Η θέση της Ελλάδας σ’ έναν ετεροβαρή πολυπολικό κόσμο και η σοσιαλιστική «πολιτική των ορίων»

Η θέση της Ελλάδας σ’ έναν ετεροβαρή πολυπολικό κόσμο και η σοσιαλιστική «πολιτική των ορίων»

Βασίλης Κων/νου Φούσκας*

Εισαγωγή

Η ενασχόληση αυτού του κειμένου αφορά θέματα διεθνών σχέσεων και υψηλής πολιτικής, τα οποία δεν προσυπακούουν, κατ’ ανάγκη, σε κινηματικά ζητήματα ή/και δεν χρειάζονται απαραίτητα στήριξη απ’ τα λαϊκά κινήματα προκειμένου να παραχθούν ιστορικά αποτελέσματα υπέρ του ενός ή του άλλου κράτους. Βέβαια, η ιδανική περίπτωση, σ’ ότι αφορά υποτελείς κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως η Ελλάδα, είναι μία σοσιαλιστική εξωτερική πολιτική ή/και μία πολιτική αποτροπής ενάντια στη Τουρκία που να έχει τη στήριξη ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος το οποίο με άξονα την αντίσταση ενάντια στην εξωτερική απειλή να πραγματώνει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και τη σοσιαλιστική πολιτική οικονομία στο εσωτερικό της χώρας. Μεθοδολογικά, η πρόταση αυτή αντλείται από μερικά σπάνια αποσπάσματα των έργων του Καρλ Βον Κλαούζεβιτς και του Παναγιώτη Κονδύλη.[1] Τον πρώτο τον θαύμαζε ο Ένγκελς και ο Λένιν. Ο Κονδύλης αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του, Θεωρία του Πολέμου, επεξεργαζόμενος τις θέσεις του Κλαούζεβιτς και του Λένιν. Είναι καιρός να επιχειρήσουμε εδώ μία ανάγνωση της διεθνούς πολιτικής και της θέσης της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα σ’ ένα νέο ετεροβαρή πολυπολικό κόσμο, αντλώντας μεθοδολογικά από αυτές τις πηγές. Θα δούμε ότι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν δυνατότητες επιβίωσης μέσα σ’ αυτό το κόσμο αν οι ηγεσίες τους είναι σε θέση ν’ ασκήσουν μία «πολιτική των ορίων». Και επειδή η εξαρτημένη και υποτελής αστική τάξη της χώρας δεν είναι σε θέση ν’ ασκήσει μία τέτοια πολιτική, επαφίεται στις σοσιαλιστικές και δημοκρατικές δυνάμεις της κοινωνίας και της πολιτικής να το πράξουν.

Αμερικανική υψηλή στρατηγική

Οι αρχές της Αμερικανικής υψηλής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο κατά το Ψυχρό Πόλεμο είχαν ως εξής:

  1. Η ασφάλεια και άμυνα του κράτους του Ισραήλ είναι αδιαπραγμάτευτες και οτιδήποτε τις υπονομεύει είναι στρατηγικός εχθρός των ΗΠΑ.
  2. Η Τουρκία είναι περισσότερο σημαντική παρά η Ελλάδα στους γεω-στρατηγικούς υπολογισμούς των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
  3. Πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει ν’ αποφευχθεί πάση θυσία, με κάθε δυνατό τρόπο.

Σ’ αυτές τις τρεις άκαμπτες αρχές προστίθεται μία τέταρτη, ευέλικτη αρχή – άρχισε να συζητείται το 1963-64 με αφορμή τη Συνταγματική κρίση στη Κύπρο – πάντα μέσα στο πλαίσιο του δόγματος μη-πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτή αφορά την αρχή της διαπραγμάτευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με το πως θα μοιραστεί η Κύπρος και το Αιγαίο. Μετά το Νοέμβριο του 1973 – πετρέλαια Θάσου, πρώτη σοβαρή πρόκληση Τουρκίας στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο – η αρχή αυτή της διαπραγμάτευσης παίρνει σάρκα και οστά και ολοκληρώνεται με τη Κυπριακή προδοσία. Έκτοτε, η ενδοτική και υποτελής σε Ευρω-Ατλαντικά συμφέροντα αστική τάξη της Ελλάδας διαπραγματεύεται, ανοιχτών ή κεκλεισμένων των θυρών, το μοίρασμα του Αιγαίου και τη νομιμοποίηση της Τουρκικής εισβολής και κατοχής στη Κύπρο. Η ειρήνη με τη Τουρκία καθίσταται ευκταία μόνον όταν παζαρευτούν Κύπρος και Αιγαίο. Η Ελλάδα κατείχε πάντοτε εξαρτημένη/δυναστευόμενη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα κι εδώ εδράζεται ο ενδοτικός χαρακτήρας της αστικής της τάξης έναντι των κελευσμάτων του Ευρω-Ατλαντισμού. Ωστόσο, σε συνθήκες φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, όσο κι αν είναι περιορισμένη, το μοίρασμα του Αιγαίου και της Κύπρου δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν, δηλ. να εκλάβουν νόμιμες, θεσμικές μορφές. Κι αυτό διότι υπάρχει μεγάλη λαϊκή αντίσταση, την οποία αν και ο νεο-φιλελεύθερος λόγος των δικαιωματικών μειονοτήτων φρονεί να υπονομεύσει αυτό το ύψιστο θέμα υψηλής πολιτικής, η κοινωνία έχει από μόνη της φροντίσει να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και να μη χάνει το δάσος λόγω των δέντρων.

Οι παραπάνω θεμελιώδεις αρχές της υψηλής στρατηγικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε σχέση με τη περιοχή μας δεν έχουν αλλάξει σήμερα, παρά τη σημαντική τους κρίση και την τεράστια οικονομική άνοδο της Κίνας στην Ασία και παγκόσμια. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα, λόγω της ένταξής της στην ΕΕ και την Ευρω-ζώνη, υπάγεται σήμερα οικονομικά και χρηματιστηριακά στο σύμπλεγμα των Βρυξελλών, αν και στρατιωτικά-αμυντικά εξακολουθεί να κυριαρχείται απ’ τους σχεδιασμούς του Αμερικανικού Πενταγώνου και του ΝΑΤΟ.

Παγκόσμια μετατόπιση ισχύος, Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία

Η παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα σήμερα γνωρίζει μία μετατόπιση οικονομικής και τεχνολογικής ισχύος από τον Ευρω-Ατλαντισμό στην Ασία και τη Κίνα, αν και από άποψη στρατιωτικής ισχύος οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της εξακολουθούν να διαθέτουν τα πρωτεία. Η πολυπολικότητα είναι άνιση και ασύμμετρη, όχι ισοβαρής και σύμμετρη. Η κρίση του ΝΑΤΟ, ωστόσο, και οι ήττες των ΗΠΑ στα θέατρα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής είναι μία πραγματικότητα. Ακόμα, η κρίση του ΝΑΤΟ εμφανίζεται με τη μορφή των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των κρατών-μελών του, ένα πρόβλημα που ήταν πάντοτε υπαρκτό αλλά τώρα έχει οξυνθεί διότι τα μέλη είναι πολύ περισσότερα. Επίσης, η διεύρυνση της συμμαχίας έχει γεωγραφικά-πολιτικά όρια: Η Ρωσία δεν πρόκειται να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.

Η συμφωνία AUKUS είναι αποτέλεσμα αυτών των μεγάλων δομικών μετασχηματισμών. Η AUKUS θεσμοποιεί τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας ασφάλειας στην Ασία λόγω της ανόδου της Κίνας προσπαθώντας να αποσοβήσει, κατά το δυνατόν, την αναδιανομή της παγκόσμιας ισχύος υπέρ των Κινεζικών συμφερόντων. Ταυτόχρονα αφήνει τοποτηρητές των συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, όπως η Τουρκία και η Γαλλία, ενώ παράλληλα ενισχύει τις προϋπάρχουσες δομές ισχύος του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, στη Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλτική ενάντια στη Ρωσία. Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι υποτελές εξαρτήματα αυτού του σχεδίου του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Οικονομικά και χρηματιστηριακά, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, είναι υποχείρια της Γερμανίας και των Βρυξελλών. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το επίδικο αντικείμενο των διεθνών σχέσεων στη πράξη και στην ιστορία είναι η αναδιανομή της ισχύος – πρώτιστα οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής – σε παγκόσμια κλίμακα υπέρ τυ ενός ή του άλλου εθνικού σχηματισμού.

Οι λαϊκές τάξεις της Ελλάδας ήταν πάντοτε αντιμέτωπες με μία ενδοτική αστική τάξη η οποία παραχωρούσε άπλετα προνόμια στους «συμμάχους» και, ακόμα, λόγω της υποδεέστερης θέσης της στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Τουρκία – πρόσφατα, ο Ερντογάν ανέφερε χλευαστικά ότι «όλη η Ελλάδα έγινε μία απέραντη Αμερικανική βάση». Ταυτόχρονα, οι λαϊκές τάξεις αντιμετώπιζαν έναν αχαλίνωτο κρατικό αυταρχισμό στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς καμία προσπάθεια χρηματοδότησης ενός προνοιακού κοινωνικού μηχανισμού σε θέματα κυρίως υγείας. Αυτές οι δύο διαστάσεις της πολιτικής κατάστασης της χώρας δεν έχουν αλλάξει και πολύ, θα έλεγα, απ’ το 1922 και μετά, αν και υπήρξαν περίοδοι εξαιρέσεων, όπου ο κρατικός αυταρχισμός στο εσωτερικό μέτωπο μετριάζεται και ο ενδοτισμός στα εξωτερικά θέματα περιορίζεται – π.χ. η δεκαετία του 1980. Επίσης, την δεκαετία του 1980 δημιουργήθηκε το ΕΣΥ, αν και με το λάθος τρόπο του δανεισμού, όχι μέσω φορολόγησης.

Οι συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ

Είναι απολύτως σαφές ότι οι ιθύνουσες ελίτ της χώρας και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, πριν και μετά την Ελληνο-Γαλλική συμφωνία και τις δύο Ελληνο-Αμερικανικές συμφωνίες, συζήτησαν και συζητούν μαζί με τη Τουρκία μία συμφωνία «ειρήνης» για το Αιγαίο και τη Κύπρο. Πολύ φοβάμαι ότι όποια συμφωνία κι αν προκύψει μ’ αυτό τον τρόπο θα είναι συμφωνία υπονόμευσης των ελληνικών λαϊκών συμφερόντων σε Ελλάδα και Κύπρο, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του περιφερειακού ιμπεριαλισμού της Τουρκίας και, πάνω απ’ όλα, τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ προκειμένου να ενισχύσουν τον αποκλεισμό της Ρωσίας απ’ τα Βαλκάνια και την Μεσόγειο. Στην ίδια ΝΑΤΟϊκή προοπτική εντάσσεται και το σχέδιο για μια μεγάλη Αλβανία, με τον αποκλεισμό του σλαβικού στοιχείου, κυρίως των Σέρβων, από την Αδριατική. Η ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της Βόρειας Μακεδονίας θα φέρει την αστική τάξη της χώρας προ του διλήμματος: Να υποστηρίξει τους Σλαβομακεδόνες ενάντια στη Μεγάλη Αλβανία ή τη ΝΑΤΟϊκή θέση του εσαεί αποκλεισμού της Ρωσίας από τα Βαλκάνια;

Η Ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι καλλιεργούν την εντύπωση ότι η ενίσχυση των αμυντικών δομών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο και Σούδα ενισχύουν την Ελληνική αποτροπή έναντι της Τουρκικής απειλής, όπως ενισχύει την Ελληνική αποτροπή και η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία. Αυτό είναι λάθος και παραπλανητικό. Οι ελληνικές λαϊκές τάξεις πρέπει να καταγγείλουν αυτές τις μεθοδεύσεις και να αποδομήσουν αυτή τη θεώρηση πραγμάτων. Οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ δεν σημαίνει προστασία από τη Τουρκία, αλλά πίεση από τις ΗΠΑ πάνω στην ενδοτική αστική τάξη της χώρας να μοιράσει το Αιγαίο και τη Κύπρο – μετά από διαπραγματεύσεις, ανοιχτών ή κεκλεισμένων των θυρών – μαζί με τη Τουρκία. Η συμφωνία με τη Γαλλία υπάγεται στις ΗΠΑ, δεν είναι ενάντια στις ΗΠΑ, και δεσμεύει την Ελλάδα σε συμμετοχή στρατιωτικών αποστολών εκτός Ελληνικής επικράτειας ενάντια σε άλλους λαούς και χωρίς απτό όφελος για τα Ελληνικά λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, αυτές είναι οι θέσεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας, όχι η ενίσχυση της Ελληνικής αποτροπής έναντι του Τουρκικού περιφερειακού ιμπεριαλισμού επί τη βάση της ειδικής ανεξάρτητης αμυντικής βαρύτητας της Ελλάδας ως συμμάχου. Η συμμαχία με τη Γαλλία θα είχε νόημα όταν εντασσόταν σ’ ένα Ελληνικό, ανεξάρτητο σχέδιο αποτροπής που θα κάλυπτε τις ΑΟΖ και τον εναέριο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας ως ένα ενιαίο χώρο ενδυναμώνοντας και ενεργοποιώντας το ενταφιασμένο δόγμα του «ενιαίου αμυντικού χώρου». Παραπέρα, το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου δεν σημαίνει απλά προέκταση και κάλυψη των αμυντικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Ελλάδας, αλλά, κυρίως, ενδυνάμωση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μηχανισμών αποτροπής της ενάντια στη Τουρκική απειλή.[2] Η υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ σε σχέση με τις προτεραιότητές τους στην Ανατολική Μεσόγειο και τη πρωτοκαθεδρία της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει, παραμένει η ίδια. Αμετάλλακτη, ωστόσο, παραμένει και η θέση τους περί μη-πολέμου, πάση θυσία, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή είναι μία εξαιρετικά σημαντική παράμετρος για τη συγκρότηση μιας σοσιαλιστικής πολιτικής ορίων.

Στη «καλύτερη» των περιπτώσεων, το «καλύτερο» σενάριο για τις Ελληνικές αστικές ελίτ – που σπέρνουν εθνικισμό στα λόγια ενώ στη πράξη είναι παντελώς έρμαια του νεο-φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού της παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού – είναι το ακόλουθο: μετατροπή της Τουρκίας σε εξάρτημα των συμφερόντων της Κίνας και της Ρωσίας, κάτι που θα ενεργοποιούσε Ευρω-Ατλαντικά σχέδια για το διαμελισμό της Τουρκίας με άξονα τις «πληρεξούσιες» δυνάμεις της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αρμενίας και των Κούρδων – το Ισραήλ δεν θα συμμετάσχει σ’ ένα τέτοιο παραλογισμό, ενώ Ρωσία και Κίνα ενδέχεται να βρουν ένα modus vivendi, με ανταλλάγματα, μαζί με τα Ευρω-Ατλαντικά σχέδια. Αυτά είναι απίθανα να συμβούν, αλλά αν ποτέ συμβούν θα είναι καταστροφή για όλους τους λαούς της περιοχής, όπως έδειξε περίτρανα η Αγγλο-Ελληνική περιπέτεια στην Μικρά Ασία το 1919-22, όταν υπήρχαν πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες – κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνικοί πληθυσμοί στην Ιωνία και την Ανατολική Θράκη κλπ. – για την πραγμάτωση του Ελληνικού Μεγαλο-ϊδεατισμού. Τότε η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου δρούσε ως πληρεξούσιος μιας καταρρέουσας αυτοκρατορίας, της Αγγλικής. Σήμερα θα κινδυνεύει να δράσει ως πληρεξούσιος μιας άλλης καταρρέουσας αυτοκρατορίας, των ΗΠΑ. Οι λαϊκές και εργατικές τάξεις της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν χρέος να προειδοποιήσουν και να καταγγείλουν παραλογισμούς και ιδέες τέτοιου είδους.

Στο «δια ταύτα»

Σ’ έναν άνισο και ετεροβαρή πολυπολικό κόσμο οι Ελληνικές λαϊκές τάξεις δεν είναι χωρίς ρεαλιστικές επιλογές. Η πρώτη και βασική επιλογή σε επίπεδο υψηλής πολιτικής είναι μία ανεξάρτητη και πολυδιάστατη υβριδική εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας και ασφάλειας. «Υβριδική» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρά μονομερή και άμεση αποχώρηση απ’ το ΝΑΤΟ και την ΕΕ ή την Ευρω-ζώνη. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Πρόκειται για ευχολόγια κι άρα για ανεύθυνη πολιτική στάση απέναντι στους εργαζόμενους. Αυτό όμως που γίνεται ως πρώτο βήμα και που θ’ αποφέρει πολλαπλά οφέλη στον ελληνικό λαό και την ειρήνη στην περιοχή είναι η εφαρμογή ενός υβριδικού πολυκεντρισμού στην προσέγγιση των εξωτερικών θεμάτων και της ασφάλειας της χώρας, σε συνδυασμό με πολιτικές ανάπτυξης μιας ενδογενούς, ευέλικτης και ανεξάρτητης αμυντικής βιομηχανίας, προκειμένου ν’ αρχίσει η χώρα ν’ απεξαρτοποιείται απ’ τις ΗΠΑ και από άλλες δεσμεύσεις που έχει και που πιθανά δεν γνωρίζουμε. Αυτό απαιτεί συγκεκριμένα, βήμα-βήμα και προσεκτικά – αλλά σταθερά – βήματα ρήξης με το μεγάλο κομπραδόρικο/μεταπρατικό κεφάλαιο της χώρας, το οποίο δίνει κατεύθυνση στις πολιτικές ελίτ για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Επίσης, απαιτεί ρήξη με το μεγάλο εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο δίνει βασικές κατευθύνσεις στις ελληνικές πολιτικές ελίτ προκειμένου να παραμένουν εγκλωβισμένες μέσα στον οικονομικό/χρηματιστηριακό άξονα των επενδύσεων και εμπορίου των ζωνών του Ευρώ και του δολαρίου, διαιωνίζοντας έτσι την υποτελή και ενδοτική στάση της χώρας τόσο μέσα στην Ευρω-Ατλαντική συμμαχία όσο και απέναντι στη Τουρκία. Το μικρό και μεσαίο εφοπλιστικό κεφάλαιο πρέπει να δεσμευτεί να συμβάλλει στην οικονομική και αειφόρο ανασυγκρότηση της χώρας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια αναπτυξιακή προοπτική με βασικό μοχλό το σοσιαλιστικό κράτος.

Τι άλλο, όμως, πρέπει να συνοδεύει μια πολυδιάστατη υβριδική εξωτερική πολιτική; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της σε επίπεδο εσωτερικού μετώπου; Αυτό το ερώτημα είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί στη πράξη, διότι απαιτεί το σχηματισμό και την οργανωτική δόμηση τέτοιων ικανών πολιτικών εκπροσώπων των λαϊκών τάξεων της χώρας που – για να παραφράσω τον Λένιν – δεν πρέπει να είναι «χειρότεροι απ’ τους αστούς πολιτικούς». Κι αυτό γιατί η συλλογική πολιτική ηγεσία των λαϊκών τάξεων πρέπει να έχει το χάρισμα και την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να μπορεί να εφαρμόσει μία σοσιαλιστική πολιτική των ορίων. Η «πολιτική των ορίων» – ένας όρος ο οποίος, αναντίρρητα, θέλει παραπέρα θεωρητική και ιστορική επεξεργασία και ανάπτυξη – αφορά την ικανότητα μιας πολιτικής ηγεσίας να κινείται, με τις πολιτικές διεκδικήσεις που θέτει και, αν είναι δυνατόν, τη στήριξη ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος μέσα κι έξω απ’ τη χώρα, στο μεταίχμιο των ορίων που μπορεί να αποδεχτεί το σύστημα της αστικής εξουσίας ώστε ν’ αποφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα σ’ ότι αφορά την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Ελλάδας και του λαού της. Είδαμε, για παράδειγμα, ποια είναι τα τρία αμετακίνητα δόγματα της υψηλής στρατηγικής των ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και το ευέλικτο δόγμα που στηρίζεται στην αρχή της διαπραγμάτευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το μοίρασμα του Αιγαίου και της Κύπρου. Ωστόσο, είδαμε ακόμα ότι η παγκόσμια ισχύς μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο στην Ασία και ότι η αναδιανομή της υπέρ της μιας ή της άλλης δύναμης δεν θα είναι ανώδυνη.  Έτσι, δύο ερωτήματα γίνονται επίκαιρα:

  1. Ποια είναι η σοσιαλιστική πολιτική των ορίων για κάθε συγκεκριμένο εθνικό ζήτημα στη σημερινή συγκυρία παγκόσμιας και περιφερειακής αναδιανομής ισχύος, από τη στιγμή που είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν επ’ ουδενί λόγο και τρόπο πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
  2. Ποια είναι – και πως θα προκύψει – η νέα πολιτική ηγεσία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα που θα είναι σε θέση να μετουσιώσει σε διαρκή ιστορική πράξη αυτή τη πολιτική των ορίων την οποία οι ιθύνουσες ελίτ της χώρας ούτε θέλουν ούτε μπορούν να εφαρμόσουν;

Είναι σαφές, τουλάχιστον κατά τον γράφοντα, ότι μόνο όταν αυτά τα ερωτήματα απαντηθούν στη πράξη θα είναι εφικτή η ηγεμονία των λαϊκών τάξεων έναντι στο εξαρτημένο και ενδοτικό άρχον συγκρότημα εξουσίας στην Ελλάδα. Μ’ αυτήν την έννοια, οι στόχοι της αποτροπής των εξωτερικών απειλών και του υβριδικού πολυκεντρισμού του λαϊκού κινήματος γίνονται οδοδεικτικές πινακίδες για το ποιο πρέπει να είναι και το πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας σε συνθήκες ετεροβαρούς πολυπολυκότητας. Οι εξωτερικές και αμυντικές αναγκαιότητες της χώρας και της Κυπριακής Δημοκρατίας καθοδηγούν την εσωτερική πολιτική για μια σοσιαλιστική δημοκρατία στη χώρα, δηλ. για μια πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ελλάδα.

[1] Για τον Κλαούζεβιτς δεν υπάρχει θεώρηση της εσωτερικής πολιτικής ανεξάρτητα από μέριμνες εξωτερικής πολιτικής, ακριβέστερα, η εσωτερική πολιτική πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά των αναγκαιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής.

[2] Η θέση του Μακάριου ήταν πάντοτε η εξής: η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να ενισχύεται ως ανεξάρτητο κράτος προσφέροντας άπλετα δημοκρατικά δικαιώματα σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών και των τουρκο-κυπρίων, και αυτό πρέπει να γίνεται στο βαθμό που δεν συντρέχουν ρεαλιστικές προϋποθέσεις για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα διαλυθεί μόνο μέσω της διαδικασίας της ενώσεως με την Ελλάδα. Η θέση αυτή του Μακάριου υπονομεύτηκε περισσότερο από τους Καραμανλή και Αβέρωφ και λιγότερο απ’ τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δεκαετία του 1960. Ο Μακάριος έβρισκε στήριξη μόνο στον Ανδρέα Παπανδρέου και στην ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού.

*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου.