H Τζότι Μπράρ, αντιπρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Μ. Βρετανίας-ΜΛ (CPGB-ML) επισημαίνει πως «οι ιμπεριαλιστές θέλουν να ελέγξουν και να λεηλατήσουν τους πόρους της Ουκρανίας και να χρησιμοποιήσουν την Ουκρανία ως βάση από την οποία θα επιτεθούν και θα αποδυναμώσουν τη Ρωσία – όλες οι δικαιολογίες τους είναι απλώς δημόσιες σχέσεις για να καλύψουν αυτή την ατζέντα. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί η δαιμονοποίηση των ρωσόφωνων στην Ουκρανία». Μιλά για τη βρετανική εμπλοκή στην Ουκρανία και τονίζει καταληκτικά πως πρέπει «να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να εμποδίσουμε τις δραστηριότητες της πολεμικής μηχανής του ΝΑΤΟ και να αποκαλύψουμε τα ψέματα της ψυχολογικής επιχείρησης που διαπράττεται εναντίον των λαών μας. Το εργατικό κίνημα της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να παίξει ηγετικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα που θα μπορούσε να αποτελέσει έμπνευση για τους εργαζόμενους σε όλη την ήπειρο».
του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη από το thepressproject.gr
Το προηγούμενο διάστημα είχαμε ενημερωθεί για την ακύρωση εκδήλωσης, που είχε οργανωθεί, στις 19 Φεβρουαρίου, κατά την περίοδο της κλιμάκωσης των ουκρανικών βομβαρδισμών στο Ντονμπάς και λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της ρωσικής εμπλοκής στα πολεμικά μέτωπα. Ρωτήσαμε σχετικά την Τζότι, η οποία μας ανέφερε ότι «δεν οργανώσαμε εμείς την εκδήλωση, την οργάνωσε μια άλλη ομάδα. Ωστόσο γνωρίζαμε τον ομιλητή – τον Ντιν Ο’μπράιαν – και είχαμε κανονίσει να του πάρουμε συνέντευξη μετά τη δημόσια συνάντηση, την οποία ενθαρρύναμε τα τοπικά μας μέλη να παρακολουθήσουν. Η συνάντηση διαφημίστηκε στο Twitter, γεγονός που προσέλκυσε μεγάλη προσοχή από φιλοουκρανικές δυνάμεις. Η παμπ που είχε κλείσει για τη συνάντηση ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε γι’ αυτήν, και μάλιστα έκλεισε για εκείνη την ημέρα».
Η ίδια επισημαίνει ότι «αυτό το επίπεδο αντίδρασης στην πραγματοποίηση μιας δημόσιας συνάντησης έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν – κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της δυτικής επίθεσης κατά της Συρίας, για παράδειγμα, όταν ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν συναντήσεις με τους λίγους ανεξάρτητους (όχι σοσιαλιστές, απλά όχι φιλοϊμπεριαλιστές) δημοσιογράφους που αντιμετώπιζαν την εταιρική πολεμική προπαγάνδα εκείνη την εποχή. Δεδομένου ότι ο κλεισμένος χώρος είχε ακυρωθεί, συναντηθήκαμε ανεπίσημα σε μια κοντινή παμπ, αλλά μας ζητήθηκε επίσης να εγκαταλείψουμε αυτόν τον χώρο. Φαίνεται περίεργο ότι μια ήσυχη παμπ δεν θα ήθελε μερικές δεκάδες πελάτες που πληρώνουν, αλλά ευτυχώς εμείς (CPGB-ML) είχαμε καταφέρει να κανονίσουμε έναν εναλλακτικό χώρο σε μικρή απόσταση, οπότε η συνάντηση μπόρεσε να συνεχιστεί. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα με την οποία ο χώρος της συνάντησης έγινε μη διαθέσιμος ήταν σίγουρα ύποπτη. Σίγουρα καταδεικνύει την πίεση που ασκείται για να μην επιτραπούν δημόσιες συναντήσεις που αντιτίθενται στην πολεμική προπαγάνδα που προωθείται από την φιλονατοϊκή ιμπεριαλιστική μας κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία παίζουν στον ίδιο ρυθμό. Ακόμη και οι πιο ήπιες αντιπολεμικές ή αντιεπεμβατικές φωνές αγνοούνται ή καταδικάζονται».
«Το ΝΑΤΟ χρησιμοποιεί σταθερά τους Ναζί»
Αναπτύσσοντας την ανάλυση του κόμματος για τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η Τζότι ενθαρρύνει τους αναγνώστες μας «να επισκεφτούν την ιστοσελίδα thecommunists.org, όπου έχουμε δημοσιεύσει πολλά άρθρα και βίντεο σχετικά με αυτό το θέμα, ώστε να λάβουν μια πλήρη απάντηση σχετικά με το ερώτημα».
Συνοπτικά, εξηγεί ότι «η άποψή μας είναι ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά το ΝΑΤΟ, που είναι ο επιτιθέμενος στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ διεξάγει επιθετικές ενέργειες στην Ουκρανία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και χρησιμοποιεί σταθερά τους Ναζί και τους απογόνους τους ως αντιπροσώπους του εκεί. Ειδικότερα οι ΗΠΑ, με την υποστήριξη της Βρετανίας, χρηματοδότησαν τα φασιστικά απομεινάρια για να διεξάγουν ανταρτοπόλεμο στα χρόνια μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (στην πραγματικότητα, αυτό ξεκίνησε το 1943!)- βοήθησαν τους ηγέτες αυτού του ηττημένου πολέμου να διαφύγουν σε μια άνετη εξορία στη Δύση- πολλοί από αυτούς απορροφήθηκαν στη συνέχεια από τη CIA. Αυτά τα στοιχεία και οι απόγονοί τους επέστρεψαν στην Ουκρανία μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού και έκτοτε αποτελούν εργαλείο των ιμπεριαλιστών στο εσωτερικό της χώρας».
Στη συνέχεια αναφέρεται στα «δύο πραξικοπήματα που έχουν πραγματοποιηθεί κατ’ εντολή των ΝΑΤΟ/ΗΠΑ από το 1991: το πρώτο το 2004 (η λεγόμενη “πορτοκαλί επανάσταση”), το δεύτερο το 2014 (το λεγόμενο “κίνημα Μαϊντάν”). Και τις δύο φορές, εκλεγμένες κυβερνήσεις, των οποίων η πολιτική ήταν μια φιλική ουδετερότητα τόσο προς την Ανατολή όσο και προς τη Δύση, απομακρύνθηκαν προκειμένου να δώσουν τη θέση τους σε μια πιο ελεγχόμενη και ανοιχτά αντιρωσική ηγεσία. Μετά το πραξικόπημα του Μαϊντάν, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η “κυβέρνηση” δεν έχει κανέναν έλεγχο της χώρας, δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική ή να κατευθύνει τις δικές της οικονομικές ή στρατιωτικές υποθέσεις, αλλά είναι απλώς ένα ελεγχόμενο από τη CIA μέτωπο. Ο πόλεμος για να αντισταθούν στην εφαρμογή αυτής της πραξικοπηματικής κυβέρνησης και στο καθεστώς υπηκοότητας δεύτερης κατηγορίας που επέβαλε αμέσως στους ρωσόφωνους, βρίσκεται σε εξέλιξη στην περιοχή Ντονμπάς (ανατολικά), από το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014. Αυτό το πλαίσιο έχει εξαφανιστεί εντελώς από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν νοιάστηκαν καθόλου για τις ζωές των 14.000 Ουκρανών που είχαν ήδη πεθάνει για τα συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού κέρδους και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, δεν νοιάστηκαν καθόλου για τη φίμωση των φωνών της αντιπολίτευσης και δεν νοιάστηκαν καθόλου για τη βία των φασιστών τραμπούκων στους ουκρανικούς δρόμους».
Η Τζότι επισημαίνει πως «οι ιμπεριαλιστές θέλουν να ελέγξουν και να λεηλατήσουν τους πόρους της Ουκρανίας και να χρησιμοποιήσουν την Ουκρανία ως βάση από την οποία θα επιτεθούν και θα αποδυναμώσουν τη Ρωσία – όλες οι δικαιολογίες τους είναι απλώς δημόσιες σχέσεις για να καλύψουν αυτή την ατζέντα.
Αυτό βοηθά να εξηγηθεί η δαιμονοποίηση των ρωσόφωνων στην Ουκρανία: η οποία είναι αφενός ένα μέσο για να υποδαυλιστεί το αντιρωσικό συναίσθημα γενικά, και αφετέρου ένας τρόπος να πειστούν οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι της επαναποικιοκρατούμενης Ουκρανίας ότι η Ρωσία είναι ο εχθρός τους και όχι οι δικοί τους κυβερνήτες ή οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Οι φασιστικές δυνάμεις, οι οποίες ανέκαθεν είχαν ένα φανατικό και ιδεολογικό μίσος για τους Ρώσους, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους, μπορούν να βασιστούν στο ότι θα αποπροσανατολίσουν την οργή οποιουδήποτε εργάτη μπορεί να τους ακούσει, καθώς και στο ότι θα αποτελέσουν μια μιλιταριστική δύναμη στους δρόμους για να καταστείλουν οποιαδήποτε αντίσταση του λαού. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι φασίστες της Ουκρανίας, αν και οι ρίζες τους μπορούν να εντοπιστούν στην επαναστατική περίοδο πριν από έναν αιώνα, ήταν πάντα πρόθυμα εργαλεία ξένων δυνάμεων, είτε πρόκειται για Βρετανούς, Γερμανούς ή Αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Είναι υπό την προστασία των ιμπεριαλιστών (χρήματα, εκπαίδευση, όπλα, προπαγανδιστική υποστήριξη, διπλωματική κάλυψη κ.λπ.), στους οποίους αυτές οι δυνάμεις οφείλουν πρωτίστως τη δύναμή τους».
Επαναλαμβάνει ότι «η σημερινή κλιμάκωση στην Ουκρανία ξεκίνησε στην πραγματικότητα από την ουκρανική/νατοϊκή πλευρά. Μια τεράστια συγκέντρωση δυνάμεων έλαβε χώρα στις αρχές Φεβρουαρίου και υπήρξε μια μεγάλη κλιμάκωση των βομβαρδισμών εναντίον του Ντονμπάς. Ήταν σαφές ότι επρόκειτο να ξεκινήσει μια επιχείρηση για την ανακατάληψη της περιοχής (και της Κριμαίας) με τη βία. Η ουκρανική πλευρά υπέγραψε την ειρηνευτική διαδικασία στο Μινσκ το 2015 – μια διαδικασία “εγγυημένη” από τη Γαλλία και τη Γερμανία – αλλά οι φασίστες της Ουκρανίας, οπλισμένοι και ενθαρρυμένοι από ΗΠΑ/Βρετανία/ΝΑΤΟ, κατέστησαν σαφές ότι δεν θα επέτρεπαν την εφαρμογή των όρων της και την αντιμετώπισαν απλώς ως τακτική καθυστέρησης. Όταν ο ηθοποιός/”πρόεδρος” Βολοντιμίρ Ζελένσκι έκανε μια μικρή επίδειξη πηγαίνοντας στα σύνορα των απελευθερωμένων περιοχών για να “μιλήσει για ειρήνη” (το οποίο ήταν ο μοναδικός λόγος που κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, στο τέλος-τέλος), το τάγμα Αζόφ του τράβηξε το αυτί. Στο τέλος, υπό την πίεση του ρωσικού λαού και του ρωσικού κοινοβουλίου, που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του πολέμου επί οκτώ ολόκληρα χρόνια (σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στη Δύση, οι οποίοι δεν είχαν καμία απολύτως ενημέρωση γι’ αυτόν) και γνώριζαν καλά την αυξανόμενη πιθανότητα μιας μαζικής εισβολής στο Ντονμπάς, ο πρόεδρος Πούτιν εγκατέλειψε την προσπάθεια να επιτύχει την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, αναγνώρισε την ανεξαρτησία των εδαφών του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ και συμφώνησε να τους παράσχει στρατιωτική υποστήριξη κατά της επίθεσης. Αν οι Ρώσοι ήθελαν να αποφύγουν μια σφαγή στο Ντονμπάς και τη μεταφορά του πολέμου από εκεί στην ίδια τη Ρωσία, είχαν ελάχιστες επιλογές παρά να δράσουν γρήγορα για να αφαιρέσουν την ικανότητα της Ουκρανίας να διεξάγει έναν τέτοιο πόλεμο εναντίον του λαού της. Έπρεπε επίσης να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την ύπαρξη του προγράμματος βιολογικού πολέμου και τις αυξανόμενες ενδείξεις ενός αρκετά προηγμένου πυρηνικού προγράμματος, δεδομένου ότι οποιαδήποτε τέτοια όπλα στην Ουκρανία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο εναντίον της Ρωσίας».
«Η σταδιακή περικύκλωσή της Ρωσίας από τις βάσεις του ΝΑΤΟ και η δαιμονοποίησή της από τους ιδεολόγους του ΝΑΤΟ είναι όλα μέρος της προσπάθειας να διαλύσουν και να καταστρέψουν τη δύναμη και την κυριαρχία της»
Από μεριάς μας, επισημάναμε ότι στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της Ρωσίας, βλέπουμε πώς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποδαυλίζει την αναταραχή στα σύνορα με τη Ρωσία. Πριν από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, έλαβε χώρα η αποτυχημένη «έγχρωμη επανάσταση» στο Καζακστάν. Με αυτό το σκεπτικό, αναρωτηθήκαμε αν έπρεπε οι ιμπεριαλιστές να διδαχθούν από την αντίδραση της Ρωσίας και του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (CSTO) στο Καζακστάν, πριν προχωρήσουν σε αναζωπύρωση στην Ουκρανία. «Λοιπόν, ίσως “θα έπρεπε”, αλλά δεν θα το κάνουν!» επεσήμανε η Τζότι. «Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ικανός να δεχθεί τα μαθήματα της ιστορίας, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διοικείται σύμφωνα με τις αρχές της ανθρώπινης λογικής, αλλά σύμφωνα με τις αρχές της καπιταλιστικής λογικής. Για το κεφάλαιο υπάρχει μόνο ένα κίνητρο για κάθε δράση: το κέρδος – η ανάγκη μετατροπής του κεφαλαίου σε περισσότερο κεφάλαιο βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε απόφασης που λαμβάνουν οι κυβερνήτες μας. Και όχι μόνο κάποιο κέρδος, αλλά το μέγιστο δυνατό κέρδος, αφού όσοι βγάζουν λιγότερα από το μέγιστο δυνατό κέρδος απλώς θα χάσουν τη μάχη του ανταγωνισμού και θα βουλιάξουν. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, όπως εξήγησε ο Λένιν, η επιδίωξη για το μέγιστο κέρδος απαιτεί από τα μονοπώλια που ελέγχουν τον κόσμο να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κυριαρχία των πόρων και των αγορών. Και στις συνθήκες μιας γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής, κάθε χώρα, πόρος ή υπηρεσία που δεν είναι ήδη υπό τον έλεγχό τους και δεν τους αποφέρει κέρδος πρέπει να αρπάξουν. Μόνο έτσι εξηγείται γιατί οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εξαπολύουν τον ένα επιθετικό πόλεμο μετά τον άλλο, παρά τις καταστροφικές αποτυχίες στη Κορέα, το Λάος, το Βιετνάμ κ.λπ., που απέδειξαν περίτρανα ότι η εποχή που ένας λαός υποτάσσεται στην εισβολή και τον αποικισμό έχει τελειώσει. Αυτό το μάθημα διδάχτηκε ξανά στους ιμπεριαλιστές από την αφγανική αντίσταση μόλις πρόσφατα, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθούν την προσπάθειά τους για παγκόσμια κυριαρχία».
Στο ερώτημα τι είναι αυτό που ώθησε το ΝΑΤΟ να κλιμακώσει τη σύγκρουση, η Τζότι επεσήμανε πως «το ΝΑΤΟ κλιμακώνει τη σύγκρουση με τη Ρωσία από την εκλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν ως προέδρου και τη στροφή της ρωσικής πολιτικής από το να είναι κράτος πελάτης της Δύσης προς την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία. Η νέα Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί να αντιμετωπίζεται ως ισότιμη και να πωλεί τα προϊόντα της σε δίκαιη τιμή στην παγκόσμια αγορά. Αλλά ο ιμπεριαλισμός απαιτεί υποταγή και το δικαίωμα να λεηλατεί τους πόρους παντού. Δεδομένου ότι η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί στρατιωτικά (λόγω της κληρονομιάς της σοβιετικής εποχής), δεν θα μπορούσε να καταρρεύσει με τη μία. Η σταδιακή περικύκλωσή της από τις βάσεις του ΝΑΤΟ και η δαιμονοποίησή της από τους ιδεολόγους του ΝΑΤΟ είναι όλα μέρος της προσπάθειας να διαλύσουν και να καταστρέψουν τη δύναμη και την κυριαρχία της Ρωσίας. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα σχετικά με αυτό στο φυλλάδιο που έχω συγγράψει, Η κατεύθυνση στον πόλεμο κατά της Ρωσίας και της Κίνας».
Βρετανική εμπλοκή στην Ουκρανία και νέος μακαρθισμός
Σχετικά με την εμπλοκή της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου στην υποστήριξη του καθεστώτος του Κιέβου και των φασιστικών οργανώσεών του, μας αναφέρει πως η Βρετανία έχει κεντρική θέση στη χρηματοδότηση και υποστήριξη των φασιστών στην Ουκρανία τουλάχιστον από το 1943. Συνεργάστηκε με τη CIA για να επαναφέρει τους ηττημένους μπαντεριστές (που είχαν συγκεντρωθεί μετά τη συντριβή στο Στάλινγκραντ) πίσω στην Ουκρανία (αν και επίσημα η Βρετανία ήταν σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης εκείνη την εποχή!) για να σχηματίσουν εκεί έναν αντισοβιετικό αντεπαναστατικό στρατό, ο οποίος πολέμησε μέχρι το 1953. Έφερε χιλιάδες Ουκρανούς “αιχμαλώτους πολέμου” στη Βρετανία το 1945 και αργότερα απλώς τους απορρόφησε στον πληθυσμό ως “εκτοπισμένους Ευρωπαίους εργάτες”. Αυτοί οι φασίστες και οι απόγονοί τους χρηματοδοτήθηκαν και διευκολύνθηκαν να διατηρήσουν την ουκρανική “ταυτότητα” και τις “παραδόσεις” τους (δηλαδή να διατηρήσουν τις ναζιστικές τους συμπάθειες), βοηθήθηκαν να ξαναγράψουν την ιστορία τους (εισάγονται στα ΜΜΕ και στην ακαδημαϊκή κοινότητα) και να ξεπλύνουν το φασιστικό παρελθόν τους ως “απελευθερωτικό αγώνα”, ενώ πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν πίσω στην Ουκρανία μετά την πτώση του σοσιαλισμού το 1991, όπου η Βρετανία και οι ΗΠΑ συνέχισαν να χρηματοδοτούν και να υποστηρίζουν την ανάπτυξή τους. Από το 2014 τουλάχιστον, πράκτορες του βρετανικού στρατού βρίσκονται στη χώρα και εκπαιδεύουν φασιστικές πολιτοφυλακές – κάτι που είναι άγνωστο στη βρετανική εργατική τάξη. Παράλληλα με τη στρατιωτική βοήθεια, οι Βρετανοί πράκτορες ψυχολογικού πολέμου χρηματοδοτούν και εκπαιδεύουν τους Ουκρανούς ομολόγους τους στην παραγωγή συναισθηματικών σειρών βίντεο (με υλικό που είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο) για χρήση από τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να διατηρήσουν ζωντανό το αφήγημα περί γενναίων μαχητών της ελευθερίας στο μυαλό των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο».
Έχουμε διαπιστώσει ότι -ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες- ο Μακαρθισμός ενισχύθηκε στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Κίνας και της Ρωσίας. Σήμερα, οι δυτικές κυβερνήσεις ηγούνται του ρατσισμού κατά της ρωσικής κουλτούρας. Υπό αυτό το πρίσμα, ρωτάμε την Τζότι σε τι βαθμό έχει επηρεάσει αυτό τη βρετανική κοινωνία, με την ίδια να μας απαντά πως «τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, μια αισθητή ρωσοφοβία εξαπλώθηκε σε όλο τον πληθυσμό και έγινε πολύ έντονα αισθητή από τους Ρώσους εργάτες που ζούσαν στη Βρετανία. Καθώς η σύγκρουση τραβούσε σε μάκρος, το μυαλό της μάζας των φτωχών εργατών στράφηκε μακριά από αυτά τα γεγονότα και προς την αχαλίνωτη κρίση πληθωρισμού, η οποία κάνει τη ζωή πολύ πιο δύσκολη πολύ γρήγορα για τις μάζες και η οποία απειλεί να γίνει όλο και χειρότερη όσο προχωράει ο χρόνος. Έχουν θυμηθεί τη δυσπιστία τους στους πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έχουν γίνει κάπως επιφυλακτικοί απέναντι στην επίσημη αφήγηση. Οι προνομιούχοι εργαζόμενοι εξακολουθούν να επηρεάζονται έντονα από την απ’ άκρη σ’ άκρη αντιρωσική υστερία, στην οποία δαιμονοποιούνται όχι μόνο ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της Ρωσίας, αλλά ακόμη και οι αθλητές και τα πολιτιστικά της είδωλα. Μια χώρα όπου ο Ντοστογιέφσκι και ο Τσαϊκόφσκι αφαιρούνται από τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και τις συναυλίες είναι μια χώρα όπου τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Δεν έχουμε ακόμη δει πώς αυτά τα αφηγήματα στέκονται απέναντι στην πραγματικότητα, όπως είναι η αύξηση του κόστους ζωής, οι ελλείψεις καυσίμων και τροφίμων που είναι πιθανό να πλήξουν την Ευρώπη αυτόν τον χειμώνα, και με τις πληροφορίες να αρχίζουν να διαρρέουν μέσα από τον ασφυκτικό κλοιό των εταιρικών μέσων ενημέρωσης από τα δικαστήρια που θα λάβουν χώρα στο Ντονμπάς και αλλού, καθώς οι Ουκρανοί/ναζί εγκληματίες πολέμου δικάζονται».
Αποπροσανατολιστικές οι ίσες αποστάσεις: «Η δουλειά μας στις χώρες του ΝΑΤΟ είναι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να εμποδίσουμε τις δραστηριότητες της πολεμικής μηχανής του»
Επισημάναμε στην Τζότι ότι στην Ελλάδα βλέπουμε δεξιές «αντιπολεμικές» κινητοποιήσεις για την υποστήριξη της ουκρανικής κυβέρνησης, ενώ -από την άλλη- οι αριστερές δυνάμεις είναι εγκλωβισμένες στις ίσες αποστάσεις μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, ζητώντας της να μάθουμε τι ισχύει στη Βρετανία. Η ίδια μας εξηγεί πως «το λεγόμενο “αντιπολεμικό” κίνημά μας έχει υιοθετήσει μια πολύ παρόμοια γραμμή με τη δική σας: ότι πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ότι οι εργαζόμενοι πρέπει επομένως να αντιταχθούν και στις δύο πλευρές. Αυτός ο λανθασμένος χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως “ιμπεριαλιστικής” βοηθάει μόνο τους πραγματικούς ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και χρησιμεύει στην αποστράτευση της δύναμης της εργατικής τάξης από το να δώσει μια ουσιαστική απάντηση στην επιθετικότητα των ιμπεριαλιστών. Αποτελεί εγκληματική πράξη κατά του προοδευτικού και σοσιαλιστικού κινήματος η διάδοση αυτής της παραπλανητικής ανάλυσης, η οποία καθιστά την τάξη μας ανίκανο θεατή στον αγώνα. Οι εργαζόμενοι πρέπει να κατανοήσουν την αλήθεια – ότι το ΝΑΤΟ είναι ο επιτιθέμενος και ότι η Ρωσία σε αυτή την περίπτωση πολεμά τον ιμπεριαλισμό – ώστε να προσανατολιστούν σωστά. Η υποστήριξή μας προς τη Ρωσία δεν έχει να κάνει με το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα της Ρωσίας, αλλά με τον αντικειμενικό της ρόλο ως πρώτης γραμμής ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί από τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο, η Ρωσία έχει βρεθεί να παίζει έναν αυξανόμενο και πολύ σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, στο οποίο συμμετέχουν η Κίνα, η ΛΔ Κορέας, η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Συρία και πολλές άλλες χώρες. Αυτό πρέπει να υποστηριχθεί.».
«Η δουλειά μας στις χώρες του ΝΑΤΟ είναι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να εμποδίσουμε τις δραστηριότητες της πολεμικής μηχανής του ΝΑΤΟ και να αποκαλύψουμε τα ψέματα της ψυχολογικής επιχείρησης που διαπράττεται εναντίον των λαών μας. Το εργατικό κίνημα της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να παίξει ηγετικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα που θα μπορούσε να αποτελέσει έμπνευση για τους εργαζόμενους σε όλη την ήπειρο», καταλήγει.