Πηγή: Blog Ηλία Σκυλλάκου
Η Ευρώπη είναι η κεντρική αρένα της μεγάλης πολεμικής κλιμάκωσης
του Ηλία Σκυλλάκου
Η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον μπροστά στο φάσμα ενός επερχόμενου πολέμου. Βρίσκεται ήδη εντός ενός καθεστώτος πολεμικής σύγκρουσης, το οποίο δεν ορίζεται μόνο από τις μάχες στην Ουκρανία αλλά από μια ευρύτερη στρατηγική κλιμάκωσης που εκτείνεται σε όλη την ήπειρο. Οι κυβερνήσεις μιλούν για «αναγκαίο εξοπλισμό», γεγονός που μεταφράζεται πλέον ότι η Ευρώπη έχει περάσει στη σταθεροποίηση ενός μόνιμου πολεμικού καθεστώτος, όπου η Ρωσοφοβία λειτουργεί ως ιδεολογικό καύσιμο και ο ευρωατλαντικός άξονας ως μηχανισμός χάραξης στρατηγικής για γενίκευση του πολέμου και σε άλλα μέτωπα.
Το ουκρανικό μέτωπο αποτελεί ήδη το κυρίαρχο πεδίο αυτής της παγκόσμιας κλιμάκωσηςστην οποία η ΕΕ και το ΝΑΤΟ εμπλέκονται ενεργά — χρηματοδοτώντας, εξοπλίζοντας, οργανώνοντας και καθοδηγώντας σε ασύλυπτες διαστάσεις.
Από τη Γερμανία που επενδύει σε επανεξοπλισμό χωρίς προηγούμενο, μέχρι τις βαλτικές χώρες που μιλούν ανοιχτά για «αναπόφευκτη» στρατιωτική σύγκρουση εντός πέντε ετών, δημιουργείται μια ενιαία αφήγηση απειλής που λειτουργεί ως πολιτικό καύσιμο.
Η ΕΕ υιοθετεί στρατηγικές στην προβολή ισχύος, την ίδια στιγμή που το ΝΑΤΟ γνωστοποιεί ότι η δομή του προσαρμόζεται για έναν «μεγάλο συμβατικό πόλεμο» στην ήπειρο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η στρατιωτική κινητικότητα, αλλά ο πολιτικός και προπαγανδιστικός μηχανισμός που τη συνοδεύει.
Η έννοια της Ρωσίας ως «υπαρξιακής απειλής» έχει καταστεί τόσο ισχυρή στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας, ώστε λειτουργεί πλέον σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Στην εξίσωση των πολεμικών προετοιμασιών της Ευρώπης, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η συνεχής παραγωγή «περιστατικών» που λειτουργούν ως καύσιμο της κλιμάκωσης. Από τις αρχές του 2025 μέχρι σήμερα, μια σειρά αφηγημάτων και «περιστατικών» χρησιμοποιούνται για να καλλιεργήσουν ένα κλίμα οργανωμένης υστερίας γύρω από τη Ρωσία.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πολωνίας, η οποία έχει αναδειχθεί στον πιο επιθετικό πυλώνα των πολεμικών προετοιμασιών της Ευρώπης. Η Βαρσοβία προωθεί ένα πρόγραμμα εξοπλισμών που ξεπερνά σε μέγεθος το ΑΕΠ αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, αγοράζοντας τεθωρακισμένα, μαχητικά και πυραυλικά συστήματα σε κλίμακα που θυμίζει προπολεμικές δεκαετίες.
Στην Πολωνία, οι υπηρεσίες ασφαλείας παρουσιάζουν τάχα «ρωσικούς πυρήνες σαμποτάζ» πίσω από φωτιές σε αποθήκες, εκρήξεις σε εγκαταστάσεις logistics ή περιστατικά στα σιδηροδρομικά δίκτυα όπως συνέβη πριν λιγες ημέρες.
Η πολεμική ρητορική που υψώνεται από κυβερνητικά γραφεία, τα σχέδια «πολεμικής οικονομίας» της ΕΕ, η έκρηξη στις αμυντικές δαπάνες και η υπερσυγκέντρωση βάσεων και στρατιωτικών υποδομών στην ανατολική πτέρυγα δεν είναι εξελίξεις ξεκομμένες μεταξύ τους. Αποτελούν κομμάτια ενός ενιαίου σχεδίου, στο οποίο η Ουάσιγκτον και οι ισχυρές ιμπεριαλισιτκές δυνάμεις της ΕΕ έχουν αποφασίσει ότι ο ευρωπαϊκός χώρος πρέπει να αναλάβει το βάρος της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά.
Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον θέλει μεγαλύτερη δέσμευση σε εξοπλισμούς, περισσότερη στρατιωτική παρουσία στο έδαφος της ΕΕ και άμεση συμμόρφωση με τις αμερικανικές επιλογές στις κρίσιμες γεωπολιτικές αποφάσεις, που αφορούν την ενέργεια και τις κυρώσεις μέχρι τις επιχειρήσεις που σχεδιάζονται στα σύνορα της Ρωσίας.
Από τα σοβαρότερα στοιχεία βέβαια, ειναι οι ουκρανικές απαιτήσεις για την απόκτηση πυραύλων Tomahawk που συνιστούν ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία κλιμάκωσης του πολέμου, ακριβώς επειδή πρόκειται για όπλο σχεδιασμένο να αλλάζει τη μορφή μιας σύγκρουσης.
Οι BGM-109 Tomahawk είναι πύραυλοι κρουζ μεγάλης ακρίβειας, χαμηλού ύψους πτήσης και μεγάλης εμβέλειας — 1.000 έως 2.500 χιλιόμετρα, ανάλογα με την έκδοση. Μπορούν να ταξιδεύουν επί ώρες σε ελάχιστο ύψος ώστε να αποφεύγουν τα ραντάρ, να αλλάζουν πορεία ενδιάμεσα και να πλήττουν στόχους με χειρουργική ακρίβεια. Σχεδιάστηκαν για επιχειρήσεις στρατηγικής κρούσης, όπως ειναι η καταστροφή κέντρων διοίκησης, βάσεων, εργοστασίων, λιμένων, αεροδρομίων και κρίσιμων υποδομών βαθιά μέσα στην αντίπαλη επικράτεια.
Ακριβώς γι’ αυτό η πιθανή παράδοσή τους στην Ουκρανία είναι τόσο κρίσιμη. Η Ουκρανία επιδιώκει να μεταφέρει τη σύγκρουση μέσα στη Ρωσία, αποκτώντας δυνατότητες που ποτέ δεν είχε. Όμως δεν υπάρχει καμία αυταπάτη ότι οι Tomahawk μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ουκρανικά πληρώματα χωρίς αμερικανική εμπλοκή.
Η εκτόξευση, η πλοήγηση, η στοχοποίηση και η τελική καθοδήγηση βασίζονται σε αμερικανικά κρυπτογραφημένα GPS, σε δορυφορικά δίκτυα επιτήρησης, σε λογισμικά που δεν παραδίδονται ποτέ σε τρίτες χώρες και σε επιχειρησιακά πρωτόκολλα τα οποία χειρίζονται αποκλειστικά αμερικανικοί χειριστές.
Ακόμη και η προετοιμασία πριν από την εκτόξευση απαιτεί εκπαιδευτές, τεχνικούς και προσωπικό από τις ΗΠΑ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η στοχοποίηση πραγματοποιείται εξ αποστάσεως από αμερικανικά κέντρα επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι Ουκρανοί δεν μπορούν ούτε να εκπαιδευτούν πλήρως ούτε να επιχειρήσουν ανεξάρτητα με τέτοια συστήματα, μιας και δεν χωράει αμφιβολία πως χρειάζονται συνεχώς τους ίδιους τους Αμερικανούς δίπλα τους.
Την ίδια στιγμή που η Ευρώπη βυθίζεται σε ένα περιβάλλον γενικευμένης πολεμικής κλιμάκωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε μια ακόμη κίνηση που υπογραμμίζει το βάθος της επιλογής της να συνδέσει το ευρωπαϊκό μέλλον με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πριν δυο ημέρες, δηλαδή στις 17 Νοεμβρίου, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απηύθυνε επίσημη επιστολή προς όλα τα κράτη-μέλη, απαιτώντας να καλυφθεί η τεράστια χρηματοδοτική «τρύπα» των 135,7 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη διετία 2026–2027.
Πρόκειται για ποσό ασύλληπτο, από το οποίο τα 83,4 δισ. ευρώ αφορούν άμεσα στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, δηλαδή σε εξοπλισμούς, πυρομαχικά, βιομηχανική παραγωγή πολέμου, ενώ τα υπόλοιπα 52,3 δισ. ευρώ αφορούν την οικονομική της σταθεροποίηση, δηλαδή τη διατήρηση ενός κράτους-εντολέα που δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μόνιμη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Ακόμη πιο ενδεικτικό της πολιτικής κατεύθυνσης της ΕΕ είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή προτείνει τρεις “λύσεις”, όλες τους προσανατολισμένες σε βαθύτερη εμπλοκή:
- Διμερείς συνεισφορές των κρατών-μελών, δηλαδή άμεση χρηματοδότηση του πολέμου με εθνικούς πόρους.
- Κοινό ευρωπαϊκό χρέος, μια νέα εκδοχή των ευρωομολόγων αποκλειστικά για πόλεμο, με την ΕΕ να χρεώνεται για να εξοπλίσει ένα κράτος σε εμπόλεμη κατάσταση.
- Δάνεια με εγγύηση τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, μια επιλογή που νομικά ισοδυναμεί με πολεμική επιθετικότητα, αφού μετατρέπει τα κατασχεμένα ρωσικά κεφάλαια σε χρηματοδοτική βάση ενός μέλλοντος πολέμου.
Το πιο εύγλωττο, όμως, είναι η φράση της φον ντερ Λάιεν ότι «δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές». Για πρώτη φορά μια ευρωπαϊκή ηγεσία παραδέχεται τόσο ωμά ότι η πορεία που έχει χαράξει οδηγεί μονόδρομα σε πολεμικές δεσμεύσεις, οικονομικές, στρατιωτικές και θεσμικές. Η απόφαση πρόκειται να ληφθεί στη σύνοδο κορυφής αυτές τις ημέρες, αλλά η ουσία έχει ήδη κριθεί.
Και όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία βαθαίνει και η Ευρώπη προετοιμάζεται για μια μακρά περίοδο σύγκρουσης, η εμπλοκή της Ελλάδας γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη. Η κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται αυτόματα με τα αμερικανικά και ΝΑΤΟϊκά δόγματα, συμμετέχει σε πολεμικές αποστολές, διευκολύνει μετακινήσεις στρατευμάτων και δηλώνει πρόθυμη να προσφέρει «ό,τι χρειαστεί» χωρίς να εξετάζει το τίμημα για τη χώρα, την κοινωνία και την ειρήνη στην περιοχή. Η θέση της Ελλάδας μέσα στο σημερινό σκηνικό κλιμάκωσης στην Ευρώπη αποκαλύπτει με τον πιο ωμό τρόπο το βάθος της νατοϊκής και ευρωατλαντικής εξάρτησης που καθορίζει την πορεία της χώρας μας εδώ και δεκαετίες.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του, το ΝΑΤΟ δεν έχει να παρουσιάσει ούτε μία στιγμή όπου λειτούργησε ως πραγματικός μηχανισμός ειρήνης ή ασφάλειας· πρόκειται για μια πολεμική μηχανή που διέλυσε χώρες, αιματοκύλισε λαούς, επέβαλε καθεστώτα και καταλήστευσε πόρους.
Η σημερινή κλιμάκωση στην Ευρώπη απλώς φωτίζει με τον ωμότερο τρόπο αυτό που πολλοί κατάλαβαν εδώ και δεκαετίες: η μόνη πραγματική ασπίδα για τον λαό είναι η αποδέσμευση και η ανεξαρτησία από τον ευρωατλαντικό άξονα του πολέμου και της κλιμάκωσης.













