Σύγκλιση των Άκρων αλά γαλλικά
από το ιστολόγιο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Είναι η Γαλλία έτοιμη να κυβερνηθεί από τον πρώτο ακροδεξιό πρωθυπουργό μετά τον δωσίλογο Φιλίπ Πετέν; Θα δούμε το λίκνο του Διαφωτισμού, της Μητέρας όλων των Επαναστάσεων, της Κομμούνας και του Μάη του ’68 να παραδίδεται στη Μαρίν Λεπέν, ο πατέρας της οποίας χαρακτήριζε τους θαλάμους αερίων “λεπτομέρεια της Ιστορίας”; Ανατριχιαστικά για κάθε δημοκρατική συνείδηση, τα ερωτήματα δεν είναι καθόλου ρητορικά ύστερα από τον απίθανο πολιτικό τυχοδιωκτισμό του Εμανουέλ Μακρόν να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές, στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου.
Η απόφαση του Γάλλου προέδρου το βράδυ των ευρωεκλογών άφησε εμβρόντητους και τους πιο στενούς συνεργάτες του. Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας από θέση τραγικής πολιτικής αδυναμίας; Η Εθνική Συσπείρωση (RN) της Λεπέν είχε αποσπάσει υπερδιπλάσιες ψήφους από το κόμμα του Μακρόν (31.4% έναντι 14,6%), που λίγο έλειψε να κατρακυλήσει στην τρίτη θέση. Επιτέλους, ο Γάλλος πρόεδρος δεν είχε καμία υποχρέωση να προσφύγει στις κάλπες. Η θητεία του λήγει το 2027. Στη Βουλή ούτως ή άλλως δεν είχε απόλυτη πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να περνάει νομοσχέδια με βάση το άρθρο 49.3 του γκωλικού συντάγματος, που δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να προωθεί τα νομοσχέδιά της χωρίς ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, προκαλώντας την αντιπολίτευση να καταθέσει, αν έχει αντίρρηση, πρόταση μομφής. Αυτή τη δυνατότητα χρησιμοποίησαν οι μακρονικές κυβερνήσεις Μπορν και Ατάλ 23 φορές μέσα στα δύο τελευταία χρόνια χωρίς να πέσουν, απλούστατα γιατί οι κοινοβουλευτικές ομάδες της Ακροδεξιάς και της Αριστεράς δεν επρόκειτο ποτέ να συνεργαστούν, μια και αντιπολιτεύονται τον Μακρόν από διαμετρικά αντίθετες θέσεις.
Ρεπορτάζ του γαλλικού Τύπου βεβαιώνουν ότι ο Γάλλος πρόεδρος, ξεπερνώντας σε ναρκισσισμό και τον χειρότερο εαυτό του, έτρεφε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να πετύχει κάτι ανάλογο με τον Σαρλ ντε Γκωλ του 1968: ένα μήνα μετά τη θυελλώδη εξέγερση των φοιτητών και των εργατών, που είχε στείλει για λίγο έναν πανικόβλητο ντε Γκωλ αυτοεξόριστο στο Μπάντεν- Μπάντεν της Δυτικής Γερμανίας, καθώς περίμενε έφοδο των κομμουνιστών και των αναρχικών στο Ελιζέ, ο συντηρητικός πρόεδρος κέρδισε κατά κράτος τις βουλευτικές εκλογές, τις οποίες ο ίδιος προκήρυξε μετά τη λήξη του συναγερμού. Φαίνεται ότι ο Μακρόν φαντασιωνόταν ότι θα μπορούσε να πετύχει κάτι ανάλογο, εκβιάζοντας τους ψηφοφόρους, ιδίως αυτούς που δεν ψήφισαν στις ευρωεκλογές, με το δίλημμα “ή Εγώ ή το Χάος των Δύο Άκρων”, δηλαδή της Ακροδεξιάς και της Αριστεράς.
Η τακτική αυτού του είδους “διμέτωπου αγώνα” είναι βαθύτατα υποκριτική. Αν υπάρχει μια “σύγκλιση των άκρων” στη Γαλλία (και σε όλη την Ευρώπη), αυτή εντοπίζεται στη σύγκλιση του Ακραίου Κέντρου, που ενσαρκώνει ο Μακρόν, με την Άκρα Δεξιά, την οποία επικαλείται μεν ως σκιάχτρο για να εκβιάσει δημοκράτες ψηφοφόρους, αλλά ενισχύει πολιτικά και ιδεολογικά με την όλη πρακτική του. Στην προσπάθειά του να αλιεύσει ψήφους της Ακροδεξιάς δεν δίστασε να απονείμει εύσημα στον “μεγάλο στρατιωτικό” Πετέν που ηγήθηκε του κατοχικού καθεστώτος του Βισύ. Υιοθέτησε τις θέσεις της Ακροδεξιάς εναντίον των μουσουλμάνων της Γαλλίας, φτάνοντας στο σημείο να μιλήσει για κίνδυνο “ισλαμικής απόσχισης”. Έβαλε το κόμμα του να ψηφίσει μαζί με το κόμμα της Λεπέν τον νόμο για το μεταναστευτικό, τον περασμένο Δεκέμβριο, προκαλώντας κύμα οργής από τμήμα της παράταξής του και την παραίτηση ενός υπουργού. Έστειλε την τότε πρωθυπουργό του Ελιζαμπέτ Μπορν στην “πορεία εναντίον του αντισημιτισμού”, μαζί με την Μαρίν Λεπέν, την ώρα που το Ισραήλ εξαπέλυε εκστρατεία γενοκτονίας των Παλαιστινίων στη Γάζα, με τις δύο παρατάξεις να εξαπολύουν ταυτόσημες, βιτριολικές επιθέσεις εναντίον της “Ανυπότακτης Γαλλίας” του Ζαν- Λυκ Μελανσόν, την οποία κατηγορούσαν για “ισλαμοαριστερισμό”.
Έπειτα, το να εξισώνει κανείς την Άκρα Δεξιά με την Αριστερά της Γαλλίας με βάση το σκουριασμένο σχήμα των “δύο άκρων”, πέραν του ότι αποτελεί ούτως ή άλλως αστήρικτη ύβρη, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καταφανώς γελοίο. Στο “Νέο Λαϊκό Μέτωπο” (NFP) που σχηματίστηκε, προς μεγάλη έκπληξη του Μακρόν, σε χρόνο μηδέν μετά την προκήρυξη των εκλογών, συμμετέχει σχεδόν το σύνολο του προοδευτικού χώρου, από τους Σοσιαλιστές, τους Πράσινους και τους Κομμουνιστές μέχρι την Ανυπότακτη Γαλλία και το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (μετεξέλιξη της ιστορικής τροτσκιστικής οργάνωσης Επαναστατική Κομμουνιστική Ένωση των Αλέν Κριβίν και Ντανιέλ Μπενσαίντ, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή). Ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν στήριξε ανοιχτά το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, ενώ ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κατεβαίνει υποψήφιος, διεκδικώντας βουλευτική έδρα.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Εμανουέλ Μακρόν κινδυνεύει να μιμηθεί όχι τον ντε Γκωλ του 1968, αλλά τον Ζακ Σιράκ του 1997, ο οποίος είχε επίσης διαλύσει την Εθνοσυνέλευση υπολογίζοντας ότι θα κυριαρχήσει, για να υποστεί ήττα- σοκ από την Πληθυντική Αριστερά Σοσιαλιστών- Κομμουνιστών- Πρασίνων, που ανέλαβε την διακυβέρνηση. Τα τελευταία γκάλοπ φέρνουν το RN στην πρώτη θέση με ποσοστό γύρω στο 33%, το NFP στη δεύτερη με περίπου 28% και την παράταξη Μακρόν τρίτη και καταϊδρωμένη με 18%. Η αγανάκτηση της μεγάλης πλειονότητας του εκλογικού σώματος εναντίον του Μακρόν είναι τέτοια που οι υποψήφιοι βουλευτές της παράταξής του όχι μόνο δεν προβάλλουν τη σχέση τους με τον πρόεδρο, αλλά τον εκλιπαρούν να μην εμφανιστεί στην περιφέρειά τους. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που αποθέωναν, στις καλές μέρες, τον Μακρόν ως “Δία” της γαλλικής πολιτικής ζωής τώρα τον βλέπουν ως Κρόνο που τρώει τα παιδιά του.
Κατά μία εκδοχή, ο Εμανουέλ Μακρόν είχε συνείδηση του κινδύνου να αναδειχθεί νικήτρια από τις βουλευτικές εκλογές η Ακροδεξιά υπό τον 28χρονο Ζορντάν Μπαρντελά, αλλά ανέλαβε συνειδητά αυτό το ρίσκο έχοντας κατά νου τη μάχη των προεδρικών εκλογών του 2027- όταν ο ίδιος δεν θα έχει τη δυνατότητα, λόγω συνταγματικών περιορισμών, να είναι και πάλι υποψήφιος. Σύμφωνα με αυτό το Μακιαβελικό σενάριο, αν το RN κληθεί να κυβερνήσει θα δεχτεί τρομερή πίεση από τις διεθνείς αγορές που ήδη έχουν αρχίσει να δείχνουν τα δόντια τους, καθώς η Γαλλία έχει μεγάλο έλλειμμα, της τάξης του 5,5% του ΑΕΠ και χρέος, γύρω στο 115% με τάση ανόδου. Προκειμένου να αποφύγει την οικονομική χρεωκοπία, συνεχίζει αυτό το σενάριο, το RN θα αναγκαστεί να πάρει αντιλαϊκά μέτρα που θα χαντακώσουν την υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 2027.
Ήδη ο Μπαρντελά, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τους επενδυτές και τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, δήλωσε ότι, αν αναλάβει την πρωθυπουργία, θα αναστείλει για αργότερα (πόσο αργότερα, δεν μας λέει) την εφαρμογή βασικών δεσμεύσεων όπως η ακύρωση της μεταρρύθμισης Μακρόν στις συντάξεις, η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη και η αποχώρηση της Γαλλίας από τη στρατηγική στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αναλάβει τη διακυβέρνηση αν δεν εξασφαλίσει το κόμμα του την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, κάτι που με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται το πιο πιθανό. Σε αυτή την περίπτωση, ο Μακρόν θα πιαστεί στη φάκα που έστησε για τους άλλους: καθώς δεν θα μπορεί, βάσει του συντάγματος, να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο χρόνο, θα αναγκαστεί να σχηματίσει όπως-όπως μια εύθραυστη κυβέρνηση μειοψηφίας, ίσως τεχνοκρατών (τύπου Μόντι στην Ιταλία), η οποία θα επωμιστεί τα νέα αντιλαϊκά μέτρα και θα τροφοδοτήσει τα ρεύματα αντισυστημικής δυσαρέσκειας, με το μεγάλο ερώτημα να είναι αν αυτά θα προσανατολιστούν στην Ακροδεξιά ή στην Αριστερά.
Οι αριστεροί με κριτική σκέψη έχουν βάσιμους λόγους να δυσπιστούν απέναντι στην “υπαρκτή Αριστερά” της Γαλλίας, όχι μόνο γιατί ανάλογα “ενωτικά” εγχειρήματα του παρελθόντος (Κοινό Πρόγραμμα Μιτεράν- Μσρσέ, Πληθυντική Αριστερά του 1997) απογοήτευσαν τραγικά την εργατική βάση της και χαντάκωσαν τις πιο αριστερές εκφράσεις της. Το παρόν σχήμα του NFΡ υπήρξε προϊόν βιαστικής συγκόλλησης για λόγους πολιτικής επιβίωσης, υπό την πίεση του εκλογικού συστήματος των μονοεδρικών περιφερειών και των δύο γύρων. Οι αριστεροί και κεντροαριστεροί εταίροι έχουν καίριες διαφωνίες σε όλα τα μείζονα θέματα, από την οικονομία μέχρι τη Γάζα, ενώ δεν έχουν συμφωνήσει ούτε στο όνομα του πρωθυπουργού αν τυχόν αναδειχτούν πρώτη δύναμη.
Εύλογες αιτιάσεις μπορεί να διατυπώσει κανείς και για την Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν- Λυκ Μελανσόν, που δεν κατάφερε να μετασχηματίσει (για να λέμε την αλήθεια, ούτε καν το προσπάθησε) το εξαιρετικά ελπιδοφόρο 22% των προεδρικών εκλογών του 2022 σε μια οργανωμένη και προγραμματικά συνεκτική πολιτική δύναμη, αρθρωμένη στις λαϊκές τάξεις, μένοντας στο πρότυπο ενός χαλαρού, πολυσυλλεκτικού σχηματισμού του “χαρισματικού αρχηγού”, των ακτιβιστών και του Ίντερνετ. Γεγονός παραμένει, όμως, ότι η Ανυπότακτη Γαλλία πρωτοστάτησε σε όλες τις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον των αντιμεταρρυθμίσεων του μακρονικού Ακραίου Κέντρου και τήρησε στάση αρχών στο μεταναστευτικό και στον πόλεμο της Γάζας- γι αυτό υπέστη και πολιτικό λιντσάρισμα από τα κόμματα του κατεστημένου, τα συστημικά μίντια και το βαθύ κράτος.
Ούτε μπορεί να παρακάμψει κανείς το μεγάλο επίτευγμα της Ανυπότακτης Γαλλίας να γίνει η φωνή όσων δεν είχαν φωνή, των εργατικών προαστίων με τους μεγάλους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, όπου η εκλογική της κυριαρχία είναι συντριπτική. Ενδεικτικά, στις ευρωεκλογές πήρε 37% στο κατ’ εξοχήν εργατικό διαμέρισμα του Σεν- Σεν Ντενί (έναντι 11% το 2019), 42,2% στο Βενισιέ, 48% στο Βολ-αν- Βελέν και 58% στην Κουρνέβ, ξεπερνώντας και το ΚΚ Γαλλίας στις καλύτερες εποχές του. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων Γάλλων, ιδίως νέων, για να δημιουργηθεί κοινωνικό φράγμα από τα κάτω στην Ακροδεξιά συντηρούν τις ελπίδες όλων μας για την αποτροπή των χειρότερων και το άνοιγμα καινούργιων δρόμων ελπίδας, αυτοπεποίθησης και στράτευσης.