Με έντονο το προεκλογικό χρώμα παρακολουθήσαμε μια ακόμη «μονομαχία» με το Μητσοτάκη να επιχειρεί να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο της τριετίας που κυβερνά, να δίνει άσφαιρες υποσχέσεις για το 2023 τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι οι εκλογές θα γίνουν το Φθινόπωρο.
Ο Μητσοτάκης συνεχίζει το επικοινωνιακό σώου με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έξοδο της Ελλάδας από την «ενισχυμένη εποπτεία» των δανειστών ενώ αυτή αντικαθίσταται από τους ελέγχους και τις εκθέσεις για το Ευρωπαϊκό εξάμηνο. Ταυτόχρονα εκθειάζει τις πολιτικές
- στον τομέα της οικονομίας όταν η ακρίβεια στα καύσιμα, στην ενέργεια και στα είδη πρώτης ανάγκης έχει χτυπήσει κόκκινο και τα προεκλογικού τύπου επιδόματα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αποκαλύπτουν το κοινωνικό της προσωπείο
- στον τομέα της εργασίας μιλώντας για αύξηση του κατώτερου μισθού όταν δεν τήρησε ούτε τις δικές του δεσμεύσεις,
- στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης όταν οι συντάξεις παρέμειναν παγωμένες όλη την τριετία, όταν πέρασε στο απόλυτα κεφαλαιοποιητικό σύστημα τις εισφορές των νέων, αδιαφορώντας για το τι θα γίνει για τους νυν και τους εν δυνάμει συνταξιούχους, όταν ιδιωτικοποιεί τις υπηρεσίες σύνταξης πράξη με απροσδιόριστες αρνητικές συνέπειες
- στον τομέα της αντιμετώπισης της μαύρης εργασίας και της ανεργίας με την ψηφιακή κάρτα εργασίας. Αυτή όμως, που μένει να την δούμε, συνοδεύεται από μείωση των εισφορών για την ανεργία και ο ΟΑΕΔ χάνει 1,2 δις ετησίως, με την ψήφιση νόμου που υποβάθμισε τις παρεχόμενες υπηρεσίες του τόσο σε ότι αφορά τα επιδόματα όσο και σε ότι αφορά τις ενεργητικές πολιτικές για την εύρεση εργασίας και από την κατάργηση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας. Την ίδια ώρα βλέπει θετικά για τον εργαζόμενο τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με εργασία 4 ημερών την εβδομάδα.
Από την άλλη μεριά ο Αλέξης Τσίπρας συνέχισε την άσφαιρη και χωρίς ουσία αντιπαράθεση αφού ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι άμοιρος ευθυνών για την κατάσταση αλλά και γιατί σε όλα τα μεγάλα θέματα με πρώτα αυτά της εξωτερικής πολιτικής και της πρόσδεσης στο άρμα του ευρωατλαντισμού και του ΝΑΤΟ συμπλέει με τις κυβερνητικές επιλογές.
Με βάση αυτά το θέμα για το Λαό δεν είναι η επιλογή καλύτερου διαχειριστή των δρομολογημένων αντικοινωνικών πολιτικών αλλά ο αγώνας για την ανατροπή τους.
Οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να πάρουν τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες, να συντονίσουν τη δράση τους, να στηρίξουν τους κοινωνικούς αγώνες και να προβάλλουν ένα εναλλακτικό και ελπιδοφόρο φιλολαϊκό δρόμο.