Ο Σεπτέμβρης του 2021 θα μείνει στην Ιστορία (και) ως ο μήνας που τερμάτισε το πέρασμα (και) του Μίκη Θεοδωράκη σε αυτή τη Γη. Από χτες για κάποιο λόγο ακούω μόνο απώλειες. Όμως αυτή εδώ είναι άλλο πράγμα.
Στα χρόνια που περπάτησε στον κόσμο ο Μίκης Θεοδωράκης, ένα πράγμα έμεινε περισσότερο χαραγμένο στη συλλογική μας ψυχή, πιο πάνω κι από την φτώχεια ή την δυστυχία. Αυτό ήταν η αδικία. Η κοινωνική αδικία, αυτή που, εκτός από τα δικά σου βάσανα, σε περιβάλλει, την ενσωματώνεις και σε πνίγει – σε πνίγει, γιατί δεν μπορείς να, την επικοινωνήσεις όπως την αισθάνεσαι. Γιατί οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν το αίσθημα.
Το γεγονός ότι τα κεφάλαια της Κατοχής, του Εμφυλίου, της Χούντας και των Μνημονίων έκλεισαν χωρίς να ικανοποιηθεί το αίσθημα της απονομής δικαιοσύνης σε αυτή τη ζωή ήταν για τον λαό ο μόνιμος πόνος.
Άλλοτε βουβός και ανομολόγητος θρήνος, με προσωπικές τραγωδίες, άλλοτε προσωπικός και εσωτερικός, ακόμα και για αυτούς που τυραννιούνταν και διεκδικούσαν φωναχτά.
Αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα ήταν τόσο σπουδαίος ο Θεοδωράκης. Και αντίστροφα: μην θεωρούμε δεδομένο ότι υπάρχουν παντού μελωδοί που μπορούν τον λαϊκό πόνο να τον κάνουν μουσική, εκείνο το κομμάτι λόγου που διαπερνά και συγκινεί οριζόντια τους ανθρώπους, πιο πολύ κι από την ιδεολογία ή τη θρησκεία.
Ο Θεοδωράκης το κατάφερε.
Μέσα από τη μουσική του ένας λυτρωτής καταπιεσμένων ψυχών.
από ανάρτηση του Άρη Τόλιου