Μνημόνια διαρκείας με νέο περιτύλιγμα το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας

Η κυβέρνηση, μετά την ανακοίνωση της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με βάση την οποία η Ελλάδα θα βγει από την «ενισχυμένη εποπτεία» των δανειστών τον ερχόμενο Αύγουστο, έχει στήσει επικοινωνιακό πανηγύρι και προσπαθεί να πείσει, ότι τελειώνει η περίοδος της 10ετούς μνημονιακής λιτότητας και οι μνημονιακές δεσμεύσεις.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική για τους εργαζόμενους και τα Λαϊκά στρώματα. Στη λίστα με τα προαπαιτούμενα της ενισχυμένης εποπτείας, που περιλαμβάνεται στην έκθεση, σε ορισμένα υπάρχει η ένδειξη “completed” («ολοκληρώθηκε»), όμως στα περισσότερα αναφέρονται μικρότερες ή μεγαλύτερες εκκρεμότητες. Η ελληνική κυβέρνηση καλείται, μάλιστα, να προωθήσει ένα μίνι μνημόνιο, αφού σε ασφυκτικές προθεσμίες πρέπει να εφαρμόσει τα μη εκπληρωθέντα προαπαιτούμενα, όπως τις ρυθμίσεις που αφορούν πλειστηριασμούς Λαϊκών κατοικιών και περιουσιών, αλλιώς κινδυνεύει να χάσει την προθεσμία εκταμίευσης της επόμενης και τελευταίας δόσης μέτρων «ελάφρυνσης» του δημοσίου χρέους στο τέλος του 2022 και να παραμείνει, ουσιαστικά, σε ενισχυμένη εποπτεία από τους δανειστές της και τους πρώτους μήνες του 2023.

Παράλληλα, η Κομισιόν ενώ προτείνει την παράταση της «ρήτρας διαφυγής» από το ευρωπαϊκό σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας και για το 2023 καθιστά σαφές ότι οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να δείξουν προσοχή στη λήψη στοχευμένων μέτρων και επιστροφή σε εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα, με στόχο τη μείωση του χρέους. Προειδοποιεί δηλαδή για νέα μνημόνια λιτότητας.

Στην ουσία, η «ενισχυμένη εποπτεία», το καθεστώς δηλαδή ταπεινωτικής και ασφυκτικής κηδεμονίας, που συμφώνησε μαζί τους το 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ως προέκταση των τριών μνημονίων, δίνει τη θέση της στα «μνημόνια διαρκείας» της ΕΕ και στην αυστηρή εποπτεία από την κομισιόν με τη μορφή, «των εκθέσεων για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», που θα ελέγχουν την τήρηση των αντιλαϊκών δημοσιονομικών και άλλων στόχων της ΕΕ και της Ευρωζώνης.

Το «Ταμείο Ανάκαμψης», που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επικαλείται ως «μάνα εξ ουρανού» και ως εργαλείο επίλυσης όλων των προβλημάτων, προωθεί τη χρηματοδότηση μεγάλων, κυρίως,  ιδιωτικών επιχειρήσεων, σε τομείς και κλάδους, που υπαγορεύει η ΕΕ και οι ωφελούμενοι είναι επιχειρηματικοί όμιλοι και όχι οι πραγματικές ανάγκες του Λαού και της χώρας. Επιπλέον, ενώ προβλέπει νέα προνόμια, διευκολύνσεις και επιδοτήσεις στο μεγάλο κεφάλαιο για να επενδύει σε πράσινες «πολιτικές – μπίζνες», περιλαμβάνει πολλές νέες αντικοινωνικές «μεταρρυθμίσεις» ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των προβλεπόμενων χρηματοδοτήσεων στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Με τον ίδιο μονομερή ταξικά τρόπο θα διατεθούν και τα 300 δισ. ευρώ για τη «διαχείριση της ενεργειακής κρίσης», που ανακοίνωσε η Κομισιόν για τις χώρες της ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και οι επενδυτικοί νόμοι, που ψήφισε η κυβέρνηση και με αυτό τον τρόπο θα αξιοποιηθεί και η παράταση, που δόθηκε για άλλο ένα χρόνο, στη «ρήτρα διαφυγής» από το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας.

Με βάση αυτά το θέμα για το Λαό δεν είναι η επιλογή καλύτερου διαχειριστή των δρομολογημένων αντικοινωνικών πολιτικών αλλά ο αγώνας για την αποτροπή τους.

Οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να πάρουν τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες, να συντονίσουν τη δράση τους, να στηρίξουν τους κοινωνικούς αγώνες και να προβάλλουν ένα εναλλακτικό και ελπιδοφόρο φιλολαϊκό δρόμο.