Home ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Δημοψήφισμα: μια φωτογραφία στα χέρια ενός ανθρώπου χωρίς μνήμη (του Άρη Τόλιου)

Δημοψήφισμα: μια φωτογραφία στα χέρια ενός ανθρώπου χωρίς μνήμη (του Άρη Τόλιου)

Δημοψήφισμα: μια φωτογραφία στα χέρια ενός ανθρώπου χωρίς μνήμη

του Άρη Τόλιου*

Μέχρι να μάθει το λιοντάρι να γράφει, κάθε ιστορία θα δοξάζει τον κυνηγό

-Παλιά αφρικανική παροιμία


Τα δέκα χρόνια από την διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος του 2015 βρίσκουν σαφέστατα την πλευρά που έχασε την μάχη τότε, να έχει κερδίσει τον πόλεμο.

Τα μνημόνια δεν ήρθαν ποτέ στο τέλος τους, όπως διατείνονταν στο τέλος της πρωθυπουργικής θητείας τους, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2023. Μπορεί να σταμάτησε η σφιχτή επιτροπεία, αλλά οι πληγές που άνοιξε η μνημονιακή περίοδος, τόσο στην οικονομία της χώρας όσο και στην κοινωνία, δεν έχουν κλείσει. Οι δείκτες ανάπτυξης, δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, δημοσιονομικών ή εμπορικών ισοζυγίων δεν επανήλθαν στην πραγματικότητα ποτέ, ενώ μια σειρά από κοινωνικές κατακτήσεις που συγκροτούσαν το κοινωνικό κράτος (ή ακόμα και το κράτος δικαίου) στην χώρα, κατέρρευσαν, δίνοντας τη θέση τους σε ένα κοινωνικό ιστό χωρίς σταθερές ή βεβαιότητες για τα επόμενα χρόνια, αν όχι δεκαετίες.

Δυστυχώς για την πλευρά των νικητών του δημοψηφίσματος (δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και μάλιστα, των κατώτερων κοινωνικοταξικών στρωμάτων που επιθυμούσαν να αλλάξει η ζωή τους με πολιτικούς όρους), οι μεγάλες διαιρετικές τομές, ταξικές, κοινωνικές ή και πολιτισμικές, που γεννήθηκαν στην προηγούμενη δεκαετία, πλέον έχουν σταματήσει να ξεχειλίζουν πολιτικό φορτίο, όπως τότε. Αντιθέτως, μπαζώθηκαν και μπετοναρίστηκαν, άσχετα αν που και που, το ξέσπασμα τους (όπως στην περίπτωση του πολλαπλού εγκλήματος των Τεμπών) δείχνουν ότι δεν έχουν στερέψει.

Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι το Δημοψήφισμα του 2015, το οποίο κορύφωσε τους αντιμνημονιακούς αγώνες της προηγούμενης πενταετίας, αφού δεν παράγει πλέον πολιτικό φορτίο, δεν θα είχε και πολύ νόημα να επανέρχεται, παρά μόνο ως αρχειακό υλικό, σχεδόν μουσειακό, για ιστοριοδίφες.

Μόνο που θα έπρεπε να απαντήσει σε ένα ερώτημα.

“Γιατί συνεχίζουν και ασχολούνται με το Δημοψήφισμα; Γιατί επανέρχονται σε αυτό, αναθεωρώντας και επαναδιατυπώνοντας το;”

Η απάντηση δεν είναι μία. Όλες όμως οι επιδιώξεις θέλουν να το επαναφέρουν στο σήμερα και να το επικαιροποιήσουν.

Για την πλειονότητα των αστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων, δηλαδή τους άξιους συνεχιστές του “ΝΑΙ” και του “Μένουμε Ευρώπη”, η ερμηνεία των πραγμάτων είναι απλή: το Μνημόνιο υπήρξε αναγκαίο προκειμένου να παραμείνει με κάθε θυσία (του λαού) η Ελλάδα μέλος – αδύναμος κρίκος της ΕΕ και της ευρωζώνης, ο ΣΥΡΙΖΑ τότε επιδόθηκε σε μια πολύ επικίνδυνη λαϊκίστικη κίνηση με το δημοψήφισμα και ευτυχώς, επικράτησαν οι δυνάμεις εκτός Ελλάδας αλλά και οι φωνές εντός κυβέρνησης και καθόρισαν το προϊόν του αποτελέσματος του. Δεν αξίζει να σταθούμε πολύ σε αυτή τη λογική, αφού οι εκπρόσωποι της είχαν πάντα ένα μονότονο καθήκον: να υπερασπίζονται εδώ και δύο αιώνες πάση θυσία τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και τις εξαρτήσεις της από το ξένο κεφάλαιο, κάθε φορά που έμπαιναν σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.

Για τις αριστερές δυνάμεις που επιδιώκουν να εκφράσουν την αντιμνημονιακή κληρονομιά του “ΟΧΙ” (και οι οποίες βρίσκονται εκτός Βουλής πλέον), το Δημοψήφισμα υπήρξε μια κορυφαία δημοκρατική έκφραση του ελληνικού λαού, με σύνθετα και πολλαπλά μηνύματα, που όλα όμως συνέτειναν στον με κάθε θυσία τερματισμό της λιτότητας, της υποτέλειας και της παρακμής της πολιτικής στην χώρα – ιδιαίτερα μάλιστα απέναντι σε έναν πρωτοφανή συντονισμό εγχώριων και διεθνών κέντρων με στόχο να τον εκβιάσουν και να τον εκφοβίσουν.

Για το ΚΚΕ το Δημοψήφισμα ως ιστορικό γεγονός είναι αδιάφορο, αλλά αυτό δεν αποτελεί και ιδιαίτερη έκπληξη, αφού και το ίδιο το Μνημόνιο ή η παραμονή στο ευρώ ήταν αδιάφορα επίδικα, αφού και πάλι σε καπιταλιστικό κράτος μέσα σε καπιταλιστικό κόσμο θα βρισκόμασταν.

Τέλος, στους ανθρώπους που αποφάσισαν το Δημοψήφισμα, παραβίασαν την δημοκρατική εντολή και την μετέτρεψαν σε ένα τρίτο, ακόμα πιο επαχθές, μνημόνιο, βρίσκουμε κοινούς τόπους, παραδόξως χωρίς την παραμικρή ταλάντευση μέχρι και σήμερα, ακόμα κι αν πλέον ακολουθούν ξεχωριστές πολιτικές διαδρομές.

Ανατρέχοντας στα λεγόμενα και γραφόμενα από τον Αλέξη Τσίπρα, τον Γιάννη Δραγασάκη ή τον Ευκλείδη Τσακαλώτο για τις ημέρες του Δημοψηφίσματος, θα διαπιστώσει κανείς πολύ σαφή στόχευση.

Από την μία, την ανάδειξη των ευθυνών των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, με πρώτο αποδέκτη τη ΝΔ. Ο Τσίπρας ζητάει την δημοσιοποίηση των πρακτικών του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, δήθεν λογικά για να αποκαλύψει το πόσο ένθερμη στην παράδοση στους δανειστές ήταν η ΝΔ – αλλά αυτό σάμπως δεν το γνωρίζαμε ήδη ή δεν το περηφανεύονται μάλιστα τα ίδια τα στελέχη της ΝΔ και της σημερινής κυβέρνησης, ότι δηλαδή τότε “έβαλαν πλάτη”; Ο Δραγασάκης και ο Τσακαλώτος συμφωνούν στο ότι το 2ο Μνημόνιο είχε ήδη εκτροχιαστεί, η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 καθώς αποχωρούσε άφηνε καμμένη γη πίσω της, ενώ το παιχνίδι ήταν στημένο, ώστε η νεοεκλεχθείσα κυβέρνηση του Γενάρη του 2015 να βρεθεί πολύ άμεσα σε χρηματοδοτικό κενό, χωρίς ταμειακά διαθέσιμα και να καταρρεύσει πολύ γρήγορα. Αυτά όμως δεν είναι γνωστά; Δεν ήταν γνωστά; Η κυβέρνηση τότε απάντησε, νομοθέτησε κοινωνικά μεροληπτικά και επιβίωσε. Περπάτησε πάνω σε τεντωμένο σχοινί για έξι ολόκληρους μήνες και μάλιστα, με συγκλονιστική αποδοχή από τον ελληνικό λαό. Πως αυτό δικαιολογεί την αδράνεια, την απραξία ή και την απροθυμία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ακολουθήσει το πρόγραμμα της και κυρίως, το πρόταγμα για το οποίο εκλέχθηκε;

Και από την άλλη την υπεράσπιση των πεπραγμένων της κυβέρνησης του 3ου Μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αμφότεροι οι Δραγασάκης – Τσακαλώτος συμφωνούν μέχρι και σήμερα: το 3ο Μνημόνιο δεν ήταν σε καμία περίπτωση το χειρότερο, είχε εξαιρετικά οφέλη αντίθετα με την “προπαγάνδα της Δεξιάς” και κακώς υποβαθμίστηκε στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ τότε. Για να ενισχύσουν μάλιστα το επιχείρημα τους χρησιμοποιούν επιλεκτικά και κατά το δοκούν συγκεκριμένους δείκτες αναφοράς, οι οποίοι, αν επιχειρήσουμε να τους λάβουμε σοβαρά υπόψη, απαντούν, όχι στην ουσία (αν το Μνημόνιο ΙΙΙ ήταν το χειρότερο ή χωρίς οφέλη), αλλά στο ότι αναχαιτίστηκε η ανθρωπιστική κρίση.

Αυτά όμως είναι κατά τη γνώμη μας ήσσονος σημασίας.

Αυτό που είναι μείζονος σημασίας και η ουσία των πραγμάτων, αυτό που διαχωρίζει ένα ιστορικό γεγονός από μια απλή καταχώρηση σε ένα αραχνιασμένο ιστορικό αρχείο και το καθιστά επίκαιρο και σημαντικό, είναι η διαλεκτική σύνδεση του με το πριν και του μετά.

Με απλά λόγια: όσο δεν εξηγούμε το πλαίσιο, όσο δεν εξηγούμε πως βρεθήκαμε στην τότε κατάσταση και τι αποτέλεσμα είχε, τέτοιου είδους μονογραφίες θα είναι πάντα πολύ ωραίες, σαν μια εξίσωση πάνω στην οποία θα διαφωνούν ή θα συμφωνούν ειδικοί και επιστήμονες, αλλά θα είναι τελικά και ανιστόρητες.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Αλέξης Τσίπρας θα γινόταν πρωθυπουργός, ο Γιάννης Δραγασάκης θα (ξανα)γινόταν υπουργός και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βουλευτής (και μετέπειτα υπουργός), αν πάνω στη μεγαλύτερη όξυνση της κοινωνικής αντίθεσης και της ταξικής πάλης των τελευταίων δεκαετιών, δεν διατύπωνε ο ΣΥΡΙΖΑ το αίτημα της “κυβέρνησης της Αριστεράς”, όχι ως αυταξία, αλλά ως απάντηση στο “ποιος και πως θα καταργήσει τα μνημόνια”. Αυτό το φορτίο έφερε η ανάδειξη της “κυβέρνησης της Αριστεράς”, όχι μια απλή εναλλαγή προσώπων. Αυτό ήταν το “πριν”.

Και το “μετά”, το αποτέλεσμα που πυροδότησε αυτή . Η σύγκληση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, ώρες μετά το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Προκόπη Παυλόπουλο για να αποσπάσει συναινέσεις από όλο το ηττημένο και υστερόβουλο κατεστημένο ενάντια στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού και πολύ δευτερευόντως, απέναντι στους ίδιους του τους τότε συντρόφους, είναι το “σημείο μηδέν” μιας πορείας που φτάνει μέχρι και σήμερα και θα συνεχίσει: η ολική, σαρωτική στα όρια του καθεστώτος, παλινόρθωση της Δεξιάς στην Ελλάδα. Ξέρετε, αυτής της “επάρατης”, που τόσοι δήθεν σήμερα αποκηρύσσουν και καλούν σε μέτωπα εναντίον της.

Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στην Μεταπολίτευση γέννησε τα Μνημόνια. Τα Μνημόνια γέννησαν τους αντιμνημονιακούς αγώνες, με αποκορύφωμα το Δημοψήφισμα. Και η απόρριψη του αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος από την ηγεσία της τότε κυβέρνησης γέννησαν ένα τεράστιο κύμα αντίδρασης με οριακές συνέπειες για την δημοκρατία στους θεσμούς, στην κοινωνία και στην παραγωγή. Όλα τα άλλα είναι πολύ όμορφες φωτογραφίες στιγμών, οι οποίες όμως στα χέρια ανθρώπων χωρίς μνήμη, δεν μπορούν γίνουν αφηγήσεις ή Ιστορία.

Δυστυχώς για όσους και όσες αγωνίστηκαν, τα “πεπραγμένα” της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ονομαστικά: τέσσερα χρόνια λιτότητας, ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, τρίτη ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, απελευθέρωση των πλειστηριασμών α’ κατοικίας, μεταφορά τους σε ηλεκτρονική πλατφόρμα και ιδιώνυμο απέναντι σε αγωνιστές-στριες, υπερταμείο, η νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και υποταγή στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, συνέχιση εξορύξεων στις Σκουριές και σε Ιόνιο – Λιβυκό πέλαγος, συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, κά.) οδήγησαν την Αριστερά σε μια στρατηγική ήττα και την λοιδορία της από την κυβέρνηση του 2015-19. Όμως, όλα αυτά μοιάζουν με δάκρυα στη βροχή μπροστά στην διαρκή και ασταμάτητη επαναχάραξη της Ιστορίας από τους τότε πρωταγωνιστές της, πέρα και μακριά από τις ευθύνες που ανέλαβαν για να γίνουν τέτοιοι και τις ευθύνες των επιλογών τους μέχρι σήμερα.

*Άρης Τόλιος, μέλος ΠΣ ΛΑΕ-ΑΑ

Exit mobile version