ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Π. Παπακωνσταντίνου «Άνθρωποι και Ρομπότ: Οι προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης»

Από τις εκδόσεις Λιβάνη, κυκλοφόρησε το νέο βιβλίου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, με τίτλο Άνθρωποι και Ρομπότ: Οι προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης. Ο συγγραφέας πραγματεύεται την ιστορική διαδρομή της τεχνητής νοημοσύνης, τις ανατροπές και τα διλήμματα που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες της ψηφιακής εποχής στις σφαίρες της επιστήμης, της εργασίας, των ελευθεριών, της γεωπολιτικής και του πολιτισμού.

Το ergasianet.gr, με την άδεια του συγγραφέα, δημοσιεύει απόσπασμα από το 6ο Κεφάλαιο (Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση):.

Το τέλος της εργασίας όπως την ξέραμε

Στις 22 Μαρτίου του 1964, ομάδα διακεκριμένων επιστημόνων, όπως ο χημικός Λάινους Πόλινγκ και ο οικονομολόγος Γκουνάρ Μιρντάλ, έστειλε στον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Λίντον Τζόνσον και άλλους ανώτατους αξιωματούχους ανοιχτή επιστολή γι αυτό που οι υπογράφοντες αποκαλούσαν Τριπλή Επανάσταση. Η επιστολή αναφερόταν στην κυβερνητική, την πυρηνική ενέργεια και το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αιχμή τις φυλετικές διακρίσεις, αλλά το βάρος έπεφτε στην πρώτη. Οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι η αυτοματοποίηση, την οποία φέρνει μαζί της η πρόοδος στην κυβερνητική, θα οδηγούσε, απουσία κρατικής παρέμβασης, σε μια κοινωνία μαζικής ανεργίας και ακραίων ανισοτήτων. Για την αποτροπή των ανεπιθύμητων κινδύνων, εισηγούνταν μεγάλα προγράμματα δημοσίων έργων, επενδύσεις στις υποδομές, αναδιανομή του πλούτου, συμμετοχή των συνδικάτων στη διοίκηση των επιχειρήσεων και κυβερνητικό έλεγχο στις τεχνολογίες αιχμής.

Η δημοσιοποίηση της ανοιχτής επιστολής προκάλεσε αίσθηση, ενισχύοντας την κριτική αμφισβήτηση της διάχυτης, εκείνη την εποχή, τεχνολατρείας. Αναφορά στην έκθεση για την «Τριπλή Επανάσταση» έκανε και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγετική μορφή και μάρτυρας του κινήματος για τη χειραφέτηση των μαύρων, στην τελευταία δημόσια ομιλία του προτού δολοφονηθεί, την οποία εκφώνησε στον καθεδρικό ναό της Ουάσιγκτον, στις 31 Μαρτίου του 19681. Ωστόσο τα ριζοσπαστικά μέτρα που εισηγούνταν οι επιστήμονες δεν ήρθαν ποτέ. Ο Τζόνσον ακολούθησε τη γνωστή συνταγή που λέει ότι αν δεν θέλεις να λύσεις ένα πρόβλημα, φτιάξε μια επιτροπή για να το μελετήσει. Η Εθνική Επιτροπή για την Τεχνολογία, την Αυτοματοποίηση και την Οικονομική Πρόοδο που συγκρότησε, ως απάντηση στην επιστολή των επιστημόνων, συνέταξε μερικές μελέτες, οι οποίες παραδόθηκαν στους σκώρους των βιβλιοθηκών. Εκείνη την εποχή, άλλωστε, το πρόβλημα δεν φαινόταν και τόσο πιεστικό, καθώς η ανεργία στην Αμερική κυμαινόταν μεταξύ 3,5% και 5%. Μισό αιώνα αργότερα, η εικόνα διαγράφεται περισσότερο δυσοίωνη και τα διλήμματα περισσότερο άμεσα.

Το 2013, μια άλλη μελέτη επιστημόνων ήρθε να αναθερμάνει τη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας στον ψηφιακό κόσμο. Την υπέγραφαν οι Καρλ Μπένεντικτ Φρέι και Μάικλ Οσμπορν από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και είχε πεδίο εφαρμογής τις ΗΠΑ. Το βασικό πόρισμα έλεγε ότι 702 διαφορετικά επαγγέλματα, που αντιστοιχούν στο 47% της αμερικανικής εργατικής δύναμης, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από αυτόματες μηχανές μέσα σε μία με δύο δεκαετίες. Για τη Γερμανία, το μοντέλο των δύο ερευνητών έδινε ποσοστό 42% για τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν να αφανιστούν2. Εξίσου απαισιόδοξη ήταν άλλη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της αμερικανικής κυβέρνησης το 2016 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μισές θέσεις εργασίας θα βρεθούν σε κίνδυνο μέχρι το 2050 από τη διάχυση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στο εργασιακό περιβάλλον.

Είναι αλήθεια ότι οι εν λόγω μελέτες συνάντησαν ισχυρό αντίλογο, καθώς πολλοί ερευνητές βρήκαν τις αναλύσεις τους μονόπλευρες και τις προβλέψεις τους υπερβολικές. Λιγότεροι όμως αμφισβήτησαν δύο κεντρικές ιδέες τους. Η πρώτη λέει ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες επαναστάσεις που αντικαθιστούσαν τη σωματική εργασία με μηχανές, η τεχνητή νοημοσύνη και η εισβολή όχι απλά μηχανικών βραχιόνων, αλλά αυτόνομων ρομπότ απειλούν να αφανίσουν κυρίως θέσεις διανοητικής εργασίας, τα «λευκά κολάρα» της παραγωγής4. Η δεύτερη, ουσιώδης διαφορά φαίνεται να είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη, η μηχανική μάθηση και τα αυτόνομα ρομπότ απειλούν να καταστρέψουν περισσότερες θέσεις από όσες θα δημιουργήσουν. Δεν φαίνεται, δηλαδή, να ισχύει πια αυτό που ήταν κανόνας στις προηγούμενες τεχνολογικές επαναστάσεις, όπου η καταστροφή θέσεων εργασίας από τις μηχανές σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής αντισταθμιζόταν και με το παραπάνω από τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους νέους κλάδους.

Ενδεικτικά, το 1962, στην ακμή του μεταπολεμικού, βιομηχανικού καπιταλισμού, η General Motors απασχολούσε 605.000 εργαζόμενους (το 1980 έφτασε τους 800.000), η ΑΤ&Τ 564.000 και η Exxon 150.0005, ενώ το 2019 στη Google εργάζονταν 103.000 εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, στο Facebook 39.000 και στο Twitter 3.900. Στη συζήτηση για από το μέλλον της εργασίας στην «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», που έγινε στο Νταβός, το 2016, κατατέθηκε μελέτη σύμφωνα με την οποία μέσα στην επόμενη πενταετία η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ θα κατέστρεφαν 7,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε 15 μεγάλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και της Ινδίας, ενώ θα δημιουργούσαν μόλις 2,1 εκατομμύρια καινούργιες, δηλαδή καθαρή απώλεια 5 εκατομμυρίων θέσεων6. Από την πλευρά του, ο ΟΟΣΑ προβλέπει συρρίκνωση της απασχόλησης κατά 8% λόγω της εισαγωγής της τεχνητής νοημοσύνης.

Πέραν των βαρύτατων επιπτώσεων στους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους, η τεχνολογική ανεργία επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά και τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς τα ρομπότ δεν καταβάλλουν φόρους και εισφορές, όπως κάνουν οι εργαζόμενοι. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το οξύ πρόβλημα, διανοούμενοι αλλά και κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στράφηκαν στην παράξενη ιδέα να φορολογηθούν τα ρομπότ. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2017 κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχέδιο ψηφίσματος από την Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων προκειμένου να αναγνωριστούν τα ρομπότ ως «ηλεκτρονικά πρόσωπα» και να υποχρεωθούν οι ιδιοκτήτες τους να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέρριψε την πρόταση, θεωρώντας ότι πρόκειται για περίπλοκο θέμα, που δεν έχει ωριμάσει ακόμη και παρέπεμψε την αντιμετώπισή του στις ελληνικές καλένδες.

Η αναμφισβήτητη πίεση που ασκούν οι ψηφιακές τεχνολογίες στην απασχόληση έδωσε τροφή σε θεωρίες που υποβαθμίζουν το ρόλο της εργασίας. Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, καινούργιο. Ήδη το 1973 ο Αμερικανός κοινωνιολόγος και καθηγητής του Χάρβαρντ Ντάνιελ Μπελ προκάλεσε αρκετό θόρυβο με το βιβλίο του που καθιέρωσε τον όρο «μεταβιομηχανική κοινωνία», τον οποίο είχε εισαγάγει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Γάλλος συνάδελφός του Αλέν Τουρέν. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Τζέρεμι Ρίφκιν, επιρρεπής όπως πάντα σε γενικεύσεις και υπερβολές, ανακήρυξε Το τέλος της Εργασίας, με το ομώνυμο βιβλίο του10, που έγινε διεθνές μπεστ σέλερ.

Κοινός παρονομαστής παρόμοιων αναλύσεων είναι η απαξίωση της εργασίας ως βασικού θεμέλιου των σύγχρονων κοινωνιών και η υποκατάστασή της από την επιστήμη και την τεχνολογία. Αν χθες ο βιομηχανικός εργάτης μπορούσε να εξεγερθεί εναντίον της εκμετάλλευσής του, διατηρώντας την αυτοεκτίμηση για την εργασία του και την πίστη στη δύναμη του απεργιακού όπλου, ο ευέλικτος εργαζόμενος του 21ου αιώνα, που ζει διαρκώς κάτω από τη Δαμόκλειο Σπάθη της ανεργίας, περιγράφεται ως δευτερεύων και υποτελής παράγοντας της παραγωγής. Ήδη το 1983, ο Γάλλος οικονομολόγος Μπενζαμέν Κοριά έγραφε:

«Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εξέλιξη των μηχανών και στο σημερινό στάδιο η πληροφορική και η ρομποτική μεταβάλλουν την παραγωγή από διαδικασία εργασίας σε κάτι άλλο, όπου τον πρώτο λόγο τον έχουν η γνώση και η επιστήμη. Αυτές παρουσιάζονται ως πηγή της αξίας, σε αντίθεση με παλιότερες περιόδους όπου πηγή της αξίας ήταν η εργασία.

Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί το βασικό θεώρημα της τεχνοκρατίας για την κοινωνική και πολιτική της αναβάθμιση στην παραγωγή και στην κοινωνία. Οι εφαρμογές της επιστήμης στη διαδικασία της παραγωγής σημαίνουν μηχανές έξυπνες και ευαίσθητες, δηλαδή πάγιο κεφάλαιο έξυπνο και ευαίσθητο. Έτσι η τάξη των κεφαλαιοκρατών θεωρεί ότι έχει όλα τα δικαιολογητικά για να θεωρείται η βασική παραγωγική τάξη, να απαιτεί παροχή κοινωνικών πόρων για προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης κι από την άλλη να δικαιολογεί όλες τις περικοπές σε μισθούς, επιδόματα, κοινωνικές παροχές».

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στην ανεργία είναι σε μεγάλο βαθμό υπερτιμημένη. Σύμφωνα με μία μελέτη, το 57% των ειδικοτήτων εργαζομένων της δεκαετίας του 1960 δεν υπάρχουν πια, απλά αντικαταστάθηκαν από άλλες στην πορεία του χρόνου. Όπως αναφέρει ο Λικ Ζουλιά, οι πιο προχωρημένες, ως προς την έκταση της αυτοματοποίησης, χώρες έχουν μικρότερη ανεργία από τις άλλες. Στην αναμφισβήτητη πρωτοπορία της τεχνητής νοημοσύνης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανεργία τον Ιούλιο του 2019 ήταν μόλις 3,7%, αισθητά κάτω από τον μέσο όρο των χωρών- μελών του ΟΟΣΑ. Το 2018, η Νότια Κορέα, με 531 ρομπότ ανά 100.000 εργαζόμενους, είχε μόλις 3,4% ανεργία. Ανάλογη ήταν η κατάσταση στην Ιαπωνία (305 ρομπότ ανά 100.000 εργαζόμενους- 3,1% ανεργία) και στη Γερμανία (301- 3,9%). Αντίθετα, η Γαλλία, όπου αντιστοιχούν μόνο 127 ρομπότ σε 100.000 εργαζόμενους, η ανεργία ήταν την ίδια χρονιά γύρω στο 9,6%.

Αυτό που όντως βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη δεν είναι η έκλειψη της εργασίας γενικά, αλλά το τέλος της εργασίας με τη μορφή που την ξέραμε. Δηλαδή, το πέρασμα από το σχήμα της «στάμνας», όπου ο μεγάλος όγκος των εργαζομένων συγκεντρωνόταν σε σχετικά σταθερές δουλειές μέσων απολαβών και μέσης ειδίκευσης, στο μοντέλο της «κλεψύδρας», όπου παραδοσιακές θέσεις εργασίας συρρικνώνονται και μεγαλώνει η ζήτηση στα δύο άκρα της κλίμακας: τις θέσεις υψηλής ειδίκευσης και ικανοποιητικών απολαβών και τις, σαφώς περισσότερες, θέσεις της εργασιακής επισφάλειας και της νέας φτώχιας.

Δεν υπάρχει τίποτα το μοιραίο, τίποτα το νομοτελειακό σε αυτή την εξέλιξη. Η εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης και των ρομπότ θα μπορούσε να απαλλάξει τους εργαζόμενους από τις πιο κοπιαστικές και άχαρες δουλειές και να οδηγήσει σε δραστική μείωση του χρόνου εργασίας. Η κυβερνώσα Αριστερά (Σοσιαλιστές- Κομμουνιστές- Πράσινοι) στη Γαλλία εισήγαγε, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το 35ωρο (η αλήθεια είναι, με πολλές εξαιρέσεις και αστερίσκους), ενώ κάτι ανάλογο δεσμεύτηκαν να κάνουν οι Εργατικοί της Βρετανίας στο συνέδριό τους, τον Σεπτέμβριο του 2019, στο Μπράιτον. Αν η συνισταμένη των εξελίξεων δείχνει για την ώρα την αντίθετη φορά, αυτό δεν οφείλεται στις νέες τεχνολογίες, αλλά στους αρνητικούς, για την εργασία, συσχετισμούς των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Είναι η σκληρή πραγματικότητα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού που στρέφει τα προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου εναντίον των δημιουργών τους, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει έναν αυστηρά ιεραρχικό, και κάποτε πρωτόγονα αρπακτικό, διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Ταξίδι στην καρδιά του σκότους

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη διεθνή, ψηφιακή οικονομία σαν μια πυραμίδα με κορυφή τα μεγάλα κέντρα έρευνας και ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών, στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Το πιο αντιπροσωπευτικό από αυτά είναι βέβαια η Σίλικον Βάλεϊ (Κοιλάδα του Πυριτίου, πρώτης ύλης των ολοκληρωμένων ηλεκτρονικών κυκλωμάτων ή μικροτσίπ, όπως λέγονται), στο νότιο τμήμα του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Εδώ έχουν την έδρα τους χιλιάδες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων εμβληματικών εταιρειών, όπως οι GoogleAppleFacebookHewlett– PackardIntelCiscoOracle και Yahoo. Οι εργαζόμενοι σ’ αυτές θεωρούνται τυχεροί, καθώς οι απολαβές και οι συνθήκες εργασίας είναι συγκριτικά καλύτερες. Για παράδειγμα, ο μέσος μισθός στις εταιρείες λογισμικού της Σίλικον Βάλεϊ είναι δύο φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο σε ομοειδείς εταιρείες άλλων περιοχών της Αμερικής και 5,6 μεγαλύτερος από το εθνικό μέσο όρο.

Ωστόσο τα ρήγματα των ανισοτήτων διατρέχουν και την ίδια τη Σίλικον Βάλεϊ. Το 2012, οι μηχανικοί λογισμικού της Google είχαν μέσο όρο ετήσιων απολαβών 112.915 δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι στην παραγωγή μικροτσίπ περιορίζονταν στα 36.584 δολάρια το χρόνο. Γενικά, οι μηχανικοί λογισμικού είναι στην πλειονότητά τους λευκοί, ενώ η παραγωγή των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων απασχολεί κατά κύριο λόγο χαμηλής ειδίκευσης Ασιάτες και Ισπανόφωνους. Πολλοί από αυτούς είναι μετανάστες χωρίς χαρτιά, θύματα υπερεκμετάλλευσης, εκτεθειμένοι σε τοξικές ουσίες χωρίς αποτελεσματικά μέτρα προστασίας, με αποτέλεσμα να πυκνώνουν αφύσικα τα κρούσματα λοιμώξεων του αναπνευστικού, καρκίνων και αποβολών.

Στην κορυφή της κορυφής στέκει η Google, «το καλύτερο μέρος του κόσμου για να δουλεύει κανείς», όπως υπερηφανεύεται η ίδια η εταιρεία και της αναγνωρίζουν όχι λίγοι στον κόσμο των μίντια. Στη λίστα του περιοδικού Fortune, η Google φιγουράριζε σταθερά στην πρώτη θέση για έξι διαδοχικά χρόνια, μέχρι το 2017. Πέρα από τους δελεαστικούς μισθούς για το μόνιμο προσωπικό της, η εταιρεία προσφέρει στις εγκαταστάσεις της δωρεάν, απολαυστικά γεύματα, γυμναστήρια και χώρους για σπορ, καφέ, διαλέξεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και μεγάλες άδειες στους γονείς που αποκτούν παιδί.

Ό,τι λάμπει δεν είναι ωστόσο χρυσός στο βασίλειο της Google. Πέρα από τον σκιώδη στρατό της προσωρινής, επισφαλούς απασχόλησης που αντιπροσωπεύει, όπως ήδη σημειώσαμε, περισσότερη από τη μισή εργατική δύναμη της εταιρείας, ακόμη και για την εργατική αριστοκρατία της οι αξιοζήλευτες παροχές έρχονται με ακριβό τίμημα. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Ουεσμτίνστερ Κρίστιαν Φουκς πραγματοποίησε το 2013 έρευνα, στηριγμένη σε προσωπικές μαρτυρίες εκατοντάδων εργαζομένων. Το κεντρικό του συμπέρασμα ήταν ότι οι παροχές, σε συνδυασμό με την εργασιακή κουλτούρα του playbor (δουλειά που γίνεται παιχνίδι), την οποία καλλιεργεί η εταιρεία, υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στις εγκαταστάσεις της, συχνά με μη αμειβόμενες υπερωρίες. Ο καταναγκασμός δεν είναι βίαιος, αλλά πολιτιστικός και ιδεολογικός, πάντως αποδεικνύεται αποτελεσματικός- ποιος θα ήθελε να γίνει το μαύρο πρόβατο σε ένα από αρκετές απόψεις προνομιακό περιβάλλον; Προβλέψιμα, η έρευνα του Φουκς καταγράφει υψηλό στρες, λιγοστό ελεύθερο, εκτός εταιρείας, χρόνο και περιορισμένη κοινωνική ζωή για το μόνιμο προσωπικό της Google.

Ενδιάμεσες θέσεις στην ψηφιακή πυραμίδα μας καταλαμβάνουν οι μεγάλες βιομηχανίες αναδυόμενων οικονομιών, με πρώτη την Κίνα, οι οποίες λειτουργούν σαν πλατφόρμες συναρμολόγησης των τελικών ηλεκτρονικών προϊόντων, για λογαριασμό των δυτικών πολυεθνικών που τα έχουν σχεδιάσει και εκείνων που παράγουν τα βασικά συστατικά τους (μικροτσίπ, κάμερες, GPS κλπ). Τυπικό παράδειγμα αποτελεί το γνώριμό μας βιομηχανικό συγκρότημα της FoxConn στο Σετζέν.

Με έδρα την Ταϊβάν, η Foxconn είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου στην κατασκευή ηλεκτρονικών συσκευών και η τέταρτη μεγαλύτερη απ’ όλες τις επιχειρήσεις στο χώρο της Πληροφορικής, ως προς τον κύκλο εργασιών της. Λειτουργεί ως υπεργολάβος δυτικών μεγαθηρίων, όπως οι εταιρείες AppleDelfHPMotorolaMicrosoftAmazonNokiaSony Erricson και Sony, κατασκευάζοντας ένα σωρό από τις πιο δημοφιλείς ηλεκτρονικές συσκευές τύπου iphoneipodipadimacKindleAlexa, όπως και κονσόλες κάθε είδους.

Το 2010, η μη κυβερνητική οργάνωση SACOM, η οποία συγκροτήθηκε πέντε χρόνια νωρίτερα στο Χονγκ Κογκ από φοιτητές και πανεπιστημιακούς με στόχο την καταπολέμηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας στις πολυεθνικές εταιρείες, δημοσίευσε αποκαλυπτική έρευνα για τη Foxconn. Μεταξύ άλλων έγινε γνωστό ότι η εταιρεία επέλεγε το προσωπικό της κυρίως από εσωτερικούς μετανάστες της Κίνας (αντιστοιχούν στο 72% της εργατικής δύναμης της Foxconn), οι οποίοι έφευγαν από την ύπαιθρο γιατί πεινούσαν και στερούνταν βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Η διοίκηση χρησιμοποιούσε κυριολεκτικά στρατιωτικές μεθόδους για την επίβλεψη και πειθάρχηση εργατών και εργατριών, που υποχρεώνονταν να δουλεύουν 10 ή και 12 ώρες το εικοσιτετράωρο, σε βάρδιες που άλλαζαν συνέχεια και απροειδοποίητα, ενώ κοιμούνταν σε κοιτώνες των έξι έως 22 ατόμων, σαν να βρίσκονταν σε φυλακή.

Οι μεγάλοι ωφελημένοι από αυτό το εργοστασιακό κάτεργο ήταν, βέβαια, οι δυτικές πολυεθνικές. Έρευνα για την πρώτη γενιά του iphone έδειξε ότι ο μισθός του Κινέζου εργάτη αντιστοιχούσε μόνο στα 6,5 από τα 500 δολάρια που θα πλήρωνε ο Αμερικανός καταναλωτής για την αγορά της συσκευής, ενώ η Apple αποκόμιζε από την κατασκευή του καθαρό κέρδος 64%, ποσοστό απίστευτο για οποιονδήποτε κλάδο της οικονομίας στην εποχή μας21. Το πόσο θα διαρκέσει αυτό το καθεστώς είναι βέβαια συζητήσιμο, καθώς η Κίνα ανεβαίνει στη σκάλα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, πραγματοποιώντας σταδιακά τη δύσκολη στροφή από τα χαμηλά μεροκάματα στην υψηλή προστιθέμενη αξία. Η ίδια η Foxconn έχει ξεκινήσει με εντατικό ρυθμό πρόγραμμα για την αυτοματοποίηση της παραγωγής, κάτι που πιστεύεται ότι θα αλλάξει ριζικά την όψη και τον χαρακτήρα της.

Αν η Κίνα στήριξε μεγάλο μέρος της δυναμικής της ανάπτυξης ως μαγνήτης για το outsourcing Δυτικών πολυεθνικών ηλεκτρονικών συσκευών, η Ινδία έκανε κάτι ανάλογο στο πεδίο του λογισμικού. Το δρόμο είχε ανοίξει η προσαρμογή της μεγάλης χώρας στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980.

Μαθητής του Μαχάτμα Γκάντι και ηγετική μορφή του Κινήματος των Αδεσμεύτων, ο πρώτος πρωθυπουργός (1947- 1964) της σύγχρονης Ινδίας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, έθεσε τα θεμέλια για μια μικτή οικονομία με ισχυρό αναπτυξιακό κράτος. Ωστόσο στη δεκαετία του 1980, το μοντέλο του Νεχρού είχε εξαντλήσει τη δυναμική του και η ηγεμονία του Κόμματος του Εθνικού Κογκρέσου κλονιζόταν σοβαρά. Μετά τη δολοφονία της πρωθυπουργού Ίντιρα Γκάντι, το 1984, ο γιος της Ρατζίβ δρομολόγησε πρόγραμμα οικονομικού εκσυγχρονισμού με σύνθημα «η είσοδος της Ινδίας στον 21ο αιώνα». Βασική πλευρά αυτού του προγράμματος ήταν η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων με το άνοιγμα της αγοράς και την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων. Ήδη το 2003, η παγκοσμίου φήμης συγγραφέας και ακτιβίστρια Αρουντάτι Ρόι διαπίστωνε ότι «η Ινδία βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στο σχέδιο παγκοσμιοποίησης που υπαγορεύεται από τις μεγάλες εταιρείες».

Υπό την πρωθυπουργία του Ατάλ Μπεχάρι Βατσπαγί (1998- 2004), καθώς η εξουσία είχε περάσει στο δεξιό, εθνικιστικό Κόμμα του Ινδικού Λαού (BJP), η Ινδία θέτει ως μία από τις πέντε αναπτυξιακές της προτεραιότητες την ψηφιακή οικονομία και συγκροτεί την Εθνική Ομάδα Εργασίας για την Πληροφορική και το Λογισμικό. Το πρόγραμμα βασίζεται στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, φέρνοντας πολύ γρήγορα εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η Μπανγκαλόρ αναδεικνύεται σε «Σίλικον Βάλεϊ της Ινδίας», για να την μιμηθούν αρκετές άλλες πόλεις. Από 1,2% του ινδικού ΑΕΠ το 1998, η ψηφιακή οικονομία έφτασε να αντιπροσωπεύει το 7,7%, το 2017, ενώ η Ινδία έρχεται σήμερα πρώτη σε εξαγωγές λογισμικού και υπηρεσιών Πληροφορικής σε όλο τον κόσμο.

Το βασικό κίνητρο για την εισροή ξένων κεφαλαίων έγκειται στο συνδυασμό σχετικά ειδικευμένης εργατικής δύναμης και χαμηλών μισθών. Κατά μέσον όρο, οι απολαβές ενός εργαζόμενου στις ινδικές εταιρείες λογισμικού φτάνει μόλις το 9,6% των αντίστοιχων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρητικά ισχύει το οκτάωρο, στην πράξη όμως η εργασία παρατείνεται συχνά στις 10 ή και 12 ώρες, ενώ οι αργίες λόγω εορτών καλύπτουν μόλις 12 μέρες το χρόνο. Μελέτη σε δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες Πληροφορικής της Ινδίας έδειξε ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν ευέλικτο ωράριο, συχνά δουλεύουν νυχτερινές ώρες, ενώ το 56% υποχρεώνεται να δουλεύει Κυριακές και αργίες και το 86% δεν πληρώνεται για τις υπερωρίες.

Στα κατώτερα στρώματα της ψηφιακής πυραμίδας μας βρίσκουμε ορισμένες από τις φτωχότερες χώρες της περιφέρειας, κυρίως της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, που εξάγουν ορυκτά καίριας σημασίας για τις υποδομές της ψηφιακής οικονομίας. Χαλκός, κασσίτερος, κοβάλτιο, νικέλιο, χρώμιο, σπάνιες γαίες και σειρά άλλων υλικών είναι απαραίτητα για την κατασκευή των σύγχρονων ηλεκτρονικών συσκευών.

Ο ορυκτός πλούτος της Βολιβίας ήταν ένα από τα κίνητρα που οδήγησαν στο αστυνομικό- στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του αριστερού προέδρου Έβο Μοράλες (του πρώτου ιθαγενούς ηγέτη στην ιστορία της) τον Νοέμβριο του 2019. Στο Σαλάρ ντε Ουγιούνι βρίσκεται το μεγαλύτερο απόθεμα του κόσμου ως προς τα εκμεταλλεύσιμα ορυκτά λιθίου, υλικού από το οποίο κατασκευάζονται οι μπαταρίες που εφοδιάζουν τις ηλεκτρονικές συσκευές, αλλά και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Ο Μοράλες εθνικοποίησε το 2012 τα φυσικά αποθέματα λιθίου (το ίδιο είχε κάνει με το φυσικό αέριο) και στη συνέχεια έκλεισε συμφωνία με μια μεγάλη κινεζική εταιρεία για την εκμετάλλευσή τους, γεγονός που βέβαια δεν χαροποίησε τους Αμερικανούς. Επιπλέον, η Βολιβία έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα ινδίου στον πλανήτη. Πρόκειται για μεταλλικό χημικό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως για την κατασκευή οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD), με τις οποίες είναι εφοδιασμένες τηλεοράσεις, υπολογιστές και smartphones.

Κράτη της μαύρης ηπείρου όπως η Νότια Αφρική, η Ζιμπάμπουε, η Αιθιοπία, η Μοζαμβίκη, η Ρουάντα και η Ζάμπια είναι από τα πρώτα σε αποθέματα άλλων πολύτιμων ορυκτών. Εδώ, οι εργάτες των ορυχείων συχνά δουλεύουν σε συνθήκες βιομηχανικής δουλοπαροικίας, ενώ οι χώρες τους βρίσκονται κατά κανόνα στα τελευταία σκαλοπάτια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, εξάγοντας ακατέργαστα υλικά, που θα αποκτήσουν προστιθέμενη αξία αφού υποστούν επεξεργασία σε ενδιάμεσες χώρες, όπως η Κίνα, η Ταϋλάνδη, η Ινδονησία και η Μαλαισία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιπροσωπεύει το Κονγκό. Λεηλατημένη από τη βελγική αποικιοκρατία, η μεγάλη αυτή χώρα έγινε το σκηνικό για το βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ Η Καρδιά του Σκότους, που εκδόθηκε το 1899, μια συγκλονιστική κατάδυση στα πιο ζοφερά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που ενέπνευσε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα στην ταινία του Αποκάλυψη Τώρα, για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το 2018, το Κονγκό παρήγαγε το 60% του κοβαλτίου σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για περιζήτητο μέταλλο, που βρίσκεται σε κάθε επαναφορτιζόμενη μπαταρία λιθίου. Επιπλέον, η χώρα διαθέτει μεγάλα αποθέματα σε χαλκό, κασσίτερο, βολφράμιο, χρυσό και διαμάντια.

Προικισμένο από τη Φύση, αλλά καταραμένο από τη γεωγραφία και την ιστορία, το Κονγκό είναι σήμερα μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, 185η σε σύνολο 192, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Εμφύλιες συρράξεις σε κεντρικές και ανατολικές περιφέρειες μαίνονται από τη δεκαετία του 1990, προκαλώντας κύματα εξόδου σε γειτονικές χώρες και στρατιές εσωτερικών προσφύγων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 4,5 εκατομμύρια. Οι συνθήκες αυτές ευνοούν την ανάπτυξη μορφών πραγματικής δουλείας. Πολλά ορυχεία ελέγχονται από τον κυβερνητικό στρατό ή από παραστρατιωτικές οργανώσεις τοπικών πολέμαρχων. Ολόκληρα χωριά αναγκάζονται υπό την απειλή των όπλων να δουλέψουν, υπό απερίγραπτες συνθήκες, στα ορυχεία και πολλές κοπέλες υποχρεώνονται να γίνουν σκλάβες του σεξ. Γύρω στα 35.000 ανήλικα παιδιά, μέχρι και έξι χρονών, σκάβουν και κάποτε πεθαίνουν μέσα στις υγρές στοές, για να βγάλουν τα μεταλλεύματα, μόνο που τα αποτυπώματά τους δεν φαίνονται στις γυαλιστερές ηλεκτρονικές συσκευές που φιγουράρουν στα εμπορικά καταστήματα της Δύσης.

Σεισμογενή ρήγματα

Οι προκλητικές ανισότητες στην εποχή της λεγόμενης «Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης» δεν αφορούν μόνο τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και τις πιο αναπτυγμένες χώρες του Δυτικού κόσμου. Στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο καπιταλισμός φαινόταν να διαψεύδει το μαρξιστικό σχήμα της κοινωνικής πόλωσης, καθώς μεγάλα μεταρρυθμιστικά προγράμματα όπως το New Deal του Ρούζβελτ, η Μεγάλη Κοινωνία του Τζόνσον και η οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους στη Δυτική Ευρώπη οδήγησαν σε σχετική μείωση των εσωτερικών ανισοτήτων. Έχοντας αποκτήσει πλέον πρόσβαση στην κατανάλωση διαρκών αγαθών και στην πολιτιστική ζωή, η εργατική τάξη της Δύσης φαινόταν περισσότερο διατεθειμένη να κάνει τον καπιταλισμό πιο ευρύχωρο, παρά να τον ανατρέψει. Με λίγες εξαιρέσεις, όπως ο γαλλικός Μάης του 1968, η απειλή της επανάστασης και του σοσιαλισμού είχε εξοστρακιστεί στον Τρίτο Κόσμο.

Το οικονομικό σοκ του 2008, που ξεκίνησε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και της Βρετανίας, για να μετασχηματιστεί σε διεθνή κρίση χρέους και σε υπαρξιακή δοκιμασία της Ευρωζώνης, υπονόμευσε εκ θεμελίων αυτή την εικόνα. Αντιμέτωπος με τον πιο σοβαρό κλονισμό από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 και με την απειλητική αφύπνιση της Αριστεράς, από τη Λατινική Αμερική μέχρι το Μεσογειακό Νότο, ο καπιταλισμός δεν φαινόταν πια στον καθρέφτη της Ιστορίας ως ο ιδανικότερος των ιδανικών κόσμων. Ανάμεσα στις κριτικές αναλύσεις που είδαν το φως της ημέρας ξεχώρισε για τον επικοινωνιακό της αντίκτυπο η ογκώδης μελέτη του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί με τον κάπως βαρύγδουπο τίτλο Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα.

Ο Πικετί δεν ακολουθεί το αρχέτυπο του ριζοσπάστη διανοουμένου, αντίθετα θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσει αντιπροσωπευτικό δείγμα των γαλλικών ελίτ. Με έξοχες σπουδές στην  École Normale Supérieure, το London School of Economics και το ΜΙΤ, δηλώνει οπαδός της ελεύθερης αγοράς και χρημάτισε σύμβουλος της κεντροαριστερής προεδρικής υποψήφιας Σεγκολέν Ρουαγιάλ.

Παρόλα αυτά, το κεντρικό μήνυμα του πολύκροτου βιβλίου του ήταν ότι ο Μαρξ, σε πείσμα της επικρατούσας άποψης, είχε τελικά δίκιο: η εγγενής τάση του καπιταλισμού είναι να οδηγήσει στα άκρα τις κοινωνικές ανισότητες. Μόνο εντελώς ιδιόμορφες ιστορικές συγκυρίες- όπως οι τεράστιες καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα γιγάντια έργα ανοικοδόμησης που ακολούθησαν, η δημογραφική έκρηξη του baby boom και η δύναμη της εργασίας και της Αριστεράς στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες- μπορούν προσωρινά να αντιστρέψουν αυτή την τάση. Η νεοφιλελεύθερη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, αρχής γενομένης από την άνοδο του Πινοτσέτ, της Θάτσερ και του Ρίγκαν στην εξουσία, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις από τη χρήση των νέων, ψηφιακών τεχνολογιών, επανέφεραν το σύστημα στη δυστοπική του «κανονικότητα».

Τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας είναι συντριπτικά. Ενώ τη δεκαετία του 1970, το 10% των πλουσιότερων Αμερικανών συγκέντρωνε το 30-35% του συνολικού εισοδήματος, στη δεκαετία του 2000-2010 έφτανε να έχει στα χέρια του το 50%, με προοπτική να το αυξήσει σε 60% μέχρι το 2030. Για σύγκριση, στο πιο φτωχό 50% του πληθυσμού αντιστοιχεί μόλις το 20% του συνολικού εισοδήματος και η τάση είναι να πέσει ακόμη πιο χαμηλά28. Παρόμοιες είναι οι τάσεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η εξέλιξη στο πεδίο των συσσωρευμένων περιουσιών (ακίνητα, μετοχές κ.α.). Το 2010, το 10% των πλουσιότερων νοικοκυριών στις ΗΠΑ συγκέντρωνε το 70% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη ήταν 60%. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, το 50% των συγκριτικά φτωχότερων νοικοκυριών δεν συγκέντρωνε παρά το 5% των συσσωρευμένων περιουσιών29. Το τελικό συμπέρασμα: ο Δυτικός κόσμος επιστρέφει με γρήγορους ρυθμούς στο καθεστώς των ακραίων ανισοτήτων που γνώρισε πριν από τη δεκαετία του 1930.

Άλλες μελέτες υποδηλώνουν παρόμοιες τάσεις στο πεδίο της κατανάλωσης, όσο κι αν η υπερχρέωση των νοικοκυριών στις τράπεζες δρα ως ένα βαθμό ανασταλτικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 5% των πιο πλούσιων νοικοκυριών καλύπτει το 40% της συνολικής κατανάλωσης. Η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων συμπιέστηκε λόγω της κρίσης και δεν αποκαταστάθηκε στην ανάκαμψη που ακολούθησε, την περίοδο 2009- 2012, αφού το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών καρπώθηκε το 95% της αύξησης στο εθνικό εισόδημα. Συνολικά από το 1973 μέχρι το 2013, οι βιομηχανικοί εργάτες των ΗΠΑ είδαν τις πραγματικές αποδοχές τους να μειώνονται κατά 13% (χώρια η αύξηση του κόστους για κατοικία, υπηρεσίες υγείας και για τις σπουδές των παιδιών τους), ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε την ίδια περίοδο κατά 107%.

Ο Μάρτιν Φορντ, επιχειρηματίας της Σίλικον Βάλεϊ και υπεράνω πάσης σοσιαλιστικής υποψίας, διαπιστώνει με τρόμο ότι οι ΗΠΑ πλησιάζουν, από πλευράς κοινωνικού τοπίου, τις Φιλιππίνες και φοβάται ένα εφιαλτικό μέλλον, όπου μόνο οι πλούσιοι θα συντηρούν μια κατανάλωση προσανατολισμένη βασικά σε είδη πολυτελείας, οχυρωμένοι σε κοινότητες- φρούρια για να προστατευτούν από τον εξαθλιωμένο όχλο31. Μια κακοήθης μετάλλαξη του καπιταλισμού σε ένα είδος απαρτχάιντ, όχι φυλετικού αλλά κοινωνικού αυτή τη φορά, η οποία θα απειλούσε να διαχυθεί σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεν πρόκειται για μοναχική φωνή. Παρόμοιες ανησυχίες εκφράστηκαν από δύο πασίγνωστους δισεκατομμυριούχους, τον Μπιλ Γκέιτς της Microsoft και τον Ίλον Μασκ της Tesla. Οι δύο μεγιστάνες προτείνουν την καθιέρωση «Παγκόσμιου Βασικού Εισοδήματος» (U/BI) για τα θύματα της τεχνολογικής ανεργίας και την κάλυψη ευαίσθητων κοινωνικών αναγκών- εκπαίδευση, φροντίδα ηλικιωμένων, ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ- με κύρια πηγή χρηματοδότησης τη φορολόγηση των ρομπότ. Πέραν των φιλανθρωπικών διακηρύξεων, η πρόταση του Γκέιτς και του Μασκ προσπαθεί να απαντήσει στον κίνδυνο κατάρρευσης της κατανάλωσης, δηλαδή του κυκλοφορικού συστήματος του καπιταλισμού, λόγω της συμπίεσης των λαϊκών εισοδημάτων. Υπέρ της ιδέας των δύο μεγαλοεπιχειρηματιών είχε ταχθεί και η Χίλαρι Κλίντον.

Η ιδέα του βασικού κοινωνικού εισοδήματος κερδίζει έδαφος σε διάφορες πλευρές του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος. Η προηγούμενη, δεξιά κυβέρνηση της Φινλανδίας δοκίμασε να το εφαρμόσει ως φθηνότερο υποκατάστατο των γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας, ενώ ανάλογοι πειραματισμοί γίνονται στην Ολλανδία και τον Καναδά. Από διαφορετική σκοπιά υιοθέτησαν αυτό το μέτρο διανοούμενοι της Αριστεράς όπως ο Τόνι Νέγκρι και πολιτικά κόμματα όπως οι Γάλλοι Σοσιαλιστές επί Μπενουά Αμόν, όταν το ιστορικό κόμμα τους έπνεε τα λοίσθια και αναζητούσε αγωνιωδώς ένα κάποιο σωσίβιο.

Λένε ότι οι καλές προθέσεις στρώνουν το δρόμο για την κόλαση. Ακόμη και στην καλύτερη εκ των ρεαλιστικών εκδοχών του, το Βασικό Κοινωνικό Εισόδημα θα λειτουργεί ως επίδομα, ικανό να εξασφαλίζει στοιχειώδη επιβίωση και κατανάλωση στα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού, χωρίς όμως να τα βγάζει από την υποτελή θέση τους, που κατέστησε το επίδομα αναγκαίο. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που έκαναν κεντροαριστερές κυβερνήσεις τύπου Λούλα και Κίρτσνερ στη Βραζιλία και την Αργεντινή: η επιδοματική πολιτική τους έκανε κάπως πιο υποφερτή τη φτώχια, χωρίς να θίξει τις δομικές της αιτίες. Μια στρατηγική που δεν ανατρέπει τον εμπεδωμένο νεοφιλελευθερισμό, αλλά ισοδυναμεί με πολιτική συνθηκολόγηση απέναντί του. Πολύ ουσιαστικότερη θα ήταν μια πιο επιθετική στρατηγική των συνδικάτων και της Αριστεράς για την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου που παράγεται με την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης και των ρομπότ μέσω ενός «κοινωνικού κεφαλαίου σε είδος», όπως το λέει ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης34: μείωση χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών, χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, επανένταξη ανέργων στην αγορά εργασίας κ.α.

Για την ώρα, όλα αυτά φαίνονται μακρινά και οι ανησυχίες συστημικών παραγόντων παραμένουν. Μιλώντας στη Σύνοδο για την Ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στον Καναδά, τον Απρίλιο του 2018, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ τόνισε ότι η άνοδος της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων, που παραπέμπουν στην εποχή του Ζολά και του Ντίκενς, υπό την επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, μπορεί να ξαναφέρουν το «φάντασμα του κομμουνισμού» επί θύραις35. «Αν αντικαταστήσουμε την ατμομηχανή με την τεχνητή νοημοσύνη, τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας με πλατφόρμες και τον τηλέγραφο με το Twitter, θα αναγνωρίσουμε τις ίδιες δυναμικές με εκείνες που υπήρχαν πριν από 150 χρόνια, όταν ο Μαρξ έγραφε το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος», προειδοποίησε ο Βρετανός αρχιτραπεζίτης.

Από την πλευρά του, ο Γάλλος οικονομολόγος Μαρκ Φλερμπέ ανησυχεί ότι οι μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις από την επέλαση των νέων τεχνολογιών μπορεί να ενισχύσουν, σε παγκόσμια κλίμακα, τη στροφή προς την αντικατάσταση των δημοκρατικών θεσμών από αυταρχικά καθεστώτα36. Μια τάση που φαίνεται να έχει ήδη αρχίσει και δεν περιορίζεται στην Κίνα του Σι, τη Ρωσία του Πούτιν, την Ινδία του Μόντι ή την Τουρκία του Ερντογάν, αλλά κερδίζει έδαφος και στην ίδια τη Δύση, βρίσκοντας στις νέες τεχνολογίες πολύτιμα στηρίγματα για τον έλεγχο των «επικίνδυνων» τάξεων και κινημάτων.

  • Αναδημοσίευση από το ergasianet.gr
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ