Για την επιθετικότητα των ΗΠΑ και τους διεθνείς ανταγωνισμούς (του Βαγγέλη Καλιντεράκη)

Ποιος προκάλεσε την Ουκρανική κρίση? Ποιος προκαλεί στο Κόσοβο? Ποιος προκαλεί στην Ταιβάν?
Για την επιθετικότητα των ΗΠΑ και τους διεθνείς ανταγωνισμούς

του Βαγγέλη Καλιντεράκη

«[…] Ως μια πτυχή της στρατηγικής διάσπασης της Κίνας και της αποθάρρυνσης του καθεστώτος του Πεκίνου, γιατί να μην υποστηρίξουν [οι ΗΠΑ] κατά τον ίδιο τρόπο την ανεξαρτησία του Θιβέτ και της Ταιβάν. […]
Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν και να ενθαρρύνουν ομάδες αντιφρονούντων στην Κίνα, όπως έκαναν και στις χώρες υπό σοβιετική κατοχή ή στην ίδια την Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. […] Μια ακραία επιλογή θα ήταν οι δυνάμεις των ΗΠΑ να εκπαιδεύσουν κρυφά και να υποστηρίξουν αντάρτες αυτονομιστές. Υπάρχουν ήδη ρωγμές στο κινέζικο κράτος. Το Θιβέτ είναι ουσιαστικά ένα κατεχόμενο έδαφος. Η Ξινγιανγκ, μια παραδοσιακά μουσουλμανική περιοχή στη δυτική Κίνα, υποθάλπτει ήδη έναν ενεργό αυτονομιστικό κίνημα Ουιγούρων που είναι υπεύθυνο για την οργάνωση μιας χαμηλού επιπέδου εξέγερσης ενάντια στο Πεκίνο. Και οι Ταϊβανέζοι, που παρακολουθούν την αγριότητα του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ, δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ενθάρρυνση για να αντιταχθούν στην επανένωση με αυτή την ολοένα και περισσότερο αυταρχική κυβέρνηση.»
Σε τροχιά πολέμου(2017) , Γκράχαμ Άλλισον

Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του Graham Allison-μαθητή του Kissinger- ειλικρινές και συνάμα κατατοπιστικό αποτελεί μια παρέμβαση- ερέθισμα προς την φαντασία των κρατικών αξιωματούχων των ΗΠΑ για τους εναλλακτικούς τρόπους και τις εναλλακτικές στρατηγικές που δύνανται να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ για την ανάσχεση της ανόδου της Κίνας χωρίς μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση! Την ίδια στιγμή τις τελευταίες ώρες παρακολουθούμε την ένταση των σινοαμερικάνικων σχέσεων με αντικείμενο το ταξίδι της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι.
Εάν επιδιώκει κανείς να αναζητήσει τα αίτια της όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό-στρατιωτικό, δεν έχει παρά να κοιτάξει στον ανοιχτό δημόσιο διάλογο που διεξάγεται στις ΗΠΑ και τις στρατηγικές που συζητιώνται και σε τελική ανάλυση τους σχεδιασμούς που υλοποιούνται. Έχει αξία να αναφερθεί κανείς στο γεγονός πως η παραπάνω προσέγγιση δεν είναι καν η περισσότερο φιλοπόλεμη στα πλαίσια αυτής της δημόσιας συζήτησης.
Σε αντίθεση με το κυρίαρχο ιδεολογικό αφήγημα, τουλάχιστον όσον αφορά τον δυτικό κόσμο, πως οι ΗΠΑ αποτελούν τον προμαχώνα της διεθνούς ειρήνης και νομιμότητας και στέλνουν στρατό σε όλες τις γωνιές του πλανήτη για τα ωραία μάτια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, η αλήθεια είναι πως η βασική αιτία της όξυνσης των διεθνών στρατιωτικών ανταγωνισμών είναι η εμπρηστική πολιτική στρατηγική των ΗΠΑ. Πολιτική στρατηγική που έχει στο επίκεντρο την με μακροπρόθεσμους όρους ανάσχεση, πίεση και περιορισμό αντιπάλων που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν δυνητικά τις (οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές) προϋποθέσεις για να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ.
Αυτή η στρατηγική βρίσκεται εν εξελίξει στην Ουκρανία αλλά και το τελευταίο διάστημα στην Ταϊβάν και την Σιντζιανγκ. Τμήμα αυτού του σχεδιασμού είναι και η κλιμάκωση της κατάστασης στο Βόρειο Κόσσοβο. Το πολιτικό προσωπικό αλλά και οι μηχανισμοί του βαθέως κράτους των ΗΠΑ έχουν την αλαζονεία να εκφέρουν αυτή την στρατηγική βήμα προς βήμα χωρίς καν να νοιώθουν την ανάγκη και την πίεση να κρύψουν τις προθέσεις τους. Οι προθέσεις και οι στοχεύσεις ωστόσο συσκοτίζονται από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό που κινητοποιεί η Δύση προκειμένου να ενσωματώσει ιδεολογικά τμήματα των εργαζόμενων στρωμάτων στην δυτική αφήγηση. Σε αυτό το πλαίσιο θα θέσουμε τρία σημεία προκειμένου να αναδείξουμε πως την βασική ευθύνη για τις πρόσφατες εξελίξεις δεν την φέρει ούτε η Ομοσπονδία της Ρωσίας, ούτε η Λαϊκη Δημοκρατία της Κινας ούτε η Σερβία ,κτλ. Την βασική ευθύνη για τις εξελίξεις την φέρει η αμερικάνικη επιθετικότητα.
Πρώτον, οι ΗΠΑ ωθούν διαρκώς προς την ανατροπή του status quo, την παραβίαση διεθνών συμφωνιών, την οικονομική, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική κλιμάκωση. Η παραβίαση της συνθήκης του Μινσκ, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ουκρανικού στρατού σε αγαστή συνεργασία με το ΝΑΤΟ στην ανατολική Ουκρανία πριν τις 24 Φεβρουαρίου και εν γένει η συζήτηση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα όξυνσης της Ουκρανικής κρίσης. Μπορεί κανείς να πει πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την τελευταία ρανίδα αίματος και του τελευταίου Ουκρανού στρατιώτη.

Αντίστοιχα σήμερα η διακυρηγμένη κατεύθυνση των ΗΠΑ για παροχή στρατιωτικής ασφάλειας στην Ταϊβαν και οι συνεχείς παραβιάσεις της συμφωνίας των Τριών Ανακοινωθέντων (Three Communiqués, 1972, 1979, 1982) στην βάση των οποίων δεν προβλέπονται συναντήσεις επίσημων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ταϊβάν οδηγεί στην κλιμάκωση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Αποκορύφωμα, σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο, αυτής της στρατηγικής, το πολυσηζητημένο ταξίδι της Νάνσι Πελόζι.

Σε αντίστοιχο πλαίσιο χαμηλότερης έντασης κινείται και η εφαρμογή που προέβλεπε ότι όποιος εισέρχεται στο Κόσοβο με σερβικό δελτίο ταυτότητας όφειλε να προμηθεύεται προσωρινό έγγραφο με το οποίο θα του δίνεται άδεια παραμονής για 90 ημέρες, κίνηση (που εγκαταλείφθηκε προς το παρόν) που δημιουργεί κλιμάκωση μεταξύ ΝΑΤΟ και Σερβίας. Τα παραπάνω δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση την εφαρμογή στρατιωτικών επιχειρήσεων από τις πλευρές που θίγονται άμεσα. Αναδεικνύουν όμως ποια είναι αυτή η πολιτική που πυροδοτεί την κλιμάκωση και τους ανταγωνισμούς.

Δεύτερον, οι ΗΠΑ είναι εκείνες που κινητοποιούν έναν τεράστιο όγκο πόρων για τον εξοπλισμό τους, τον εξοπλισμό των κρατών-δορυφόρων τους, για την επέκταση, αναβάθμιση και ενεργοποίηση των βάσεων σε όλο τον πλανήτη. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου για θέματα Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Κέρμπι, το συνολικό πακέτο στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία ξεπερνάει τα 8 δις. Το πακέτο στρατωτικής βοήθειας της ΕΕ προς την Ουκρανία είναι της τάξης του 1,5 δις. Αντίστοιχα εμπρηστική είναι η πολιτική των ΗΠΑ όπως αποτυπώνεται στην συμφωνία AUKUS μεταξύ ΗΠΑ-Βρετανίας- Αυστραλίας που προβλέπει και την ναυπήγηση πυρηνοκίνητου υποβρυχίου στην Αυστραλία με την αρωγή των ΗΠΑ, κόστους που ξεπερνάει τα 121 δις δολλάρια,συμφωνία που έχει ως διακηρυγμένο στόχο την αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού για τον περιορισμό της Κίνας. Αντίστοιχα οι ΗΠΑ εντείνουν τις προσπάθειες τους για την ένταξη και την δημιουργία βάσεων του ΝΑΤΟ στην Σουηδία και την Φινλανδία.

Τρίτον, οι ΗΠΑ επιχειρούν να συντονίσουν ένα μέγάλο αριθμό κρατών για την επιβολή κυρώσεων, οικονομικών εμπάργκο, δευτερογενών κυρώσεων με στόχευση την επέμβαση στο εσωτερικό άλλων κρατών για την αλλαγή των συσχετισμών, την διάσπαση ή την αλλαγή καθεστώτων. Η κατεύθυνση αυτή αποτελεί de facto μια κλιμάκωση στο βαθμό που οι επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων δεν περιορίζονται για το χρονικό διάστημα που επικρατεί η ένταση αλλά πολύ περισσότερο από αυτό. Οι κυρώσεις ωστόσο πλήττουν συνολικά τα εργαζόμενα στρώματα των κρατών ανεξαρτήτως εμπλοκής ή μη στην μία ή στην άλλη πλευρά.

Στην βάση των παραπάνω η ένταση που δημιουργείται από την συζήτηση για την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβαν και οι αντιδράσεις της ΛΔΚ δεν αφορά απλά μια επίσκεψη όπως τα ΜΜΕ στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς επιχειρούν να εμφανίσουν. Δεν αφορά επίσης την παράνοια κάποιου αυταρχικού ηγέτη. (Είναι γνωστό εξάλλου πως όποιος ηγέτης δεν ευθυγραμμίζεται με τις ΗΠΑ και τον δυτικό κόσμο είναι είτε παρανοϊκος είτε αυταρχικός δικτάτορας είτε και και τα δυο μάζι). Αφορά επί της ουσίας την διάρρηξη των όποιων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας καθώς προσβάλλεται- πέραν των συμφωνιών- η αρχή της ενιαίας Κίνας καθώς και την επίδειξη και επιβολή της ισχύος των ΗΠΑ τόσο συμβολικά όσο και πρακτικά. Οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούν επίσης πως στην νέα φάση που βρίσκονται οι διεθνείς ανταγωνισμοί η αμερικάνικη επιθετικότητα θα δείξει μεγαλύτερη πυγμή και αποφασιστικότητα.

Συνεπώς όποιος αναζητάει τις αιτίες της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής αποσταθεροποίησης σε πλανητικό επίπεδο δεν χρειάζεται να ανατρέξει και πολύ μακριά. Ο διεθνής χωροφύλακας του νεοφιλελευθερισμού, οι ΗΠΑ, συνεχίζουν το έργο τους, αυτό φυσικά της αιματοβαμμένης αμερικάνικης ηγεμονίας του “free world”, αδιαφορώντας ως συνήθως για τις συνέπειες και επιπτώσεις αυτού του έργου στις κοινωνίες όλου του πλανήτη.