Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας τα οποία είναι στενά αλληλένδετα είναι οι μεταναστευτικές εκροές και το δημογραφικό. Πάνω από 500.000 Έλληνες και Ελληνίδες άφησαν τη χώρα απ’ το 2009 μέχρι σήμερα. Κυρίως, επρόκειτο για νέες και νέους κάτω των 45 ετών με πτυχία και τεχνογνωσία. Πρόκειται για αφαίμαξη της εθνικής οικονομίας.
Το ίδιο και περισσότερο τραγικά είναι τα πράγματα σ’ ό,τι αφορά το δημογραφικό. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης (όλα τα στοιχεία είναι απ’ την ΕΛΣΤΑΤ), το 1940 οι γεννήσεις ήταν 179.500 και οι θάνατοι 93.830. Το 1990, τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 102.229 και 94.152. Αλλά μετά το 2000 η κατάσταση αντιστρέφεται οριστικά. Αυτόν τον χρόνο οι γεννήσεις ήταν 103.274 και οι θάνατοι 105.170. Το 2016 τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 92.898 γεννήσεις και 118.792 θάνατοι. Έτσι, έχει υπολογιστεί ότι μ’ αυτούς τους ρυθμούς, οι οποίοι μάλλον δεν είναι αντιστρέψιμοι, το 2050 η Ελλάδα θα είναι μια χώρα περίπου 8 εκατ. κατοίκων, με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό να είναι μικρότερος των συνταξιούχων.
Έχει υποστηριχθεί – τελευταία η άποψη αυτή υιοθετήθηκε και από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας – ότι οι αρνητικές επιπτώσεις αυτών των εκροών θα αντισταθμίζονται από μεταναστευτικές και προσφυγικές εισροές. Αυτή η άποψη μας λέει ότι η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία χρειάζονται φτηνές, απροστάτευτες και ανειδίκευτες ατομικότητες και συλλογικότητες, που θα ταιριάζουν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της διαρκούς λιτότητας, επιστέγασμα του οποίου είναι το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο το οποίο, μεταξύ άλλων, καταργεί το 8ωρο και τις συλλογικές συμβάσεις. Μα ο νεοφιλελευθερισμός, η λιτότητα, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η μη υποστήριξη του οικογενειακού θεσμού είναι αυτά που οδήγησαν στο λεγόμενο brain drain, δηλαδή στην απώλεια 500.000 νέων εξειδικευμένων ανθρώπων.
Ο νέος αντεργατικός νόμος θα ενθαρρύνει και θα πολλαπλασιάσει τις μεταναστευτικές εκροές, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο τους νέους και τις νέες απ’ την προοπτική της συμβίωσης, της οικογένειας και της απόκτησης παιδιών. Ακόμα, οι ίδιοι οι μετανάστες και πρόσφυγες επιζητούν μετάβαση στη Δυτική Ευρώπη, όχι παραμονή στην Ελλάδα και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία έχουν στην κυριολεξία ερημώσει. Αυτό το θέλει η Μέρκελ, όχι ο πρόσφυγας. Απ’ το μεταναστευτικό μέχρι τη λιτότητα και την αυταρχική πολιτική, η ελληνική Δεξιά προσκυνά το γερμανικό κράτος. Πράγματι, είναι κανείς να απορεί πώς το κόμμα της Δεξιάς, το πάλαι ποτέ κόμμα των εθνικών φρονημάτων, της θρησκείας, της τάξης και της ασφάλειας, έχει σήμερα μετατραπεί σε όργανο του νεοφιλελεύθερου κανιβαλισμού, υπηρετώντας ουσιαστικά τη συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας και τη γεροντοποίηση της χώρας.
* καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου
Αναδημοσίευση από ΕΦΣΥΝ