Ομιλία της Ηρούς Διώτη στην παρουσίαση στη ΛΑΡΙΣΑ του Βιβλίου Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, Ιανουάριος – Αύγουστος 2015»

Ομιλία στην παρουσίαση στη ΛΑΡΙΣΑ του Βιβλίου Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, Ιανουάριος – Αύγουστος 2015»

Είναι η τρίτη φορά που παρουσιάζω το βιβλίο του Δημήτρη. Και κάθε φορά λέω ναι, γιατί το να παρουσιάζω το βιβλίο για μένα είναι να ξαναθυμηθούμε μια συζήτηση που δεν είναι μόνο πολιτική αλλά είναι και υπαρξιακή.

Συζητούσα με τον σύντροφό μου που δεν είναι ήταν ποτέ ΣΥΡΙΖΑ και δεν πίστεψε στο εγχείρημα  προχτές για αυτό και του λέω: Μπορείς να μου πεις πώς μπορώ να πείσω ένα 20χρονο παιδί ότι όταν ήμουν στον ΣΥΡΙΖΑ και δρούσα μέσα από αυτόν ότι ήμουν περήφανη; Ότι δε με έκανε τίποτα να ντρέπομαι ακόμα και όταν στο εσωτερικό πάλευες απόψεις που μπορεί να ήταν διαφορετικές, κάποιες φορές και φοβικές αλλά σίγουρα είχες όχι μόνο την αίσθηση και την πεποίθηση αλλά και τη βεβαιότητα ότι ήσουν όπως συχνά λέγεται με τη σωστή πλευρά της ιστορίας;

Αυτό το ερώτημα νομίζω βασανίζει πολλούς ανθρώπους που είχαν αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, συμμετείχαν στην δημιουργία μια ενωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, εξέφρασαν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα τις κοινωνικές διεκδικήσεις, ανακατεύτηκαν με την κοινωνική κίνηση και δε φοβήθηκαν μια ανελέητη επίθεση, όχι μόνο καταστολής αλλά ιδεολογικής αποδόμησης των αξιών και των αιτημάτων της Αριστεράς.

Το βιβλίο του Δημήτρη αναμετριέται με έναν τρόπο και  με αυτό μέσα από μια προσωπική αλλά και πολιτική καταγραφή της περιόδου που είναι ιστορική και σημείο τομής για τις μετέπειτα εξελίξεις, πολιτικές και κοινωνικές.

Έτσι, νομίζω μπορεί ότι το βιβλίο μπορεί να ιδωθεί με τρεις τρόπους.

Ο πρώτος ως ένας λεπτομερής οδηγός μνήμης. Παραθέτει το ένα μετά το άλλο τα γεγονότα της πρώτης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, φέροντας την ματιά και ενός ανθρώπου που συμμετείχε στη κυβέρνηση, τις ημερομηνίες που καθόρισαν τις εξελίξεις, τα νομοθετήματα που ψηφίστηκαν αυτούς τους μήνες της διαρκούς διαπραγμάτευσης με την τρόικα, τις απαιτήσεις των δανειστών.

Υπό αυτή την έννοια είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, γιατί κάποιος διαβάζοντάς το μπορεί να μάθει δημόσιες και κρυφές πλευρές αυτού του οκταμήνου. Είναι ένα ντοκουμέντο που έχει και μια ιστορική σημασία και μια αξία για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Διαβάζοντάς το δεν σας κρύβω ότι ξαναθυμήθηκα πράγματα που είχα ξεχάσει όχι γιατί έχω κακή μνήμη –τουναντίον – αλλά βάζοντάς τα ο Δημήτρης στη σειρά –από την 20η Φλεβάρη, από την ολοένα και μεγαλύτερη διολίσθηση στις προτάσεις της κυβέρνησης προς τους δανειστές, στον ολοένα και λιγότερο συγκρουσιακό λόγο της, στην ψήφιση για τη δέσμευση των αποθεματικών των οργανισμών για να πάνε στην πληρωμή της δόσης και όχι στα δημόσια ταμεία, το δημοψήφισμα οι ημέρες που προηγήθηκαν και οι μέρες που ακολούθησαν- μας θυμίζει πού ήμασταν και τι κάναμε εμείς εκείνο τον καιρό. Μας υπενθυμίζει και τη δική μας διαδρομή. Ο Δημήτρης μιλά γενναιόδωρα για τους ορισμένους συνάδελφους του υπουργούς, αλλά και τους συνεργάτες του στους τομείς που δούλεψαν και έφεραν νόμους ανακουφίζοντας την πληττόμενη κοινωνία, τις 100 δόσεις, την κατάργηση του πεντάευρου στα νοσοκομεία, την πρόσβαση όλων των ανασφάλιστων ντόπιων και μεταναστών στη δημόσια υγεία, και αποτυπώνει την πραγματικότητα της περιόδου

Δεν είναι ένα βιβλίο ακαδημαϊκό, δεν κάνει μια ανάλυση απ’ έξω ούτε αφ’ υψηλού και θεωρητικά αλλά γράφεται από έναν άνθρωπο που ήταν μέσα στα γεγονότα, σε θέση διακυβέρνησης και ψύχραιμα τα παραθέτει χωρίς να τα ωραιοποιεί ή να τα υποτιμά. Τα εξιστορεί, αφήνοντας τον χώρο στον καθένα και την καθεμιά να βγάλει και τα δικά του συμπεράσματα.

Ο δεύτερος τρόπος είναι της προσωπικής κατάθεσης. Ο Δημήτρης μεταφέρει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη δική του δουλειά ως Υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, το τι προτεραιοποίησε προς όφελος του εργαζόμενων ανθρώπων, τι νομοθέτησε για τα άτομα με αναπηρία, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τις αγωνίες του για το αν θα πληρώνονταν οι συντάξεις όταν μπήκαν τα κάπιταλ κοντρόλς, τον εσωτερικό πόλεμο που δέχτηκε από τους εγχώριους τραπεζίτες και τους πολιτικούς μας τότε αντιπάλους, αλλά επίσης και τη μεθοδικότητα με την οποία εργάστηκε για να μπορέσει να καταργήσει αντικοινωνικές και αντιασφαλιστικές μνημονιακές διατάξεις αλλά και να διευκολύνει την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων του κόσμου της εργασίας αλλά και συνταξιούχων.

Υπό αυτή την έννοια ο προσωπικός τόνος  διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο μεταφέροντας το προσωπικό του βίωμα, ταυτόχρονα όμως αποδεικνύει το ότι μέσα στο χάος της διαπραγμάτευσης που πολλές και πολλοί χαθήκαν σ’ αυτό, μπόρεσαν να ασκηθούν αριστερές πολιτικές όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη. Άρα το ότι ένα αριστερό κόμμα πήρε για πρώτη φορά την κυβέρνηση στην Ελλάδα και στο ερώτημα αν μπορούσε να ασκήσει, ακόμα και μέσα σε αυτές τις αδιανόητες συνθήκες, αριστερή πολιτική, η απάντηση είναι καταφανώς θετική.

Και εδώ έρχομαι στον τρίτο τρόπο με τον οποίο μπορεί να διαβαστεί αυτό το βιβλίο. Ως αφορμή για να δούμε που ήμασταν, που είμαστε, και τι οφείλουμε να κάνουμε.

Έχει ένα ενδιαφέρον ότι υπάρχουν διεργασίες σε όλο αυτό που ακόμα ας πούμε ονομάζεται κεντροαριστερά (καταχρηστικά θα πω εγώ), οι οποίες προφανώς θα καθοριστούν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση την οποία θα πάρουν στο νήμα.

 Το 2015 κληθήκαμε, όσες και όσοι ήμασταν τότε στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πραγματικότητα όσες και όσοι συμμετείχαν στα πολύ έντονα κινήματα εκείνης της εποχής που έφεραν την Αριστερά στο προσκήνιο, να αποδείξουμε ότι εννοούσαμε αυτά που λέμε, ότι πράγματι υπάρχει ένας άλλος δρόμος από τον προτεινόμενο ως μοναδικό δρόμο της λιτότητας, της αφαίμαξης των χαμηλών στρωμάτων, της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών. Και όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να το κάνουμε, με ευθύνη της τότε ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώσαμε –όχι όλες και όλοι, αλλά για την κοινωνία αυτό έχει μικρή σημασία- ότι όσα λέγαμε δεν ισχύουν και ότι ο δρόμος αυτός είναι πράγματι μονόδρομος.

Στη συνέχεια, μάλιστα, η ηγεσία του6 ΣΥΡΙΖΑ, παρασυρμένη από την αυταπάτη ότι η εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη του 2015 ήταν μια στρατηγική προσχώρηση της κοινωνίας σε αυτή την αντίληψη και όχι αποτέλεσμα ενός συλλογικού σοκ, προχώρησε στην συστηματική απαξίωση, στη λοιδορία όλων εκείνων των αιτημάτων που μετέτρεψαν την Αριστερά σε πρωταγωνιστική δύναμη της περιόδου της κρίσης, θεωρώντας εντελώς αφελώς ότι μπορεί σα να μην έχει αλλάξει τίποτα στην ελληνική κοινωνία, να υποδυθεί ο ίδιος τα πολιτικά κόμματα εκείνα που ο ελληνικός λαός είχε απορρίψει στηρίζοντάς τον.

Πρόκειται για μια πολιτική που θα διδάσκεται ίσως στο μέλλον, ως ένα υπόδειγμα πολιτικής ανοησίας, ως μια μέθοδος προς αποφυγή στον τρόπο που γίνονται οι πολιτικές επιλογές. Και είναι μια πολιτική η οποία οδήγησε την Αριστερά πίσω στο περιθώριο, θα τολμούσα να πω όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και συνολικά στην Ευρώπη.

Η κοινωνία δέχτηκε υπάκουα το μήνυμα που της εξέπεμψε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή συνθηκολόγησή του το 2015, ότι δηλαδή η δεξιά πολιτική είναι μονόδρομος και έδωσε στη Δεξιά μια πολιτική και κοινωνική παντοδυναμία. Όπως επαναλαμβάνω κάπως μονότονα τον τελευταίο χρόνο, πριν ακόμα από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία στη δίνη μιας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής, ηθικής και αισθητικής στροφής προς τα Δεξιά.

Μιλώντας λοιπόν για την ανάγκη να αναπτυχθεί μια αντιπαράταξη σε αυτή την τάση, άρα για την ανασύνθεση της Αριστεράς, για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αριστεράς, δεν μπορούμε να μιλάμε για το τι έγινε το 2015. Οφείλουμε να μιλάμε πρωτίστως για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος. Και αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε  δίνοντας τον λόγο και στις γενιές που δεν βίωσαν την ήττα με τον τρόπο που τη βιώσαμε εμείς, στις γενιές που το 2015 ήταν 9 ή 12 χρονών.

Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι όπως ακριβώς πρέπει να σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε το 2015 ως ένα Τείχος των Δακρύων για την ιδιοκτησία του οποίου διαγκωνιζόμαστε οι διαφορετικές φατρίες, έτσι ακριβώς πρέπει και να σταματήσουμε να δρούμε και να πολιτευόμαστε υπό το βάρος της ήττας του 2015, ως μια Αριστερά υπό αίρεση αν όχι υπό κατοχή. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα σήμερα με μια Αριστερά,μ η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μόνο ως μια συμπληρωματική δύναμη σε ένα μπλοκ εξουσίας, κεντροαριστερό ή προοδευτικό ή όπως αλλιώς, το οποίο μάλιστα έχει καταστεί και εξαιρετικά μειοψηφικό.

Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με μια Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να κόψει τους δεσμούς της με τον πάση θυσία κυβερνητισμό, δηλαδή έχει μετατρέψει τη συνθηκολόγηση σε δομικό, καταστατικό της στοιχείο. Είναι λοιπόν πολιτικά ανώφελο να ζητάς πιστοποιητικά αριστεροσύνης και συγγνώμες για το 2015 και όποιοι το έκαναν αυτό, το πλήρωσαν πολιτικά. Αλλά είναι καταστροφικό επίσης, να νομίζεις ότι μπορείς να συνεχίσεις την πολιτική από εκεί που την άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023, χωρίς να μπεις στον κόπο να δώσεις μια εξήγηση –στον εαυτό σου έστω- για το τι ήταν αυτό που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική συντριβή και τελικά στη γελοιοποίηση –από τη σκοπιά της Αριστεράς- και την εκλογή ενός πολιτικού ΟΥΦΟ στην ηγεσία του, βαπτίζοντάς το μάλιστα αυτό «επιστροφή της πολιτικής».

Από τη μεριά μας προτείνουμε μια επιχείρηση ανασύνθεσης της Αριστεράς, γύρω από τέσσερις πυλώνες: Τον αντιπολεμικό με κύριο αίτημα τον τερματισμό της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη, τον ελευθεριακό υπό την έννοια της υπεράσπισης των δικαιωμάτων, τον εξισωτικό υπό την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, τον οικολογικό υπό την έννοια της αλλαγής του οικονομικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης που οδηγεί στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος .

Είναι όλα αυτά που προτείνω εγγύηση ότι η πορεία της Αριστεράς μπορεί, τροφοδοτούμενη από τα κινήματα πάντα και ανατροφοδοτώντας τα με επεξεργασίες, να είναι νικηφόρα; Μόνο ένας τρελός θα απαντούσε με σιγουριά σε αυτό. Είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, η αναγκαία συνθήκη για την έξοδο από το σπιράλ της ήττας.

Βρεθήκαμε νομίζω και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό βρισκόμαστε ακόμα, σε αυτό ακριβώς το σημείο. Στο σημείο που καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στη συνθηκολόγηση και την περιπέτεια, έτσι δεν είναι; Σε μια δεδομένη στιγμή κάποιοι και κάποιες κάναμε τη μία επιλογή, κάποιοι και κάποιες άλλοι έκαναν την άλλη. Δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας. Και οι μεν και οι δε υποστήκαμε αυτή τη δεκαετία βαριές ήττες σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Μαΐου και εκείνο του Ιουνίου που το ακολούθησε, έκαναν θρύψαλα τις ψευδαισθήσεις ότι υπάρχει τάχα κάποια ρεαλιστική γραμμή, μέσω της οποίας μπορεί να κρυφτεί η ήττα, να μασκαρευτεί –και ήταν πρέπει να πω αυτή μια αντίληψη που κατά κόρον εξέφρασαν οι άνθρωποι που σήμερα συγκροτούν τη ΝεΑρ.

Όμως, συγχωρείστε με, δεν είναι κάθε ήττα το ίδιο. Γιατί, φίλες και φίλοι, η Αριστερά που συνθηκολογεί, η Αριστερά που αποδέχεται την ΤΙΝΑ, αποδέχεται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, και θέλει να γίνει ο εκφραστής αυτής της χωρίς εναλλακτική ορθής φιλελεύθερης σκέψης, ή στη συνέχεια συνιστώσα σε αυτούς που εφαρμόζουν την χωρίς εναλλακτική φιλελεύθερη σκέψη, είναι κατ΄ εξοχήν μια Αριστερά που  παραδέχεται την ήττα. Είναι μια Αριστερά που ομολογεί ότι δίκιο έχει η Δεξιά, ότι δεν γίνεται αλλιώς. Αν όμως δεν γίνεται αλλιώς από αυτό που υποστηρίζει η Δεξιά, τότε η κοινωνία κάνει μια ορθολογική επιλογή: δίνει στη Δεξιά το δικαίωμα να διαχειριστεί την πολιτική της. Είναι επίσης, μια Αριστερά που δίνει το υπόδειγμα της συνθηκολόγησης και της ιδιοτέλειας. Δηλαδή της ανάγκης μας να είμαστε εμείς στα πράγματα, εμείς αυτοί που κυβερνάμε, εμείς αυτοί που κρατάμε τα πόστα, ανεξάρτητα από την πολιτική που εφαρμόζουμε. Είναι δηλαδή μια προσφυγή στον πολιτικό κυνισμό. Και η λογική της συνθηκολόγησης, της ιδιοτέλειας και του κυνισμού, είναι μια δεξιά λογική, διαπαιδαγωγεί δεξιά την κοινωνία, τροφοδοτεί τη δεξιά ηγεμονία.

Η Αριστερά που δεν παραδέχεται την ήττα της, είναι η Αριστερά που θεωρεί ανάξιο να κρύβει τις προθέσεις της. Επιμένει δηλαδή, ακόμα και σε πείσμα των καιρών, ακόμα και ενάντια στους συσχετισμούς της συγκυρίας, ότι η πολιτική που ασκείται σήμερα δεν είναι μονόδρομος, αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα μιας θλιβερής αλλά προσωρινής συνθήκης.

Αριστερά σημαίνει να παλεύεις ασταμάτητα για την άρση αυτής της συνθήκης. Και κατά μία έννοια θα είναι πάντα μια περιπέτεια, ένας αγώνας χωρίς βεβαιότητες, στον οποίον η ήττα θα είναι πάντα μια πιθανότητα. Δεν θα είναι όμως μια βεβαιότητα, όπως συμβαίνει με την επιλογή της συνθηκολόγησης. Και δεν θα διαιωνίζει την ήττα σε πολλές γενιές πιο πέρα.

Όμως, λυπάμαι, σε αυτή τη συνθήκη δεν μπορούμε να πάμε στην κοινωνία και να της πούμε ότι η λύση είναι να μας επιτρέψει να έχουμε ρόλο σε μια εναλλακτική διαχείριση του φιλελευθερισμού, την οποία έχει ήδη απορρίψει. Οφείλουμε να της πούμε ότι η σοσιαλιστική εναλλακτική είναι ακόμα ανοιχτή. Ότι υπάρχει μια εναλλακτική εξισωτική, ελευθεριακή, οικολογική, μια εναλλακτική που δεν διαπραγματεύεται ούτε σχετικοποιεί την ειρήνη, που δεν διαπραγματεύεται ούτε σχετικοποιεί την κοινωνική δικαιοσύνη. Οφείλουμε να το πούμε, γιατί αν δεν το κάνουμε ομολογούμε ότι είμαστε μέρος του προβλήματος και μετατρέπουμε σε μέρος της λύσης τις πιο αυταρχικές και αντιδραστικές αντιλήψεις. Οφείλουμε να το κάνουμε γιατί εάν πάμε στην κοινωνία για να πούμε ότι υπάρχει δυνατότητα ενός πιο ήπιου και ανθρώπινου φιλελευθερισμού, ο κόσμος θα νιώσει ότι τον κοροϊδεύουμε κατάμουτρα, ανεξάρτητα από το τι ψηφίζει.

Αυτό το εξισωτικό, ελευθεριακό και οικολογικό σχέδιο είναι που συνθέτει μια νέα ενότητα της Αριστεράς, ένα νέο δυνητικό μέτωπο στην κοινωνία. Όχι το άθροισμα παραιτημένων δυνάμεων που θα έφτιαχνε ένα σουβλάκι από ηττημένους.

Ηττηθήκαμε το 2015. Ναι. Όπως ηττήθηκε ο Οκτώβρης του 17, η Ισπανία το 36, το 44, η Κομμούνα, το Σικάγο, χωρίς να τα αντιστοιχίζω σε εμβέλεια. Προφανώς δεν είναι το ίδιο.  Αλλά τελικά δεν υπάρχει ήττα τελική, ο αγώνας συνεχίζεται για πάντα, δεν θα σταματήσει ποτέ η ανθρωπότητα να παλεύει για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία.

Παρότι δεν έχω καμιά πολιτική συγγένεια με τον Μάο Τσε Τουνγκ: «Βαδίζουμε από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη» είναι εν προκειμένω απόλυτα σωστή και ταιριαστή.

Στο ΜέΡΑ25, μαζί με τους συμμάχους μας της Λαϊκής Ενότητας, της Ανταγωνιστικής Αριστεράς και τους ανένταχτους και ανένταχτες συντρόφους και συντρόφισσες, επιλέγουμε να δώσουμε αυτό τον αγώνα. Ξέρουμε καλά ότι είναι σήμερα μειοψηφικός. Αλλά ξέρουμε επίσης ότι είναι ο μόνος που μπορεί να ξανακάνει τις ιδέες μας πλειοψηφικές και νικηφόρες. Και για αυτό καλούμε την κοινωνία να τον δώσουμε μαζί, με την υπερηφάνεια που αντιστοιχεί στο δίκιο. Γύρω από το δίκιο αναγεννιέται πάντα η κοινωνική κίνηση κι όχι γύρω από τη διαχείριση της ήττας, που στις μέρες μας δεν είναι μόνο μίζερη, είναι τελικά και αδύνατη.

 

Ηρώ Διώτη

Συντονίστρια ΜέΡΑ25