Βιώσιμη ανάπτυξη – προστασία Δελφικού Τοπίου ή μεταλλευτική δραστηριότητα;

Βιώσιμη ανάπτυξη – προστασία Δελφικού Τοπίου ή μεταλλευτική δραστηριότητα;

Μια σχετική απόφαση της ολομέλειας του  ΣτΕ

γράφει ο ΟΙΚΟΛΟΓΟΣ – ΜΕΤΑΛΛΕΡΓΑΤΗΣ

Στη Φωκίδα κι ιδιαίτερα στην Παρνασσίδα, σημερινό Δήμο Δελφών, ένα απ’ τα σοβαρότερα κατά βάση περιβαλλοντικό, αλλά με πολύ μεγαλύτερες περαιτέρω διαστάσεις θέμα,  είναι οι εξορύξεις βωξιτών από εκ-μεταλλευτικές πολυεθνικές! Εξορύξεις ως επί το πλείστον επιφανειακές (γιατί το κόστος των υπογείων είναι … απαγορευτικά μεγάλο) συνοδευόμενες κι από  εργατικά δυστυχήματα, σοβαρές επιβαρύνσεις σε χωριά και οικισμούς και υπαγωγή κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας στην περιοχή στη συμβατότητα με τις δραστηριότητες των εταιριών εξόρυξης. Και δεν είναι μόνο περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τον Παρνασσό, τη Γκιώνα, το φαράγγι της Ρεκάς κ.ά., είναι και οι Δελφοί και το προστατευόμενο κι από διεθνείς συνθήκες Δελφικό Τοπίο. Είδαμε στα ψιλά τις προηγούμενες κάτι για σχετικήν απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Αναζητήσαμε και πράγματι έχουν πρόσφατα εκδοθεί κι αναρτηθεί πέντε συναφείς αποφ. της ολομέλειας του  ΣτΕ (175 – 179/2021) για τις Περιοχές αποκλειστικής μεταλλευτικής δραστηριότητας και την προστασία του «Δελφικού Τοπίου». Διαβάζοντας μάθαμε ότι απ’ το 2018 είχαν ασκηθεί αιτήσεις ακυρώσεως από τον Δήμο Δελφών, την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος, τον Σύνδεσμο ΟΤΑ «Ο Αρίων» και δύο Σωματεία κατά της ΥΠΕΝ/ΔΧΩΡΣ/76104/1176/30.10.2018 απόφασης των Υπουργού και Αναπλ.Υπουρ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας με θέμα «Έγκριση Αναθεώρησης του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και Περιβαλλοντική Έγκριση αυτού» και συγκεκριμένα ως προς τις στρατηγικές κατευθύνσεις για την χωροθέτηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στον τομέα της εξόρυξης.

Με τις αναφερθείσες αποφάσεις του το Ανώτατο Ακυρωτικό έκαμε εν μέρει δεκτή την αίτηση και ακύρωσε τη ρύθμιση του άρθρ.11 § Γ΄ της ανωτέρω αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, «Είναι κατ’ αρχήν αποδεκτή η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων που συνδέονται με την εξόρυξη σε δάση ή δασικές εκτάσεις, στο πλαίσιο των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, όταν δεν είναι τεχνικοοικονομικά πρόσφορη ή εφικτή η εγκατάσταση εκτός των περιοχών αυτών». Το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι, το κριτήριο της τεχνοοικονομικής προσφορότητας δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών, βάσει των οποίων ελέγχεται το συμβατό μίας δραστηριότητας με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και το συνταγματικώς επιτρεπτό της πραγματοποίησής της εντός προστατευομένων οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή κρίθηκε μη νόμιμη και ακυρωτέα. Ακύρωσε δηλ. τη ρύθμιση άρθρ.11 § Γ΄ της προσβληθείσας απόφασης όσον αφορά τα δάση. Κατόπιν αυτού, οι υπόλοιπες δίκες κηρύχθηκαν κατά το μέρος τούτο κατηργημένες, οι δε αιτήσεις ακυρώσεως κατά τα λοιπά απερρίφθησαν!!!

Στην απόφασή του το ΣτΕ δέχθηκε ότι τα περιφερειακά χωροταξικά πλαίσια αποτελούν, κατά την ισχύουσα νομοθεσία (ν. 4447/2016, και προγενέστερος  ν. 2742/1999), στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό, με επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα συναρτώμενες με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εντασσόμενες στα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως, και γενικές κατευθύνσεις και ειδικότερες ρυθμίσεις συνδεόμενες αρρήκτως με τα ανωτέρω ζητήματα. Συνάδει, ή έστω λαμβάνεται σ’ αυτά υπ’ όψιν η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης; ώστε απ’ αυτή ν’ απορρέει η υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εξόρυξη πρώτων υλών, σύμφωνα και με τη συνταγματική επιταγή του άρθρ. Σ 24 όπου ‘‘η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας’’ (§ 1), και ‘‘Tα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Kράτος’’ (§ 6) ; Νομοθεσία που πάσχει είναι αντισυνταγματική, άρα  μη εφαρμοστέα.

Κατά το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη δεν θεσπίζονται περιοχές αποκλειστικής μεταλλευτικής χρήσης, αλλά με επίκληση του Μεταλλευτικού Κώδικα (ν.δ. 210/73, με τροποποιήσεις), τυχόν περαιτέρω χαρακτηρισμός τους ως περιοχών «αποκλειστικής μεταλλευτικής χρήσης» μπορεί να αποδοθεί, όπως ρητώς αναφέρεται, κατόπιν περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Μειοψηφήσασα γνώμη 6 Δικαστών δέχτηκε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου 11 § Γ΄ της προσβαλλόμενης, ‘‘έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, από την οποίαν απορρέει η υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εξόρυξη πρώτων υλών, ώστε να εξασφαλίζεται αφενός μεν η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής, στην οποία αναπτύσσεται η σχετική δραστηριότητα, αφετέρου δε η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων’’. Η πλειοψηφήσασα γνώμη δέχτηκε σιωπηρά προφανώς ότι η προσβληθείσα απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας τη μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και το σεβασμό της φέρουσας ικανότητας της περιοχής!

Συμπερασματικά, όχι μόνο κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, οι παραμείνασες άθικτες ρυθμίσεις παρέχουν τη δυνατότητα χαρακτηρισμού των επίμαχων περιοχών ως μεταλλευτικής χρήσης με μόνο κριτήριο την εφαρμογή της μεταλλευτικής νομοθεσίας, χωρίς ειδική συνεκτίμηση των λοιπών περιβαλλοντικών παραμέτρων, και ιδίως της σημασίας του «Δελφικού Τοπίου»!!! Φαινομενικά με την προσβληθείσα ‘‘δεν χωροθετούνται, το πρώτον, ούτε και επεκτείνονται μεταλλευτικές περιοχές, στις οποίες απαγορεύεται οιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, αλλά τίθεται ως στρατηγική κατεύθυνση η διασφάλιση των εκάστοτε κατοχυρωμένων θεσμικά μεταλλευτικών χώρων και παρέχεται το κατευθυντήριο πλαίσιο για το μέλλον’’. Επικυρώνεται δηλ. η τακτική του λάου – λάου κι αποκαλύπτεται η πρεμούρα μην τεθούν εμπόδια για βάθος χρόνου κι αδυνατούν να χαρακτηριστούν σιγά σιγά και νέες «περιοχές αποκλειστικής μεταλλευτικής δραστηριότητας». Κι εδώ η μειοψηφήσασα γνώμη έκρουσε τον κώδωνα : ‘‘οι επίμαχες ρυθμίσεις συμβάλλουν στην υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των ως άνω ειδικώς προστατευομένων περιοχών, κατά παράβαση και της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, υπέρ της οποίας η προσβαλλομένη όφειλε να διαλαμβάνει συγκεκριμένες επιφυλάξεις’’.

Η απόφαση του ΣτΕ επικαλούμενη κείμενες διατάξεις, έκρινε ότι η προσβληθείσα απόφαση ‘‘αποσκοπεί στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος που έχει υποστεί σημαντική βλάβη και δεν αποκαταστάθηκε από τον υπόχρεο, αν και ελήφθησαν εναντίον του όλα τα προβλεπόμενα από τις προαναφερθείσες διατάξεις μέτρα. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως απερρίφθη ως αβάσιμος’’!

Επίσης αβάσιμος κρίθηκε κι ο λόγος ακυρώσεως περί αντιθέσεως του επίδικου άρθρου της προσβληθείσας με το άρθρο 6 παρ. 2-4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. ‘‘ διότι οι διατάξεις του δεν απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, την άσκηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων εντός ή πλησίον των προστατευόμενων τόπων του δικτύου Natura 2000, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, ήτοι διασφαλίζεται κατόπιν δέουσας εκτίμησης και πέραν κάθε εύλογης αμφιβολίας, ότι η εν λόγω δραστηριότητα έχει σχεδιασθεί, ώστε να μη παραβλάπτεται η ακεραιότητα του τόπου’’. Σε ποιον άραγε επαφίεται η δέουσα εκτίμηση για το πραγματικό γεγονός της πλήρωσης ή μη των προϋποθέσεων της εκ-μεταλλευτικής δραστηριότητας ‘‘ώστε να μη παραβλάπτεται η ακεραιότητα του τόπου’’;

Κατά το Δικαστήριο με την προσβληθείσα ‘‘παρέχονται κατευθύνσεις στρατηγικού χαρακτήρα για όλη την Περιφ.Στερεάς Ελλάδος, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω εξειδικεύσεως ( … )από τις επιμέρους δε ρυθμίσεις του παρέχεται ένα γενικό κατευθυντήριο πλαίσιο για την χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της περιφέρειας’’. Κι επειδή ο Δήμος Δελφών που ζητούσε την ακύρωση ‘‘δεν έπληττε με ειδικότερους ισχυρισμούς την αιτιολογία της μελέτης σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων της προσβληθείσας στις προστατευόμενες περιοχές, κρίθηκαν απορριπτέοι ως αβάσιμοι’’ οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως περί μη πλήρωσης του κριτηρίου της «δέουσας εκτίμησης». Σα να επρόκειτο για το βάρος απόδειξης του ενάγοντα ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, αντί του ανακριτικού συστήματος που διέπει τη διοικητική δικαιοδοσία…

Ως προς τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών και το ευρύτερο Δελφικό Τοπίο, η απόφαση μνημονεύει ότι ρητώς απαγορεύεται εντός του χώρου η μεταλλευτική δραστηριότητα, χωρίς όμως αναφορά στη Σ 24 § 6. Αναφέρει ότι άλλες διατάξεις και η Σύμβαση της UNESCO ‘‘δεν εισάγουν πλήρη απαγόρευση άσκησης μεταλλευτικών εργασιών εντός ή πλησίον αρχαιολογικού χώρου ή μνημείων, εξαρτούν, όμως, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων αυτών από την έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού ή του οργάνου προς το οποίο έχει, τυχόν, μεταβιβασθεί η σχετική αρμοδιότητα, η οποία χορηγείται κατόπιν γνώμης του οικείου αρχαιολογικού συμβουλίου και μόνον εφ’ όσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση του εγκρίνοντος οργάνου, η απόσταση από το μνημείο ή η θέση του σημείου των επεμβάσεων εντός του αρχαιολογικού χώρου, η οπτική επαφή, η μορφολογία του εδάφους και ο χαρακτήρας των εργασιών είναι τέτοια, ώστε να μην κινδυνεύει να προκληθεί άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο ή τον αρχαιολογικό χώρο. Κατ’ ακολουθίαν, ο λόγος ακυρώσεως περί αντιθέσεως της παραγράφου Γ΄ του άρθρου 11 του προσβαλλόμενου Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου στο  εθνικό νομικό πλαίσιο για την προστασία της πολιτιστικής και αρχαιολογικής κληρονομίας απερρίφθη ως αβάσιμος’’. Ούτε νύξη για το αν οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας των μνημείων απ’ το κράτος κατά το Σύνταγμα. Απεναντίας κρίνεται ως επιτρεπτή συμπλήρωσή τους με  άρθρ. 8  2 του ν. 2742/1997.

Κι ως προς την παραβίαση της Σύμβασης της Φλωρεντίας, οι προβληθέντες λόγοι απερρίφθησαν ως αβάσιμοι! Εκείνο που έκαιγε κι έπρεπε, ως φαίνεται να διαφυλαχθεί ήταν ‘‘η αποφυγή της προώθησης νέων χρήσεων ανταγωνιστικών της εξόρυξης σε περιοχές για μεταλλευτική έρευνα που χαρακτηρίζονται ως κύριας μεταλλευτικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τον Μεταλλευτικό Κώδικα και τον Κανονισμό Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών’’. Σύμφωνα με τον παντοδύναμο Μεταλλευτικό Κώδικα, και τις  διαδικασίες του, δεν πρέπει να παρεμποδίζεται η ‘‘διενέργεια μεταλλευτικής έρευνας, να μην αναπτυχθούν άλλες δραστηριότητες, ανταγωνιστικές της εξορυκτικής, οι οποίες θα δυσχεράνουν την εξορυκτική μεταλλευτική δραστηριότητα, σε περίπτωση που από την έρευνα προκύψει ότι στις συγκεκριμένες περιοχές όντως υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών’’. Στη σύγκρουση κανόνων υπερισχύει η απρόσκοπτη στο διηνεκές μεταλλευτική δραστηριότητα. Αναμενόμενα κρίθηκε ότι ‘‘Ο σκοπός αυτός της πληττόμενης ρυθμίσεως είναι κατ’ αρχήν θεμιτός’’! Κι έτι περαιτέρω: ‘‘ο θεσπιζόμενος με την ρύθμιση αυτή περιορισμός της προωθήσεως νέων χρήσεων ανταγωνιστικών προς την εξόρυξη δεν είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, ούτε αναιρεί στην ουσία του τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας, δοθέντος ότι με την επίμαχη ρύθμιση περιορίζεται η ανάπτυξη μόνο νέων δραστηριοτήτων, χωρίς, ωστόσο, να παρακωλύεται η εξακολούθηση των υφισταμένων χρήσεων γης’’. Ακόμη κι η διάνοιξη λοιπόν της εθνικής οδού Ναυπάκτου – Ιτέας – Λαμίας, δεν τίθεται καν προς συζήτηση.

Συμπυκνωμένη κατάληξη: ‘‘Εν όψει όλων των ανωτέρω, απορριπτέα ως αβάσιμα κρίθηκαν και τα προβληθέντα περί παράβασης της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Τούτο, διότι με τις ρυθμίσεις του προσβαλλόμενου Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου δεν θεσπίζονται περιοχές αποκλειστικής μεταλλευτικής χρήσης, ούτε χωροθετούνται εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων και περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών, ενώ επιπλέον δεν θεσπίζεται απαγόρευση αναπτύξεως άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά προβλέπεται ως στρατηγική κατεύθυνση η αποφυγή της προωθήσεως νέων χρήσεων, ανταγωνιστικών προς την εξορυκτική δραστηριότητα στις περιοχές κύριας μεταλλευτικής δραστηριότητας’’. Ούτε παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, ούτε απαγόρευση αναπτύξεως άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, μόνο μια περιβαλλοντικά αθώα στρατηγική κατεύθυνση αποφυγής της προωθήσεως νέων χρήσεων, ανταγωνιστικών προς την εξορυκτική. Περιβάλλον και Δελφικό τοπίο, δε χρειάζονται την απόλυτη κατά το Σύνταγμα προστασία, η δε ανάπτυξη του τόπου μπλοκάρεται απ’ την εξορυκτική δραστηριότητα.

Σε προηγούμενες περιόδους, με την αγωνία και τη φροντίδα για τα περιβαλλοντικά ζητήματα στις διαφορές που προέκυπταν από την εφαρμογή  της νομοθεσίας για:
α) την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων, της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας,
β) την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων, των διατηρητέων κτιρίων και των παραδοσιακών οικισμών, προσέβλεπε τόσο ο πολίτης όσο κι ο νομικός κόσμος στο ΣτΕ και το Ε΄ Τμήμα του. Με όλη την ενίσχυση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εγχώρια και διεθνώς και την καθιέρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, πού μπορεί πια ο πολίτης να προσβλέπει;