Η κυβέρνηση εντείνει τον αυταρχισμό και την καταστολή, ενάντια σε όσους αγωνίζονται και διεκδικούν
Η Πορεία του Πολυτεχνείου θα είναι η απάντηση
Της Δέσποινας Σπανού*
Πολλές φορές ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει, ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να διαγράψει την περίοδο της μεταπολίτευσης και εννοεί τα ριζοσπαστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν την περίοδο εκείνη. Η υλοποίηση των μέτρων αυτών, ταυτίστηκε με την ενίσχυση των ιδεών της Αριστεράς σε ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο.
Γι’ αυτό πολλές θετικές ρυθμίσεις, όπως το ωράριο, το πενθήμερο στον Ιδιωτικό και Δημόσιο τομέα, οι συλλογικές συμβάσεις εφαρμόστηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες από τις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ράλλη και Ανδρέα Παπανδρέου, διότι επιβλήθηκαν από τη δυναμική του μαζικού κινήματος.
Η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, στηριζόμενη στην απογοήτευση του λαού από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκει να κλείσει το κεφάλαιο «μεταπολίτευση» και ό,τι αυτό εκφράζει.
Η αστική τάξη στην Ελλάδα δύο φορές αισθάνθηκε να απειλείται, στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1981) και στην πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος – Ιούλιος 2015). Τώρα κλείνει το κεφάλαιο δια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με πλήρη έλεγχο όλων των μέσων εξουσίας, από την τοπική αυτοδιοίκηση, την οικονομία, ως τα Πανεπιστήμια και φυσικά με έλεγχο και καθοδήγηση της πληροφόρησης.
Στα Πανεπιστήμια επιδιώκεται η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των φοιτητών και ο έλεγχος της διακίνησης ιδεών, γι’ αυτό ψηφίστηκε η πανεπιστημιακή αστυνομία, η μείωση του αριθμού των εισακτέων, δια της ΕΒΕ, ώστε να αφυδατωθεί οποιαδήποτε ριζοσπαστική σκέψη και να αποκλειστούν τα παιδιά των φτωχών οικογενειών, που είχαν τη δυνατότητα εισαγωγής τις προηγούμενες δεκαετίες.
Στον οικονομικό τομέα στηρίζονται μόνο οι μεγάλοι οικονομικοί όμιλοι, εις βάρος μικρομεσαίων και μισθωτών, γι’ αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης ενισχύει μόνο τους μεγάλους και θέτει ως προϋπόθεση για ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων τη συγχώνευσή τους, άρα την εξαγορά τους από τις μεγάλες.
Το λεγόμενο επιτελικό κράτος, δεν σημαίνει μόνο τον περιορισμό των κοινωνικών υπηρεσιών και άρα των κοινωνικών παροχών, που ισχύει σε όλους τους τομείς, υγεία, παιδεία, κοινωνική πρόνοια, χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο κοινωνικής αναδιανομής για την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, άρα του μεγάλου πλούτου.
Η υλοποίηση όμως όλων αυτών απαιτεί απουσία λαϊκών αντιδράσεων. Για το λόγο αυτόν οξύνουν τον αυταρχισμό. Οι διαμαρτυρίες για άδικα μέτρα, απ’ ευθείας αναθέσεις, περιφρόνηση των κοινοβουλευτικών κανόνων, ακόμη και τον συνταγματικών διατάξεων αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, διότι προπαγανδίζουν ότι η διακυβέρνηση δεν κρίνεται ως προς τη νομιμότητά της, αλλά ως προς την αποτελεσματικότητά της. Είναι αποτελεσματική η διακυβέρνηση; Σαφώς όχι, σε όλους τους τομείς υπάρχει παταγώδης αποτυχία. Όμως η ελεγχόμενη πληροφόρηση και η προπαγάνδα περί του καλύτερου αποτελέσματος, αν δεν υπάρχει νομιμότητα και εργατικές κινητοποιήσεις, πείθει ένα μέρος της κοινής γνώμης.
Για το λόγο αυτό από την πρώτη στιγμή προωθήθηκαν νομοθετικές ρυθμίσεις για τον περιορισμό εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο περιορισμός των εργατικών δικαιωμάτων είχε αρχίσει και από προηγούμενες κυβερνήσεις, Σημίτη (ΠΑΣΟΚ), Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, όμως με τη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και το ν. Χατζηδάκη ολοκληρώθηκε. Η υλοποίηση όλων αυτών απαιτεί όχι μόνο έλεγχο της πληροφόρησης, αλλά και μέτρα καταστολής των όποιων αντιδράσεων. Σ’ αυτή την διαδικασία η κυβέρνηση εργαλειοποίησε την πανδημία και ψήφισε τον αντισυνταγματικό ν. 4703/20 για την ουσιαστική απαγόρευση των διαδηλώσεων. Προσπάθησε να απαγορεύσει ακόμη και τη διαδήλωση του Πολυτεχνείου του 2020. Δεν το πέτυχε, διότι η αντίδραση του λαού και των πολιτικών συλλογικοτήτων της Αριστεράς ήταν άμεση και αποφασιστική, με αποτέλεσμα η διαδήλωση να γίνει κανονικά, παρά τις αντιδράσεις. Το ίδιο έγινε και αργότερα με τη πραγματοποίηση των μεγάλων κινητοποιήσεων για τα δημοκρατικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα ο ν. 4703/20 να καταστεί ουσιαστικά ανενεργός.
Όμως η μείωση της αξιοπιστίας της κυβέρνησης και οι απεργιακές κινητοποιήσεις εργαζομένων, ορισμένες από τις οποίες είχαν επιτυχίες (e-food, Cosco) προφανώς φόβισαν και απέδειξαν ότι η κυβερνητική πολιτική μπορεί να ανατραπεί και έτσι ο αρμόδιος υπουργός Θεοδωρικάκος προσπαθεί να οξύνει την καταστολή και να εφαρμόσει το δόγμα «νόμος και τάξη» με κάθε τρόπο.
Τα ΜΑΤ επιτέθηκαν με χημικά στην διαδήλωση των εκπαιδευτικών και λίγες ημέρες αργότερα στην κινητοποίηση των πυροσβεστών, με αποτέλεσμα τον βαρύ τραυματισμό ενός πυροσβέστη και ενός φωτορεπόρτερ, που απλώς κάλυπτε την συγκέντρωση.
Οι μετέπειτα δηλώσεις του ήταν προκλητικές. Είπε ότι ο πυροσβέστης κτύπησε μόνος του (το video δείχνει καθαρά τα κτυπήματα των ΜΑΤ) και ότι θα τηρηθεί ο νόμος για τις διαδηλώσεις, άρα ουσιαστικά θα απαγορευτούν.
Ο Τ. Θεοδωρικάκος είναι απ’ αυτούς που έχουν εξαντλήσει το πολιτικό εκκρεμές και όπως οι γενίτσαροι επί Τουρκοκρατίας, έτσι και αυτός προσπαθεί να ξεπεράσει σε σκληρότητα ακόμη και τον προκάτοχό του Χρυσοχοΐδη. Προσπαθεί να δώσει εξετάσεις στη Ν.Δ. και στον ίδιο τον Μητσοτάκη, που τον επέλεξε και γι’ αυτό μπορεί να κάνει τα πάντα.
Το αφήγημα για την «κυβέρνηση των αρίστων» δεν πείθει πλέον, η πανδημία καλπάζει, κανένα μέτρο δεν έχει ληφθεί για την στήριξη του ΕΣΥ, η Ελλάδα είναι στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε θανάτους, οι ειδικοί λένε ότι μέχρι την Άνοιξη θα φθάσουν 20.000 οι νεκροί, αν δεν ληφθούν μέτρα, η ακρίβεια κατατρώει τα λαϊκά εισοδήματα, οι υποσχέσεις για ανάπτυξη της οικονομίας διαψεύδονται και οι εργαζόμενοι βιώνουν όλες τις συνέπειες.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και ελπίδα. Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, οι οποίες έδειξαν ότι μπορούν να είναι νικηφόρες και να ακυρώσουν το ν. Χατζηδάκη είναι ελπίδα. Γι’ αυτό η κυβέρνηση οξύνει τον αυταρχισμό, για να τρομοκρατήσει και να αποτρέψει άλλες αντιδράσεις.
Ο Τ. Θεοδωρικάκος τοποθετήθηκε για να το πετύχει. Στη διαδήλωση όμως του Πολυτεχνείου 17/11, θα πάρει μια πρώτη απάντηση. Το σύνθημα ψωμί – παιδεία – ελευθερία είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Με τη συμμετοχή μας, θα αποδείξουμε ότι υπερασπιζόμαστε αρχές, αξίες, ιδανικά.
Η Πορεία του Πολυτεχνείου θα είναι η απάντηση.
*Η Δέσποινα Σπανού, πρώην αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, στέλεχος της ΛΑΕ