Ηλίας Ρόρρης – Επικήδειος από τους Διαμαντή, Θανάση και Δημήτρη Ρόρρη
Ο Ηλίας Ρόρρης γεννήθηκε στο χωριό Βρονταμάς το 1936 στις κόκκινες γήινες πεδιάδες της Σπάρτης στη Λακωνία. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει ότι 86 χρόνια αργότερα, την ημέρα της γιορτής του, η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού θα χτυπούσε για να ανακοινώσει τον θάνατο του αείμνηστου τέκνου της στη μακρινή Αυστραλία. Ο Ηλίας ανατράφηκε από τη μητέρα του Μεταξία και τον πατέρα του Διαμαντή κάτω από το βλέμμα του Ταΰγετου και του Πάρνωνα. Ήταν γιος ενός καινοτόμου μηχανικού και μιας αγρότισσας. Ο ένας παππούς του ήταν σιδεράς και ο άλλος τεχνίτης χτενάς που τριγυρνούσε στα χωριά και έφτιαχνε τα χτένια για τους αργαλειούς. Ο ένας παππούς και ο πατέρας του τον διαπότισαν με την αγάπη για τη μεταλλοτεχνία και ο άλλος παππούς με την παρόρμηση να εξερευνήσει τον κόσμο που υπήρχε πέρα από το χωριό.
Ο Ηλίας κουβαλούσε μνήμες από τον καιρό που πλατσούριζε στα νερά του ποταμού Ευρώτα στην Σπάρτη αλλά και από το ορεινό χωριό του, τον Κοσμά, στην οροσειρά του Πάρνωνα. Τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας ήταν πολύ λιτά, ωστόσο μιλούσε με νοσταλγία για τότε που μαστόρευε στο σιδεράδικο του παππού του και έπαιζε γύρω από τον νερόμυλο που άλεθε το σιτάρι για το χωριό. Με το ξέσπασμα του πολέμου και την τύφλωση του πατέρα του εξαντλήθηκαν όλα τα αποθέματα που είχε η οικογένειας για να ζήσει. Με διαφορετικό τρόπο, τα δύο αυτά γεγονότα σήμαναν παράλληλα το τέλος της παιδικής του ηλικίας. Γρήγορα έγινε τα μάτια και τα χέρια του πατέρα του που τον συνόδευαν στη δουλειά του. Έλεγε ότι από τον πατέρα του έμαθε την αξιοπρέπεια στην εργασία (ανεξάρτητα από τις περιστάσεις) και να μην τα παρατάει ποτέ γιατί πάντα μπορεί να βρεθεί λύση. Ωστόσο, η ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα οδήγησε την οικογένεια πιο βαθιά στη φτώχεια και σε μεγάλο κίνδυνο. Οι ναζιστικές δυνάμεις κάποια στιγμή έκαναν κατάληψη ακόμη και στο σπίτι της οικογένειας για να στεγάσουν Γερμανούς στρατιώτες που περνούσαν από την περιοχή. Ο Ηλίας, που τότε ήταν μόλις 7 χρονών, και τα αδέρφια του, πέρασαν κάμποσες μέρες, προσποιούμενοι τους άρρωστους, ξαπλωμένοι στρωματσάδα πάνω σε ένα στρατηγικά τοποθετημένο χαλί. Έτσι κατάφεραν να καλύψουν και να κρύψουν από τους Ναζί την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο όπου η οικογένεια διατηρούσε τις λιγοστές προμήθειες τροφίμων της. Ίσως από τέτοιες εμπειρίες να προέκυψε μια εφ’ όρου ζωής αγάπη και εκτίμηση για το καλό φαγητό και το κρασί.
Κάποτε, τον έστειλαν οι χωρικοί (επειδή ήταν δυνατός αλλά και παιδί) να ακολουθήσει στα χωράφια μια ομάδα ανδρών που οι Ναζί τους πήγαιναν για εκτέλεση. Έτρεξε πίσω για να αναφέρει πού είχαν εκτελεστεί, ώστε να μπορέσουν να ανασύρουν τις σορούς τους. Αργότερα όλο το ορεινό χωριό κάηκε ολοσχερώς από τις ναζιστικές δυνάμεις. Μέχρι σήμερα το σπίτι της οικογένειας παραμένει ένας σωρός ερειπίων. Αυτό, δυστυχώς, δεν ήταν καν το χειρότερο και κάποια από αυτά που είδε με τα μάτια του δεν είναι εύκολο να ξαναειπωθούν. Μεγαλώνοντας αναρωτιόνταν, πώς όλα αυτά τον σκλήρυναν ως παιδί, κάτι που του ήταν δύσκολο να το περιγράψει. Αυτό που δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη είναι ότι οι αντάρτες που πολεμούσαν τους Ναζί έγιναν οι παντοτινοί του ήρωες. «Έπρεπε να τους δεις», έλεγε, «όταν κατέβηκαν τραγουδώντας από το βουνό στην πλατεία του χωριού». Από εκεί και ύστερα, ο Ηλίας, όπως τόσοι άλλοι αυτής της γενιάς των ελλήνων, έφερε με περηφάνια τον σπουδαιότερο απ’ όλους τους τίτλους – «Είμαι αριστερός». Πέρα και πάνω από κάθε κομματικό προσανατολισμό ή κατεύθυνση, ήταν αριστερός. Γι’ εκείνον, αυτό σήμαινε να έχεις τα κότσια να ορθώσεις το ανάστημά σου και να αγωνιστείς για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά σου ως άνθρωπος. Συνεπαγόταν επίσης την πίστη στην ικανότητα των απλών εργατών να κατανοούν τον κόσμο και να τον αλλάζουν.
Σε μεταγενέστερο στάδιο της ζωής του, όταν συμπαρουσίαζε ένα ελληνικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα στο 2ΜΜ στα 80 του, άρχισε να μεταφράζει ένα μακροσκελές επιστημονικό έγγραφο για την κλιματική αλλαγή. Το πρόγραμμα απευθυνόταν κυρίως σε ηλικιωμένους ακροατές περιορισμένης μόρφωσης και τέθηκε το θέμα ότι ίσως να μην μπορούν να το παρακολουθήσουν ή να μην ενδιαφέρονται για το θέμα. «Μήπως υπαινίσσεστε ότι κάποιος πρέπει να πάει στο πανεπιστήμιο για να καταλάβει ή να ενδιαφέρεται για τον κόσμο», απάντησε. Το πρόγραμμα είχε ένα μεγάλο βαθμό ενεργής συμμετοχής ακροατών. Ο Ηλίας πίστευε στην ικανότητα των ακροατών του, και φαίνεται ότι και αυτοί πίστευαν σ’ αυτόν.
Από μικρή ηλικία αποδείχτηκε ένας ταλαντούχος μαθητής στο γυμνάσιο έχοντας κληρονομήσει την εκπληκτική μνήμη της μητέρας του και το οξυδερκές μυαλό του πατέρα του. Αν και διέπρεψε με τους βαθμούς του, οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του και οι αριστερές του πεποιθήσεις σήμαιναν ότι δεν είχε καμία ευκαιρία για περαιτέρω σπουδές ή ουσιαστική απασχόληση. Έφυγε για την Αυστραλία το 1956 και ακολούθησε ο μικρότερος αδερφός του Κώστας το 1960. Η μεγαλύτερη αδελφή του Μαργαρίτα και ο μικρότερος αδερφός του Θανάσης παρέμειναν στην Ελλάδα.
Φεύγοντας από την Ελλάδα, η Αυστραλία ήταν καταφύγιο για αυτόν και τον αδελφό του και τόσους άλλους που κατέφθαναν. Δούλεψε στην Κουηνσλάνδη σε δουλειές που συνήθως έκαναν οι μετανάστες – από καφενεία στην ύπαιθρο, σε εργοστάσια και παντοπωλεία, και ως διανομέας και οδηγός ταξί στη Βρισβάνη. Αγάπησε την Αυστραλία από την πρώτη στιγμή. Το ότι μπορούσε να βρει δουλειά και να κάνει πράγματα όπως το να πάει διακοπές του φαινόταν σαν να ζούσε σε άλλο πλανήτη. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν έφυγε ποτέ από εκείνη την κόκκινη γήινη πεδιάδα της Λακωνίας και τη συνεχιζόμενη πολιτική κρίση της Ελλάδας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν ο βασικός μοχλός για την ίδρυση του Συνδέσμου Παλαμάς στη Βρισβάνη. Ήταν ένας εργατικός σύνδεσμος παρεμφερής με τον Άτλαντα στο Σύδνεϋ που λειτουργούσε ως τόπος συνάντησης για να συζητήσουν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την Αυστραλία και να οργανώσουν εκστρατεία ενημέρωσης γύρω από προοδευτικά ζητήματα. Λόγω της δράσης του, τέθηκε υπό παρακολούθηση από την μυστική υπηρεσία Special Branch και τα παιδιά του μεγάλωσαν με αυτοκίνητα χωρίς διακριτικά παρκαρισμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ίσως αναλογιζόμενος τη δική του παιδική ηλικία, ζητούσε από τον μεγαλύτερο του γιο να τρέξει έξω και να του δώσει αναφορά: «Είναι ακόμα παρκαρισμένοι έξω οι άγνωστοι με τα κοστούμια;».
Δεν είναι περίεργο που αυτός και τόσες πολλές οικογένειες μεταναστών ένιωσαν μεγάλη χαρά και ανακούφιση με την εκλογή της Κυβέρνησης Γουΐτλαμ το 1972. Επιτέλους μια κυβέρνηση για όλους μας και στην περίπτωση του Ηλία μια ευκαιρία για τον αδελφό του Κώστα να του επιτραπεί να γίνει Αυστραλός πολίτης μετά από χρόνια πολιτικής δίωξης από το Υπουργείο Μετανάστευσης.
Ήταν στη Βρισβάνη που ο Ηλίας πήρε το όνομα «Λούης». Και ήταν στη Βρισβάνη, ενώ έμενε σε μια πανσιόν που διεύθυνε η Άννα Γκίννη, που γνώρισε και ερωτεύτηκε την αδερφή της, Κωνσταντίνα Παπούλια. Παντρεύτηκαν το 1963 και απέκτησαν μαζί τρία αγόρια (το Διαμαντή, το Θανάση και το Δημήτρη) που όλα γεννήθηκαν στη Βρισβάνη. Ήταν μια σχέση μεγάλης αφοσίωσης και ο Λούης ένιωθε βαθιά ταπεινοφροσύνη προς το τέλος της ζωής του για τη μεγάλη του τύχη να βρει μια σύντροφο ζωής με τόσο ουσιαστική ευγένεια και αδιάκοπη ενέργεια για την προστασία και τη φροντίδα της οικογένειάς της. Είχε γίνει επίσης αντιληπτό ότι η Κωνσταντίνα ήταν αυτή που έκανε τις μεγαλύτερες προσωπικές θυσίες για να μπορέσει ο Λούης να συνεχίσει τον ακτιβισμό και τον ηγετικό του ρόλο στον αγώνα και για την κοινότητα. Παρομοίως, η οικογένεια Παπούλια τον αγκάλιασε και τον έκανε δικό της, αφού μέχρι τότε δεν είχε άλλο συγγενή στη Βρισβάνη. Ήταν μια στενή σχέση που δεν χάλασε ποτέ.
Η μετακόμιση στο Σίδνεϊ έγινε το 1973 όταν ο Λούης συνεταιρίστηκε με τον αδελφό του Κώστα στην επιχείρηση Rallis Hardware. Τα 15 και πάνω χρόνια δραστηριοποίησης τους στην επιχείρηση από το Newtown έως το Hurstville είχαν σαν αποτέλεσμα ένα μεγάλο τμήμα των μπροστινών και πίσω αυλών του Σύδνεϋ να γεμίσουν τσιμέντο και κολωνάκια. Τα άλλοτε – διατηρητέα – σπίτια του Σύδνεϋ – ανακαινίστηκαν σε εμφατικό ύστερο-μεσογειακό στιλ χάρη στη βαθιά εκτίμηση των αδερφών Ρόρρη για την ελληνική ιστορία. Το πίσω μέρος του μαγαζιού στο Hurstville έγινε σιδηρουργείο όπου τα δύο αδέρφια άρχισαν να ασχολούνται εκ νέου με την οικογενειακή τους κληρονομιά με κατασκευές και εφευρέσεις συνοδευόμενες από δυνατές βρισιές. Ο «Λούης ο εφευρέτης» είναι μια ξεχωριστή ιστορία, αλλά η πιο εντυπωσιακή ήταν η εφεύρεση της σούβλας που γυρίζει με τη δύναμη του νερού όπως ο ανεμόμυλος. Τα κομμένα κουτάκια της μπύρας Foster, τοποθετημένα στην άκρη των ακτίνων της φτερωτής ρόδας και το νερό που έτρεχε από το λάστιχο γύριζαν το αρνί πάνω από τα κάρβουνα, ενώ ολόκληρη η κατασκευή ήταν τοποθετημένη κοντά στο παρτέρι των λαχανικών έτσι ώστε να μαζεύει το νερό που χύνονταν και να μειώνει τη σπατάλη νερού και τους ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ. Υπήρχαν πολλές άλλες ένδοξες προσπάθειες που οδήγησαν σε περιστασιακή επιτυχία, αλλά πιο συχνά σε αποτυχίες για τις οποίες δεν γινόταν ποτέ κουβέντα.
Το πάθος του για το τραγούδι ήταν επίσης θρυλικό και του άρεσε πολύ να πιάνει το ρεπερτόριο των αγαπημένων του τραγουδιών με την παραμικρή αφορμή. Ίσως από τότε που είχε παρατηρήσει ως παιδί ότι το πάθος και το πνεύμα ήταν η πρώτη και η τελευταία γραμμή άμυνας. Όταν τραγουδούσε ήταν με πάθος στο σώμα και στην ψυχή. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή του ήταν η γνωριμία του με τον αείμνηστο μεγάλο Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη στο Σύδνεϋ στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Όταν του τηλεφώνησαν να αναλάβει ως προσωπικός του διερμηνέας σε μια επίσημη εκδήλωση, παραλίγο να του πέσει το τηλέφωνο από τα χέρια. Το αποδεικτικό στοιχείο αυτής της στιγμής που τον έκανε περήφανο κρέμεται πλέον μόνιμα στην τραπεζαρία ώστε να μην περνάει απαρατήρητο από κανένα επισκέπτη.
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που ο Λούης ήπιε την πρώτη του γουλιά από το μεγάλο δηλητήριο – το Γκολφ. Είχε να κάνει με την απεραντοσύνη του γηπέδου του γκολφ και μια τρελή εμμονή να βάλει μια μικρή λευκή μπάλα σε μια τρύπα που τον συνέπαιρναν. Λίγο πολύ παντρεύτηκε τα μπαστούνια του γκολφ. Μπήκε στο ξύλινο κιβώτιο σήμερα φορώντας τα παπούτσια του γκολφ. Ίσως ακόμη να υπάρχει και κανένα μπαστούνι 2-iron κρυμμένο εκεί μέσα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να δοκιμάσει την παλιά του ατάκα – «Ούτε ο Παντοδύναμος δεν μπορεί να χτυπήσει με ένα μπαστούνι 2-iron».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μετά από πολλά χρόνια στο χώρο των οικοδομικών υλικών και ξυλείας, ο Λούης άλλαξε καριέρα προς το τέλος και έγινε διερμηνέας. Ήταν η αρχή της πιο ευχάριστης περιόδου της επαγγελματικής του ζωής. Πληρωνόταν για να εκπληρώσει τον ρόλο που είχε χτίσει για τον εαυτό του εδώ και πολλά χρόνια – πλάι-πλάι με τα μέλη της κοινότητάς του καθώς προσπαθούσαν να διαχειριστούν την ενασχόληση τους με τα πάντα, από την κοινωνική ασφάλιση και τα νοσοκομεία μέχρι την αστυνομία και τους πολιτικούς.
Για τον Ηλία που έγινε Λούης, υπήρξαν πάρα πολλές αλλαγές που έζησε και είδε στη ζωή του. Το σταθερό ήταν η αφοσίωσή του στην οικογένειά του. Βράχος και θεμέλιος λίθος του ήταν η σύζυγός του Κωνσταντίνα που τον φρόντιζε και τον πρόσεχε με απεριόριστη τρυφερότητα μέχρι το τέλος. Μαζί έκαναν μια οικογένεια που ήταν το μεγάλο τους έργο αγάπης. Η αφοσίωσή του ενός προς τον άλλον και στην οικογένειά τους εκδηλώνονταν με πολλούς τρόπους. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν τα εκατοντάδες κιλά διαφορετικών λαχανικών που καλλιεργούνταν με αγάπη στον «κήπο του παππού» και τα οποία μαγείρευε η Κωνσταντίνα. Ο Λούης έκανε τακτικές διανομές φρέσκων προϊόντων σε όλα τα παιδιά. Φυσικά ήταν πολύ περήφανος για τα επιτεύγματα των παιδιών του, των συντρόφων και των εγγονιών του (Μία, Λούσι, Σάσα, Σαμ, Ηλίας, Παύλος, Ζωή και Μέριλιν) και της ευρύτερης οικογένειας τόσο εδώ όσο και στην Ελλάδα. Αλλά αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία για αυτόν ήταν ότι βρήκαν χαρά στη ζωή τους και έμειναν πιστοί στις αξίες τους.
Το αγόρι από τις κόκκινες γήινες πεδιάδες της Λακωνίας ταξίδεψε μακριά στα 86 του χρόνια, όμως το πνεύμα του επέστρεφε πάντα σε εκείνα τα αρχαία βουνά και τα κρυστάλλινα νερά. Στη γη που τον γέννησε και όπου ξεκίνησε την εκπληκτική ζωή του.