Κείμενο συμβολής της ΑΡΑΣ στην συνέλευση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης
- Βρισκόμαστε σε μία περίοδο που προσδιορίζεται από α) την ιδιαίτερα επιθετική νεοφιλελεύθερη στρατηγική της ΝΔ, β) τα μαζικά, παροδικά ξεσπάσματα του λαϊκού κινήματος, που όμως έχουν περιορισμένη αποτύπωση στην πολιτική σκηνή και γ) την απουσία πολιτικής αντιπολίτευσης και την αμηχανία της αριστεράς.
- Η ΝΔ παραμένει κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό και υλοποιεί μία σφοδρότατη επίθεση σε πολλαπλά μέτωπα. Η στρατηγική της θα επιχειρήσει να αμβλύνει τις αντιφάσεις της ελληνικής οικονομίας και να σταθεροποιήσει τον ελληνικό καπιταλισμό, επενδύοντας στην εμπέδωση ενός ταξικού συσχετισμού που θα επιβάλλει την περαιτέρω μείωση του μεριδίου της εργασίας και τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα. Διατηρεί το πλεονέκτημα της στήριξης όλων των μερίδων της αστικής τάξης στην στρατηγική της, η οποία εκδηλώνεται μέσω πολλαπλών μηχανισμών, και έτσι περιορίζει την πολιτική φθορά που θα μπορούσε να υφίσταται.
- Ήδη από την δεύτερη φάση της πανδημίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αξιοποίησε τους υγειονομικούς περιορισμούς για να επιβάλει πολύ επιθετικά μέτρα. Όξυνε την επίθεση στην νεολαία, προώθησε άνευ προηγουμένου μέτρα καταστολής και περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων, με αποκορύφωμα την απαγόρευση των διαδηλώσεων, ψήφισε τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, προχώρησε στην άρση θεσμικών περιορισμών και εμποδίων που προέκυπταν από τις όποιες περιβαλλοντικές προστατευτικές ρυθμίσεις είχαν απομείνει, διαμόρφωσε το θεσμικό οπλοστάσιο για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Παράλληλα, εξακολουθεί και διαχειρίζεται την κυβερνητική εξουσία και τα δημόσια κονδύλια, με όρους ανταλλαγής – οικοδόμησης σταθερών συμμαχιών, αλλά και διαμόρφωσης ενός μηχανισμού στήριξης. Παρά την μεγάλη αποτυχία της στη διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, δεν εισέπραξε ανάλογη πολιτική φθορά. Ναι μεν οξύνθηκε η λαϊκή δυσαρέσκεια, σε συνδυασμό και με τα επιθετικά μέτρα που επέβαλε σε μια σειρά τομείς, ωστόσο η πίεση που δέχθηκε είναι περιορισμένη.
- Τα βασικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχουν επιλυθεί. Η αποεπένδυση, αλλά και ο χαμηλός βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού έχουν ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερη δυσκολία να ανακάμψει η παραγωγικότητα της εργασίας και συνολικότερα των παραγωγικών συντελεστών. Παράλληλα, λόγω και της αύξησης της δημόσιας δαπάνης, εν μέρει για την διαχείριση της πανδημίας και εν μέρει για την συγκρότηση των συμμαχιών της κυβέρνησης με πρόσχημα την πανδημία, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σημαντικά. Σε αυτό το πλαίσιο δομικών αντιφάσεων, που καθιστούν τον ελληνικό καπιταλισμό ιδιαίτερα ευάλωτο σε συνθήκες κρίσης, η ΝΔ επιχειρεί να αξιοποιήσει τον αρνητικό πολιτικοϊδεολογικό συσχετισμό, τόσο για να ενισχύσει την καπιταλιστική ανάκαμψη όσο και για να διαμορφώσει το θεσμικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μακροπρόθεσμης θωράκισης απέναντι σε ενδεχόμενα κρίσεων και πιέσεων, είτε ως αποτέλεσμα της όξυνσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, είτε του ξεσπάσματος μίας νέας κρίσης του καπιταλισμού. Για το επόμενο διάστημα, η ΝΔ θα αξιοποιήσει τη γρήγορη ανάκαμψη που σημειώθηκε το 2021, σε συνδυασμό με την εισροή κονδυλίων από τους διάφορους μηχανισμούς της ΕΕ, η οποία θα είναι αυξημένη. Θα επιχειρήσει οι εισροές αυτές να συμβάλλουν στην ανάκαμψη της συσσώρευσης κεφαλαίου και να ενισχύσουν την κερδοφορία μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων σε τομείς όπως οι κατασκευές, ο τουρισμός και τομείς των υπηρεσιών. Παράλληλα, στοχεύει να συγκροτήσει μέσω αυτών πιο σταθεροποιημένες συμμαχίες με τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα. Την ίδια στιγμή, επιδιώκει έναν διπλό στόχο: αφενός να περιορίσει προκαταβολικά τις δυνατότητες κινηματικών εκδηλώσεων της λαϊκής δυσαρέσκειας και αφ’ ετέρου να διατηρήσει και να συσπειρώσει ένα τμήμα του κοινωνικοπολιτικού της μπλοκ απέναντι στο οποίο δεν έχει καμία κατεύθυνση υλικών παραχωρήσεων, αλλά και το οποίο έλκεται από ακροδεξιές κατευθύνσεις και ανορθολογικές θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οξύνεται και επαναφέρεται με αναβαθμισμένο τρόπο ο κρατικός αυταρχισμός και η καταστολή, παράλληλα με την διαρκή προσφυγή στο ιδεολόγημα Νόμος και Τάξη.
- Η πολιτική στρατηγική της ΝΔ διευκολύνεται από την απουσία πολιτικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, ούτε θέλει επί της ουσίας να αποτελέσει ανάχωμα στην κυβερνητική πολιτική. Έχει ολοκληρώσει την νεοφιλελεύθερη στροφή του, έχει ψηφίσει και υλοποιήσει την μνημονιακή πολιτική, είναι απρόθυμος να δημιουργήσει ρήξεις με κεντρικές παραμέτρους της στρατηγικής του κεφαλαίου. Η αντιπολιτευτική αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μια σειρά από επιλογές στα μέτωπα της περιόδου, με πιο χαρακτηριστική τη στάση του κατά την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη, αλλά και την προδοσία της απεργίας – αποχής της ΟΛΜΕ, αφενός διαμορφώνουν τριγμούς και αφ’ ετέρου περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητά του να εντείνει τη φθορά που παράγεται στην κυβέρνηση, αλλά και να την καρπωθεί πολιτικά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατορθώσει να εγκλωβίσει τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, ιδιαίτερα όταν θα ενταθούν τα πολιτικά και εκλογικά διλήμματα, στη λογική του μικρότερου κακού.
- Το ΚΙΝΑΛ ταλαντεύεται μεταξύ της πίεσης που του ασκείται από το ΣΥΡΙΖΑ και των τμημάτων του που πιέζουν στην κατεύθυνση πλήρους σύμπλευσης με την ΝΔ. Η απώλεια της Φ. Γεννηματά αναδιέταξε την εξέλιξη της εσωκομματικής αντιπαράθεσης για την ηγεσία. Οι ρήξεις στο εσωτερικό του είναι πιο πιθανές, ανεξάρτητα από την έκβαση των εκλογών για την ηγεσία. Οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ θα οδηγήσουν είτε στην ενίσχυση των τμημάτων του που είναι προσανατολισμένα στη στρατηγική της διαμόρφωσης ενός πόλου με τη ΝΔ και επανεγκατάστασης δι’ αυτής της οδού στον κρατικό μηχανισμό και την κυβερνητική εξουσία, όπως εκφράζονται από την υποψηφιότητα Λοβέρδου, είτε στην ένταση της συζήτησης για την «προοδευτική διακυβέρνηση». Όποια και αν είναι η έκβαση, θα ενταθούν οι πολιτικές πιέσεις απέναντι στην αριστερά.
- Παρά τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης, είναι εμφανής η όξυνση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Η ένταση της δυσαρέσκειας και η κυβερνητική φθορά αποτυπώθηκε και στις κινητοποιήσεις του φετινού Πολυτεχνείου, που ήταν οι μαζικότερες των τελευταίων χρόνων. Όλο το προηγούμενο διάστημα, υπήρξαν περιοδικές, σημαντικές εξάρσεις του λαϊκού κινήματος, οι οποίες όμως είχαν περιορισμένα αποτελέσματα σε ότι αφορά στην επίδρασή τους στο πολιτικό σκηνικό. Κυρίως, οι λαϊκές αντιστάσεις δεν μπόρεσαν, με την εξαίρεση του φοιτητικού κινήματος, να πάρουν τον χαρακτήρα οργανωμένων κινητοποιήσεων διαρκείας. Οι πιο αξιοσημείωτες ήταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή, για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, που κορυφώθηκαν συγκεφαλαιώνοντας την αντίδραση στις ακραίες εκφάνσεις του κρατικού αυταρχισμού. Παρότι η εκρηκτική τους μαζικοποίηση, ιδιαίτερα μετά την Ν. Σμύρνη, ήταν σε μεγάλο βαθμό μία αυθόρμητη έξαρση, στηρίχθηκαν πάνω στην παρακαταθήκη του φοιτητικού κινήματος, αλλά και την οργανωμένη παρέμβαση τμημάτων της αριστεράς, που έθεσαν μία ενωτική και μαζική κατεύθυνση. Οι κινητοποιήσεις αυτές άφησαν πολιτικές αποτυπώσεις, καθώς συνεισέφεραν στον σημαντικό περιορισμό, για ένα χρονικό διάστημα, της κρατικής καταστολής, στην κατάργηση στην πράξη του νόμου για τις διαδηλώσεις, αλλά και στην αποτυχία της στρατηγικής της έντασης που οικοδομούσε η ΝΔ την ίδια περίοδο. Πολύ σημαντική ήταν και η μεγάλη απεργία ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, η απεργία των εκπαιδευτικών, η απεργία της efood, αλλά και η αντιφασιστική κινητοποίηση της Θεσσαλονίκης, μετά τα γεγονότα της Σταυρούπολης. Αντίστοιχα, μεγάλη βαρύτητα έχει ο αγώνας στο λιμάνι, απέναντι στο άθλιο εργασιακό καθεστώς που επιβάλει η Cosco.
- Παρότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κινητοποιήσεων αυτών, ο χαρακτήρας όλων δείχνει ότι α) οι κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος, όπως συγκροτούνταν από τα συνδικαλιστικά όργανα, αντιμετωπίζουν δυσκολίες και φθίνουν, πλην ορισμένων φωτεινών, κλαδικών εξαιρέσεων. Ακόμα και όταν υπάρχουν σοβαρότατα μέτωπα και πολύ επιθετικά μέτρα, οι εργατικές κινητοποιήσεις διαμορφώνονται ως στιγμιαία ξεσπάσματα, με δυσκολία να έχουν συνέχεια, β) στην νεολαία εξακολουθεί και εμφανίζεται έντονος ριζοσπαστισμός, αντικυβερνητική τοποθέτηση και διαθέσεις κινητοποίησης. Ωστόσο, αν και οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις είχαν πολύ έντονο νεολαιίστικο στίγμα, η εμπλοκή της νεολαίας είχε χαρακτήρα ξεσπάσματος, στηριζόταν εν πολλοίς στο αυθόρμητο των μαζών και απουσίαζε το στοιχείο της οργάνωσης και της πολιτικοποίησης του αγώνα.
- Οι εντεινόμενες κατασταλτικές πιέσεις, η επιθετικότητα της κυβέρνησης σε όλα τα μέτωπα, αλλά και τα αντιφατικά χαρακτηριστικά των εργαζόμενων τάξεων, όπου συνυπάρχει η δυσπιστία και η απογοήτευση με την εντεινόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, οδηγούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, τα οποία επιβεβαιώνονται από την εξέλιξη των κινητοποιήσεων της τελευταίας διετίας. Η λαϊκή δυσαρέσκεια, παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς, μπορεί να μετασχηματιστεί σε αγώνες με αποτελέσματα και πολιτικές αντανακλάσεις, εφόσον υπάρχει μετωπική λογική, ενότητα και πολιτικός συντονισμός της αριστεράς στο κίνημα, μαζική απεύθυνση και πολιτικός λόγος που να απαντά στις ανησυχίες των εργαζόμενων τάξεων, προτεραιότητα στην οργάνωση των αγώνων από μαζικούς φορείς με νομιμοποίηση και αποδοχή. Στον αντίποδα, οι λογικές του κατακερματισμού, των ταυτοτικών πρακτικών, της ανάδειξης των ιδιαίτερων προτεραιοτήτων πολιτικών οργανώσεων και ρευμάτων χωρίς ανάδραση με τις λαϊκές μάζες, του σεκταρισμού και του ηγεμονισμού, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες χάνονται.
- Παράλληλα, τμήματα των λαϊκών στρωμάτων μετατοπίζονται σε πιο συντηρητικές, ακόμα και αντιδραστικές κατευθύνσεις. Αυτές σχετίζονται με την κυριαρχία αντιδραστικών ιδεολογημάτων και επιχειρηματολογίας στον πολιτικό διάλογο, την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ που απονομιμοποίησε συνολικότερα την αριστερά, το γεγονός ότι τα στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κυβερνητική πολιτική είναι εν πολλοίς πολιτικά αποκλεισμένα και η αριστερά δεν μπορεί να τα προσεγγίσει. Σε αυτό το έδαφος, σε συνδυασμό και με τον σκληρό, αντιδραστικό και ανορθολογικό πυρήνα της δεξιάς και ακροδεξιάς που είναι υπαρκτός, σε καθόλου αμελητέο βαθμό, αλλά και με τον αυταρχικό, ακροδεξιό χαρακτήρα του κυβερνητικού λόγου, αναπτύσσονται αυτές οι μετατοπίσεις και οδηγούν σε κινδύνους τροφοδότησης και ενίσχυσης ακροδεξιών ρευμάτων, που παραμένουν επικίνδυνα ακόμα και αν το πιθανότερο σενάριο είναι η απορρόφησή τους από τη ΝΔ.
- Μετά από την ανάσχεση πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής που πέτυχε το λαϊκό κίνημα την προηγούμενη περίοδο (κατάργηση στην πράξη του νόμου για τις διαδηλώσεις, καθυστέρηση στην εφαρμογή της πανεπιστημιακής αστυνομίας), το επόμενο διάστημα, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επιταχύνει σε μια σειρά από μέτωπα. Είναι γεγονός ότι η εξέλιξη του επόμενου διαστήματος δεν μπορεί να προβλεφθεί, καθώς η κατεύθυνση της ΝΔ για την επιβολή της πολιτικής της σε όλα τα μέτωπα θα συγκρούεται με τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών. Ωστόσο, η προηγούμενη περίοδος έδειξε ότι, για την οριοθέτηση της κυβερνητικής πολιτικής, απαιτείται να συγκροτηθούν κοινωνικοί αγώνες, ενώ η διογκούμενη δυσαρέσκεια δεν παράγει πολιτικά αποτελέσματα στο βαθμό που δεν μετατρέπεται σε αγωνιστική δυναμική και δεν εκπροσωπείται πολιτικά.
- Τα κυριότερα μέτωπα της επόμενης περιόδου θα είναι:
- α) Η εξέλιξη της πανδημίας και οι επιπτώσεις που θα έχει. Η κυβέρνηση προσαρμόζει την υγειονομική διαχείριση στην ευρύτερη στρατηγική της και στον προσανατολισμό της για όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη επίπτωση της πανδημίας στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Είναι εντελώς απρόθυμη να πάρει οποιοδήποτε ουσιαστικό μέτρο, με αποτέλεσμα η πιθανότερη εξέλιξη να είναι η διαμόρφωση μίας ανεξέλεγκτης κατάστασης, που θα οδηγήσει τόσο σε περισσότερους νεκρούς από κορονοϊό, όσο και σε ακόμα μεγαλύτερη νοσηρότητα και απώλειες λόγω της διαρκούς πίεσης του συστήματος υγείας και της αδυναμίας να παρασχεθεί περίθαλψη σε πάσχοντες από άλλα νοσήματα. Μέχρι σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατή μία ενωτική παρέμβαση της αριστεράς με τη συσπείρωση μαζικών φορέων, πολιτικών οργανώσεων και κινήσεων αλλά και ευρύτερου δυναμικού, ώστε να διαμορφωθεί ένα μέτωπο δυνάμεων, μία κοινή αφήγηση και ένα ενιαίο πλαίσιο αιτημάτων σε σχέση με την πανδημία. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί άμεση ανάγκη μία τέτοια κατεύθυνση.
- β) Η εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη, κυρίως σε ότι αφορά στο σκέλος της καταστολής των απεργιακών κινητοποιήσεων και στον περιορισμό του συνδικαλισμού. Η εμπειρία του άμεσου χτυπήματος του αγώνα των εκπαιδευτικών αποδεικνύει ότι η ΝΔ θα εφαρμόσει τον νόμο Χατζηδάκη, ακόμα και απέναντι σε κινητοποιήσεις με πολύ μεγάλη νομιμοποίηση και αποδοχή και είναι σοβαρό το ενδεχόμενο η αντιμετώπιση αυτή να παράγει αποτελέσματα αποδιάρθρωσης. Παράλληλα, από το 2022 θα ισχύσουν οι διατάξεις για την υποχρέωση διεξαγωγής ηλεκτρονικών εκλογών στα σωματεία. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στις κατασταλτικές, αντιαπεργιακές ρυθμίσεις θα πρέπει την επόμενη περίοδο να συνδυαστούν με τους κλαδικούς αγώνες, ιδιαίτερα όπου αξιοποιούνται οι διατάξεις του. Ωστόσο, για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό, είναι απαραίτητη η συσσώρευση δυνάμεων στους χώρους εργασίας, η διαρκής πολιτική παρέμβαση και η άσκηση πίεσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Είναι επίσης απαραίτητη η συγκρότηση κοινών πρακτικών των δυνάμεων της αριστεράς αλλά και η εισαγωγή μίας κατεύθυνσης μετώπου πρωτοβάθμιων σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, με βάση την αντίθεση στις ρυθμίσεις του νόμου. Ένα τέτοιο μέτωπο θα πρέπει, τουλάχιστον σε κάποιους χώρους, να απεμπλέκει δυνάμεις από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και να ενσωματώνει τμήματα που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ, οξύνοντας και τις αντιφάσεις που διαμορφώνονται από την κεντρική του κομματική γραμμή που λειτουργεί πολλές φορές αντιπαραθετικά στις κινητοποιήσεις. Το πολιτικό περιεχόμενο μίας τέτοιας κίνησης θα πρέπει να είναι ευρύ και να εστιάζει σε συγκεκριμένα αιτήματα ενάντια στον νόμο Χατζηδάκη, σε συνδυασμό με κλαδικά αιτήματα.
- γ) Η επίθεση στη νεολαία και το πανεκπαιδευτικό μέτωπο. Η νεολαία, πρωτίστως η φοιτητική, δέχεται μία συνολικότερη επίθεση ώστε να πληγεί ο ιστορικός της ρόλος στην ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων με ευρύτερα αποτελέσματα και αντανακλάσεις. Επιπλέον, επιχειρείται μία στρατηγική συνολικότερης αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση, που θα αντιστοιχίζει ως ένα βαθμό τις εκροές του εκπαιδευτικού μηχανισμού με τους ευρύτερους στόχους της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια παραμένουν ο μοναδικός ίσως χώρος στον οποίο αφενός υπάρχουν συγκροτημένες πολιτικοσυνδικαλιστικές διαδικασίες, με σημαντική εμβέλεια και νομιμοποίηση, αλλά και υπεραντιπροσώπευση της αριστεράς και αφ’ ετέρου οι κατασταλτικές και πειθαρχικές ρυθμίσεις δεν είναι ακόμα τόσο ενισχυμένες ώστε να παράγουν αποτελέσματα άμεσης αποδιάρθρωσης, διαμορφώνει ένα ευνοϊκότερο πεδίο για την ανάπτυξη αγώνων με μεγαλύτερη αντοχή και πολιτική στόχευση. Η σύμπτωση των διαγραφών, με την ενεργοποίηση της ΟΠΠΙ, τις πειθαρχικές διατάξεις, την πλήρη ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων και τις συγχωνεύσεις – καταργήσεις τμημάτων, αλλά και τα σημαντικά προβλήματα υλικοτεχνικών υποδομών και χρηματοδότησης που ενισχύονται από τις συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία, αποτελούν ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομηθεί μία συνολική παρέμβαση. Παράλληλα, η πίεση που ασκείται στους μαθητές από την εφαρμογή της ΕΒΕ και της Τράπεζας Θεμάτων είναι ασφυκτική. Αντίστοιχα, στους εκπαιδευτικούς θα συνεχίσει να διαμορφώνεται ένταση απέναντι στην εφαρμογή της αξιολόγησης και στην συνολικότερη στάση του υπουργείου παιδείας. Επομένως, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση κινητοποιήσεων στους χώρους της εκπαίδευσης διαμορφώνονται. Από την άλλη πλευρά, όσο δεν συγκροτούνται μαζικές κινητοποιήσεις, η ΝΔ και το Υπουργείο Παιδείας κλιμακώνουν την πίεση, εφαρμόζοντας μέτρα άμεσης καταστολής. Μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου συσχετισμού, για να μπορέσουν να δοθούν οι μάχες αυτές με αποτελεσματικό τρόπο, πρέπει να αρθεί ο κατακερματισμός που έχει κυριαρχήσει στην παρέμβαση σε μαθητές και εκπαιδευτικούς και τείνει επιπλέον να παγιωθεί στην φοιτητική νεολαία. Το επόμενο διάστημα είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι κινητοποιήσεις της νεολαίας και του χώρου της εκπαίδευσης, να διερευνηθεί με πραγματικούς όρους πανεκπαιδευτικός συντονισμός, αλλά και να διαμορφώνονται ενιαίες, αποφασιστικές απαντήσεις στις κατασταλτικές και πειθαρχικές κινήσεις που επιχειρούνται, στις οποίες θα πρέπει να εμπλέκονται ευρύτερες δυνάμεις που υπερβαίνουν την εκπαίδευση (σωματεία, δικαιωματικές πρωτοβουλίες κ.λπ.).
- δ) Η μεγαλύτερη δυσχέρανση των συνθηκών ζωής για ένα μεγάλο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Κυρίαρχα στοιχεία αποτελούν η ακρίβεια και οι μεγάλες ανατιμήσεις βασικών αγαθών, που αναμένεται να οξυνθούν. Ταυτόχρονα, η ενεργειακή φτώχεια το χειμώνα θα προκαλέσει ακόμα περισσότερα ζωτικά προβλήματα στα λαϊκά στρώματα. Σε συνδυασμό με τις μεγάλες αυξήσεις στο στεγαστικό κόστος, αλλά και με τα σημαντικά προβλήματα που ήδη έχουν δημιουργήσει οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και της διαχείρισής της, διαμορφώνεται ένα εκρηκτικό μίγμα. Είναι απαραίτητο να συγκροτηθούν πλατιές, ενωτικές καμπάνιες από την πλευρά της αριστεράς, να υπάρξει προετοιμασία για την εισαγωγή των ζητημάτων στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και να γίνει ένας σχεδιασμός για την προσέγγιση εκείνων των τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων που δεν εκπροσωπούνται πολιτικά ή συνδικαλιστικά και θα είναι εκείνα που θα πληγούν περισσότερο από αυτή την εξέλιξη.
- ε) Η νέα φάση της στρατηγικής της έντασης που οικοδομείται από την ΝΔ λειτουργεί σωρευτικά με τις ήδη εκτεταμένες παραβιάσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο υπόστρωμα των οργανωμένων σκευωριών σε βάρος αγωνιστών, του νομοθετικού περιορισμού των διαδηλώσεων, των κατασταλτικών ρυθμίσεων του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη, έρχονται να προστεθούν οι αντιδραστικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, οι οποίες θα σημάνουν πολύ πιο σκληρή κατασταλτική αντιμετώπιση, μεταξύ άλλων στα αδικήματα που πολύ συχνά φορτώνονται σε συλληφθέντες σε διαδηλώσεις ή άλλες κινηματικές πρακτικές. Επιπλέον, η ακραία αστυνομική βία επαναλαμβάνεται και νομιμοποιείται από την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ΠΡΟΠΟ. Παράλληλα, ενεργοποιούνται ξανά συνθήκες σκληρής καταστολής στις κινητοποιήσεις και προσπάθεια επιβολής περιορισμών στις διαδηλώσεις. Η υπεράσπιση των λαϊκών ελευθεριών πρέπει να τεθεί στο κέντρο της παρέμβασης της αριστεράς, ως διακριτό μέτωπο πάλης και όχι ως απλό προσάρτημα των κλαδικών αγώνων. Είναι αναγκαίο να ενεργοποιηθούν οι συσσωρεύσεις και οι κινήσεις που διαμορφώθηκαν την προηγούμενη περίοδο, αλλά και να εισαχθούν κατευθύνσεις αντικατασταλτικών παρεμβάσεων με σταθερό τρόπο, σε πανελλαδικό επίπεδο, ώστε να αμφισβητηθεί, μεταξύ άλλων, η προσπάθεια εκ νέου περιορισμού των συγκεντρώσεων. Σε μία τέτοια κατεύθυνση είναι σκόπιμο να εμπλακεί το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς, κοινωνικοί φορείς, μαζικές πρωτοβουλίες, πρόσωπα με ευρύτερη νομιμοποίηση και δε χωρούν στενότητες, ιδεολογικοί προσδιορισμοί, ταυτοτικές αντιλήψεις.
- στ) Οι ιδιωτικοποιήσεις, σε συνδυασμό με την καπιταλιστική αξιοποίηση του δημόσιου χώρου και την επίθεση στο περιβάλλον. Με αποκορύφωμα την πώληση της ΔΕΗ, οι ιδιωτικοποιήσεις προχώρησαν την προηγούμενη περίοδο. Παράλληλα, εντείνεται η κατεύθυνση της καπιταλιστικής αξιοποίησης των δημόσιων, αδόμητων χώρων. Οι φετινές πυρκαγιές είχαν καταστροφικές επιπτώσεις, οι οποίες παροξύνονται από την ένταση των πλημμυρικών φαινομένων, ενώ ανοίγουν τον δρόμο για την καταπάτηση καμένων δασικών εκτάσεων σε μια σειρά από περιοχές. Στα πλαίσια και της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης, της στρατηγικής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και των επιπτώσεων (περιβαλλοντικών και κοινωνικών – οικονομικών) που θα έχει το επόμενο διάστημα η επιβολή από την ΕΕ των κατευθύνσεων της «πράσινης ανάπτυξης», με όρους που θα εξυπηρετήσουν κατά βάση την κερδοφορία συγκεκριμένων, ισχυρών τμημάτων του κεφαλαίου, το συγκεκριμένο μέτωπο έχει αυτοτέλεια και ιδιαίτερη σημασία.
- Ως προς το έλλειμμα πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης, καθοριστικό είναι το στοιχείο της αδυναμίας της αριστεράς, ιδιαίτερα των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων της, να μετασχηματίσει και να εκφράσει πολιτικά τους αγώνες. Παρά το γεγονός ότι στους αγώνες που ξεσπούν, συμμετέχουν και δίνουν περιεχόμενο διάφορα ρεύματα της αριστεράς, δεν μπορούν να διαμορφώσουν μία σταθερή πολιτική και ιδεολογική σχέση με μερίδες των λαϊκών τάξεων. Είναι πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο, ωστόσο συμπυκνώνονται στην αδυναμία ανάπτυξης της κατάλληλης μετωπικής πολιτικής και στην διαμόρφωση ενός κοινού προγράμματος και των αντίστοιχων πρακτικών που να εκπροσωπούν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα συγκεκριμένων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων που αντικειμενικά μπορούν να συνδεθούν με την αριστερά.
- Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι σημερινές δυσκολίες της αριστεράς αντανακλούν και την αποτυχία του συνόλου των στρατηγικών που διαμορφώθηκαν την τελευταία δεκαετία, η οποία έπαιξε ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν με το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε μετά την έναρξη της εφαρμογής των μνημονίων. Σε ένα βαθμό, ρόλο παίζουν οι αντικειμενικές συνθήκες που δημιουργεί η επιβολή της στρατηγικής του κεφαλαίου. Ωστόσο, βαραίνουν και οι παράμετροι που σχετίζονται με τη λανθασμένη εκτίμηση του κοινωνικού και ιδεολογικού συσχετισμού, τις λανθασμένες αναγνώσεις της σημερινής φάσης του καπιταλισμού.
- Το ΚΚΕ διατηρεί ως κυρίαρχο πολιτικό στόχο την αναπαραγωγή και την αυτοσυντήρηση του κομματικού μηχανισμού, αποφεύγει κάθε είδους συγκρούσεις και ρήξεις, αλλά και διατηρεί μία κατεύθυνση σεκταρισμού και απομόνωσης. Η πολιτική του στρατηγική περιορίζεται στην απλή διαμαρτυρία, ενώ αποφεύγει να εισάγει προγραμματικά στοιχεία και αιτήματα με μεταβατικό χαρακτήρα, τα οποία θα μπορούσαν να οξύνουν αντιθέσεις, αποκρύπτοντας παράλληλα τον συντηρητικό πυρήνα της κατεύθυνσής του πίσω από μία, πολλές φορές υπεραριστερή ρητορεία, η οποία ανάγει την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού στο απώτατο σοσιαλιστικό μέλλον. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η ρητορική αποδιαρθρώνει τις δυνατότητες στράτευσης και κινητοποίησης ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε προοπτική άμεσης υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει υποστεί σημαντική φθορά και βρίσκεται επί της ουσίας σε αδράνεια. ‘Έχει καταλήξει να αποτελεί ένα κέλυφος που «στεγάζει» αντιφατικές γραμμές, χωρίς πολιτική λειτουργία. Παρά τις αντιφάσεις, αυτό που κυριαρχεί, με ευθύνη κυρίως του ΝΑΡ, είναι η γραμμή της απομόνωσης, του σεκταρισμού, αλλά και ο στείρος «οραματικός» λόγος, χωρίς μεταβατικούς στόχους και αιτήματα, ο οποίος βρίσκεται πολύ μακριά από τις πραγματικές ανάγκες, τις ανησυχίες και τις προτεραιότητες των λαϊκών στρωμάτων.
- Με δεδομένα τα αντιφατικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας, προβάλλει επιτακτική η αναγκαιότητα μίας κινηματικής και πολιτικής ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μια τέτοια ανασυγκρότηση θα πρέπει να βασίζεται αφενός στον ουσιαστικό συντονισμό και τις κοινές πρακτικές στο μαζικό κίνημα και στους κοινωνικούς χώρους και, αφ’ ετέρου, στον ανοιχτό διάλογο για την διαμόρφωση κοινού προγράμματος και κεντρικής πολιτικής παρέμβασης. Στόχος θα πρέπει να είναι η προοπτική συγκρότησης μετώπου οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών, με κινηματικές παρεμβάσεις, σύγχρονες και μαζικές προγραμματικές προσεγγίσεις, ανοιχτή και δημοκρατική λειτουργία. Στις δυνάμεις αυτές εντάσσονται όλες οι συλλογικότητες της ριζοσπαστικής αριστεράς και το ανένταχτο δυναμικό που κινούνται σε μία κατεύθυνση α) υπέρβασης του κατακερματισμού, του σεκταρισμού και της αυτοαναφοράς, β) μαζικής αντίληψης για την πολιτική παρέμβαση, με άμεσους στόχους και μεταβατικά αιτήματα που θα μπορούν να διεισδύουν στις λαϊκές τάξεις, γ) ενιαιομετωπική και γειωμένη αντίληψη για το μαζικό κίνημα.
- Αυτό το στόχο θεωρούμε ότι θα πρέπει να έχει η Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης. Να παίξει το ρόλο της συνένωσης των διαφορετικών αντιλήψεων και ρευμάτων, με όρους που να συνδυάζουν την ενότητα στο κίνημα με την πολιτική και προγραμματική επεξεργασία. Εκτιμούμε ότι οι δυνάμεις που ήδη εμπλέκονται στην Πρωτοβουλία διαθέτουν επαρκή βαθμό πολιτικών συγκλίσεων και κοινών εμπειριών ώστε να προχωρήσουν σε αυτή την κατεύθυνση με μεγαλύτερη ταχύτητα. Παράλληλα, η Πρωτοβουλία θα πρέπει να διατηρήσει ανοιχτό το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της, ώστε να είναι ελκτική προς ένα ευρύτερο δυναμικό που μπορεί να την προσεγγίσει.
- Μέχρι σήμερα, οι πρωτοβουλίες και οι εξωστρεφείς παρεμβάσεις της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης είχαν επιτυχία και ανέδειξαν ότι διατηρείται ενεργό ένα σχετικά ευρύ δυναμικό της ριζοσπαστικής αριστεράς, διατεθειμένο να επανεμπλακεί σε συζήτηση και σε κινήσεις ανασυγκρότησης. Οι πρωτοβουλίες μας συσπείρωσαν τμήματα αυτού του δυναμικού, παραμένει ωστόσο στοίχημα το πώς θα διαμορφωθούν οι δυνατότητες μονιμότερης συστράτευσης με την Πρωτοβουλία, σε μια συγκυρία που, οι πολλαπλές ήττες και απογοητεύσεις αλλά και ο συσχετισμός δύναμης βαραίνουν. Η δική μας άποψη είναι ότι κάτι τέτοιο απαιτεί αφενός προσεκτικές κινήσεις συγκρότησης και διατήρηση ανοιχτής φυσιογνωμίας, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικές πρωτοβουλίες, πολιτική εμφάνιση στα επίδικα της περιόδου και κοινή δράση σε μέτωπα και χώρους.
- Για να καταστεί εφικτό κάτι τέτοιο χρειάζονται συγκεκριμένα βήματα. Πρώτο βήμα είναι η σοβαρή συζήτηση και η επεξεργασία γραμμής και τακτικής για τα μέτωπα της περιόδου και τους χώρους παρέμβασης. Παρότι μεταξύ των δυνάμεων της Πρωτοβουλίας υπάρχει ένα ήδη κατακτημένο επίπεδο συμφωνίας, ταυτόχρονα εμφανίζονται αποκλίσεις ή και διακριτές παρεμβάσεις σε μια σειρά από χώρους και μέτωπα. Στο βαθμό λοιπόν που είναι επιτακτικός ο κοινός σχεδιασμός και η από κοινού συμβολή για την οικοδόμηση αντιστάσεων, η συζήτηση και η παραγωγή συγκλίσεων σε αυτό το επίπεδο είναι απολύτως απαραίτητη και έχει καθυστερήσει. Ταυτόχρονα, η κινηματική δράση σφυρηλατεί πολιτικές σχέσεις, αναβαθμίζει την εμπιστοσύνη, αποσαφηνίζει τις πολιτικές κατευθύνσεις, διευκολύνει τη σύγκλιση. Η συζήτηση και ο σχεδιασμός πρέπει να συνδυάζεται και με κοινές πρωτοβουλίες και επιλογές. Δεύτερο, παράλληλο βήμα αποτελεί η εμβάθυνση της προγραμματικής συμφωνίας, αλλά και των επεξεργασιών για ένα σύγχρονο, επικαιροποιημένο μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο θα μπορεί να απευθύνεται μαζικά στις λαϊκές τάξεις, θα έρχεται σε σύγκρουση με τους κεντρικούς πυλώνες της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και θα συνδέει τους άμεσους αγώνες του λαϊκού κινήματος με την αναγκαιότητα για ευρύτερες συγκρούσεις και ρήξεις. Η συμφωνία της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης στο μεταβατικό πρόγραμμα που διατυπώθηκε και ηγεμόνευσε εντός της ριζοσπαστικής (και όχι μόνο) αριστεράς την περίοδο 2010 -2019 είναι εν πολλοίς κατακτημένη, ωστόσο, η αλλαγή της πολιτικής συγκυρίας απαιτεί τροποποιήσεις και εμβάθυνση.
- Η φυσιογνωμία της Πρωτοβουλίας είναι και πρέπει να παραμείνει ανοιχτή, με όρους που απηχούν και το ίδιο της το όνομα. Χώρος διαλόγου και κοινών πρακτικών, ανοιχτός σε συλλογικότητες και ανένταχτους αγωνιστές. Για αυτό είναι ορθή η κατεύθυνση μίας λειτουργίας η οποία θα αρθρώνεται γύρω από ανοιχτές ομάδες – επιτροπές, με συγκεκριμένο θεματικό πλαίσιο, όπου θα μπορούν να παράγονται θέσεις, αλλά και κοινός σχεδιασμός σε σχέση με τα μέτωπα. Παράλληλα, το συντονιστικό θα πρέπει, μετά την οριστικοποίηση και έγκρισή του, να διευκολύνει την πολιτική παρουσία της Πρωτοβουλίας, να συντονίζει τις επιμέρους δράσεις, να προωθεί την εμβάθυνση της λειτουργίας της.
- Η Συνέλευση της Πρωτοβουλίας θα πρέπει να καταλήξει: α) στην έγκριση του κειμένου βάσης, με την επισήμανση ότι το κείμενο αυτό θα παραμένει ανοιχτό σε συμβολές και εμπλουτισμό από πολιτικές οργανώσεις και ανένταχτο δυναμικό που θα συμμετέχουν στις διαδικασίες της Πρωτοβουλίας, β) στην ολοκλήρωση της συγκρότησης και την άμεση έναρξη της λειτουργίας των θεματικών επιτροπών, γ) στην κατεύθυνση να προγραμματιστούν ανοιχτές συζητήσεις / εκδηλώσεις / συνελεύσεις σε άλλες πόλεις το αμέσως επόμενο διάστημα, μέσα από τις οποίες θα διαμορφώνονται ομάδες συντρόφων και συντροφισσών, ώστε να συγκροτούν τον πυρήνα της παρουσίας της Πρωτοβουλίας στις περιοχές τους, δ) στην απόφαση για την περαιτέρω εμβάθυνση της συγκρότησης της Πρωτοβουλίας.
- Για εμάς, είναι σαφές ότι η Πρωτοβουλία πρέπει να φιλοδοξεί, μέσα από την διεύρυνση των δυνάμεών της, αλλά και την εμβάθυνση των συγκλίσεων και την κατάκτηση βαθμών μεγαλύτερης ενότητας στην πολιτική πρακτική, να αποτελέσει ένα μετωπικό χώρο με κεντρική πολιτική παρουσία και έκφραση. Οι ήττες της προηγούμενης περιόδου, αλλά, το κυριότερο, η αμηχανία του λαϊκού κινήματος, ο αρνητικός συσχετισμός και ο περιορισμός της απεύθυνσης της αριστεράς εν γένει και της ριζοσπαστικής αριστεράς ειδικότερα, διαμορφώνουν επιφυλάξεις, διαφορετικές ταχύτητες, ακόμα και εσωστρέφεια. Ωστόσο, η διαδικασία συγκρότησης, κινηματικού συντονισμού, πολιτικής παρουσίας και παρέμβασης των δυνάμεων που κινούνται σε συγκλίνουσες κατευθύνσεις πρέπει να επιταχυνθεί. Η συνέλευση θα πρέπει να αποτελέσει εναρκτήριο σημείο για μία τέτοια επιτάχυνση.