Για το βιβλίο της Μάγδας Σαμοθράκη- Παπαδημητρίου “Πατρίδα ξένη ”

Δημήτρης Στρατούλης

Για το βιβλίο της Μάγδας Σαμοθράκη- Παπαδημητρίου “Πατρίδα ξένη ”, εκδόσεις ΑΠΑΡΣΙΣ

Φίλοι και φίλες καλησπέρα σας

Κατ’ αρχή συγχαίρω τις εκδόσεις Άπαρσις γι’ αυτή την καλά προετοιμασμένη και όμορφη εκδήλωση, στον πολύ όμορφο χώρο του ART ΕΔΕΜ, που ο καλός φίλος και σύντροφος Θανάσης Κοσκινάς δημιούργησε με πολύ μεράκι.

Και ευχαριστώ τη Μάγδα, που μου έκανε την τιμή να είμαι ένας από αυτούς που παρουσιάζουν το βιβλίο της.

Η καλή και αγαπημένη μου φίλη, συμπατριώτισσα, πρώην συνάδελφός μου στον ΟΤΕ, η Μάγδα Σαμοθράκη – Παπαδημητρίου, με το ιστορικό της μυθιστόρημα «Πατρίδα Ξένη» των εκδόσεων ΑΠΑΡΣΙΣ αναδεικνύει με εξαιρετική λογοτεχνική γραφή την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία του Αγρινίου και της ενδοχώρας του Δήμου Ξηρομέρου, δηλαδή του τόπου καταγωγής της, αλλά και της Θεσσαλονίκης, κάνοντας μία αγωνιώδη στάση στην Αθήνα, μία δραματική στάση στο Άουσβιτς κι ένα ευχάριστο ταξίδι στο χωριουδάκι των πολιτικών εξόριστων Κροστσιένκο, στην μακρινή Ανατολική Πολωνία.

Και αυτό το κάνει, μέσα από την ιστορία μίας οικογένειας Ελλήνων Σεφαραδιτών Εβραίων, αλλά, ουσιαστικά, και του θείου της, για 5 ολόκληρες δεκαετίες, 1935 – 1975, στη διάρκεια του σύντομου, λόγω δύο παγκόσμιων πολέμων, αλλά συνταρακτικού 20ου αιώνα.

Κεντρικό πρόσωπο και βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου φαίνεται να είναι, ο Ζαζαρίας Ναχμίας, ο Αγρινιώτης Έλληνας Εβραίος έμπορος, με τους ανοικτούς πνευματικούς και πολιτικούς ορίζοντες, που στάθηκε πιο πατριώτης και από όσους ισχυρίζονταν ότι αυτοί ήταν γνήσιοι Έλληνες, και που κράτησε αναλυτικό ημερολόγιο, σε τετράδιο με κυπαρισσί εξώφυλλο, από τις όμορφες και λυπητερές στιγμές της οικογενειακής διαδρομής, στις οποίες βασίστηκε και το βιβλίο.

Ο πραγματικός, όμως, πρωταγωνιστής του βιβλίου, που δίνει αγωνιστικό παρών σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, που αυτό περιγράφει, είναι ο θείος της Γιώργος Παππάς, που το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπαδημητρίου,  ο Γάκιας όπως οι απλοί άνθρωποι του λαού τον αποκαλούσαν και όπως καθιερώθηκε κάποια στιγμή να προσφωνείται και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό από πολιτικούς φίλους και αντιπάλους.

Ο Γεώργιος Δ. Παπαδημητρίου, (Ο Γάκιας) ο αγαπημένος θείος της Μάγδας, γεννήθηκε το 1916 στη Μπαμπίνη Ξηρομέρου. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του παπά του χωριού Δημήτρη Παππά. Ξεκίνησε από το μικρό και φτωχό χωριό του με μία βαλίτσα όνειρα για να κατακτήσει τη ζωή. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Παππάς, όπως τον αναφέρει η Μάγδα στο βιβλίο, αλλά ο πατέρας του παπα- Δημήτρης το μετέτρεψε σε Παπαδημητρίου (παπαδημήτρης –Παπαδημητρίου), γεγονός που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.

Συνεπής Δημοκράτης από πεποίθηση συμμετείχε ενεργά στους αγώνες του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, εξορίστηκε και βασανίστηκε για αυτό, και εκλέχτηκε βουλευτής της Αιτωλοακαρνανίας με την Ένωση Κέντρου πριν τη δικτατορία, το 1963 και το 1964, και με το ΠΑΣΟΚ μετά από αυτή, 4 φορές. Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών από τις 26 Ιουλίου 1985 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1986 στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, με πλούσιο κοινωνικό έργο.

Παρότι ήταν πολιτικός αντίπαλός μου, στο λίγο καιρό που τον γνώρισα – εγώ τότε ήμουν παθιασμένος νεαρός κομμουνιστής – οφείλω να πω, ότι ήταν άνθρωπος περήφανος, ΕΝΤΙΜΟΣ, στοχοπροσηλωμένος, ασυμβίβαστος και γνήσιος δημοκράτης και υποστηρικτής των κοινωνικά αδύναμων. Δεν δίστασε να αρνηθεί την εξαγορά του με πλούσια ανταλλάγματα από το παλάτι τον καιρό της αποστασίας και να καταγγέλλει κάθε γεγονός,  που είχε σχέση με τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος. Είναι γνωστές οι καταγγελτικές επιστολές του, που αφορούσαν και πρόσωπα της παράταξής του, του ΠΑΣΟΚ τους “Οικονομισάριους”, όπως τους αποκαλούσε, που του στοίχησαν τον αποκλεισμό του από τα ψηφοδέλτιά του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές το 1989).

Το 1998, γηραιός πλέον, απέστειλε στον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη μία έντονα επικριτική επιστολή, η οποία – ιδιαίτερα για τα θέματα του επαχθούς και αβίωτου δημοσίου χρέους, που και σήμερα ταλανίζουν τη χώρα – μπορεί να χαρακτηριστεί και ως προφητική. Ο Γ. Παπαδημητρίου κατηγορούσε σε αυτή τον Κ. Σημίτη για υπερδανεισμό και καταστροφή της χώρας, για αντικατάσταση της «αυλής της Εκάλης» από «αυλή του Κολωνακίου».

Εκτός από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές παρελαύνουν από το βιβλίο η γλυκιά και όμορφη Ελισεβά – Ελισάβετ Ναχμίας, η σύζυγος του Ζαχαρία, που η οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη αποδεκατίστηκε από το ναζιστικό θεριό στα πλαίσια της γενοκτονίας των Εβραίων και μέσα από τις τραγικές εμπειρίες της ζωής της υπερέβη τον αρχικά θρησκόληπτο εαυτό της.

Η κόρη τους Μυριάμ – Μαρία, που ξεπέρασε αγωνιστικά και με αξιοπρέπεια τις μεγάλες πληγές της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. Ο προστατευτικός γι’ αυτή σύζυγός της Αλέξανδρος Ντούβας, μαχητικός Δικηγόρος, με οικογενειακές αγωνιστικές ρίζες στο πάλαι ποτέ κόμμα των άλλων κομμουνιστών του μεσοπολέμου, εκτός του ΚΚΕ, των αρχειομαρξιστών.

Η Ελευθερία, εργάτρια στον Παπαστράτο, αγωνίστρια της ζωής και της αντίστασης στο Ναζισμό, που, όμως, δεν τόλμησε να πει ποτέ την αλήθεια στην Μαρία, ότι δεν ήταν δικό της παιδί. Ο άνδρας της, ο χωροφύλακας – ταγματασφαλίτης Κοσμάς Ξυπολυτέας, η φρικτή ενσάρκωση του κτηνώδους και γλοιώδους ρουφιάνου και φασίστα, βιαστή, εκβιαστή, τραμπούκου και συνεργάτη των κατακτητών.

Ο Παπά – Βαλής υπόδειγμα κληρικού με αδούλωτο αντιστασιακό φρόνημα και κοινωνικά αλληλέγγυο πνεύμα και πρακτική.

Είναι πολύ σημαντική η συγκινητική αναφορά της συγγραφέως στους 120 εκτελεσμένους αντιστασιακούς στο Αγρίνιο την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής του 1944.

Η μάνα μου, η Ρεβέκκα, ξηρομερίτισσα από την Κονωπίνα, ΕΠΟΝίτισσα στα νιάτα της, κάθε Μεγάλη Παρασκευή  τραγουδούσε σε μένα και την αδελφή μου, εκτός από το «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» για τη σταύρωση του Χρηστού, και το εξής, μάλλον ανέκδοτο, λαϊκό τραγούδι για τα 120 σκοτωμένα παλικάρια:

«Μία μέρα Μεγάλης Παρασκευής

120 νέοι κρεμάστηκαν.

Θαρρείς κρεμάστηκαν

σαν τον Χρηστό.

Σαν το Χρηστό,

που σταύρωσαν τότε οι Ρωμαίοι,

τα ίδια έκαναν κι αυτοί

οι άτιμοι Ραλλαίοι

Και κάθε μάνα έπαθε

τρομάρα και λαχτάρα,

σαν είδε τα παιδάκια της

να κρέμονται σαν κλάρα».

Σημείωση: Με τη λέξη Ραλλαίοι ο λαός εννοούσε τους ταγματασφαλίτες Ράλληδες, όπως τους έλεγε, γιατί αυτά τα προδοτικά ένοπλα σώματα σχηματίστηκαν επί κυβέρνησης του δωσίλογου Πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη.

Είναι πολύ σημαντική η περιγραφή στο βιβλίο του τρόπου, με τον οποίο το ΕΑΜ έσωσε χιλιάδες Έλληνες Εβραίους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το θάνατο από τους Γερμανούς ναζιστές, στέλνοντας τους στην Τουρκία και από εκεί στην Παλαιστίνη, ενώ πολλοί από αυτούς ανεβήκαν στα βουνά, εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν γενναία ενάντια στους κατακτητές.

Επίσης, σημαντική είναι η αναφορά στη διάσωση Ελλήνων Εβραίων από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, που τους βάφτιζε κρυφά χριστιανούς και τους προμήθευε αστυνομικές ταυτότητες με νέα ονόματα. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν και ορισμένοι Έλληνες αστυνομικοί και χωροφύλακες, οι οποίοι δεν παρέδιδαν στους Γερμανούς τους φυγάδες που ανακάλυπταν, παρακούοντας με αυτόν τον τρόπο τις επίσημες διαταγές των κατοχικών αρχών, αλλά υπακούοντας ταυτόχρονα στις εντολές του ισχυρού ΕΑΜ Αστυνομικών.

Από την άλλη, βέβαια, η συγγραφέας αναφέρεται – και καλά κάνει – και σε πράξεις ντροπής και προδοσίας από Χριστιανούς συμπολίτες των Ελλήνων Εβραίων, όχι μόνο Ταγματασφαλίτες, και από λίγους ομοθρήσκους τους, που τους παρέδωσαν έναντι αμοιβής στη Γκεστάπο. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι το ΕΑΜ προσπαθούσε να αποτρέψει αυτές τις προδοτικές εγκληματικές πράξεις, αφού προειδοποιούσε με προκηρύξεις ότι όποιος θα πρόδιδε στους Γερμανούς κρυπτόμενο Εβραίο θα εκτελούνταν πάραυτα.

Η συγγραφέας βγάζει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της μία πολύ μεγάλη πίκρα, δική της και των πρωταγωνιστών της, που είναι η πίκρα ενός ολόκληρου λαού, γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, που οι προδότες και δωσίλογοι της κατοχής όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν για τα εγκλήματά τους, αλλά αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά του μεταπολεμικού κρατικού μηχανισμού και πολιτικού συστήματος και μάλιστα ορισμένοι επιβραβεύτηκαν και με δημόσια αξιώματα, όπως ο Τολιόπουλος, που ήταν Υπεύθυνος για την εκτέλεση 120 παλικαριών και πολλών άλλων αντιστασιακών στο Αγρίνιο.

Η συγγραφέας, διηγούμενη την συγκλονιστική ιστορία μίας οικογένειας Ελλήνων – Εβραίων, αλλά και όλης της Εβραϊκής κοινότητας στη χώρα μας, επιδεικνύει πλήρη σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα της εποχής, που αναφέρεται, μίας, αναμφισβήτητα, σκληρής εποχής, που απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας έγιναν κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις ήρωες και κάποιοι άλλοι προδότες.

Είναι ένα θαυμάσιο και συναρπαστικό λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλίο, που διαπερνιέται ολόκληρο από τα αισθήματα της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της αγάπης, του μίσους και της απαξίωσης για τους ρουφιάνους, τους προδότες και το φασισμό, του θαυμασμού για τους ηρωικούς αγωνιστές. Επίσης, από τα αισθήματα του έρωτα, της απώλειας, της λύπης, της απογοήτευσης, της αγωνίας, της αισιοδοξίας, της ελπίδας.

 Είναι ένα βιβλίο, που με επικούρεια λογική προσπαθεί να απομακρύνει τον αναγνώστη από το φόβο του θανάτου, ιδιαίτερα μάλιστα με τον γλυκύτατο και συγκλονιστικό τρόπο, που περιγράφει το φευγιό από τη ζωή του Ζαχαρία και της συντρόφου του Ελισαβετ – Ελισαβέ.

Και δεν θα σας κρύψω ότι συγκινήθηκα ιδιαίτερα από τις αναφορές στο βιβλίο της αγαπημένης μου πατρίδας, του πανέμορφου Αστακού της δεκαετίας του 60, με τα πέτρινα νεοκλασικά του, τους ανθισμένους ευωδιαστούς κήπους, τα καρποφόρα περιβόλια, την πλημμυρισμένη από αμυγδαλιές πανέμορφη συνοικία του, το Χοβολιό, και τις παρθένες και ανέγγιχτες τότε παραλίες της Βελάς. Τον περιγράφει, όπως ακριβώς ήταν, όταν κι εγώ τον περιδιάβαινα τρέχοντας και χοροπηδώντας με τους φίλους μου, μικρό παιδάκι, εκείνη τη νοσταλγική δεκαετία.

Είναι ένα βιβλίο από αυτά, που μπορούν να επηρεάσουν τον αναγνώστη ν’ αλλάξει τη ζωή του, να τον πείσει χωρίς έπαρση και συνθηματολογία, ότι είναι πολύ σημαντικό να γεμίζουμε τη σύντομη και θνητή ζωή μας με συλλογικούς αγώνες για να την κάνουμε καλύτερη για μας, τους συνανθρώπους και τους απογόνους μας, και ότι αυτό της δίνει ξεχωριστό νόημα και σκοπό.

Το βιβλίο το διάβασα δύο φορές. Μία πριν εκδοθεί, γιατί είχα την τιμή η συγγραφέας να μου το στείλει ηλεκτρονικά, για να της πω τη γνώμη μου, και μία μετά την έκδοσή του.

Το βιβλίο της καλής μου φίλης και συντρόφισσας σε κοινούς αγώνες για ένα καλύτερο κόσμο αξίζει να διαβαστεί απ’ όσους κι όσες θέλουν να τα μάθουν όλα, χωρίς λευκές σελίδες, για την ιστορία της χώρας μας, τις ηρωικές αγωνιστικές εξάρσεις του λαού μας αλλά και για τις μεγάλες προδοσίες, που συντελέστηκαν σε βάρος του.

Κυρίως, όμως, αξίζει να διαβαστεί για να αναστοχαστούμε για το πώς θα κρατήσουμε άθικτο, χωρίς να κοπεί, το κόκκινο νήμα της αξιοπρέπειας και του αγώνα, που διαπερνάει την ιστορία λαού και του τόπου μας.

Για να αναστοχαστούμε, επίσης, το πώς στη σημερινή ζοφερή εποχή της τριπλής κρίσης του καπιταλισμού (υγειονομικής, οικονομικής και οικολογικής) θα κρατήσουμε αναμμένη τη σπίθα της ανατροπής και της ελπίδας, ώστε οι γενιές που έρχονται να φωτίσουν με αυτή τη σκοτεινή κοιλάδα και να την κάνουν φλόγα αλλαγής και δημιουργίας μίας νέας Ελλάδας ανεξάρτητης, κυρίαρχης, κοινωνικά δίκαιης και δημοκρατικής. Σαν αυτή, για την οποία αγωνίστηκε το ΕΑΜ, η οικογένεια των Ελλήνων Εβραίων του βιβλίου και ο αγαπημένος θείος της Μάγδας μας.

Μάγδα σε ευχαριστώ από καρδιάς και για το βιβλίο σου και για την τιμή που μου έκανες να είμαι ένας από αυτούς, που σήμερα το παρουσιάζουν.

Εύχομαι ολόψυχα το βιβλίο σου να διαβαστεί και να αγαπηθεί από πολλούς και πολλές, να είναι καλοτάξιδο και θα είναι, γιατί του αξίζει.