-Ωρέ, δεν ήταν έτσι! 

του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου

Δημήτρης Παλούκης

-Ωρέ, δεν ήταν έτσι! 

Είπαμε να γιορτάσουμε. Όχι ότι το πολυθέλαμε, αλλά μας βρήκαν τα 200 χρόνια. Και γιορτάζω σημαίνει θυμάμαι. Και τη μνήμη την τροφοδοτεί κι ακόμη περισσότερο, η Ιστορία. Ακούστηκε τίποτα από Μακρυγιάννη; Από μπουρλοτιέρηδες, σφαγές κι ολοκαυτώματα; Καλά – καλά πνίγηκε και το επίμονο ‘‘-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη;’’ του εγγονού στον Εξοδίτη του Μεσολογγιού… Και σίγουρα δεν ήταν με δεξιώσεις προεδρικά μέγαρα, πρωτόκολλα, υψηλούς προσκεκλημένους και σεφ περιωπής, για τα μόνα να συζητηθούν, εδέσματα. Αυτά απασχόλησαν, αυτά έδειξαν, είδαμε…

– Μα ήταν Επανάσταση! Και δεν υπαινισσόμαστε ανάγκη μικρονοϊκών αναπαραστάσεων μαχών κ.λπ. Πνεύμα, μέθεξη, ερμηνείες κι αποτιμήσεις γεγονότων, αναγωγή στόχων κι οραμάτων στο παρόν. Κι αυτά δε γίνονται με προσκλήσεις εκπροσώπων εκείνων που, Ιερή Συμμαχία έλεγαν την Ένωσή τους τότε, λίγο έλειψε να στείλουν στρατό να την καταπνίξουν. Πότε θα ενηλικιωθούμε να μην περιμένουμε την αναγνώριση – καταξίωση απ’ τα μάτια, την επιδοκιμασία των ξένων!

    Η ελευθερία, η εθνική ανεξαρτησία, η αυτοδιάθεση των εθνοτήτων είναι θεμελιώδεις αρχές, κατακτημένα, κατοχυρωμένα ως δικαιώματα, αναμφισβήτητα και δεδομένα στην Ευρώπη και τον κόσμο; Ο χρόνος αμβλύνει…Με κατοχικό στρατό στο 40% της επικράτειας και να παρακάθεσαι χωρίς την επιμονή απελευθέρωσης. Κι οι εκπρόσωποι των άλλοτε εγγυητριών, ήλθαν να μας θυμίσουν ότι τους χρωστάμε την καθοριστική βοήθειά τους. Δε θ’ άξιζε κι εμείς να τους θυμίζαμε ότι αδιαφόρησαν ανέξοδα ν’ αποτρέψουν σφαγές αθώων, παιδιών, γυναικών, γερόντων; αυτά που σήμερα λένε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τι είναι άραγε χειρότερο, η υποκρισία των συμμετασχόντων στην ‘‘επέτειο’’ ή η επιτιμητική βουβαμάρα, κυνισμού κι αναισχυντίας, της κατ’ ευθεία συνεχιστού της πολιτικής του Μέτερνιχ, εταίρου μας στην Ε.Ε.;

    Επέτειος καταλυτικού γεγονότος, σημαίνει γιορτή, με λαό, πολίτες με τους υπέροχους αναλογισμούς της αντρείας της αρματολικής, να θυμηθούμε τον Σπ. Ασδραχά, αποκείμενης στα δημοτικά, τα κλέφτικα τραγούδια της λεβεντιάς. Και το πρόσχημα της πανδημίας, καλά. Τα Μέγαρα Μουσικής, η Λυρική, τα Θέατρα, με ακροβολισμένο, επιλεγμένο αραιό, με κλήρωση κοινό, ακόμη κι άδεια! με τηλεοπτική ή διαδικτυακή προβολή, δεν είχαν ρόλο και θέση; Μια περιήγηση του φακού σε μέρη ιστορικά, εμποδιζόταν απ’ την πανδημία; Είχαν να δείχνουν και να λένε τα κανάλια για ρίγη συγκίνησης που σκόρπησε μια μπάντα αμερικάνικου στρατού που έπαιξε το ‘‘έχετε γεια βρυσούλες…και …οι Έλληνες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά’’. Μα οι πλατείες Ν. Σμύρνης κι αλλού μυρίζουν μπαρούτι για οικογένειες και μικρά παιδιά. Ούτε κατά διάνοια να τους αφήσουμε. Τέχνες και Μέγαρα θ’ ανοίγουμε τώρα;

     Στα μουγγά. Η βασανισμένη συνείδηση του Σεφέρη αποφάνθηκε ότι ‘‘Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός’’. Και τούτη η τελευταία άποψη, ήταν η πιο αγνοημένη απ’ τον καιρό του. Όταν στο μυαλό είναι η Siemens και η Cisco, πού να χωρέσουν πνευματικές αναζητήσεις και μάλιστα επιπέδου Επανάστασης … Όχι μόνον η μεταναπολεόντεια αντίδραση στην Ευρώπη, από πολύ παλιότερα κρατούσαν τον Μεγάλο Ασθενή στην εντατική με οξυγόνα κι ορούς, γιατί δε συμφωνούσαν στη μοιρασιά και την προώθηση των αντιτιθέμενων στρατηγικών τους συμφερόντων. Μια χούφτα Έλληνες αποφασισμένοι για Ελευθερία ή θάνατο, δηλ. όλα για όλα, άρχισαν κόντρα στα πάντα, τη διάλυση της σκοταδιστικής κι απάνθρωπα καταπιεστικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Λίγα χρόνια αργότερα σε γιορτή, και τότε με ξένους υψηλούς προσκεκλημένους, ένας ευρωπαίος αξιωματικός δεν πίστευε στα μάτια του με το φράχτη του Μεσολογγιού και πόσο κράτησε πολλαπλάσιων πολιορκητών τις ορδές. Και κομπάζοντας αυτάρεσκα είπε ότι αυτός θα το κατακτούσε αμέσως με τετρακόσιους δικούς του. Για να πάρει την πληρωμένη απάντηση από έναν Ελεύθερο Πολιορκημένο: ‘‘θάπρεπε κι εκείνοι που ήταν κλεισμένοι μέσα να είναι σαν κι αυτόν για να το πάρει. Αν ήταν Έλληνες, τότε τα λέγαμε τα χαμπέρια…». Έλληνες από μέσα υπάρχουν ευτυχώς και διακόσια χρόνια μετά. Κι όποιος σύγχρονος Μεγάλος Ασθενής παίζει και με τους εμβολιασμούς, ζήτημα ζωής και θανάτου, ας μην υποτιμά μια ανάλογη του παλιού αποδόμηση, από εκείνους που καλά αντιλαμβάνονται ακόμη ότι μπορεί να ‘‘είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν’’. Ας υπάρχουν παρέκει, στο κέντρο κι οι μεταμοντέρνοι Ποσειδωνιάται που γιόρτασαν ερήμην και, κατά πως γράφει ο Καβάφης τέτοιαν επέτειο, χωρίς Μνήμη ονομάτων Αλαμάνας, Δερβενακιών. Μετρούν κι οι άλλοι, που το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού, τους συνεπαίρνει διακόσια χρόνια τώρα!..