ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥΡΚΟΥ ΥΠΕΞ Χ. Φιντάν στην ΑΘΗΝΑ, 8 Νοέμβρη:
ΠΟΙΟΝ θα ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΝ για ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ του οι ΠΟΛΙΤΕΣ;
τον κ. Γεραπετρίτη ή τον ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ;
Του Κώστα Παλούκη
Την επομένη της μέρας που υποχώρησε απ’ το Χαϊδάρι ο Καραϊσκάκης κι αφού τη νύχτα άγρυπνος αποφάσισε να επιστρέψει απ’ την Αττική στη Ρούμελη για να την ξεσηκώσει (1826), δέχτηκε μια περίεργη απρόσμενη πρόσκληση: να πάει στη ναυαρχίδα του Δεριγνύ (Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny) αγκυροβολημένη στ’ Αμπελάκια Σαλαμίνας. Πήγε με το γραμματικό του κι έναν ακόμη. Ανεβαίνοντας στο σκάφος, συναντούν Τούρκους! ‘‘Ωρέ, μη μας κάμουν καμιά μπαμπεσιά οι Φράγκοι;’’ – ‘‘Δεν το πιστεύω’’, τον καθησύχασεν ο γραμματικός. Στο σαλόνι της ναυαρχίδας, πλάι στο Δεριγνύ βρίσκουν τον Κιουταχή και τον Ομέρ πασά Ευβοίας. Γραμματικός του Κιουταχή, ένας Ρωμιός απ’ τα Τρίκαλα… Αμηχανία, ο Καραϊσκάκης δεν χαιρετά, πριν τις συστάσεις. Ο Γάλλος οικοδεσπότης, δεν μιλά. Κιουταχής και Καραϊσκάκης ‘‘αρχίζουν συνομιλίες’’!
- Δεν έλπιζα να πάρεις τόσον κόσμο στο λαιμό σου. Έλεγα πως θάρθεις να με προσκυνήσεις
- Εγώ να σε προσκυνήσω; Βαλής της Ρούμελης εσύ, βαλής της Ρούμελης κι εγώ!
- Σου δίνω όλα τα βιλαέτια από τον Έγριπο ως την Άρτα
- Γιατί, πασά μου, θέτε το άδικό μας και δε μας αφήνετε να ζήσουμε κι εμείς, κατά πως επιθυμούμε, στον τόπο που γεννηθήκαμε;
- Πάντα με το σπαθί μας τον είχαμε και με το σπαθί μας τον ξαναπαίρνουμε! του λέει περήφανα ο Κιουταχής.
- Μαζί σας οι Ρωμιοί ψωμί να ματαφάνε δεν γίνεται, αποκρίνεται όμοια περήφανα κι ο Καραϊσκάκης.
Ο διάλογος ήλθε και στα πολεμικά των ημερών:
- Το ’χω μεράκι μαζί σου να πολεμώ και το βράδυ νάρχεσαι στο τσαντίρι μου να τρωγοπίνουμε.
- Δε γίνεται, βεζίρη μου αυτό, γιατί αν ήξερε η Διοίκησή μου πως κάθομαι και κουβεντιάζω τώρα μαζί σου, με κρέμαγε.
- Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει;
- Εσένα ο σουλτάνος σε κρεμάει;
- Με κρεμάει γιατί τον έχω βασιλιά μου
- Ε, κι εμένα με κρεμάει η κυβέρνησή μου, γιατί την έχω βασίλισσά μου!
Απ’ την ανυποχώρητη στάση του καπετάνιου, την απαρέγκλιτα μη παραβιαζόμενη ‘‘κόκκινη γραμμή’’ του, ο διάλογος – διαπραγμάτευση έφθασε σε αδιέξοδο. Το εννόησε, χαμογέλασε ο Κιουταχής και σηκώθηκε να φύγει απ’ το καράβι. Καθώς αποχαιρετούσαν το ναύαρχο οι πασάδες, ο Καραϊσκάκης λέει στο Ρωμιό γραμματικό τους: ‘‘Βόλια έχω για τον Κιουταχή σου, μονάχα βόλια’’ (Δ. Φωτιάδη, Η Επανάσταση του 21, τ. 3, εκδ. Ραγιά, σσ. 287-8).
Οι ιστοριογράφοι θεωρούν ότι ο Κιουταχής ζήτησε τη συνάντηση κι ο πρόθυμος Γάλλος ναύαρχος έσπευσε να καλέσει, χωρίς προειδοποίηση – ίδιος πάντοτε ο ρόλος των ξένων… – τον Καραϊσκάκη. Επαναστατημένος πολεμιστής αυτός, με ‘‘καρέκλα’’ – αξίωμα χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρυσμα· σελίδες ο …κατάλογος των περιουσιακών του στοιχείων στο Ε9 της εποχής: Ένα άλογο που έδινε σ’ όποιον θεωρούσε γενναίο κι άξιο να το κάνει μια βόλτα, που θυμάται ο Μακρυγιάννης και το δαχτυλίδι του. Καχύποπτος στο διαμεσολαβητικό ρόλο, αυθόρμητον ή υποβολιμαίο, του ξένου παράγοντα, συμμάχου – εταίρου κ.λπ. ο Καραϊσκάκης, δεν πρόλαβε να ιδεί τη χώρα ελεύθερη…
Η μοίρα το έφερε ελληνικές αντιπροσωπείες να καθίσουν σε τραπέζι διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους (άλλοτε οι δυο τους κι άλλοτε με ξένους διαμεσολαβητές), από διάφορες θέσεις, ισχύος ή αδυναμίας, κατά περίσταση, με τα πολλά επίδικα να κερδηθούν ή να χαθούν – ‘‘παραχωρηθούν’’ στη διπλωματική γλώσσα, κάθε φορά. Ας υποτιμάμε ανόητα ως ανατολίτικο παζάρι, τη σθεναρά και σχεδόν ανυποχώρητη στάση, διαχρονικά των Τούρκων. Τη φράση του Κιουταχή ‘‘να πάρεις τόσον κόσμο στο λαιμό σου. Έλεγα πως θάρθεις να με προσκυνήσεις’’ και την εν γένει διαπραγματευτική ρητορική του, θα έπρεπε να την έχομε αξιολογήσει, καταγράψει και με καλή μελέτη της, να προσερχόμαστε σε κάθε εξωθούμενη νέα συνομιλία – διαπραγμάτευση.
Η στάση του Καραϊσκάκη έχει την αξία της και προσφέρεται για συγκρίσεις με των σημερινών εκπροσώπων μας, μιας χώρας που έχει κατακτήσει και κατέχει (έτσι βαυκαλιζόμαστε…) θέση ισχυρά (μέλος της ΕΕ και ΝΑΤΟ!). Απροειδοποίητος κι αιφνιδιασμένος, δεν το βάζει στα πόδια, ούτε τα χάνει, παραδινόμενος (κι υπογράφοντας) άνευ όρων. Έτοιμος, αποφασισμένος και καχύποπτος, αληθινός επαναστάτης, υπερασπίζεται τα εθνικά δίκαια, που δεν ήταν κυριαρχικά δικαιώματα ως εκείνη την ώρα, αλλά διεκδικούμενα κι αποτελούσαν την αιτία του πολέμου της ανεξαρτησίας. Εκείνη τη χρονική στιγμή μάλιστα, δεν ήταν και στην καλλίτερη φάση του ο Αγώνας, αλλά ο Καραϊσκάκης τα υπερασπίζεται ως κεκτημένα. Η πρόταση γενναίας εξαγοράς που δέχεται (μεγάλο αντάλλαγμα του ‘‘προσκυνήματος’’), ασυζητητί απορρίπτεται. Ο αθυρόστομος και ατίθασος κλεφταρματολός που γελοιοποίησε στη δίκη του (Απρίλ. 1824) τον Επίτροπο Μεγαπάνο, είναι πολύ μετρημένος και συγκρατημένος, με πλήρη συναίσθηση του διαπραγματευτικού διακυβεύματος. Και το αίσθημα της ευθύνης και της λογοδοσίας στην κυβέρνηση, δηλ. στον επαναστατημένο και σκληρά αγωνιζόμενο λαό, είναι ασύλληπτο για τις μέρες μας, τις διατυμπανιζόμενες κι επικαλούμενες, θολές όμως ‘‘κόκκινες γραμμές’’, τη μυστική διπλωματία, τα κρυφά πρωτόκολλα, με σύρσιμο στο τραπέζι υπογραφής μνημονίων κ.τ.ό.