Πέτρος Παπακωνσταντίνου: Το βαθύ ρήγμα της Αμερικής θα μείνει ενεργό

Συνέντευξη του δημοσιογράφου Πέτρου Παπακωνσταντίνου στον Βασίλη Σκουρή και την ιστοσελίδα iEidiseis

-Τι σηματοδοτεί η νίκη Τραμπ ή η νίκη Μπάιντεν για τις Ηνωμένες Πολιτείες;

-Το μεγάλο ρήγμα στις εκλογές του 2016 ήταν ανάμεσα στους κερδισμένους και τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Οι πρώτοι εκπροσωπούνταν από τη Χίλαρι Κλίντον. Οι δεύτεροι από τον Ντόναλντ Τραμπ, στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, και τον Μπέρνι Σάντερς, στην αριστερή. Ο Σάντερς έστρεφε τη δυσφορία των θυμάτων της κρίσης του 2008-2010, που απογοητεύτηκαν από την κεντρώα πολιτική Ομπάμα, προς τα αριστερά, με ριζοσπαστικές θέσεις εναντίον της Γουόλ Στριτ και των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο δεξιός λαϊκισμός του Τραμπ ήταν το διαμετρικά αντίθετο: μια γραμμή εκτόνωσης της λαϊκής δυσφορίας προς τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον πόλεμο των πολιτισμών, την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων.

Στα τέσσερα χρόνια που άσκησε εξουσία, ο 45ος πρόεδρος ζημίωσε κατεξοχήν εκείνους που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη νίκη του 2016- τη λευκή εργατική τάξη στις κρίσιμες, βιομηχανικές Πολιτείες των Μεγάλων Λιμνών. Αντίθετα, ευεργέτησε το μεγάλο κεφάλαιο με προκλητικές φοροαπαλλαγές και με την υπονόμευση κοινωνικών μέτρων της οκταετίας Ομπάμα, ιδιαίτερα στα πεδία της υγειονομικής περίθαλψης και των εργασιακών σχέσεων. Η πανδημία του κορωνοϊού και η τραγελαφική διαχείρισή της από τον ίδιο έκαναν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Η έκρηξη των φυλετικών ταραχών, που σημάδεψε τον τελευταίο χρόνο της προεδρίας του, είχε άμεση σχέση με όλα αυτά, καθώς οι μειονότητες πλήρωσαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος, σε θέσεις εργασίας, μισθούς και ζωές, κατά την επέλαση του Covid- 19.

Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα δώσει στην ήδη εκρηκτική κοινωνική πόλωση των Ηνωμένων Πολιτειών διαστάσεις που δεν μπορούμε και δεν τολμάμε να φανταστούμε- ήδη τα φαινόμενα των αντίπαλων ένοπλων πολιτοφυλακών προδιαθέτουν για τα χειρότερα. Μια νίκη του Μπάιντεν θα πανηγυριστεί από τους οπαδούς της «κεντρώας» (νεοφιλελεύθερης) συναίνεσης ως επιστροφή της Αμερικής στην «κανονικότητα» ύστερα από το «ατύχημα» Τραμπ. Αλλά ο Τραμπ ήταν το κραυγαλέο σύμπτωμα της παθολογίας του αμερικανικού κοινωνικού σχηματισμού, όχι η αιτία της.

Γερουσιαστής επί 47 χρόνια και αντιπρόεδρος για οκτώ, ο Μπάιντεν δεν παρουσίασε καμιά πειστική στρατηγική ανανέωσης της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι, υπό την πίεση της αριστερής πτέρυγας του Σάντερς, και κυρίως της κοινωνικής του βάσης, δεσμεύτηκε για ορισμένα προοδευτικά μέτρα όπως ο διπλασιασμός του κατώτατου ωρομισθίου και η δικαιότερη φορολόγηση των πολύ μεγάλων εισοδημάτων. Ωστόσο η οικονομική ολιγαρχία δεν πήρε και τόσο σοβαρά τις όποιες φιλολαϊκές υποσχέσεις του, θεωρώντας ότι έχουν ημερομηνία λήξης τη νύχτα των εκλογών. Είναι ενδεικτικό ότι η Γουόλ Στριτ, η οποία κατά κανόνα χρηματοδοτεί περισσότερο τους Ρεπουμπλικανούς, αυτή τη φορά στοιχημάτισε πάνω στον Μπάιντεν. Με αυτούς τους όρους, το μεγάλο κοινωνικό ρήγμα της Αμερικής θα παραμείνει ενεργό, όποιος κι αν κερδίσει αυτή τη μάχη.

-Και για τον κόσμο; Ποια θα είναι η επόμενη μέρα σε νίκη του ενός ή του άλλου;

-Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν απασχόλησαν σχεδόν καθόλου τους Τραμπ και Μπάιντεν σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ακόμη κι όταν ρωτήθηκαν γι αυτά στο δεύτερο ντιμπέιτ, απέφυγαν να δεσμευτούν για οτιδήποτε, προτιμώντας να γυρίσουν τη συζήτηση σε αμοιβαίες κατηγορίες για σκάνδαλα και οικονομική διαπλοκή με άλλες χώρες. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Σε αντίθεση με τις αμερικανόφιλες, ευρωπαϊκές ελίτ που θέλουν να ελπίζουν, μαζί με τον Economist, ότι μια νίκη του Μπάιντεν «θα ξανακάνει την Αμερική φάρο του ελεύθερου κόσμου», οι ουσιώδεις διαφορές των δύο μονομάχων στην εξωτερική πολιτική είναι πιο περιορισμένες από ό,τι πολλοί φαντάζονται.

Ασφαλώς, αν νικήσει ο Μπάιντεν, θα αλλάξει το ύφος της Ουάσιγκτον έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Ένας πιο ευπρεπής, πιο ισορροπημένος και εν τέλει πιο προβλέψιμος πρόεδρος θα βελτιώσει κατά τι τη διεθνή εικόνα της Αμερικής, η οποία επί Τραμπ βυθίστηκε στα Τάρταρα. Οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν σε ορισμένες σημαντικές διεθνείς συμφωνίες- οπωσδήποτε στη συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, ίσως και σε εκείνη για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, όπως και τη START για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων- κι αυτό, βέβαια, θα είναι θετικό. Επιπλέον, ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει τις συμμαχικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη, με όρους αμερικανικής ηγεμονίας, και να διασώσει το «εγκεφαλικά νεκρό», κατά τον Εμανουέλ Μακρόν, ΝΑΤΟ. Για να το πετύχει αυτό, θα αξιοποιήσει το φάντασμα της «ρωσικής αρκούδας», όσο κι αν η Ρωσία για τους Ευρωπαίους αποτελεί λιγότερο ανταγωνιστή και περισσότερο δυνητικό εταίρο, απέναντι στο δίπολο ΗΠΑ- Κίνα, που απειλεί να τους περιθωριοποιήσει.

Όποιος κι αν βγει πρόεδρος, θα έχει να αντιμετωπίσει το βασικό, στρατηγικό πρόβλημα που ταλανίζει τα τελευταία 15 χρόνια την Αμερική: το γεγονός ότι, παρότι παραμένει, και θα παραμείνει στο ορατό μέλλον, η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη, συνειδητοποιεί ότι οι οικονομικές της δυνατότητες και η άνοδος νέων δυνάμεων, πρωτίστως της Κίνας, δεν της επιτρέπουν πλέον να δρα ως παγκόσμιος χωροφύλακας και αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας.

Ανεξάρτητα από τις σοβαρές διαφορές τους, Ομπάμα και Τραμπ είχαν έναν κοινό παρονομαστή: αναδίπλωση των ΗΠΑ από περιοχές και συγκρούσεις όπου δεν διακυβεύονται τόσο στρατηγικά συμφέροντά τους, κυρίως από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, στροφή προς την Άπω Ανατολή και τον Ειρηνικό για ανάσχεση της Κίνας και εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους στις περιοχές που εγκαταλείπουν από τοπικές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ και τα Εμιράτα. Αυτή την κεντρική γραμμή θα ακολουθήσει, με τους δικούς του τρόπους, και ο Μπάιντεν. Ένας πολιτικός, ο οποίος, ας το θυμίσουμε, σε αντίθεση με τον Ομπάμα, συντάχθηκε με τον πόλεμο του Μπους εναντίον του Ιράκ και με τον φονικό για τις ελευθερίες νόμο PATRIOT την εποχή του «παγκοσμίου πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

-Να ζητήσω να τολμήσετε μια πρόβλεψη; Και μπορεί να ζήσουμε την αμφισβήτηση του αποτελέσματος;

-Υπάρχει ένας δικαιολογημένος δισταγμός για κατηγορηματικές προβλέψεις, ύστερα από το «φιάσκο» των δημοσκοπήσεων, το 2016. Στην πραγματικότητα, οι δημοσκόποι δεν έπεσαν τόσο έξω όσο επικράτησε να πιστεύεται. Την τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές τα γκάλοπ έδιναν προβάδισμα της Κλίντον γύρω στο 3%- 3,5%, με πτωτική τάση. Τελικά, βγήκε πρώτη στη λαϊκή ψήφο με διαφορά 2,1% και έχασε λόγω του απαρχαιωμένου θεσμού του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, το οποίο ευνοεί δυσανάλογα τις μικρότερες Πολιτείες σε βάρος των μεγαλύτερων. Στη φετινή αναμέτρηση, οι δημοσκοπήσεις έδιναν εδραιωμένο από καιρό προβάδισμα Μπάιντεν γύρω στο 8% σε πανεθνική κλίμακα και πλεονέκτημα στις περισσότερες από τις διαφιλονικούμενες Πολιτείες που θα κρίνουν τη μάχη, αν και στις περισσότερες από αυτές η διαφορά είναι σαφώς μικρότερη ή και οριακή.

Πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, ο Τραμπ διατηρούσε σοβαρές ελπίδες επανεκλογής χάρη στην ανοδική πορεία της οικονομίας, από την οποία βεβαίως επωφελούνταν δυσανάλογα οι προνομιούχοι, αλλά παρέσυρε προς τα πάνω, έστω και λιγότερο, και τα πιο χαμηλά εισοδήματα. Μετά την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης Τραμπ να ελέγξει την πανδημία, που έχει κοστίσει ήδη τη ζωή 230.000 Αμερικανών, και τις γελοίες δηλώσεις του περί χλωρίνης, σολάριουμ και άλλων «θαυματουργών» συνταγών αντιμετώπισης του ιού, ο ίδιος ο πρόεδρος τοποθετήθηκε σε απελπιστική θέση, από την οποία δεν έδειξε ότι μπορεί να ξεφύγει στην τελική ευθεία της αναμέτρησης. Αλλά Κυριακή, κοντή γιορτή.

Οι Δημοκρατικοί ανησυχούν βάσιμα για το ενδεχόμενο, σε περίπτωση νίκης του Μπάιντεν με μικρή διαφορά, να αρνηθεί να αποδεχτεί την ήττα του ο Τραμπ και να παρασύρει τη χώρα σε οξύτατη συνταγματική κρίση. Ο ίδιος έχει κάνει σαφή την πρόθεσή του, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της διευρυμένης, αυτή τη φορά, επιστολικής ψήφου. Δεν θα το είχε σε τίποτα να βγει στα κάγκελα φωνάζοντας για «νοθεία» και «πραξικόπημα», να καλέσει τους οπαδούς του στους δρόμους και να προσφύγει στα δικαστικές μάχες, που μπορεί να φτάσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου, μετά τον πρόσφατο διορισμό της Έιμι Κόνι Μπάρετ, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι 6-3 υπέρ των συντηρητικών.

Παρόμοια σενάρια θα έχουν κάποια τύχη μόνο αν τα αποτελέσματα είναι τόσο οριακά όσο, πάνω- κάτω, και εκείνα στην αναμέτρηση Μπους- Γκορ, του 2000, που κρίθηκε για 537 αμφισβητούμενες ψήφους της Φλόριντα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι αμερικανικοί θεσμοί, είτε στελεχώνονται από συντηρητικούς, είτε από φιλελεύθερους, δεν θα επιτρέψουν στον Τραμπ ένα «νόμιμο» συνταγματικό πραξικόπημα που θα έφερνε τη χώρα σε εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα. Θυμηθείτε ότι αυτό το πολύ συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε μόλις προ ημερών τους Δημοκρατικούς για την επιστολική ψήφο σε δύο κατεξοχήν διαφιλονικούμενες Πολιτείες. Εάν δε νικήσει ο Μπάιντεν με ευρεία διαφορά, όπως προβλέπουν οι περισσότερες δημοσκοπήσεις, τα πόδια των οπαδών του Τραμπ θα κοπούν τη νύχτα της Τρίτης ή λίγο μετά, πολύ περισσότερο δε αν οι Ρεπουμπλικανοί χάσουν όχι μόνο τη Βουλή, αλλά και τη Γερουσία.

-Συζητείται πολύ στη χώρα μας η εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ ως ορόσημο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και για το ρόλο που θα έχει η Ουάσιγκτον στην περιοχή. Η γνώμη σας;

-Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη που είχα νιώσει ως έφηβος, το 1976, για την ευφορία που είχε κατακλύσει μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου όταν κέρδισε τις αμερικανικές εκλογές ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ. Ένας προικισμένος γελοιογράφος μεγάλης εφημερίδας του είχε φορέσει κιόλας φουστανέλα, θεωρώντας ότι θα μας ενισχύσει αποφασιστικά απέναντι στην Τουρκία. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για όνειρα θερινής νυκτός.

Είναι γνωστό ότι ο Τραμπ αποκαλούσε τον Ερντογάν «φίλο» του και του έπλεκε το εγκώμιο ως μεγάλου διεθνούς ηγέτη, ενώ ο Μπάιντεν δήλωσε σε εμπιστευτική συζήτηση με τη σύνταξη των New York Times (η οποία, τελικά, αποδείχθηκε όχι και τόσο εμπιστευτική) ότι θα πρέπει να ενταθεί η πίεση για την ανατροπή του, όχι με πραξικόπημα (αυτή τη φορά), αλλά από την τουρκική κοινωνία των πολιτών. Και πάλι, όμως, θα συνιστούσα να κρατάμε μικρό καλάθι.

‘Οποιος και να βρίσκεται στον Λευκό Οίκο μετά την τελετή της ορκωμοσίας, στις 20 Ιανουαρίου, η Αμερική θα συνεχίσει να πιέζει τον Ερντογάν να ευθυγραμμιστεί με κεντρικές επιλογές της, χωρίς όμως να διακινδυνεύει μια ολοκληρωτική ρήξη με την Τουρκία, μια χώρα πολύ σημαντικότερη- αυτή είναι η πικρή αλήθεια- για τα αμερικανικά συμφέροντα από την Ελλάδα. Καμία αμερικανική ηγεσία δεν θα τραβήξει τόσο το σκοινί ώστε να σπρώξει την Τουρκία στην αγκαλιά του Βλαντίμιρ Πούτιν, κάτι που λίγο έλειψε να γίνει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Πρέπει να περιμένουμε, βέβαια, ότι ο Μπάιντεν θα πιέσει περισσότερο από τον Τραμπ τον Ερντογάν για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τους S-400. Από την άλλη πλευρά, η πιο έντονα αντιρωσική πολιτική του θα αναβαθμίσει το ρόλο της Τουρκίας ως στηρίγματος των αμερικανικών συμφερόντων στη Μαύρη Θάλασσα, τη Συρία και τον Καύκασο. Επομένως θεωρώ αφελές να προσδοκάμε ότι, είτε με τον Τραμπ, είτε με τον Μπάιντεν, το αμερικανικό «Ιππικό» θα έρθει κάποια στιγμή να μας σώσει στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο ή την Κύπρο.

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου