Καλομοίρης: Ο εργασιακός μεσαίωνας δεν θα περάσει. Μέσα από ποιους δρόμους θα νικήσει το εργατικό κίνημα

Καλομοίρης: Ο εργασιακός μεσαίωνας δεν θα περάσει. Μέσα από ποιους δρόμους θα νικήσει το εργατικό κίνημα

Με τον παραπλανητικό τίτλο «Για την Προστασία της Εργασίας», οδεύει προς ψήφιση το αντεργατικό νομοσχέδιο, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει αλλά και να ολοκληρώσει κατ’ εφαρμογή των επιταγών του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλήθος προηγούμενων αντίστοιχων νόμων που θεσμοθετήθηκαν, την τελευταία 10ετία, από τις μνημονιακές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Προωθεί τις ανατροπές του αιώνα στα εργασιακά δικαιώματα και στη συνδικαλιστική δράση. Για το κεφάλαιο, οι ανατροπές αυτές είναι αντίστοιχης σημασίας με τις νεοφιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές αναδιαρθρώσεις που αφορούν στα δημοκρατικά δικαιώματα και στην ανώτατη εκπαίδευση.

Με τα μέτρα που προβλέπει το αντεργατικό τερατούργημα επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα νέου τύπου εργαζόμενο. Αυτόν που ζει για να δουλεύει και μάλιστα για τις ανάγκες του κέρδους των αφεντικών και όχι για να καλύπτει τις βιοτικές του ανάγκες σε τροφή, στέγη, υγεία και ψυχαγωγία. Για πρώτη φορά, συνδέεται τόσο απροκάλυπτα η παροχή της εργασίας με τις ανάγκες της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο μισθός αποδεσμεύεται από την παροχή της εργασίας και ο χρόνος εργασίας που θα πρέπει να είναι βασικός όρος συλλογικής διαπραγμάτευσης γίνεται πλέον μία επιπλέον παράμετρος του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη.

Θέλουν τον εργαζόμενο φοβισμένο, υποταγμένο και απομονωμένο στο χώρο της δουλειάς του, φτωχοποιημένο, να συμβιβάζεται με την κατάσταση που βιώνει και να μην αγωνίζεται, να μην αντιστέκεται, να μην διεκδικεί την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του και το σεβασμό των εργασιακών του δικαιωμάτων.

Πέρα, βέβαια, από την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, τη μείωση του «εργατικού κόστους», την πλήρη διάλυση του συλλογικού εργατικού δικαίου, κρύβεται ο απώτερος στόχος του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων για μια κοινωνία ανθρώπων που δε θα μπορούν να προβάλλουν καμία αντίσταση στην περιστολή των ατομικών τους ελευθεριών.

Οι βιομήχανοι, αφού τα παίρνουν όλα, ζητάνε και τα ρέστα

Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του, ο ΣΕΒ κάνει κριτική στην κυβέρνηση, γιατί στο νομοσχέδιο υπάρχει η υποκριτική αναφορά, ότι η λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» (δηλαδή, τα 10ωρα της απλήρωτης δουλειάς) θα γίνεται με τη «σύμφωνη» γνώμη του εργαζομένου. Όλοι, βεβαίως, καταλαβαίνουν πόσο «μη σύμφωνη» μπορεί να είναι η γνώμη του εργαζομένου απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία , την τρομοκρατία και τον εκβιασμό της απόλυσης.

Εν ολίγοις, οι βιομήχανοι ζητούν να μην υπάρχει καν αυτή η προσχηματική αναφορά, αλλά να τους δίνει ευθέως ο νόμος το δικαίωμα του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», καθώς, τάχα, η διάταξη, έτσι όπως είναι, τους θέτει περιορισμούς.

Επιπλέον, ζητούν οι απολύσεις να γίνονται ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο εύκολα, ακόμα πιο φτηνά κι απ’ ό,τι τους προσφέρει το νομοσχέδιο.

Οι εργαζόμενες «Δούρειος Ίππος» των αντεργατικών σχεδίων. Θα το επιτρέψουμε;

Ακούμε από τους προπαγανδιστές του νομοσχεδίου να λένε ότι η κυβέρνηση δείχνει την ευαισθησία της για τα έμφυλα προβλήματα στους χώρους δουλειάς, την παρενόχληση, τη βία κ.λπ., αλλά και για τους γονείς με την κύρωση διεθνών συμβάσεων και ευρωπαϊκών οδηγιών. Είναι πράγματι «το τυράκι στη φάκα» του αντεργατικού νομοσχεδίου, που έχει βάλει η κυβέρνηση για να το περάσει επικοινωνιακά και αναίμακτα. Έτσι κι αλλιώς, το ελληνικό κράτος ήταν υποχρεωμένο να κυρώσει τις συμβάσεις αυτές.

Το οξύμωρο είναι πως αυτές οι συμβάσεις, έστω και διακηρυκτικά, προβλέπουν θεσμούς και κατοχυρωμένες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, όπως, η συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων κ.λπ., θεσμοί και κατακτήσεις που σε όλα τα υπόλοιπα άρθρα του νομοσχεδίου συρρικνώνονται δραματικά.

Εξάλλου, με το σύνολο του νομοσχεδίου, η κυβέρνηση συντηρεί, αν όχι εντείνει, την εκμετάλλευση και καταπίεση των γυναικών στο χώρο δουλειάς, ταυτίζοντάς τον σε πολλές περιπτώσεις με το σπίτι, για να εξασφαλίζεται η κάλυψη κάθε ανθρώπινης ανάγκης, αυξάνοντας την απλήρωτη εργασία σε σπίτι και δουλειά! Φυσικά, έτσι δεν αποφορτίζει τις γυναίκες από τα βάρη της ανθρώπινης φροντίδας και της κοινωνικής αναπαραγωγής, που συνειδητά το σύστημα τους φορτώνει, μετατρέποντάς τες σε πολίτες της «βοηθητικής» κατηγορίας, προφανώς όχι ισότιμες με τους υπόλοιπους που κάνουν τις «κύριες» εργασίες.

Από ποιους δρόμους θα νικήσει το εργατικό κίνημα;

Σε ό,τι αφορά στο θεμελιώδες ερώτημα «Από ποιους δρόμους θα νικήσει το εργατικό κίνημα;», οφείλουμε να βγάλουμε συμπεράσματα από τους λαϊκούς και κοινωνικούς αγώνες της τελευταίας περιόδου. Είναι γεγονός ότι άνοιξε μια χαραμάδα με αυτό το νέο μαζικό αλλά ακόμα αντιφατικό ρεύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, αμφισβήτησης και αντίδρασης στην κυρίαρχη πολιτική, αρκεί, βέβαια, αυτή τη χαραμάδα να την κάνουμε ανοιχτό δρόμο και να βαδίσουν σε αυτόν πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα.

Αυτό το ρεύμα λαϊκών αντιδράσεων, όπως εκφράστηκε, και στα απεργιακά συλλαλητήρια της 10ης Ιούνη, έχει αρχίσει να ξεπερνά την ψυχολογία της ήττας της προηγούμενης περιόδου, ειδικά στις νεώτερες γενιές.

Αυτό το ρεύμα προβάλλει επιθετικά, ριζοσπαστικά αιτήματα, π.χ., αυτά της ΟΕΝΓΕ (νοσοκομειακοί γιατροί) και των εκπαιδευτικών Σωματείων. Παραμένουν, όμως, οι αγκυλώσεις και οι δυσκολίες να υιοθετηθούν συνολικά τα ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα που θα μετατρέψουν αυτό το αποσπασματικό και ημιαυθόρμητο ρεύμα, σε συνολικό αλλά και πολύμορφο μαζικό κίνημα.

Αυτό το αγωνιστικό ρεύμα υποχρεώνει, ως ένα βαθμό, τις δυνάμεις της Αριστεράς να αποδεχθούν την κοινή δράση, που -αν όχι τώρα- πότε πια! Είναι προϋπόθεση για να ανασυγκροτηθεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Έχουμε ελπιδοφόρα σημάδια, όπως στο φοιτητικό κίνημα, στην υγεία, στην παιδεία, στο θέμα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Προσωπικώς, εκτιμώ ότι είναι θετική εξέλιξη η εγκατάλειψη από τις δυνάμεις του ΝΑΡ της αδιέξοδης θνησιγενούς ιστορίας με το συντονισμό σωματείων και η προσχώρηση στο συντονισμό εργατικών σχημάτων, κινήσεων, συλλογικοτήτων και αγωνιστών, που -παρά τις παλινωδίες και τις αγκυλώσεις κάποιων- έχει θετική συμβολή στην ανάπτυξη των αγώνων, από το Νοέμβριο του 2020 μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, το ερώτημα μέσα «Από ποιους δρόμους θα νικήσει το εργατικό κίνημα;», που σημαίνει και το πώς θα καταφέρει να ακυρώσει στην πράξη το αντεργατικό τερατούργημα, παραμένει.

Εφόσον ψηφιστεί, οφείλουμε να οργανώσουμε μαζική απειθαρχία και ανυπακοή στην εφαρμογή του: Κανένα συνδικάτο δεν πρέπει να υπακούσει στα φακελώματα και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες ή να δηλώνει προσωπικό Ελάχιστης Υπηρεσίας. Όσες επιχειρήσεις προσπαθήσουν να εφαρμόσουν απλήρωτα 10ωρα και 12ωρα πρέπει να βρουν το εργατικό κίνημα έξω από τις πόρτες τους, με κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες, μποϊκοτάζ και κάθε πρόσφορο μέσο αντίδρασης και αντίστασης.

Συλλογικές διαδικασίες και τηλεδιαδικασίες απομαζικοποίησης του κινήματος

Μπορούμε, άραγε, να αξιοποιήσουμε θετικές εμπειρίες από τη μέχρι τώρα δράση μας, στην προσπάθειά μας για να ακυρώσουμε στην πράξη και για να μείνει στα χαρτιά, όπως φωνάζουμε στα συνθήματά μας, το νομοσχέδιο ακόμα κι αν ψηφιστεί και γίνει νόμος, την Τετάρτη 16 Ιουνίου, κατά την ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής;

Το νομοσχέδιο προβλέπει την ηλεκτρονική ψηφοφορία για να παρθεί απόφαση για απεργία, όπως επίσης και για την εκλογή διοικήσεων στα Σωματεία. Ο στόχος ξεκάθαρος: να αφαιρέσουν από τα Σωματεία τη δυνατότητα να συγκροτούν κοινότητα συμφερόντων και κοινή αντίληψη για το ρόλο των εργαζομένων στην πάλη για τα δικαιώματά τους.

Στο χώρο των εκπαιδευτικών, πριν από 8 μήνες, αυτό επιχείρησε να το κάνει η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, με την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές για την ανάδειξη αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Και δέχθηκε ένα ηχηρό ράπισμα.

Οι εκπαιδευτικοί με την καθολική τους αποχή που κυμάνθηκε από 93% έως 99%, παρά την επιστράτευση κάθε μέσου για να οδηγηθούν στην ηλεκτρονική κάλπη, κατέγραψαν μια μεγάλη νίκη απέναντι στην Υπουργό Παιδείας, Κεραμέως, που βίωσε το προσωπικό της «βατερλώ»!

Οι εκπαιδευτικοί που απείχαν μαζικά από την εκλογική παρωδία έδωσαν μια συντριπτική απάντηση στην κυβερνητική αδιαλλαξία, κρατώντας στάση συλλογικής και δημοκρατικής ευθύνης απέναντι στο μέλλον τους ως εργαζόμενων και ως εκπαιδευτικών του δημόσιου σχολείου. Είπαν ΟΧΙ στο οργανωμένο σχέδιο της κυβέρνησης να αλώσει τις συλλογικές τους διαδικασίες, με τις τηλεδιαδικασίες απομαζικοποίησης και αποσυλλογικοποίησης του κινήματος. Διατράνωσαν την απαίτησή τους να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις τύχες τους, να έχουν Συλλόγους, Ενώσεις, Γενικές Συνελεύσεις, δημοκρατία και συλλογική συζήτηση, λόγο και αντίλογο, εκλογές εκπροσώπων με όρους και διαδικασίες κινήματος, σωματεία με εκπροσώπους της δράσης και παρουσία στα σχολεία, έκφραση της βάσης των εκπαιδευτικών και των αναγκών τους και όχι δοτούς, ελεγχόμενους από τη διοίκηση γραφειοκράτες, προϊόν μιας ηλεκτρονικής παρωδίας.

Βεβαίως, σε αυτό το μεγαλειώδες ΟΧΙ των εκπαιδευτικών, εκφράστηκε και η οργή τους για τη λειτουργία των σχολείων που βρίσκονταν ανοχύρωτα μέσα στη φονική πανδημία.

Αντίστοιχα παραδείγματα ανυπακοής και απειθαρχίας και ακύρωσης στην πράξη αντεκπαιδευτικών και αντεργατικών διατάξεων είχαμε την προηγούμενη χρονιά και σε δύο ακόμη περιπτώσεις. Το πρώτο παράδειγμα αφορά στην εντολή που δόθηκε στους εκπαιδευτικούς, από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, να αποκλείσουν, σαν καταδότες ουσιαστικά, τους μαθητές τους που συμμετείχαν στις καταλήψεις από την υποχρεωτική εξ αποστάσεως εκπαίδευση, και το δεύτερο, όταν κλήθηκαν, πριν από τρεις μήνες, οι Σύλλογοι Διδασκόντων να οργανώσουν την «αξιολόγηση» των σχολικών μονάδων. Οι εκπαιδευτικοί και οι Σύλλογοι Διδασκόντων, με συντριπτικά ποσοστά (άνω του 90%) στήριξαν την απόφαση των Σωματείων για Απεργία – Αποχή, καθώς συνειδητοποίησαν ότι αυτή η «αξιολόγηση» σημαίνει κατηγοριοποίηση και δημιουργία σχολείων – επιχειρήσεων, επιβολή διευθυντών – μάνατζερ, υποχρηματοδότηση, ανταγωνισμό, χορηγούς, αδιοριστία, αμορφωσιά, χειραγώγηση και πειθάρχηση.

Απεργία – Αποχή: Ακύρωση της «αξιολόγησης» στο Δημόσιο

Μια ακόμη σημαντική και νικηφόρα μάχη που δόθηκε, το 2014, από το συνδικαλιστικό κίνημα στο Δημόσιο ήταν και αυτή για την ακύρωση στην πράξη της «αξιολόγησης Μητσοτάκη», τότε υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης και νυν πρωθυπουργού της χώρας. Και συνεχίστηκε και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Γεροβασίλη, με την κατάπτυστη απεργοσπαστική τροπολογία που είχε ψηφιστεί εκείνη την εποχή.

Η κινητοποίηση αυτή, που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έγινε με όρους μαζικής και συλλογικά οργανωμένης ανυπακοής, αφού συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που ψήφισαν σε μαζικές Γενικές Συνελεύσεις και αρνήθηκαν να υπογράψουν τα έντυπα «αυτοαξιολόγησης», έχει μεγάλη χρονική διάρκεια (κρατάει επτά χρόνια τώρα). Μόνο με αυτή τη μορφή μπορούσε να εξασφαλιστεί αυτό το επιτυχές -για το συνδικαλιστικό κίνημα και τους εργαζομένους- αποτέλεσμα. Έδειξε, δε, ότι η επιλογή της μορφής πάλης και η αποδοχή της από το σύνολο των εργαζομένων αποτελούν βασικά στοιχεία της αίσιας έκβασης ενός αγώνα.

Και η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, τι κάνει;

Την περίοδο, όμως, που εκδηλώνονται αυτά τα αγωνιστικά σκιρτήματα, πού βρίσκεται το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα;

Ο μεταλλαγμένος εργοδοτικός συνδικαλισμός της ΓΣΕΕ, ο συνδικαλισμός της ήττας και της υποταγής, που έχει εδώ και χρόνια παραδώσει τα όπλα, όχι μόνο δεν μπορεί να απαντήσει αλλά μπαίνει και εμπόδιο στην ταξική ανασυγκρότηση. Η στάση της για την μεταφορά της απεργίας της πρωτομαγιάς 4 Μάη, μέσα στις γιορτές, χωρίς συγκέντρωση και χωρίς αιτήματα απέναντι στο νόμο Χατζηδάκη είναι ενδεικτική.

Η πρόσφατη απόφαση της ηγετικής ομάδας της ΓΣΕΕ για απεργία, στις 10 Ιούνη, ενώ η ΑΔΕΔΥ, δεκάδες Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες προετοίμαζαν την απεργία, στις 3 Ιούνη, επιβεβαίωσε το ρόλο της ΓΣΕΕ ως εταίρου των βιομηχάνων, των μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων των εφοπλιστών και του κεφαλαίου. Επιβεβαίωσε ότι στη ΓΣΕΕ έχει εγκατασταθεί μια γραφειοκρατική ομάδα, ξεκομμένη από τους εργαζομένους, που «απολαμβάνει» τα προνόμια που της έχει παραχωρήσει το σύστημα, για να δίνει άλλοθι και να δικαιολογεί την πολιτική που εφαρμόζεται, ενώ το αποκρουστικό της πρόσωπο αποτελεί βασική αιτία για να απομακρύνονται οι εργαζόμενοι από τα συνδικάτα και τη συλλογική δράση.

Βεβαίως, ευθύνες έχουν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΠΑΣΚ, οι οποίες στην ΑΔΕΔΥ, στα Εργατικά Κέντρα και στις Ομοσπονδίες μετέθεσαν την απεργία κατά μια εβδομάδα, νομιμοποιώντας έτσι την απεργοσπαστική και υπονομευτική -για την ανάπτυξη των αγώνων- τακτική της ηγετικής ομάδας της ΓΣΕΕ.

Από την άλλη, ούτε ο κομματικός συνδικαλισμός, η περιχαράκωση, η από τα πάνω παρέμβαση, η επιμονή σε ένα πρόγραμμα άμυνας μπορεί να δώσει έμπνευση στους νέους αγώνες.

Γενικότερα, οφείλουμε να δούμε το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα, ότι δηλαδή κινείται εδώ και χρόνια χωρίς κανέναν σχεδιασμό και οργάνωση και δεν ανταποκρίνεται ούτε στο ρεφορμιστικό του χαρακτήρα. Την πρωτοβουλία των κινήσεων συνεχίζει να την έχει η κυβέρνηση, αφού το κίνημα αμύνεται στα μέτρα που παίρνει κάθε φορά αυτή, χωρίς να σχεδιάζει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα διεκδικήσεων που θα ικανοποιεί τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και στη βάση αυτού να οργανώνει τις κινητοποιήσεις και τις παρεμβάσεις του.

Είναι αναγκαίο σήμερα οι Συνδικαλιστικές Οργανώσεις να παλέψουν για να συσπειρώσουν τα μέλη τους, στη βάση ενός πλαισίου στόχων και διεκδικήσεων, που θα περιλαμβάνει:

1. Καμία μείωση στους μισθούς και τις συντάξεις – Αγώνας για υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα περιλαμβάνουν αυξήσεις στους μισθούς και επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

2. Δραστική μείωση του χρόνου εργασίας για όλους τους εργαζόμενους, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, χωρίς μείωση μισθών και περικοπή δικαιωμάτων. Η ραγδαία είσοδος των νέων τεχνολογιών, της πληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στην παραγωγική διαδικασία, για να μην αφήσουμε να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός που προωθούν, δηλαδή για να μην αποβεί σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ του κεφαλαίου, με περικοπή θέσεων εργασίας και διεύρυνση των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης, θα πρέπει να συνοδευτεί με μείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση των μισθών των εργαζομένων.

Η μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς μειώσεις μισθών, είναι το κύριο όπλο αντιμετώπισης της ανεργίας. Το 6ωρο/30ωρο/5νθήμερο αντιστοιχεί στη σύγχρονη κοινωνία, με την άνοδο της παραγωγικότητας. Το αίτημα αυτό εμπεριέχει το 35ωρο/5νθήμερο του τέλους του 20ού αιώνα που έμεινε μετέωρο και το προσαρμόζει θετικά και επιθετικά στις νέες συνθήκες και τις ανάγκες της μισθωτής εργασίας. Μπορεί να ενώσει την βασικά χειρωνακτική, σύνθετη εργασία με τη βασικά διανοητική, αλλά και την εργατική τάξη με τα μισθωτά μεσαία στρώματα των επιχειρήσεων. Θα συμβάλει σε μια στροφή του συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς, στα μεγάλα εργοστάσια και επιχειρήσεις.

3. Κατάργηση της ελαστικής, ενοικιαζόμενης και εκ περιτροπής εργασίας, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, για εργασίες και υπηρεσίες που έχουν πάγιο και σταθερό χαρακτήρα. Η τηλεργασία, που ενισχύθηκε στην περίοδο του κοροναϊού, αποτελεί στρατηγική επιλογή τμημάτων του κεφαλαίου για εξατομίκευση και κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων και της σύγχρονης εργατικής τάξης. Απαιτείται σοβαρός διεκδικητικός αγώνας από το εργατικό κίνημα για την κατοχύρωση αυξημένων δικαιωμάτων και πλήρους προστασίας – κάλυψης των εργαζομένων με τηλεργασία, και κυρίως για τη συνολική απόρριψη αυτού του μοντέλου εργασίας, που απειλεί εργασιακά δικαιώματα, δημιουργεί κατηγορίες διαφορετικών ταχυτήτων, θέτει σε κίνδυνο κατακτήσεις, όπως, το ωράριο και οι άδειες, και αποτελεί αποτελεί τον προθάλαμο για outsourcing υπηρεσίες στο Δημόσιο, όπως, για παράδειγμα, ιδιώτες λογιστές και δικηγορικές εταιρείες για την απονομή των συντάξεων, που, τελικώς, όπως αποδεικνύεται από την πραγματικότητα, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, καθώς, μη έχοντας τη τεχνογνωσία και την εμπειρία, αναγκάζουν τους εργαζομένους στον ΕΦΚΑ να τους εκπαιδεύσουν, με εντολή διοίκησης.

4. Χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος Υγείας και μετατροπή όλων των συμβάσεων, ορισμένου χρόνου και επικουρικών, σε αορίστου χρόνου και κάλυψη όλων των αναγκών του συστήματος με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.

5. Εντατικοποίηση του αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και στην εκχώρηση αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών στους ιδιώτες, με άλλοθι την έλλειψη προσωπικού, που εσκεμμένα συντηρούν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής ΝΔ.

Στη σημερινή κατάσταση, της πλήρους απαξίωσης, που οδήγησαν το συνδικαλιστικό κίνημα οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, είναι αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε, από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις που αγωνίζονται για την αναγέννηση των συνδικάτων και τον ταξικό τους προσανατολισμό, να παρθούν πρωτοβουλίες συντονισμού στη δράση και να ανοίξει η συζήτηση για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Βασικές παράμετροι της ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος αποτελούν:

Η υπέρβαση του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης και η συγκρότηση μαζικών κλαδικών συνδικάτων και επιχειρησιακών συνδικάτων σε μεγάλους χώρους δουλειάς. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα μικρά συνδικάτα ελέγχονται πιο εύκολα από την εργοδοσία, ρέπουν στον συντεχνιασμό και αναπαράγουν τον παραγοντισμό, με τη δημιουργία δομών όχι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των μαχών απέναντι στην εργοδοσία, αλλά για λόγους συσχετισμών εντός των συνδικάτων .

Η αλλαγή της δομής του συνδικαλιστικού κινήματος, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, με βάση και την πείρα των προηγούμενων δεκαετιών, με στόχο την άμεση συμμετοχή των εργαζομένων στη ζωή των συνδικάτων και στη λήψη των αποφάσεων, τον περιορισμό της παραταξιοποίησης και της κομματικής περιχαράκωσης, την ελαχιστοποίηση της αναπαραγωγής γραφειοκρατικών φαινομένων και της αποξένωσής τους από τους εργαζόμενους και τους χώρους δουλειάς.

Η άρση του διαχωρισμού των εργαζομένων σε αυτούς του δημόσιου και σε αυτούς του ιδιωτικού τομέα, η ένταξη στα συνδικάτα των εργαζόμενων με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η ενοποίηση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και η συγκρότηση ενιαίων συνδικάτων εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αποτελούν βασικές συνιστώσες για την ενδυνάμωσή τους και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους ικανότητας, απέναντι στο κράτος και τους εργοδότες, για ενιαίες παροχές, μισθούς και δικαιώματα, για τον περιορισμό των διακρίσεων και την ενότητα της εργατικής τάξης, για την άμβλυνση των φαινόμενων του κοινωνικού αυτοματισμού που υποδαυλίζεται από το σύστημα και την άρχουσα τάξη.

Για το ΜΕΤΑ, η ύπαρξη και λειτουργία του δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Ιδρύσαμε το ΜΕΤΑ ως εργατική συλλογικότητα, για να συμβάλλουμε στην ενίσχυση των αγώνων και τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων. Στη σημερινή, μάλιστα, συγκυρία, που οφείλουμε όλοι να συμβάλλουμε θετικά στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα, προτείνουμε από κοινού με άλλες παρατάξεις και κινήσεις να συγκροτήσουμε μια νέα συνδικαλιστική συλλογικότητα, που να ενώσει συνδικαλιστικές δυνάμεις, αγωνιστές συνδικαλιστές και δραστήριους εργαζόμενους, με τους οποίους έχουμε τις ίδιες αγωνίες και αναζητήσεις και βρισκόμαστε εδώ και πολλά χρόνια μαζί στους δρόμους, ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, της ανεργίας, του αυταρχισμού και της διεύρυνσης των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.

Απευθυνόμαστε σε όλους τους συνδικαλιστές και τις συλλογικότητες και τους καλούμε να συγκροτήσουμε έναν ενιαίο χώρο συνεύρεσης, συζήτησης, διαλόγου, κοινής δράσης και παρέμβασης, στην προοπτική λειτουργίας μιας κοινής παράταξης που θα συμβάλλει στην αναζωογόνηση της ελπίδας και στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Τα βασικά κριτήρια για μια τέτοια καινούρια προσπάθεια είναι:

Οι κοινές πρακτικές στο κίνημα το προηγούμενο διάστημα: η στάση σε κρίσιμες επιλογές, όπως ήταν η απεργία, της 30ής Μάη 2018, των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, μαζί με το ΣΕΒ και τις άλλες εργοδοτικές οργανώσεις για την «Κοινωνική Συμμαχία», ο αγώνας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα για να ενταχθούν οι συμβασιούχοι στα συνδικάτα, καθώς και η κοινή μας στάση στις Πρωτομαγιάτικες κινητοποιήσεις, πέρυσι και φέτος.

Ήταν ιδιαίτερα σημαντική η ενιαία παρουσία διαφορετικών συλλογικοτήτων, στην απεργιακή κινητοποίηση της 10ης Ιούνη, στο κοινό πανό «Μαζικοί φορείς, κινήσεις, συλλογικότητες».

Η κατανόηση της αναγκαιότητας για επεξεργασίες για τις νέες μορφές απασχόλησης (από τις ελαστικές σχέσεις ως την τηλεργασία) και τις επιδράσεις που αυτές έχουν στη συγκρότηση της σημερινής εργατικής τάξης,

Η προτεραιότητα για μια τέτοια συλλογικότητα να σχεδιάζει από κοινού την παρέμβασή της σε διαφορετικούς εργασιακούς κλάδους και χώρους, και πρωτίστως στον ιδιωτικό τομέα.

«…δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα»

Με το αντεργατικό νομοσχέδιο που προωθείται για ψήφιση, φαίνεται να κλείνει ένας κύκλος αντιδραστικών αλλαγών που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η μείωση του βασικού μισθού και η κατάργηση των ΣΣΕ, και ανοίγει ένας νέος γύρος με σκοπό την πλήρη υποταγή του χρόνου και του αντικειμένου της εργασίας στις κερδοσκοπικές ορέξεις του εργοδότη με περαιτέρω μείωση των αποδοχών. Ταυτόχρονα, με τις αλλαγές στο ν.1264/1982 (συνδικαλιστικός νόμος), η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί τον πλήρη έλεγχο του συνδικαλισμού και την κατάργηση κάθε μορφή οργάνωσης και δράσης εργαζομένων και Συνδικάτων.

Λογαριάζουν, όμως, χωρίς τον «ξενοδόχο». Είναι δεδομένο ότι δύσκολα θα ξεμπερδέψουν με το δίκιο αυτού του κόσμου, γιατί το τέλος της Ιστορίας δεν ήρθε ποτέ. Γιατί «…δεν βγαίνουν τα όνειρα σε πλειστηριασμό, δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα».

Οι προωθούμενες ανατροπές στο συνδικαλισμό φανερώνουν τον πανικό στον οποίο βρίσκονται, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις νέες δυνάμεις που γεννιούνται, τις νέες μορφές αγώνα που ξεσπούν και συνολικά έχουν ως «μήτρα» τους την ανάγκη για μια καλύτερη ζωή και την προοπτική της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Όλοι και όλες στην 24ωρη απεργία, την Τετάρτη 16 Ιούνη

Στο πλαίσιο της κλιμάκωσης των αγώνων και για να μην περάσει το αντεργατικό νομοσχέδιο, που μας γυρίζει πολλές δεκαετίες πίσω, είναι αναγκαίο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες να δώσουν εκ νέου, ενεργά και δυναμικά, το «παρών» τους, στην νέα Πανεργατική Απεργία, που έχουν κηρύξει η ΑΔΕΔΥ, Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και σωματεία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και στα απεργιακά συλλαλητήρια που θα πραγματοποιηθούν σε ολόκληρη τη χώρα.

Ο Γρηγόρης Καλομοίρης είναι συντονιστής της Γραμματείας ΜΕΤΑ.