Νίκος Βρυώνης: Γιατί γιορτάζουμε Πατέρα;

Γιατί γιορτάζουμε Πατέρα;

Στο ερώτημα γιατί γιορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου , γιατί είναι εθνική μας εορτή, η άμεση  απάντηση που δίνεται (με την βοήθεια της πολύχρονης εκπαιδευτικής, και όχι μόνο, διαδικασίας) είναι ότι γιορτάσαμε την αντίσταση του ελληνικού λαού στην επίθεση που δέχτηκε από τις δυνάμεις  του Φασισμού (Ιταλία , Γερμανία, Βουλγαρία).

Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα γίνεται ποιο δύσκολη αν ολοκληρωθεί το ερώτημα και δεν μείνει μισό. Ολοκληρωμένο το ερώτημα είναι,  γιατί γιορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου , δηλαδή την εμπλοκή της χώρας μας στον Β ΠΠ,  και όχι την λήξη του Πολέμου και της Κατοχής, όπως η συντριπτική πλειονότητα των λαών της Ευρώπης;;

Μια εύκολη απάντηση είναι ότι είμαστε από τους λίγους λαούς που πολέμησαν και αντιστάθηκαν αποτελεσματικά στην επίθεση που δέχτηκαν, σημειώνοντας τις πρώτες στρατιωτικές νίκες κατά των κατακτητών. Άμεσα  η έμμεσα γιορτάζουμε τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού , υπενθυμίζοντας σε εαυτούς και αλλήλους τα στρατιωτικά μας κατορθώματα και πόσο καλοί πολεμιστές είμαστε(αν). Πολύ εύκολη απάντηση για να είναι αληθινή.

Για τους λαούς της Ευρώπης ο πόλεμος τελείωσε το 1944 , θεωρητικά και για την Ελλάδα, με την παράδοση της Γερμανίας και την αποχώρηση των Γερμανών. Θα μπορούσε , το λογικό θα ήταν,  να έχουμε ως εθνική εορτή συμβολικά την ημέρα επίσημης αποχώρησης των Γερμανών από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου. Δεν την έχουμε όμως.

Για να οριστεί και να καθιερωθεί, να γίνει “εθνικά” αποδεκτή μια ημέρα ως εθνική γιορτή , ως εθνικό γεγονός , θα πρέπει να είναι αποδεκτή από την συντριπτική πλειονότητα ενός λαού , να αποτελεί ένα “συλλογικό αυτονόητο.” Η 28η Οκτωβρίου αποτελεί μια τέτοια ημέρα, που βοηθάει στην “κατασκευή” συλλογικής εθνικής ταυτότητας , διότι σύσσωμος ο δημοκρατικός ελληνικός λαός, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, πολιτιστικού και εκπαιδευτικού επιπέδου, πολιτικής τοποθέτησης,  θρησκευτικών πεποιθήσεων ,φύλου, στρατεύτηκε στον αγώνα για την διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

Εξαιρούνται του συλλογικού αυτονόητου, οι φασίστες,  φιλοναζί- γερμανόφιλοι,  οι ταγματασφαλίτες, οι χίτες, οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες και όσοι επωφελήθηκαν η θέλησαν να επωφεληθούν της τριπλής κατοχής (και δεν ήταν λίγοι τον αριθμό).

Δυστυχώς για την Ελλάδα, για τον ελληνικό λαό, ο ΒΠΠ δεν τελείωσε με την αποχώρηση και του τελευταίου στρατιώτη κατακτητή. Συνεχίστηκε με την κατοχή των Άγγλων και Αμερικάνων και την συνεργασία τους με την τριπλή συμμαχία (αστικό δημοκρατικό μπλοκ, δυνάμεις της ακραίας κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης, συνεργάτες των κατακτητών) για την αντιμετώπιση των αριστερών  δημοκρατικών, προοδευτικών δυνάμεων και κυρίως των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ . Μια νέα κατοχή  και τριπλή συμμαχία που οδήγησε τελικά  στον εμφύλιο Πόλεμο. Στρατιωτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ΒΠΠ τέλειωσε με την τελευταία τουφεκιά που έπεσε στο Γράμμο και στο Βίτσι και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο του 1949.

Θα μπορούσε άραγε να οριστεί ως εθνική εορτή συμβολικά μια ημέρα του Αυγούστου ως λήξη του ΒΠΠ; Αδύνατον , διότι την ιστορία την γράφουν μεν  οι νικητές , αλλά πρέπει να έχουν κερδίσει όχι μόνο στο πεδίο των στρατιωτικών μαχών , αλλά (και κυρίως) στο πεδίο των ιδεολογικών μαχών.” Και εκεί δεν ήταν νικητές , ήταν ηθικά και ιδεολογικά χαμένοι. Γιαυτό και ο εμφύλιος χαρακτηρίστηκε από τους νικητές ως  πόλεμος κατά των “συμμοριτών. Η ηγεμονία τους ήταν μόνο στρατιωτική (με την καθοριστική βοήθεια των ξένων δυνάμεων) και πολιτική (μέσω της καταστολής και του φόβου).

Με βάση τα παραπάνω , ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου αποτέλεσε μονόδρομο τόσο για τους νικητές, και με μεγάλη προσπάθεια συστηματικής παραχάραξης της ιστορίας, των γεγονότων και τον ρόλο προσώπων και δυνάμεων, όσο και για τους ηττημένους , ως σημείο αφετηρίας για την αντίσταση κατά του Φασισμού αλλά και γενικότερα ως μάχη για εθνική ανεξαρτησία, Δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία. Ως αφετηρία για το μεγάλο έπος της εθνικής αντίστασης.

Αν, και στο βαθμό που, υπάρχει δόση αλήθειας στα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη απάντησης στο ερώτημα πότε τελείωσε πραγματικά ο ΒΠΠ στην Ελλάδα. Επισήμως  το 1944 με την αποχώρηση των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών, αλλά  στρατιωτικά με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949; Ακόμα και σε αυτή  την εναλλακτική ημερομηνία υπάρχουν διαφορετικές  ερμηνείες , προσεγγίσεις και απόψεις.

Μια άποψη είναι ότι το οριστικό τέλος του εμφυλίου άρα και του  ΒΠΠ είναι το 1974 με το Κυπριακό και την κατάρρευση της Χούντας.  Ζήσαμε δηλαδή  την  τελευταία πράξη του στρατιωτικού δράματος στη Κύπρο  αλλά και την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής με την νομιμοποίηση της Αριστεράς και τον αστικό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος.

Μια άλλη άποψη είναι ότι το οριστικό τέλος του εμφυλίου άρα και του ΒΠΠ είναι το 1991 , με την συμμετοχή της Αριστεράς στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα . Αποτελεί πολιτικό ορόσημο η συμμετοχή της Αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας , το “δικαίωμα” συμμετοχής στη διακυβέρνηση των «ηττημένων συμμοριτών», έστω και σε διακυβέρνηση «ειδικού σκοπού» και «περιορισμένου χρόνου».

Κοινό σημείο του 1974 και του  1991 είναι ότι έχει  παγιωθεί, “επιτευχθεί¨, η ιδεολογική ηγεμονία των νικητών και η πολιτική κυριαρχία τους στηρίζεται πλέον και  κυρίως στην κοινωνική και πολιτική συναίνεση και όχι στην βία και επιβολή. Ως εκ τούτου η συμμετοχή με τους  όρους του αστικού κοινοβουλευτισμού και υπό όρους πολιτικής ηγεμονίας των νικητών, οι ηττημένοι δεν αποτελούν κίνδυνο για το μπλοκ εξουσίας και το πολιτικό σύστημα.

Μια τρίτη άποψη είναι ότι ο ιστορικός κύκλος (το πραγματικό τέλος του ΒΠΠ) που άνοιξε το 1940 έκλεισε τον Ιανουάριο του 2015 με την νίκη  της Αριστεράς  στις εκλογές και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από ένα τμήμα της. Είναι πολιτικά σημείο τομής  με την έννοια ότι πρώτη φορά μετά το 1944 αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας πολιτικό κόμμα που  αποτελεί  «συνέχεια των ηττημένων, των αποκλεισμένων των συμμοριτών».

Δεν θα υπενθυμίσω την ιδεολογική και πολιτική επιχειρηματολογία μεγάλου τμήματος του αστικού μπλοκ και την κινδυνολογία και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν εντός κι εκτός Ελλάδας για να μην επιτευχθεί η εκλογική νίκη της Αριστεράς αλλά και κατά την διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης μέχρι την υποχώρηση και τον άνισο συμβιβασμό της τότε κυβέρνησης. Εδώ δεν θα μπούμε (δεν είναι ο σκοπός του άρθρου) στην ιστορική και πολύ περισσότερο στην πολιτική αξιολόγηση ούτε του 1991 , ούτε πολύ περισσότερο του 2015.

Επανερχόμαστε στην αρχική προβληματική λέγοντας ότι ένας πόλεμος, δεν είναι μόνο οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, είναι ένα πλέγμα οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων και συγκρούσεων  που κορυφαία και εμφανής  τους έκφραση είναι οι πολεμικές επιχειρήσεις.  Σε έναν πόλεμο δεν συμμετέχει μόνο ο στρατιωτικός μηχανισμός, συμμετέχουν (και συμμετείχαν στον ΒΠΠ), με την δική τους σχετική αυτονομία και λογική, κοινωνικές τάξεις, πολιτικό και κομματικό  σύστημα, ιδεολογίες και φορείς αυτών, το σύνολο του θεσμικού συστήματος και φυσικά εξωτερικές δυνάμεις και συμφέροντα.

Για να λήξει ένας πόλεμος, θα πρέπει όλοι οι παραπάνω εμπλεκόμενοι να έχουν συμφωνήσει στον τερματισμό του και τους  όρους  και την πορεία στην μετά τον πόλεμο εποχή. Στην Ελλάδα φάνηκε με τον ποιο τραγικό τρόπο ότι η αποχώρηση των κατακτητών δεν βρήκε σύμφωνες καμιά από τις παραπάνω δυνάμεις και παράγοντες για τους όρους και την προοπτική του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού  μετά το τέλος του πολέμου.

Αν ισχύει το παραπάνω , το στρατιωτικό τέλος του ΒΠΠ μπορεί να επετεύχθη με την λήξη του εμφυλίου το 1949, σε ότι αφορά όμως το υπόλοιπο του τέλους του άργησε πολλές δεκαετίες. Το αν έληξε οριστικά το 1944, 1949,  1974, 1991 η το 2015 ο ΒΠΠ είναι ένα  ερώτημα που καθένας δίνει την απάντηση του, γνωρίζοντας όμως ότι κάθε απάντηση, ερμηνεύει και αξιολογεί διαφορετικά τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα (παλαιά και πρόσφατα) και παράγει ανάλογο πολιτικό αποτέλεσμα.

Το μόνο σίγουρο είναι πως καμία  ημερομηνία από όλες όσες αναφέραμε παραπάνω, πέραν της 28ης Οκτωβρίου, δεν μπορεί να οριστεί ως εθνική εορτή (ώστε να εορτάσουμε την λήξη του ΒΠΠ). Ως εκ τούτου  η μόνη «εθνικά» αποδεκτή ημερομηνία είναι η ημερομηνία έναρξης της αντίστασης κατά του Φασισμού και των κατακτητών.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν έχουν σημασία όλα τα παραπάνω, αν έχει νόημα ο προβληματισμός, τα ερωτήματα και οι απαντήσεις  που (δεν) δόθηκαν (η όσες δόθηκαν). Αν το ζητούμενο στην εποχή μας είναι να μην υποβαθμιστεί η Ιστορία σε  παρελθόν, με αποτέλεσμα την παραχάραξη της και την συλλογική ιστορική αμνησία, την εμφάνιση επιβίωση και αναπαραγωγή γκροτέσκων πολιτικών και Πολιτικών, την ανάγκη ρήξης με φαινόμενα πολιτικού αυτισμού οριζοντίως  του πολιτικού συστήματος , ο παραπάνω προβληματισμός και τα ερωτήματα (όχι απαραιτήτως οι απαντήσεις) πιστεύουμε πως έχουν την σημασία τους .

Μέχρι να δοθούν από τους ιστορικούς του μέλλοντος οριστικές απαντήσεις εμείς οφείλουμε να εορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου του 1940 ως την έναρξη της αντίστασης του δημοκρατικού ελληνικού λαού ενάντια στον Φασισμό και την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, υπερασπιζόμενη την Ιστορία από την συστηματική προσπάθεια να την υποβαθμίσουν σε  παρελθόν. Το οφείλουμε στους αγωνιστές και τα θύματα του 40 , στους αντάρτες της εθνικής αντίστασης, στα θύματα του εμφυλίου πολέμου, στους φυλακισμένους,  εξορισμένους ,βασανισμένους και εκτελεσμένους και σε όσους αγωνίστηκαν για  εθνική ανεξαρτησία, Δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία.

Υ,Γ.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1944 μπαίνει ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη και την απελευθερώνει από τις τελευταίες δυνάμεις των Γερμανών. Σαν σήμερα, 31 Οκτωβρίου μικρή δύναμη Βρετανών στρατιωτών μπαίνει στην πόλη ως απελευθερωτής. Το πια ημερομηνία θα επιλέξεις (αν αποφασίσεις) να εορτάσεις , συμβολικά, την απελευθέρωση της πόλης , ούτε αθώα είναι, ούτε ουδέτερη, είναι αποτέλεσμα του πως θέλεις να γραφτεί και να διαβαστεί η  Ιστορία.

Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τα όσα ειπώθηκαν τις τελευταίες ημέρες από  μερίδα του πολιτικού κόσμου και δημοσιογράφους με στόχο και την ηθική και ιδεολογική “αναβάπτισει” προσώπων και δυνάμεων  της εποχής από τους  σημερινούς  πολιτικούς τους  απογόνους στο όνομα της “εθνικής ενότητας”.

 Νίκος Βρυώνης

Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΡ. ΡΕ.