του Γιώργου Παληγεώργου
Αν πάρουμε ως αφορμή την τελευταία συζήτηση στη βουλή με την πρόταση δυσπιστίας(μομφής) του Τσίπρα προς το Μητσοτάκη και δούμε το πραγματικό πολιτικό μέγεθος των κοινοβουλευτικών κομμάτων και των στελεχών τους, θα καταλήξουμε σε άλλη μια απελπισία για την πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Σ’ αυτή την ανεμική συνεδρία καμιά ελπιδοφόρα προοπτική δε διαφάνηκε.
Αρχικά να συμφωνήσουμε ότι η γενική κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας είναι δεινή, με τις ευθύνες να βαρύνουν κύρια την κυβέρνηση και στα βασικά πεδία αποκλειστικά. Υπάρχουν βέβαια κι οι Περιφέρειες κι οι Δήμοι που θα μπορούσαν και θα έπρεπε σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες να αποτελούν έναν ισχυρό μοχλό πίεσης προς το κεντρικό κράτος. Δυστυχώς η πλειονότητα Περιφερειών και Δήμων (ελάχιστες οι εξαιρέσεις) αποτελούν την προέκταση του μακρύ βραχίονα της κεντρικής εξουσίας.
Αυτά που ζούμε, αυτά που ζει η λαϊκή τάξη σε τούτη τη χώρα δε μπορούν ν’ αλλάξουν με ρητορικές φωτοβολίδες στα αβανταδόρικα τηλεοπτικά παράθυρα και στη Βουλή.
Η σημερινή πολιτική αφασία όμως δεν έπεσε απ’ τον ουρανό, δεν την έφεραν κάποια βαρομετρικά. Κάποιοι φρόντισαν να ακυρώσουν το τεράστιο πολιτικοκοινωνικό κίνημα που έδειξε περίτρανα τις διαθέσεις του ως στις 5 Ιούλη του 2015. Εκείνη η επιλογή του τότε πρωθυπουργού να αντιστρέψει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν η ολική επαναφορά του πανθομολογούμενα σάπιου πολιτικού και τοκογλυφικού τραπεζικού κατεστημένου και μάλιστα με ηθική αναβάπτισή τους.
Είναι λοιπόν φτηνή και με περισσευούμενη υποκρισία η έκπληξη του Τσίπρα για την ακολουθούμενη ακραία νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αφού ο ίδιος της έστρωσε το χαλί να κυβερνήσει όπως κυβερνά, αφού πρώτα είχε φροντίσει να απενεργοποιήσει το δημοκρατικό Λαϊκό κίνημα και να διαπομπεύσει κάθε έννοια προοδευτικής πολιτικής και την ίδια την Αριστερά.
Άρα ποιο είναι το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της δυσπιστίας ή της μομφής προς μια κυβέρνηση. Αν συμφωνήσουμε με ειλικρίνεια, ότι δεν πρόκειται για προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης με κοινοβουλευτική διαδικασία(κι όχι με διάλυση της βουλής και εκλογές), τότε είναι ολοφάνερο ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εμπαίζει την Ελληνική κοινωνία, κοροϊδεύοντάς τη κατάμουτρα. Γιατί πρόταση δυσπιστίας σημαίνει ότι ζητάς απ’ τη Βουλή να άρει την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση. Άρα λοιπόν σε κουβέντα να βρισκόμαστε, μπας και νομίσουν κάποιοι ότι υπάρχει αξιωματική αντιπολίτευση.
Το ΚΙΝΑΛ περισσότερο ως νέο πολιτικό πείραμα και λιγότερο ως πολιτικό κόμμα, ξεχνώντας την κατρακύλα του μαζί με την κατρακύλα της χώρας, ξεθαρρεμένο πια απ’ τα δημοσκοπικά εφευρήματα, ξαναζητά κυβερνητικό ρόλο ως κατέχων, λέει, τη σχετική τεχνογνωσία.
Όμως και η συμπεριφορά του ΚΚΕ, παρά την αξιόλογη τοποθέτηση Παφίλη, δεν ξεφεύγει απ’ το μονόχνωτο δόγμα, «ότι δεν ελέγχουμε, κάνει ζημιά στο κόμμα», μεταθέτοντας την όποια πολιτική ελπίδα της κοινωνίας στην ιδιόκτητη και απροσδιόριστη χρονικά νομοτέλειά του, εμποδίζοντας έτσι τη δυνατότητα ενός μεγάλου λαϊκού πολιτικού μετώπου, την ώρα που το κεντρικό πολιτικό σύστημα έχει απαξιωθεί πλήρως στη συνείδηση της νέας γενιάς, των πολιτικά σκεπτόμενων πολιτών και μεγάλων κοινωνικών τμημάτων.
Για τη φαιδρή στάση του Βελόπουλου με τις χειρόγραφες «επιστολές» και τα ακροδεξιά παραληρήματά του, η όποια κριτική περιττεύει.
Κατά τα άλλα οι λεκτικές ντρίπλες του Βαρουφάκη δε μπορούν να φέρουν τη λήθη για τις νωπές πολιτικές του επιλογές ως υπουργού οικονομικών· «Με το 70% του 2ου μνημονίου δεν έχουμε καμία αντίρρηση», που διατυμπάνισε, δείχνει τον άξονα του πολιτικού του σκεπτικού.
Είναι ολοφάνερη η απουσία μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής πολιτικής φωνής που θα συνδέει την κοινωνία που πάσχει και τα κινητοποιημένα τμήματά της για ζωή με αξιοπρέπεια, τον πνευματικό κόσμο, τη νεολαία των αξιών και των ιδανικών και την αναγεννημένη αριστερά. Αυτή η φωνή επιβάλλεται ν’ ανθίσει.