορα «προσόντα» για διορισμό στον δημόσιο τομέα κ.α. βρίσκουν αυτή τη στιγμή πιο εύφορο έδαφος από ποτέ, αφού οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Παιδεία κατάφεραν πρώτα να εντάξουν το άγχος της εξεύρεσης εργασίας και της σύγχρονης εργασιακής πραγματικότητας μέσα στον εκπαιδευτικό προσανατολισμό των φοιτητών και σπουδαστών μετά το Λύκειο και συνέχισαν μέχρι την μετάλλαξη ακόμα και των ίδιων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το παραπάνω σχήμα – δηλαδή η αλληλουχία α) πρώτα της διαμόρφωσης της αγοράς εργασίας από τη ζήτηση, β) το «σαφάρι» της «εξειδίκευσης» στη συνέχεια, γ) η περαιτέρω διάλυση της παραγωγικής βάσης στα χρόνια του μνημονίου και η υποβάθμιση στο διεθνή οικονομικό και εργασιακό χάρτη και τέλος δ) η προσαρμογή πρώτα μιας γενιάς εξαιρετικά μορφωμένων νέων στην εργασιακή πραγματικότητα των μνημονίων (ή η αποφυγή αυτής μέσω της μετανάστευσης) και στη συνέχεια των ίδιων των ιδρυμάτων και πτυχίων σε αυτήν ακαδημαϊκά – καθώς απλώνεται στην πλήρη έκταση του αναδεικνύει ένα ζοφερά σχεδιασμένο πλάνο δεκαετιών διάλυσης της δημόσιας παιδείας εν ονόματι των εκάστοτε «σύγχρονων κελευσμάτων» της αγοράς εργασίας. Και αυτό το πλάνο πλέον έχει ωριμάσει πολιτικά, ίσως περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν.
Το ίδιο συμβαίνει και με την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων γενικά αλλά και των προγραμμάτων έρευνας ειδικά. Εφόσον αυτά τα χρόνια της κρίσης το ελληνικό κεφάλαιο έχει πληγεί και δεδομένης της πρόθεσης του την συγκεκριμένη στιγμή να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στην γεωπολιτική – ενεργειακή σκακιέρα στην ανατολική Μεσόγειο (πάντα υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ), επιχειρεί μέσω της κυβέρνησης να μετατρέψει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε φορέα υλοποίησης επιχειρηματικών και γεωπολιτικών στόχων, χρηματοδοτούμενο με βάση την «αποτελεσματικότητά» του. Έτσι, για παράδειγμα, η κρατική χρηματοδότηση για τις θεωρητικές επιστήμες κάμπτεται, ενώ οι έρευνες των θετικών επιστημών, που πλέον μπορούν εύκολα να χρηματοδοτηθούν από εταιρίες και βοηθούν στην ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου θα κατέχουν εξέχουσα θέση στα ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου.
Τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;
Είναι βέβαια αλήθεια πως, ενώ όλα αυτά αποτελούσαν προθέσεις της Νέας Δημοκρατίας πριν ακόμα σχηματίσει Κυβέρνηση το 2019, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ευνοϊκότερη συγκυρία από αυτή της πανδημίας και των αλλεπάλληλων lockdown, δηλαδή των κλειστών σχολών, για να ψηφίσει τους Νόμους αυτούς. Το 2021 με τις σχολές κλειστές και τα μαθήματα εξ αποστάσεως, κάτι που οδήγησε πολλούς/ες φοιτητές/τριες να επιστρέψουν στις πόλεις καταγωγής τους, οι φοιτητικές αντιστάσεις κάμφθηκαν, παρά τις ενθαρρυντικές και αρκετά μαζικές προσπάθειες από την πλευρά των φοιτητών σε κάποιες μεγαλουπόλεις. Πέρα όμως από αυτό, το πραγματικό εμπόδιο για την οργάνωση του μαζικού φοιτητικού κινήματος και ανασταλτικός παράγοντας για την συνέχεια των αγώνων φάνηκε να αποτελεί το πως έπληξε η κατάσταση τις νεότερες φοιτητικές γενιές. Η μετά τον covid και των lockdown εποχή, έφερε σε αμηχανία φοιτητές/τριες στο β’ ή ακόμα και το γ’ έτος σπουδών τους, χωρίς να έχουν άμεση επαφή με τις αίθουσες των σχολών τους, χωρίς να έχουν εμπειρία από συλλογικές διαδικασίες των φοιτητικών τους συλλόγων και προφανώς, χωρίς να έχουν έρθει σε επαφή με αντίστοιχες πολιτικές ζυμώσεις και δράσεις. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο και οι συνεχώς δυσχερείς οικονομικά συνθήκες διαβίωσης των φοιτητών/τριών, όπου όλο και περισσότεροι/ες αναγκάζονται να εργαστούν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην ολοένα και πιο ακριβή ζωή που αποτελεί πραγματικότητα, συνυφαίνοντας την εντατικοποίηση των σπουδών τους – όλα τα παραπάνω κατέληξαν να αποκλείουν τους συλλογικούς αγώνες από τη φοιτητική ζωή τους.
Αξίζει να σημειώσουμε πως όπως οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν εγγράφονται σε λευκό χαρτί κοινωνικά ή οικονομικά, το ίδιο συμβαίνει και πολιτικά. Η γενική απολιτικοποίηση, ο ατομικός δρόμος και η αποστροφή των συλλογικών διαδικασιών ως ανώφελων, αποτελούν επιπτώσεις της πολιτικής κατάστασης μετά το καλοκαίρι του 2015. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο δεν αποδιοργάνωσε πολιτικά και οργανωτικά μόνο την Αριστερά, αλλά τροφοδότησε τη συνακόλουθη πολιτική απογοήτευση των νέων. Ακόμα και το Ενιαίο Ψηφοδέλτιο στις φοιτητικές εκλογές που έχει προτείνει και προσπαθεί να φέρει στις σχολές ο ίδιος ο πρωθυπουργός και στην ουσία καταργεί τις φοιτητικές παρατάξεις – σχήματα, έρχεται μεν ως συνέχεια προηγούμενων προσχηματικών αιτημάτων, αλλά δεν μοιάζει ταυτόχρονα και ασύμβατο με τις ευρύτατες συναινέσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης σε κορυφαία στρατηγικά ζητήματα έκτοτε.
Παρόλ’αυτά, η χρονιά του 2021-2022 αποτέλεσε μια μικρή ένδειξη των καρπών που μπορεί να φέρει η αποφασιστικότητα και μαχητικότητα των φοιτητικών συλλόγων. Με μια σειρά κινητοποιήσεων και αγωνιστικών παρεμβάσεων, με πληθώρα συνελεύσεων, συνδικαλιστικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των φοιτητών/τριών, αποτράπηκε η είσοδος της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές, πράγμα ελπιδοφόρο και σημαντικό. Κατά μία έννοια, «αποκρυστάλλωση» (ή και «κορύφωση) αυτών των διεργασιών ήταν οι φοιτητικές εκλογές τον Μάιο του 2022, που σήμαναν την θετική αποτίμηση της ήττας της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ως παραδοσιακής πρώτης εκλογικής δύναμης στα πανεπιστήμια, αρχικά τόσο λόγω ανακατατάξεων στο εσωτερικό της και στις σχέσεις της με το κόμμα της ΝΔ, όσο και δυσλειτουργίας του μηχανισμού της λόγω πανδημίας και την ταυτόχρονη οργανωμένη εκλογική παρέμβαση των υπόλοιπων αριστερών παρατάξεων και σχημάτων. Η ανάδειξη της Πανσπουδαστικής ως πρώτη εκλογική δύναμη είναι ένα θετικό αποτέλεσμα ακριβώς επειδή «σπάει» στις συνειδήσεις των φοιτητών/τριών η απόλυτη κυριαρχία της Δεξιάς, ενώ παράλληλα, έρχεται να θέσει νέους στόχους και ανάγκες για ευρύτερες πρακτικές πολιτικοποίησης και συνδικαλισμού στα πανεπιστήμια. Φυσικά, σε μια συγκυρία όπου οι αλλεπάλληλες αντιδραστικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έχουν κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια και δοσμένης της κατάστασης στο ελληνικό πανεπιστήμιο, οι ευθύνες που αντιστοιχούν μετά από μια αναμφίβολα θετική εκλογική καταγραφή είναι πολύ μεγαλύτερες από μια ταυτοτικού χαρακτήρα ανακύκλωση γραμμής, συνδικαλιστικών τακτικών και κινηματικών πρακτικών – αντιθέτως, σε αυτή τη φάση, πρέπει να ενισχύσουν ουσιαστικά τον πολιτικό ρόλο μαζικών συλλογικών διαδικασιών, αφού κάθε είδους νίκη περνάει μόνο μέσα από αυτό. Επίσης θετική ήταν η εξέλιξη της κοινής εκλογικής παρουσίας των ΑΡΕΝ-ΕΑΑΚ όπου αυτή υπήρξε, δείχνοντας έτσι μια προσπάθεια ενωτικής διάθεσης από μεριάς των αριστερών οργανώσεων και παρατάξεων, έχοντας μάλιστα και ενθαρρυντικά εκλογικά αποτελέσματα. Με τη σειρά της, μένει και αυτή να αποδειχτεί κατά πόσο θα αξιοποιηθεί ως προς την μαζικοποίηση των φοιτητικών αγώνων την χρονιά που μας έρχεται. Τέλος, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το φοιτητικό κίνημα είναι η εκλογική αποχή, η οποία και φέτος υπήρξε σημαντική, αποτυπώνοντας την έλλειψη πολιτικοποίησης των νέων σήμερα αλλά και την ορισμένη ανεπάρκεια των φοιτητικών πολιτικών δυνάμεων να την αναχαιτίσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω αποτύπωση της σκληρής εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνουν οι νέοι/ες σήμερα, μπορεί να παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «κανονικότητα» – και άρα ως μη αναστρέψιμη συνθήκη – όμως, δεν παύει να αποτελεί την ιδεολογική επικάλυψη των αντιδραστικών νόμων και μέτρων που φέρνει, με σκοπό την διάλυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θεωρείται και δεν πρέπει ποτέ να θεωρηθεί «κανονικότητα» από το ίδιο το συλλογικό υποκείμενο που αυτή την στιγμή βάλλεται ασύστολα. Το συλλογικό υποκείμενο δηλαδή που καλείται να ανατρέψει την δρομολογούμενη κατάσταση και να αναδείξει μια άλλη : τους φοιτητές και τις φοιτήτριες.
Το φοιτητικό κίνημα καλείται να αγωνιστεί πλέον για τα αυτονόητα, που όμως φαντάζουν προνομιακά αποκτήματα, όπως την πλήρη δυνατότητα ένταξης στην τριτοβάθμια χωρίς περιορισμούς, την δωρεάν εκπαίδευση σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, υγιείς και ομαλές συνθήκες φοίτησης, δια ζώσης και όχι εξ αποστάσεως εκπαίδευση, επαρκή επιστημονικά και εργασιακά εφόδια για την μετέπειτα πραγμάτωση των σπουδών τους – με λίγα λόγια, την ολική αποκατάσταση του πανεπιστημίου ως χώρου διάδοσης ιδεών και επιστημονικής γνώσης.
Επιπλέον, είναι δεδομένο πως η πραγμάτωση αυτών των διεκδικήσεων θα έρθει μεν με την γενική πάλη των φοιτητών/τριών, όμως θα είναι αποτέλεσμα και των καθημερινών και συνεχών διεκδικήσεων. Η επανοικειοποίηση του πανεπιστημιακού χώρου ως χώρο πολιτικοποίησης και πολιτικής δράσης συνδεδεμένο με τα ευρύτερα μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας, η επιμονή στην συλλογική πολιτικοποίηση μέσω παρατάξεων και σχημάτων ενάντια στη λογική είτε του κοινού ψηφοδελτίου είτε του πολιτικού απομονωτισμού, η άμεση επικοινωνία των φοιτητικών συλλόγων που θα εκφράζουν τις αποφάσεις των εκάστοτε συνελεύσεων για το πως θα προχωρεί ο κοινός αγώνας και όχι η επανάπαυση σε a priori μοναδικούς εκπροσώπους που θα συνομιλούν εξ ονόματος του φοιτητικού κινήματος, η ανεμπόδιστη κίνηση ιδεών και πολιτικού υλικού στα πανεπιστήμια χωρίς αστυνόμευση και παρακολούθηση, καθώς και ένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες συνολικά της κοινωνίας και θα είναι ανοιχτό σε όλους και σε όλες είναι κάποια από τα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν από εδώ και πέρα τον αγώνα των φοιτητών/τριών.
Τέλος, την ίδια στιγμή, όμως, το φοιτητικό κίνημα πρέπει να επαναφέρει στην επιφάνεια και όλα αυτά τα αιτήματα που θα μπορέσουν να συγκροτήσουν ξανά τη «φοιτητική ζωή» στην ολότητα της: την επαναφορά και στήριξη της φοιτητικής μέριμνας, την αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία και την έρευνα, τον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας προς τα μεγάλα προβλήματα και ανάγκες της κοινωνίας, την στήριξη και αύξηση του ακαδημαϊκού προσωπικού σε μόνιμες θέσεις εργασίας, κά.
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που θα δυναμώσουν τις φοιτητικές γραμμές πάλης, θα καταφέρουν να μαζικοποιήσουν τον αγώνα τους και μαζί με την ενωτική διάθεση όλων των μαχόμενων κομματιών εντός και εκτός του Πανεπιστημίου, θα αποτελέσουν αναχώματα στην ευρεία αυτή επίθεση προς τη δημόσια Παιδεία και θα περάσουν στην αντεπίθεση, για την διεκδίκηση και την δημιουργία ενός Πανεπιστημίου που η ίδια η νέα γενιά θέλει και έχει ανάγκη.
Τομέας Νεολαίας του Αριστερού Ρεύματος