1821-2021: Αναζητώντας το παραγωγικό – τεχνολογικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας

Το ελληνικό κράτος μετά την επιτυχή έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης ενάντια στους Οθωμανούς, συστάθηκε υπό την κηδεμονία των τριών δυνάμεων της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, όπου οι ναυτικές τους μοίρες επέφεραν (8/10/1827) στο Ναυαρίνο την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στις συνθήκες αυτές πολιτικής επιρροής παρέμβασης των ξένων δυνάμεων, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαμορφώθηκαν οι όροι εξάρτησης (C.Tsoukalas, 1970), ιδιαίτερα από την Μ.Βρετανία, εξαιτίας, κατά βάση, του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη χώρα αποτελούσε την κύρια πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών δανείων.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

Παράλληλα, η ελληνική οικονομία ως υπανάπτυκτη και κυρίαρχα αγροτική οικονομία που η ανάπτυξη της βασιζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην άσκηση ευνοϊκής φορολογικής πολιτικής και όχι παραγωγικής, τεχνολογικής και αγροτο-αναπτυξιακής πολιτικής, διέθετε περιορισμένο μεταποιητικό (βιοτεχνικό) τομέα παραγωγής, ο οποίος λειτουργούσε συμπληρωματικά στον αγροτικό τομέα(Κ.Βεργόπουλος,1975).

Κι΄ αυτό γιατί, στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας και των διεθνών επιρροών, η ελληνική οικονομία επέλεξε την παραγωγική αποσύνδεση των στρατιωτικών και γενικότερα των κρατικών προμηθειών της χώρας από τον μεταποιητικό (βιοτεχνικό) τομέα και την παραγωγική σύνδεση τους με την αύξηση των εισαγωγών.

Έτσι παρατηρείται ότι την απελευθερωτική δυναμική της ανεξαρτησίας της χώρας, δεν ακολούθησε η δημιουργία συνθηκών μίας παραγωγικής δυναμικής, εξαιτίας, κατά βάση, της δυτικοποίησης της με όρους επιρροής/εξάρτησης. Στις οικονομικές και παραγωγικές αυτές συνθήκες, η εξυπηρέτηση του χρέους εκ του εξωτερικού και του εσωτερικού δανεισμού της περιόδου(1882-1893) βασιζόταν στη φορολογία (κυρίως στην έμμεση φορολογία) και στα έσοδα, κατά βάση, από τις εξαγωγές της σταφίδας (Ν.Σοϊλεντάκης, 2012).

Όμως, η σταφιδική κρίση που εξελίσσεται από το 1890, σε συνδυασμό με τη μείωση των κρατικών εσόδων και την δυσχέρεια περιστολής των δαπανών (κυρίως των αμυντικών), οδήγησε (10/12/1893) στην κήρυξη εξωτερικής πτώχευσης της χώρας και στην επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου (ΔΟΕ), ο οποίος εκτός από τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας και της αυτονομίας της χώρας στα νομισματικά ζητήματα, ενέκρινε τις προσλήψεις, τις απολύσεις, τις μεταθέσεις, κ.λ.π.(Α.Ανδρεάδης,1939).

Στις συνθήκες αυτές των ασκούμενων περιοριστικών πολιτικών από τον ΔΟΕ και τις ελληνικές κυβερνήσεις, παρατηρείται εκ νέου η σύναψη πολλών δανείων για την ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και την εξυπηρέτηση των αμυντικών αναγκών της χώρας, ιδιαίτερα των πολεμικών συρράξεων, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίες, κατά βάση, προκάλεσαν τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς.

Η δημοσιονομική ισορροπία αποκαταστάθηκε μετά την πρώτη δεκαπενταετία της μεσοπολεμικής περιόδου, εξαιτίας του περιορισμού της φοροδιαφυγής, της αύξησης της φορολογίας, της κατανάλωσης και του ΑΕΠ (Ν.Σοϊλεντάκης, 2012).

Παράλληλα, κατά την μεταπολεμική περίοδο αποτυπώνονται τα παραγωγικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου, τα οποία αναπαράγονται και διευρύνονται, ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες της συγκεκριμένης περιόδου, και επικεντρώνονται στους κλάδους της ελαφράς βιομηχανίας, δηλαδή της κλωστοϋφαντουργίας, των οικοδομικών υλικών, των χημικών προϊόντων, καθώς και της επεξεργασίας δερμάτων και ειδών διατροφής.

Η παραγωγική αυτή διάρθρωση ουσιαστικά αποτυπώνει την ασκούμενη οικονομική πολιτική και πολιτική εκβιομηχάνισης, η οποία περιελάμβανε, κυρίως, κίνητρα εισαγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, εγκαταλείποντας, παράλληλα, την υποστήριξη κάθε εγχώριας ανάπτυξης βιοτεχνικών μονάδων για την παραγωγή εργαλειακού και βασικού μηχανολογικού εξοπλισμού (Δ.Σακκάς, 1982). Έτσι, οι εγχώριες αυτές βιοτεχνικές μονάδες, λειτουργώντας σε συνθήκες έντονων ανταγωνιστικών πιέσεων, μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε εμπορικές επιχειρήσεις εισαγωγής τεχνολογίας από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Η στρατηγική αυτή επιλογή της ελληνικής οικονομίας προσδιόρισε καθοριστικά την παραγωγική και τεχνολογική της θέση στον διεθνή και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με την έννοια της εδραίωσης της διαδικασίας της εισαγόμενης, «έτοιμης» εκβιομηχάνισης θεωρώντας λανθασμένα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ότι συμβάλλει πολλαπλασιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, της έρευνας και της τεχνολογίας στην χώρα μας.

Έτσι, η παραγωγική και τεχνολογική υπανάπτυξη κατά την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και η διευρυμένη αντίστοιχη καθυστέρηση κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, σε συνδυασμό με την εδραίωση, κατά τη μεταπολεμική περίοδο της παραγωγικής εξειδίκευσης της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση των «ενδιάμεσων» δραστηριοτήτων (υπηρεσίες, εμπόριο, ναυτιλία, κατασκευές, τουρισμός) συγκροτεί, μεταξύ άλλων, στις μέρες μας ως συστατικό και δομικό χαρακτηριστικό, το έλλειμμα παραγωγικών δυνατοτήτων (παραγωγικό έλλειμμα) της ελληνικής οικονομίας.

Οι παραγωγικο-τεχνολογικές αυτές συνθήκες, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αποδυνάμωσαν και αποδυναμώνουν τις προϋποθέσεις διαμόρφωσης και χρηματοδότησης παραγωγικού και κοινωνικού πλεονάσματος καθώς και της άσκησης δυναμικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Κι΄αυτό γιατί στον τριτογενή τομέα της οικονομίας (υπηρεσίες, εμπόριο) συντελείται η πραγματοποίηση της προστιθέμενης αξίας, ενώ στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας συντελείται η δημιουργία της προστιθέμενης αξίας. Με αφετηρία την παρατήρηση αυτή της οικονομικής ανάλυσης, η ελληνική οικονομία, στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, εντάχθηκε παραγωγικο-τεχνολογικά από τον 19ο αιώνα, με βάση το μοντέλο του δανεισμού/εξάρτησης και της άνισης ανταλλαγής του παραγόμενου πλούτου μεταξύ των χωρών που παράγουν και των χωρών που καταναλώνουν, στις χώρες που καταναλώνουν (το 2010 η ελληνική οικονομία παρήγε μόνο το 27% των προϊόντων που κατανάλωνε).

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι στην ελληνική οικονομία και σε άλλες αντίστοιχες παραγωγικο-τεχνολογικά χώρες, παρατηρούνται ιστορικά σημαντικού επιπέδου διαρροές παραγωγής, απασχόλησης (π.χ. μεταναστευτικά ρεύματα από Ελλάδα κατά τον 19ο, 20ο και τις αρχές του 21ου αιώνα) και εξειδίκευσης από την εισαγωγή προϊόντων ενδιάμεσης και τελικής ζήτησης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων και των παραγωγικών τους πλεονασμάτων.

Επιπλέον, η συντελούμενη τεχνολογική και παραγωγική αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία συνιστά τη γενεσιουργική αιτία του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος της χώρας, σε συνδυασμό με την απώλεια ανταγωνιστικότητας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, παράλληλα με την αύξηση των εισαγωγών, τη μείωση εισροών των άδηλων πόρων και των εισροών του ξένου κεφαλαίου, οδήγησαν, μεταξύ των άλλων, στη σημαντική αύξηση της προσφυγής της ελληνικής οικονομίας στον εξωτερικό δανεισμό.

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγικο-τεχνολογική αυτή δυσμενής κατάσταση, έχει ερμηνευθεί από αναλυτές και εμπειρογνώμονες ότι αποτελεί ουσιαστικά την έκβαση της επιρροής/δανειακής εξάρτησης που γνώρισαν τόσο η Ελλάδα, όσο και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Κι΄αυτό γιατί οι όροι και οι προϋποθέσεις της άνισης ανάπτυξης που οργανώθηκαν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνέβαλαν, μεταξύ των άλλων, στην μεταφορά σημαντικών πόρων από την Νότια στην Βόρεια Ευρώπη, μέσω της μετανάστευσης, της εξόφλησης των δανείων, της διαφοράς του επιπέδου των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων και της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που ο Νότος εισάγει από τον Βορρά.

Ακριβώς, αυτή η ροή του συσσωρευμένου πλούτου προς τον Βορρά στερεί τις χώρες του Νότου (π.χ. Ελλάδα) από την διάθεση του, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών, στην ανάπτυξη των αναπτυξιακών-κοινωνικών υποδομών και ειδικότερα των πρωτοβάθμιων και νοσοκομειακών υποδομών.

Με αυτά τα δεδομένα της ανεκπλήρωτης και ελλειμματικής παραγωγικο-τεχνολογικής και κοινωνικής προσδοκίας της ελληνικής οικονομίας, ο εορτασμός της κατάκτησης της ελευθερίας της χώρας μας το 1821, μας προσανατολίζει στην αναζήτηση με εσωτερικούς και εξωτερικούς όρους, προϋποθέσεις, δεσμεύσεις, προγραμματισμό, κ.λ.π. στην δημιουργία και την εγκαθίδρυση, μεταξύ των άλλων, συνθηκών αυτοτελούς και ολιστικής σύλληψης, σχεδιασμού και υλοποίησης αποτελεσματικών πολιτικών αντιμετώπισης του επί 200 ετών παραγωγικο-τεχνολογικού και κοινωνικού ελλείμματος στην χώρα μας.

Αυτή είναι η δεσπόζουσα πρόκληση του 2021 και η αναγκαία συνθήκη οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής συνοχής, πραγματικής σύγκλισης και αποτροπής, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, της περιθωριοποίησης της χώρας μας.

*Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Αναδημοσίευση από εδώ