Πηγή: ΕΦΣΥΝ
Η οικονομία κρίνεται στις ευρωεκλογές
του Κώστα Λαπαβίτσα*
Το κυριότερο ζήτημα που θα κριθεί στις ευρωεκλογές είναι η αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας.
Ο λόγος είναι ότι οι εκλογές θα μετρήσουν τη στήριξη προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν έχουμε βέβαια μπροστά μας πραγματικές εναλλακτικές προτάσεις από την αντιπολίτευση. Αλλά έστω κι έτσι θα κριθεί η δυνατότητα της κυβέρνησης να συνεχίσει να εφαρμόζει πολιτικές που έχουν οδηγήσει τη χώρα σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Ο μεσοπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας μας εκτιμάται γύρω στο 1%, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και η τεράστια απώλεια εισοδήματος από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας δεν θα αναπληρωθεί για πολλά χρόνια. Η Ελλάδα έχει γίνει πολύ φτωχότερη κι έτσι θα μείνει.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Η υποτιθέμενη μηχανή της ανάπτυξης που επέβαλαν τα μνημόνια και εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010 είναι οι χαμηλοί μισθοί. Η επιλογή έγινε και από το κυρίαρχο ολιγαρχικό στρώμα της χώρας μας με στόχο να υπάρξει βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου, δηλαδή η περίφημη «εξωστρέφεια». Κι έτσι έφτασε η Ελλάδα να έχει το δεύτερο μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα στην Ε.Ε. (πάνω μόνο από τη Βουλγαρία).
Τα εγχειρίδια των οικονομικών της ανάπτυξης διδάσκουν ότι ο τρόπος αυτός είναι παντελώς ατελέσφορος. Μια επιτυχημένη πορεία ανάπτυξης, που μπορεί να φέρει άνοδο των εισοδημάτων, καλύτερες δουλειές και μεγαλύτερη ισότητα, απαιτεί αύξηση των επενδύσεων. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν τραγικά χαμηλές, μόλις 14% το 2023.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι οι Ελληνες ιδιώτες κεφαλαιούχοι δεν επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες. Το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας μας σταμάτησε να μειώνεται μόλις το 2023, αντί να αυξάνεται σταθερά, όπως συνήθως συμβαίνει σε μια καπιταλιστική οικονομία.
Η έλλειψη επενδύσεων δεν έχει αποτρέψει την αύξηση των κερδών, τα οποία εκτινάχθηκαν μετά το 2020. Ο λόγος είναι η τεράστια μεταβίβαση εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλούσιους μέσω του πληθωρισμού, που έφερε περαιτέρω μείωση των πραγματικών μισθών, καθώς οι αυξήσεις ήταν μικρότερες από την άνοδο των τιμών. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος «επιχειρηματικού ρίσκου» στην πλούσια κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια.
Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως, αλλά στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονο γιατί η ολιγοπωλιακή δομή της οικονομίας ευνόησε την αισχροκέρδεια στις τιμές. Η στρατηγική των χαμηλών μισθών τελικά δημιούργησε μια οικονομία παρόμοια με εκείνη που μας οδήγησε στη μεγάλη κρίση.
Η οικονομική δραστηριότητα κυριαρχείται σήμερα από έναν τεράστιο κλάδο υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας, κυρίως τον υπερτροφικό τουρισμό. Έχουμε μικρή και αδύναμη βιομηχανία και μη ανταγωνιστική γεωργία. Οι κερδισμένοι είναι οι ολιγάρχες, που έχουν γίνει ισχυρότεροι και πιο στενά συνδεδεμένοι με το κράτος.
Μάλιστα μετά το χτύπημα της πανδημίας, το 2020, τα πράγματα στην οικονομία ξέφυγαν τελείως. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να έχει χάσει κάθε πυξίδα, μέσα σε ένα κλίμα επιδερμικής ευμάρειας, για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε., που μετά το 2021 έχει εκταμιεύσει περίπου 13 δισ. με μορφή χορηγήσεων και φτηνών δανείων.
Τα κονδύλια δεν επαρκούν με κανέναν τρόπο για να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη. Εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες των βιομηχανιών του κέντρου της Ε.Ε. και δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας. Ομως προσφέρουν πεδίο λαμπρό για εύκολη κερδοφορία σε όσους καταφέρνουν να τα αποσπάσουν. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο διαμοιρασμός τους ανάμεσα στους «καλά συνδεδεμένους» που κυριαρχούν στην οικονομία.
Ο δεύτερος είναι οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), που ήταν περίπου 8 δισ. το 2022 και έπεσαν στα 5 δισ. το 2023.
Αντίθετα με τα όσα λέει η κυβέρνηση, ποτέ δεν μπορούσαν οι ΑΞΕ να γίνουν ο κινητήρας της ανάπτυξης. Ακόμη χειρότερα, ο κύριος όγκος τους κατευθύνθηκε στα ακίνητα και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Λιγότερο από 20% πήγε στον παραγωγικό τομέα.
Μαζί όμως με την περιβόητη Χρυσή Βίζα, οι ΑΞΕ εκτόξευσαν τις τιμές των ακινήτων, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη φούσκα στη στέγαση που δεν οφείλεται σε τραπεζικό δανεισμό αλλά σε εισροές ξένων κεφαλαίων. Η φούσκα διογκώθηκε και από ένα πλήθος διαμερισμάτων που μπήκαν στην αγορά προσφέροντας βραχυχρόνια διαμονή σε τουρίστες (airbnb). Το αναπτυξιακό αδιέξοδο της χώρας συνοδεύεται έτσι από τον αποκλεισμό ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων από τη στέγη. Το εύκολο αυτό χρήμα μετά το 2020 επέτρεψε σε ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης να αποσπάσει εισοδήματα μέσω μισθών και προσόδων. Εκεί βρίσκεται η σπονδυλική στήλη της πολιτικής στήριξης στη Ν.Δ. του Μητσοτάκη.
Στις ευρωεκλογές η χώρα θα τεθεί ενώπιον της φοβερής αντίφασης που έχει δημιουργηθεί από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο. Από τη μια, πλασματική ευμάρεια, χωρίς παραγωγική βάση, αλλά με υψηλή κατανάλωση για την ολιγαρχία και την ανώτερη μεσαία τάξη. Από την άλλη, απελπισμένος αγώνας της μεγάλης πλειοψηφίας να τα βγάλει πέρα με χαμηλότατους μισθούς.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση της πραγματικότητας, καθώς διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι η χώρα είναι σε καλό δρόμο. Ταυτόχρονα, γίνεται ολοένα και πιο αυταρχική, υποσκάπτοντας τα δημοκρατικά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρξει έμπρακτη αμφισβήτηση της πολιτικής της.
Η έλλειψη συναίσθησης χαρακτηρίζει ολόκληρο το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόταση για το πώς θα βγει η χώρα από το αδιέξοδο. Υπάρχουν όμως πολλοί ανούσιοι καβγάδες περί όνου σκιάς. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μαχητική αντιπολίτευση που θα θέσει επί τάπητος τα πραγματικά της προβλήματα και θα προτείνει εφικτές λύσεις. Η πολιτική δύναμη που έχει αντίληψη της κατάστασης είναι η Ενωτική Πρωτοβουλία του ΜέΡΑ25 και της Ανατρεπτικής Οικολογικής Αριστεράς.
Οι ευρωεκλογές θα κρίνουν αν θα υπάρξει πολιτική ελπίδα για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο. Η ενίσχυση της Ενωτικής Πρωτοβουλίας είναι όρος για να υπάρξει μαχητική αντιπολίτευση.
*Υποψήφιος ευρωβουλευτής της Ενωτικής Πρωτοβουλίας του ΜέΡΑ25 και της Ανατρεπτικής Οικολογικής Αριστεράς, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου