Γιάννης Αντετοκούνμπο: ένας θρίαμβος των ελάχιστων

Γιάννης Αντετοκούνμπο: ένας θρίαμβος των ελάχιστων

του Άρη Τόλιου

1. Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο συνεχίζει να υφαίνεται από αυτό που φτιάχνονται τα παραμύθια. Είναι μια πανέμορφη ιστορία, ικανή να αναζωογονήσει το “αμερικανικό όνειρο”: ένας μετανάστης της σύγχρονης εποχής, χωρίς σοβαρά χρήματα ή αναγνωρισιμότητα παρότι τυπικά επαγγελματίας αθλητής, ταξιδεύει στην Αμερική με μόνη ελπίδα την «επιδίωξη της ευτυχίας» (διατυπωμένο ως συνταγματικό δικαίωμα στις ΗΠΑ), δουλεύει ταπεινά και μοναχικά για χρόνια μέχρι που βρίσκει προκοπή. Δεν είναι τυχαίο που η Disney έχει ανακοινώσει ταινία για την ζωή του με τίτλο “Greek Freak”, κυρίως για τον παραπάνω λόγο – είναι μια απλή, πολύ όμορφη, πολύ ελπιδοφόρα ιστορία. Το σύστημα μπορεί τέτοιες ιστορίες να τις κάνει κυρίαρχη ιδεολογία, πείθοντας τους εκμεταλλευόμενους του ότι όποιος μοχθήσει πολύ, μπορεί και να δικαιωθεί «κάπου-κάπως-κάποτε». Όμως, τίποτα από αυτά δεν στερούν από την ιστορία της ζωής του Αντετοκούνμπο την ομορφιά της και πρωτίστως, δεν την κάνουν κτήμα κάποιου άλλου, πέραν του ίδιου του Γιάννη. Ούτε του συστήματος, αλλά ούτε και ημών.

2. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο. Ο Γιάννης δεν ανήκει σε εμάς, με κανέναν τρόπο και φυσικά, ούτε η ιστορία του. Μπορεί να συνέβαλαν στην ευτυχή έκβαση της κάποιοι κάτοικοι των Σεπολίων ή άνθρωποι του Φιλαθλητικού ονομαστικά, αλλά ούτε στους Σεπολιώτες – Κολωνιώτες, ούτε στους Έλληνες γενικότερα οφείλεται αυτή. Και είναι ιδιαίτερα εκνευριστική αυτή η οικειοποίηση μιας επιτυχίας που δεν συμμετείχαμε όλοι οι υπόλοιποι ως κοινωνοί ή συναγωνιστές του Γιάννη. Μοιάζει σα να υποβαθμίζει το να είμαστε οπαδοί του αθλητή Γιάννη Αντετοκούνμπο, σα να είναι μια σχέση υποτιμητική. Ο οπαδισμός δεν είναι μια σύνδεση, ούτε μονομερής ούτε μονοσήμαντη ούτε άνιση. Είναι κοινωνική σχέση, συναισθηματική, αμοιβαία, ειλικρινής και ισότιμη. Πόσες τέτοιες έχουμε στις ζωές μας, άραγε;

3. Φυσικά, δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που δεν μας ανήκει η νίκη του Γιάννη, οπότε ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας.

Καλώς ή κακώς, ο Γιάννης έχει συμβολοποιηθεί ως μαύρος Έλληνας και ως μετανάστης δεύτερης γενιάς χωρίς χαρτιά. Κάθε του επιτυχία δύσκολα θα μπορεί να πετάξει από πάνω την τεράστια σκιά του πως έζησε ανάμεσα μας. Έχοντας την τιμή να ζω όλη μου τη ζωή στις γειτονιές που μεγάλωσε ως παιδάκι ο Γιάννης, δεν είχα ποτέ ζήσει μαζί του, αλλά τον είχα δει να γυρνάει στα γηπεδάκια της οδού Δυρραχίου και πέριξ αυτής τις φορές που είχα παίξει εκεί και έτσι, δυσκολεύομαι να ξεχάσω πως, την ίδια περίοδο που ο Γιάννης ήταν στην εφηβεία, ενηλικιωνόταν ή ξεκινούσε να φτιάχνει το όνομα του στην Αμερική, στις ίδιες γειτονιές, η Χρυσή Αυγή σάρωνε. Στα Σεπολια και στον Κολωνό, όπου ο Γιάννης ζούσε, ένας σε κάθε 8-9 ψηφοφόρους ήταν εκεί να βρίζει ξένους, μετανάστες, μαύρους, Πακιστανούς και να ψηφίζει φασίστες. Ανήκει σε αυτούς η επιτυχία του Γιάννη; Ανήκει σε όλους μας;

4. Ας ανοίξουμε ακόμα περισσότερο την εικόνα. Ανήκει με οποιονδήποτε τρόπο σε οποιοδήποτε επίπεδο του ελληνικού κράτους ή στην ελληνική Πολιτεία η επιτυχία του Γιάννη; Όχι, διότι και για αυτόν και για την οικογένειά του και για τη συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών και των παιδιών τους δεκάρα δεν έδωσε το κράτος για δεκαετίες.

Ας πάμε λίγο το χρόνο πίσω. Το 2010 ψηφίστηκε ο νόμος 3838 ή αλλιώς, “νόμος Ραγκούση”, ένας νόμος που διευκόλυνε τη διαδικασία πολιτογράφησης, παρέχοντας υπηκοότητα υπό προϋποθέσεις στη δεύτερη γενιά, καθώς και δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές. Για όσους δεν το θυμούνται, ακολούθησαν ακροδεξιές υστερίες από παραπολιτικούς και παραθρησκευτικούς κύκλους. Μετά ήρθαν τα μνημόνια και ξεχάστηκε το πως η χώρα μας έκανε ένα βήμα εμπρός και δύο άλματα πίσω στον σκοταδισμό, αλλά το 2013 το ΣτΕ, αυτός ο θεσμικός στυλοβάτης της εγχώριας συντήρησης απέρριψε τον νόμο ως αντισυνταγματικό. Ακόμα και σήμερα αξίζει να διαβάσει κάποιος την επιχειρηματολογία της απόρριψης για να διαπιστώσουμε ξανά με θλίψη με πόσο βαθύ μπλε είναι βαμμένη η περιβόητη «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» και πόσο μπορεί να τροφοδοτεί τον συστημικό ρατσισμό.

Τότε τον Γιάννη τον ξέραμε ελάχιστοι ακόμα. Προσωπικά, είχα μάθει την ύπαρξη του όταν τον υπέγραψε το φθινόπωρο του 2012 η Σαραγόσα σε τετραετές συμβόλαιο και έμεινα με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας τον με τον αδελφό του Θανάση σε βιντεάκια να πηδάνε ο ένας πάνω από τον άλλον για να καρφώσει. Στόχος της Σαραγόσα ήταν αυτό που είχε κάνει και λίγα χρόνια νωρίτερα η Μανρέσα στην περίπτωση του Κονγκολέζου Σερζ Ιμπάκα: να τον πάρει, να τον αναπτύξει και να του δώσει ισπανική υπηκοότητα – ελλείψει άλλης.

Καθώς ο Γιάννης όδευε για το ντραφτ του 2013 και οι ομάδες του ΝΒΑ άρχιζαν να συζητάνε το όνομα του ως το «κλέψιμο» του ντραφτ η μία μετά την άλλη, φαίνεται πως χτύπησε επιτέλους το ξυπνητήρι στο Μαξίμου και τότε ο πρωθυπουργός Σαμαράς αποφάσισε, κατά παρέκκλιση της απόφασης του ΣτΕ και κατ’ εξαίρεση, να δώσει στους Αντετοκούνμπο ελληνική υπηκοότητα. Αυτή η πράξη, δηλαδή το να αψηφήσει ένας αστός πολιτικός κορυφαίους θεσμούς και να σπάσει το βουλοκέρι σε αποφάσεις τους, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως και επαναστατική, αλλά επειδή σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για τον ακροδεξιό Αντώνη Σαμαρά, θα την κατατάξουμε στην απλή υποκρισία, καθώς σπάνια δεν ταυτίζεται η ακροδεξιά με την κατά το δοκούν επίκληση των θεσμών και των νόμων και ως εκ τούτου, με την γελοιωδέστατη υποκρισία.

Την επόμενη, ο Γιάννης είχε δηλώσει στο facebook «θέλω να τιμήσω την χώρα στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αλλά δεν είμαι μόνο εγώ, είναι χιλιάδες παιδιά μεταναστών που έχουν το ίδιο πρόβλημα και ελπίζω να λυθεί για όλους». Την επόμενη, επίσης, ο Σαμαράς ανέβηκε στον Έβρο για να εγκαινιάσει και να ευλογήσει τον φράκτη που κατά δική του δήλωση θα μας «προστάτευε από τους λαθρομετανάστες» (ευχαριστώ τον Photan Lavrian για την υπενθύμιση).

5. Ενόψει, λοιπόν, της επιστροφής του στην Ελλάδα και των επίσημων που θα επδιώξουν να γλείψουν όσο μπορούν περισσότερη λάμψη από τον Αντετοκούνμπο, είναι απορίας άξιον, ποιος θα «εκπροσωπήσει την Ελλάδα». Ποιος θα πάει; Ο υπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης που ο Ιβάν Σαββίδης, στα όρια της αποστροφής, τον διέταζε να ξεκουμπιστεί από μπροστά του; Ο «ανέμελος» πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης που κάνει όλη την ώρα διακοπές και εξορμήσεις (και μαζί του, ο συρφετός κατ’ ονόματος δημοσιογράφων που πληρώνονται για να επαινούν το πόσο λυγερόκορμος είναι); Ή ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Άδωνις Γεωργιάδης που τον έλεγε υποτιμητικά «Ακενοτούμπο»; Ή μήπως κάποιοι άλλοι άθλιοι, τιποτένιοι γραφειοκράτες, που θα σταθούν δίπλα σε έναν άνθρωπο που έχει πετύχει σε αυτό που κάνει μόνος του, ενώ οι ίδιοι δεν μπορούν ούτε να κάνουν αυτό που τους έχουν δώσει στο πιάτο. Έχουν κάποια σχέση αυτοί με την επιτυχία του Γιάννη; Είναι δυνατόν να δημιουργούν μια συλλογική επιτυχία που να τους χωράει κι αυτούς ως (εξ αίματος) Έλληνες;

6. Αυτό λοιπόν, μέχρι τώρα, ήταν το κεφάλαιο που πιο πάνω ανέφερα ως “The pursuit of happiness”, η «επιδίωξη της ευτυχίας». Ο Γιάννης τα κατάφερε. Μπράβο του, πανάξιος.

Το επόμενο κεφάλαιο, ωστόσο, θα μπορούσε να τιτλοφορείται “The people’s champ” – ο «πρωταθλητής του λαού», ένας τίτλος που δινόταν στους μαύρους πυγμάχους μεταπολεμικά, όταν ένας προς ένας, άρχισαν να σαρώνουν τους παγκόσμιους τίτλους, με θύματα – συνήθως – λευκούς συμπατριώτες τους. Ο Γιάννης μπορεί και καλύτερα. Όχι τόσο αθλητικά, πλέον είναι σίγουρα top-30 ever και θα κλείσει την καριέρα του ακόμα ψηλότερα και στο Hall of Fame, το επίσημο «Πάνθεον» των καλαθοσφαιριστών παγκοσμίως – κυρίως, σε άλλα.

Φαίνεται πως μετά τα περσινά γεγονότα (την πανδημία, τη γέννηση του μωρού του, τις αστυνομικές δολοφονίες), ο Γιάννης μεγάλωσε πιο πολύ. Μοιάζει να χωράει πολύ καλύτερα στον μεγάλο ρόλο που έχουν διεκδικήσει και κατακτήσει οι σύγχρονοι αθλητές του ΝΒΑ, τόσο σε επίπεδο λήψης αποφάσεων όσο και κοινωνικής τοποθέτησης. Σίγουρα, κινδυνεύει ακόμα να γίνει μαϊντανός που θα κάνει μόνο διαφημίσεις για εγχώριες εταιρείες και σίγουρα, δεν χρειάζεται να είναι κάτι που δεν θέλει. Σίγουρα, 50 πόντοι σε τελικό ΝΒΑ (μόλις ο έβδομος παίκτης στην Ιστορία που πετυχαίνει κάτι αντίστοιχο) για να χαρίσει τίτλο στους Μιλγουόκι Μπακς μετά από 50 χρόνια, είναι σπουδαίο στατιστικό επίτευγμα.

Όμως, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο μπορεί να γίνει τόσα πολλά περισσότερα από ένας σπουδαίος αθλητής! Η ρίγη και συγκίνηση που προκάλεσε σε εμβέλεια τόσων χιλιάδων χιλιομέτρων, ο λαϊκός θαυμασμός και η θετική προδιάθεση που προκαλεί αβίαστα η θετικότητα και η ταπεινότητα του, είναι το καλύτερο εφόδιο για να γίνει ο πρωταθλητής του λαού. Να μιλήσει και να εκπροσωπήσει τους ανθρώπους ως ένας σύγχρονος τους, ένας Έλληνας του 2021 που γεννήθηκε στο ημιυπόγειο της οδού Δωδώνης, ένα φτωχό παιδί που αγάπησε αυτό που κάνει σε βρώμικα τσιμέντα, ένας αθλητής που έχει βιώσει την κοινωνική περιθωριοποίηση και τον συστημικό ρατσισμό. Όχι κάποιο άψυχο είδωλο του παρελθόντος ή κάποιος υπερπροβεβλημένος αθλητής, που γεννήθηκε μέσα σε μεσοαστικά προάστια και έχει χτιστεί μέσα από υπερβολές πληρωμένων κονδυλοφόρων. Ένας από τόσους πολλούς και τόσο διαφορετικός, που δεν χρωστάει σε κανέναν που βρίσκεται σήμερα εκεί που είναι. Σχεδόν σε κανέναν, δηλαδή.

7. Σε ποιον λοιπόν χρωστάει ο Γιάννης;

Στα αδέλφια του Θανάση, Κώστα, Αλέξανδρο και Φράνσις και στη μαμά του Βερόνικα. Στον πατέρα του Τσαρλς που τους άφησε νωρίς. Στη σύντροφο του Μαράια και στο πανέμορφο μωράκι τους Λίαμ Τσαρλς. Στους συμπαίκτες του και στον προπονητή του. Σε 5-6 ανθρώπους που τον βοήθησαν στα νεαρά και πολύ δύσκολα του. Και μετά, πολύ πίσω από όλους αυτούς, τότε και μόνο τότε, χρωστάει σε όλους εμάς, τους ανθρώπους που τον γουστάρουμε και τον θαυμάζουμε ως αθλητή, είτε είμαστε στο Μιλγουόκι είτε στον Κολωνό και στα Σεπόλια.

Και του χρωστάμε και εμείς: μια συγγνώμη και ένα ευχαριστώ.