Βασίλης Φούσκας*
από ΕΦΣΥΝ
Φόβος και Ψέμα θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του πονήματος του Βαγγέλη Γεωργίου, Ελλάς-ΕΟΚ: Εμπιστευτικό, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποιότητα με Πρόλογο του Αντώνη Παπαγιαννίδη. «Φόβος» των ελληνικών πολιτικών ελίτ απέναντι στη τουρκική απειλή που είδαν την «άρον-άρον» ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ως προστασία και αποφυγή ενός «τοπικού πολέμου», όπως έλεγε ο Κων/νος Καραμανλής. Και «ψέμα» γιατί ήξεραν ότι τα οικονομικά οφέλη της ένταξης είναι από ανύπαρκτα έως αρνητικά, με την Ελλάδα και το λαό της να είναι, κατ’ απόλυτο βαθμό, οι χαμένοι. Βέβαια, μπορεί να πει κάποιος/α, το «ψέμα» αντισταθμιζόταν απ’ το «φόβο», δηλ. οι οικονομικές απώλειες – π.χ. η διάβρωση του παραγωγικού ιστού της οικονομίας – απ’ τα πολιτικά κέρδη, δηλαδή την ισχυροποίηση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας έναντι της Τουρκίας. Όμως, δεν είναι έτσι, θα διαπιστώσει η δημοσιογραφική-ερευνητική πένα του Γεωργίου: ακόμη κι ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, ο βασικός διαπραγματευτής της χώρας για την ένταξη στις Κοινότητες μετά τη πτώση της χούντας, θα πει ότι «πέσαμε έξω, η ΕΟΚ δεν μας προστάτευσε».
Το ζήτημα του φοβικού συνδρόμου των ελληνικών ελίτ το είχε επισημάνει σε μία συνέντευξή του την 12 Μάρτη του 2011 στην Ελευθεροτυπία ο πρώην Άγγλος διπλωμάτης και ιστορικός, William Mallinson. Για παράδειγμα, η ελληνική πολιτική τάξη δεν μπορεί ν’ ανεβάσει τους τόνους στο κυπριακό ζήτημα, να το θέσει δηλαδή ως ζήτημα εισβολής, κατοχής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι φοβούνται μεγάλη ένταση στο Αιγαίο και νέα Ίμια. Έτσι, η Ελλάδα, τουλάχιστον απ’ την εποχή του πρωτοκόλλου της Βέρνης το 1977, διαχώρισε το κυπριακό απ’ τα ελληνο-τουρκικά, τρέφοντας την αυταπάτη ότι η Τουρκία θα είναι περισσότερο επιεικής απέναντί της σ’ ότι αφορά τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και τη Θράκη από τη στιγμή που η Ελλάδα υποστηρίζει το πλαίσιο λύσης της Τουρκίας στο κυπριακό. Κι αυτό το πλαίσιο λύσης είναι μία συνταγματική διευθέτηση στη μεγαλόνησο με βάση τη φόρμουλα της διζωνικής-δικοινοτικής συνομοσπονδίας, η οποία δίνει ουσιαστικά τον πολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου στη Τουρκία.
Η Καραμανλική δεξιά και ο ίδιος ο Καραμανλής έδωσαν «γη και ύδωρ» προκειμένου να πετύχουν μία γρήγορη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο ενδοτισμός τους, πολλές φορές, ξεπερνούσε ακόμα και τα επιτρεπτά όρια, κάτι που συχνά-πυκνά άφηνε άφωνους τους Ευρωπαίους – ο Γεωργίου αναφέρει πολλά παραδείγματα επ’ αυτού. Ταυτόχρονα, η Καραμανλική Δεξιά γνώριζε ότι οι Ευρωπαϊκές ελίτ, με τη μερική εξαίρεση της Γαλλίας, δεν ήθελαν να εμπλακούν στα ελληνο-τουρκικά, οπότε το ψέμα περί «προστασίας» και «ασφάλειας» της χώρας στον ελληνικό λαό διαδιδόταν ασύστολα από τα ΜΜΕ. Οι Ευρωπαίοι, των οποίων η υποκριτική τέχνη ήταν πολύ ανώτερη των Ελλήνων, φρόντισαν να περάσουν τη γραμμή που ήθελαν, η οποία ήταν, λίγο-πολύ, ΝΑΤΟϊκή, δηλαδή αμερικανική: να μην εμποδιστεί ποτέ από την Ελλάδα η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΟΚ/ΕΕ, ενώ τα ελληνοτουρκικά να αντιμετωπίζονται ως ζήτημα διμερών διαφορών – «βρείτε τα μεταξύ σας, εμάς μην μας ανακατεύεται». Εδώ, βέβαια, η υποκριτική έχει φτάσει στα όριά της διότι, όπως δεν παραλείπει να τονίσει ο Γεωργίου, μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δεν υπάρχουν διαφορές αλλά μονομερείς αξιώσεις της Τουρκίας ενάντια στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και στην ίδια την εθνική της κυριαρχία. Άρα πρόκειται περί εξίσωσης θύματος και θύτη. Συνολικά, οι Ευρωπαίοι και, ειδικότερα η Βρετανία και η Γερμανία, ουδέποτε έκλειναν προς το μέρος της Ελλάδας. Εκτός μιας περίπτωσης, η οποία αφορά την έκθεση της Γαλλίδας Ευρωβουλευτίνας , Μαρί-Μαντλέν Φουρκάντ, το 1981 για ζητήματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και η οποία υποστήριζε ξεκάθαρα τις ελληνικές θέσεις με βάση το διεθνές δίκαιο, ουδέποτε στα ουσιαστικά ζητήματα των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας και κυπριακού η ΕΟΚ υποστήριξε ανοιχτά την Ελλάδα. Έτσι, ο ενδοτισμός της Καραμανλικής Δεξιάς έφερε αποτελέσματα αντίθετα των προσδοκώμενων.
Η μελέτη του Γεωργίου υπογραμμίζει μία σειρά από αυταπάτες οι οποίες, συνειδητά ή όχι, έτρεφαν για τη Τουρκία οι ελληνικές πολιτικές ελίτ. Οι Έλληνες πολιτικοί, για παράδειγμα, έφτασαν σε σημείο να υποστηρίζουν ότι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός της Τουρκίας που θα έρθει ως αποτέλεσμα της ένταξής της στην ΕΟΚ – από τη στιγμή που αυτός θα είναι αναπόφευκτος – θα κάνει τους Τούρκους «λιγότερο επιθετικούς και περισσότερο πολιτισμένους». Αυτό είναι τερατώδες. Πρώτο, διότι δείχνει έλλειψη γνώσης και ανάλυσης των ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων ανάπτυξης του τουρκικού καπιταλισμού και των ιδεολογικών-πολιτιστικών του χαρακτηριστικών που τον καθιστούν επιθετικό. Και δεύτερο, διότι το να υπονοείται ότι ένας ολόκληρος λαός ήταν βάρβαρος πριν γίνει μέλος της «Ευρωπαϊκής οικογένειας», της κατ’ εξοχήν «πολιτισμένης», είναι άκρως ρατσιστικό και ευρωκεντρικό – ο «ευρωκεντρισμός», παρεμπιπτόντως, ήταν μία ασθένεια από την οποία έπασχε και ο Μαρξ.
Ο Γεωργίου δείχνει ότι κανένα Ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει ανθρωπιστικές περγαμηνές, το αντίθετο μάλιστα. Συνεργάστηκαν και υποστήριξαν χούντες, μεταξύ των οποίων τη Τουρκική, την Ισπανική και την Ελληνική, ενώ ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός τους έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν τους. Μάλιστα, θα υπογραμμίσει ο συγγραφέας, υπάρχει μία μεγάλη διοικητική και πολιτική γραμμή συνέχειας μεταξύ του Ναζιστικού κράτους και της μετα-πολεμικής Γερμανίας των Αντενάουερ και Γκένσερ. Να συμπληρώσω εδώ, παρεπιπτόντως, ότι ο βασικός διαπραγματευτής της (Δυτικής) Γερμανίας στις διαδικασίες που οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1956-57 ήταν ο ορντο-φιλελεύθερος Άλφρεντ Μούλερ Αρμάκ, ο οποίος ήταν μέλος του Ναζιστικού κόμματος το μεσοπόλεμο. Ο ορντο-φιλελευθερισμός είναι η Αυστρο-Γερμανική μορφή του νεο-φιλελευθερισμού. Χαρακτηρίζεται από την αυστηρότητα των οικονομικών του κανόνων και τις κοινωνικές του πειθαρχίες, ιδιαίτερα από την απόλυτη αυτονομία της κεντρικής τράπεζας από το πολιτικό σύστημα και τους κοινωνικούς αγώνες, κάτι που δεν συμβαίνει με τόση ένταση στον Αγγλο-Σαξωνικό νεο-φιλελευθερισμό. Η Γερμανία μετεμφύτευσε το οικονομικό-πολιτικό της μοντέλο στην Ευρώπη μέσω των Συνθηκών. Τελικά, θα διαγνώσει ο Γεωργίου, η Ελλάδα ήταν αυτή που ετοιμαζόταν να γίνει μέλος της ΕΟΚ το 1981, όμως ήταν η Τουρκία που λάμβανε περισσότερη οικονομική βοήθεια απ’ την ΕΟΚ και ήταν της Τουρκίας τα προϊόντα που έμπαιναν στις Ευρωπαϊκές αγορές με μικρότερους ή καθόλου δασμούς, ενώ γινόταν σεβαστή η πολιτική της Τουρκίας για προστασία της δικιάς της βιομηχανίας απ’ τον Ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Το θέμα εδώ δεν ήταν τόσο η μεγαλοσύνη της Τουρκίας, αλλά η απόλυτη ενδοτικότητα της Ελλάδας σε ότι ζητούσε η ΕΟΚ, μια ενδοτικότητα που σχετιζόταν ρητά με το φοβικό σύνδρομο: «αν δεν κάνουμε ότι μας πουν οι μεγάλοι, πως θα ζητήσουμε μετά να μας προστατεύσουν από τη Τουρκία;». Έτσι, για παράδειγμα, αποκαλύπτει ο Γεωργίου, ξεκίνησε η καταστροφή της Ελληνικής βιομηχανίας ζάχαρης με συνυπαιτιότητα τόσο του Καραμανλή όσο και του Γεωργίου Μπίτσιου.
Ο «Εθνάρχης», λοιπόν, όπως προκύπτει απ’ τα αρχεία του ΥΠΕΞ και της Ελληνικής Πρεσβείας του Λονδίνου, αλλά και από άλλες πηγές, ήταν ενδοτικός, μας λέει ο Γεωργίου. Τόσο αυτός όσο και το επιτελείο του ήταν εκφραστές μιας πολιτικής γραμμής η οποία, σε βάθος χρόνου, ήταν καταδικασμένη σε ήττα διότι βασιζόταν στο φόβο απέναντι στη Τουρκία και στο ψέμα απέναντι στο λαό. Ταυτόχρονα, βασιζόταν, εσκεμμένα ή όχι, σε λάθος αναλύσεις της διεθνούς και περιφερειακής πραγματικότητας – οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής/πολιτισμικής. Έτσι, το σαραβαλιασμένο και αλλοπρόσαλο κράτος της μεταπολίτευσης δεν μπόρεσε να εκπονήσει εθνική στρατηγική – απλά, εξυπηρέτησε τις μεταπρατικές και εφοπλιστικές του τάξεις εις βάρος της εθνικής βιομηχανίας και του ελληνικού λαού.
Αλλά υπάρχει κι άλλο ένα σημείο που αξίζει ν’ αναφερθεί. Αφορά την ιδιότυπη σχέση της Καραμανλικής Δεξιάς με τη χούντα, μία διάσταση η οποία δεν ξεφεύγει του Γεωργίου. Ο Καραμανλής, θα γράψει σωστά ο Γεωργίου, θεωρούσε τον «Ανένδοτο» του Γεωργίου Παπανδρέου ως «συνταγματική εκτροπή», ενώ τους χουντικούς του ονόμαζε «επαναστάτες» και, «τι να κάνουμε», όπως έλεγε συχνά-πυκνά ο ίδιος ο Καραμανλής, «εις τα επαναστάσεις υπάρχουν και τάσεις εξτρεμιστικαί». Αυτός, λοιπόν, ο μύθος της «δημοκρατίας» και της «μεταπολίτευσης» που δημιούργησαν οι Καραμανλήδες, οι Μαρκεζίνηδες και οι Πιπινέληδες και που στηριζόταν στο φόβο και στο ψέμα και που κρατά ως τις μέρες μας πρέπει να ηττηθεί. Αυτό το ανύπαρκτο και υπόδουλο «αστικό» κράτος των πελατειακών κομμάτων και νοοτροπιών που συνεχώς ενδίδει στις τουρκικές απειλές είναι καιρός να υποστεί μία ριζική αλλαγή πολιτικής ηγεσίας. Και σ’ αυτή τη κατεύθυνση η δουλειά του Βαγγέλη Γεωργίου προσθέτει ένα μικρό λιθαράκι. Ένα λιθαράκι, όμως, πολύ ουσιώδες.
*Ο Βασίλης Κ. Φούσκας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου. Το βιβλίο του, Τουρκικός ιμπεριαλισμός και αποτροπή, κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Επίκεντρο.