Από την ΕΦΣΥΝ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΠΗ ΚΑΠΠΟΥ
της Νάντιας Βαλαβάνη
Αυτόν τον Φλεβάρη στις 14 του μήνα συμπληρώθηκε ακριβώς μισός αιώνας από την έναρξη του λεγόμενου «χτυπήματος του Φλεβάρη» 1974 της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών ενάντια στο ΚΚΕ, την ΚΝΕ και την Αντι-ΕΦΕΕ, που δημοσιοποιήθηκε με μια θριαμβευτική επίσημη «κυβερνητική» ανακοίνωση της χούντας (του Ιωαννίδη) σε ειδική συνέντευξη τύπου στις 19 Φεβρουαρίου και αποτέλεσε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της επόμενης μέρας. Στην ανακοίνωση η χούντα γιόρταζε την οριστική «διάλυση» του ΚΚΕ και των οργανώσεων του μέσα στην Ελλάδα και τη συνόδευε με 2 λίστες συνολικά 35 ονομάτων. (Η επιλογή είχε γίνει ανάμεσα από τους περισσότερο από 100, κυρίως νεώτερους, αγόρια και κορίτσια, που είχαν συλληφθεί και ανακρίνονταν κρατούμενοι στα μπουντρούμια του 5ου ορόφου της ΓΑΑ στην οδό Μεσογείων, ενώ μετά από 5 μήνες θα παραπέμπονταν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών 41 απ’ αυτούς και 59 απ’ όσους καταζητούνταν χωρίς να έχουν εντοπιστεί ώστε να συλληφθούν, προκειμένου να δικαστούν τον Σεπτέμβρη – μια «δίκη των 100» που δεν έγινε ποτέ λόγω της κατάρρευσης της χούντας). Η πρώτη λίστα περιείχε 13 ονόματα και είχε τον τίτλο «Ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ», ενώ η δεύτερη άλλα 22 ονόματα με τίτλο «Έτερα ηγετικά στελέχη της ΚΝΕ και της Αντιδικτατορικής ΕΦΕΕ». Η πρώτη λίστα αναφερόταν σε 9 βετεράνους κομμουνιστές και 4 νεώτερους, ανάμεσα τους και ο Κώστας Κάππος. Στη δεύτερη λίστα ήταν όλοι νεώτεροι.
Πρωτοείδα την Πόπη Κάππου – άγνωστη τότε σε μένα, όπως άγνωστος μου ήταν και ο συγκρατούμενος μου άντρας της – τον Μάρτιο του 1974 μέσα από την ανοιχτή ενδιάμεση πόρτα να κάθεται στο δεύτερο δωμάτιο του Γραφείου 509 στον 5ο όροφο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών δίπλα στα κρατητήρια. Εγώ περίμενα στο πρώτο δωμάτιο να έρθει να με παραλάβει ο «προσωπικός» μου ανακριτής, υπαστυνόμος Α’ Γιώργος Γκάνος, που το 509 ήταν το γραφείο του, για ν’ αρχίσει άλλη μια ανάκριση. Αυτή περίμενε να φέρουν τον άντρα της, επειδή ο Γκάνος είχε στη Μεσογείων την επίβλεψη και την ευθύνη για τα, εξαιρετικά σπάνια, επισκεπτήρια κρατουμένων. Ενώ περιμέναμε κι οι δυο, ο γιος τους Θανάσης, που θα ήταν τουλάχιστον ενάμισι χρονών, ένα μεγαλόσωμο μωρό που έτρεχε πάνω-κάτω μέσα στο δεύτερο δωμάτιο του Γραφείου 509, απαίτησε «γάλα». Την είδα τότε να τον ανεβάζει στην ποδιά της, ν’ ανοίγει με απλότητα τη μπλούζα της και να βγάζει έξω το ένα της στήθος, που ο Θανάσης το πήρε στα χέρια του κι άρχισε να ρουφάει το γάλα σαν από μπουκάλι. Μητέρα και γιος δεν έδιναν δεκάρα για τους ασφαλίτες που τους κοιτούσαν με ολάνοιχτα στόματα ολόγυρα μας.
Πρωτομίλησα με την Πόπη αρχές Αυγούστου 1974, τις τρικυμισμένες πρώτες μέρες μετά την αποφυλάκιση μας από τον Κορυδαλλό στις 26 Ιουλίου 1974 μέσω της γενικής πολιτικής αμνηστίας που θέσπισε η νέα κυβέρνηση. Είχαμε μόλις εντοπίσει τον Κώστα Κάππο: Από τον Μάϊο του 1974 νοσηλευόταν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και είχε υποστεί πολλαπλές εγχειρίσεις ως αποτέλεσμα του παραλίγο θανάσιμου βασανισμού του από τους ΕΣΑτζήδες στις στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου υπό τις διαταγές του περιβόητου διευθυντή τους, αντισυνταγματάρχη Πέτρου Γκόρου, προσωπικού βασανιστή του Παναγούλη. (Αυτό, επειδή μετά το Πάσχα, που εκείνη τη χρονιά έπεφτε στις 14 Απριλίου, σχεδόν όλοι οι άντρες από τους κρατούμενους της Μεσογείων μεταφέρθηκαν σταδιακά από τη Μεσογείων και κρατήθηκαν από δύο έως τέσσερις βδομάδες στο Μπογιάτι, διάστημα κατά το οποίο οι ΕΣΑτζήδες βάλθηκαν ν’ αποδείξουν ότι ανακριτικά ήταν «αποτελεσματικότεροι» από τους ασφαλίτες. Κι ενώ τον Μάιο άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν τ’ αγόρια στα κελιά της Μεσογείων, όλοι σε άθλια χάλια και με σπασμένα από τις κλωτσιές πλευρά, ο Κώστας (όπως κι ο Δημήτρης Γόντικας) είχε παραμείνει «αγνοούμενος».) Αν θυμάμαι καλά, ήταν ένας γιατρός του 401 αυτός που ειδοποίησε κρυφά την Πόπη για το που βρισκόταν ο άντρας της κι έτσι τον βρήκαμε.
Θα πρέπει να πρωτομίλησα με τον Κώστα Κάππο όταν συγκεντρωθήκαμε, στις 5 Αυγούστου 1974, έξι μέχρι πρόσφατα κρατούμενοι, ο Αντώνης Αμπατιέλος, ο Γρηγόρης Φαράκος, ο Δημήτρης Γόντικας, ο Κώστας Κάππος, η Αγγελική Σωτήρη κι εγώ, για ένα σύντομο βίντεο του Associated Press με θέμα τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης στη Μεσογείων και στο Μπογιάτι. Ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός ανακάλυψε στα γερμανικά αρχεία και μου έστειλε πριν μερικά χρόνια αυτό το βιντεάκι – που είχε την ένδειξη syndicated, και άρα θα πρέπει να έπαιξε σε δελτία ειδήσεων πολλών χωρών του κόσμου. Στο βίντεο ξεχωρίζει το πρόσωπο του Κώστα, από τον κρόταφο του οποίου λείπει ολόκληρο κομμάτι σάρκας, μια ουλή που έγινε χαρακτηριστική για αυτόν όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός ατομικών συνεντεύξεων του Κώστα σε συνεργεία ευρωπαϊκών τηλεοπτικών σταθμών, πριν απ’ όλα από τις σκανδιναβικές χώρες. Σ’ αυτές τις συνεντεύξεις έπαιζα το ρόλο της μεταφράστριας. Η Πόπη μας υποδεχόταν στο δυαράκι στου Γκύζη, όπου και οι δυο πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους και μεγάλωσαν τον Θανάση και τη Φωτεινή, με καφέδες και μπισκότα. Παρακολουθούσε όλες τις συνεντεύξεις του Κώστα, μόνη της ή συντροφιά με τη Λουΐζα Γόντικα, που μαζί έτρεχαν τόσους μήνες για να εντοπίσουν τους άντρες τους όταν και οι δύο «χάθηκαν» μέσα απ’ το σύστημα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της Πόπης κάθε φορά που κάποιο τηλεοπτικό συνεργείο ζητούσε από τον Κώστα να γδυθεί για να «τραβήξουν» το τυλιγμένο σε γάζες σώμα του, τ’ ακάλυπτα μέρη του οποίου θύμιζαν ανάγλυφο γεωγραφικό χάρτη…
Η Πόπη μοιράστηκε τη ζωή της και τα πιστεύω της με τον Κώστα Κάππο, καθώς και την απόφαση του, όταν έγινε συνταξιούχος λίγα χρόνια μετά το 1989 – τότε που φύγαμε από το ΚΚΕ λόγω της συγκυβέρνησης του ενιαίου Συνασπισμού με τη ΝΔ και συνιδρύσαμε μαζί με πολλούς άλλους συντρόφους και συντρόφισσες το Νέο Αριστερό Ρεύμα, για να φύγουμε στη συνέχεια οι περισσότεροι και απ’ αυτό – να μοιράζει κάθε μήνα τη βουλευτική σύνταξη του σε τρία ίσα μέρη, να κρατάει ο ίδιος το ένα τρίτο και ν’ αποδίδει τα υπόλοιπα αντίστοιχα στο ΚΚΕ και στην Κούβα. Μετά τον θάνατο του το 2005, η Πόπη συνέχισε τη μοιρασιά της σύνταξης χηρείας της για άλλη μια πενταετία, μέχρι τα μνημόνια, οπότε οι συντάξεις χηρείας κατακρεουργήθηκαν ακόμα περισσότερο απ’ ότι οι συντάξεις γήρατος και η Πόπη δε μπορούσε να συνεχίσει. Το 2018 το Ίδρυμα της Βουλής τίμησε με μια ειδική έκθεση και με μια ημερίδα τον Κώστα Κάππο. Όντας ανάμεσα στους ομιλητές της ημερίδας, θύμισα, μεταξύ άλλων, την ξεχασμένη ιστορία με τη σύνταξη. Το 2019 οι ομιλίες στην ημερίδα εκτυπώθηκαν σε ένα βιβλιαράκι, ένα αντίτυπο απ’ το οποίο παράδωσα στην Πρέσβειρα της Κούβας και της διηγήθηκα την, άγνωστη και σ’ αυτήν, ιστορία μοιράσματος της σύνταξης. Η Πρέσβειρα επιβεβαίωσε την ιστορία μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Κούβας, όπου πολλοί τη θυμούνταν ακόμα καθαρά, και αποφάσισε να τιμήσει τον Κώστα, αλλά και το ζευγάρι, στο πρόσωπο της Πόπης. Στις 30.03.2019 μαζευτήκαμε λίγοι άνθρωποι στο διαμέρισμα της οικογένειας του γιου της Θανάση και κει αναγνωρίστηκαν και αποδόθηκαν τα δέοντα. Η Πόπη βάδιζε ήδη το δύσκολο δρόμο της νίκης της λήθης πάνω στη μνήμη, προσωπική και ιστορική, πιστεύω ωστόσο ότι κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση της ιστοσελίδας μου που ακολουθεί παρακάτω, είχα αναδημοσιεύσει τότε το σχετικό δελτίο τύπου της Κουβανέζικης Πρεσβείας με τίτλο «Τελετή αναγνώρισης στη μνήμη ενός σημαντικού Έλληνα κομμουνιστή», αναδημοσιευμένο από την ιστοσελίδα της στη δική του και μεταφρασμένο από τα ισπανικά στα ελληνικά από τον Αλέκο Χαλβατζή:
https://www.nadiavalavani.gr/2019/04/342019.html
Τέλος 2022, συνταξιοδοτήθηκα κι έκλεισα το γραφείο μου. Ανάμεσα στα χαρτιά που μετέφερα σπίτι για ξεκαθάρισμα και καταστροφή, ήταν μέρος του περιεχόμενου του γραφείου του συντρόφου μου Δήμου Τσακνιά. Μετά τον ξαφνικό του θάνατο 10 χρόνια πριν και με ότι ακολούθησε, κανείς δεν τα είχε κοιτάξει. Ανάμεσα τους ανακάλυψα έναν πραγματικό ιστορικό θησαυρό, που ρίχνει νέο φως και σε μία τουλάχιστον από τις πτυχές του «χτυπήματος του Φλεβάρη» 1974 σε σχέση με ότι πιστεύαμε μέχρι τότε.
Στην ανακοίνωση της (19.02.1974) για το, όντως συντριπτικό, «χτύπημα του Φλεβάρη» η «κυβέρνηση» Ανδρουτσόπουλου ισχυριζόταν ότι έπιασε όχι μόνο το παράνομο τυπογραφείο της Αντι-ΕΦΕΕ, αλλά και τον εκδοτικό μηχανισμό του «Οδηγητή» διαλύοντας τον κι αυτόν. Αυτό το τελευταίο ήταν προπαγανδιστικό ψέμα, προκειμένου να δημιουργηθεί η αίσθηση «σοκ και δέος» ότι ΚΚΕ και ΚΝΕ είχαν όντως τελειώσει πλήρως και οριστικά. Η βασική τριμελής εκδοτική ομάδα του «Οδηγητή» (Δήμος Τσακνιάς ως επικεφαλής, Δημήτρης Γκαστής και Παναγιώτης Κουτούγερας) ήταν άγνωστοι στην Ασφάλεια. Από τους τρεις, φάκελο είχε αποκτήσει μόνο ο Δημήτρης Γκαστής, όταν παρά την απαγόρευση λόγω παράνομης δουλειάς, είχε συμμετάσχει και συλληφθεί στην κατάληψη του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης (ήταν φοιτητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ), αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος χωρίς να συσχετιστεί με το παράνομο εκδοτικό της ΚΝΕ. Η εκδοτική ομάδα του «Οδηγητή» ξεμπρόστιασε την χουντική προπαγάνδα με πρακτικό τρόπο, συνεχίζοντας «κανονικά» την μηνιάτικη έκδοση της εφημερίδας μέχρι και τον Ιούλιο 1974 και την πολιτική αλλαγή – 7 ολόκληρα τεύχη, που φιλοξενούσαν όλα πρωτοσέλιδα νέα από τα βασανιστήρια με ονόματα βασανισμένων και εκκλήσεις για διεθνή παρέμβαση με την απαίτηση να σταματήσουν. (Τρόπος του λέγειν «κανονικά», καθώς συχνά αναγκάζονταν να γράψουν μεταξύ τους ολόκληρο το τεύχος, ενώ η κυκλοφορία γινόταν ουσιαστικά εκ των ενόντων, «περιφερειακά», καθώς είχαν διακοπεί οι βασικές γραμμές διακίνησης, είχε καταληφθεί η κεντρική γιάφκα διανομής και είχε συλληφθεί η υπεύθυνη της, φοιτήτρια τότε του Μαθηματικού, Ιωάννα Μακρή, με την οποία είχε επαφή κατευθείαν ο Δήμος.) Αυτά όλα είναι γνωστά.
Αυτό που δεν ήταν καθαρό μέχρι την ανακάλυψη του μικρού αρχείου του 1974, ήταν ότι μια εκδοτική ομάδα ξεκομμένη λόγω του χτυπήματος (ο τελευταίος που «έβλεπε» τον Δήμο από το Γραφείο του ΚΣ της ΚΝΕ ήταν ο Κώστας Κάππος) και στη συνέχεια αποκομμένη παραπέρα με δική της πρωτοβουλία για λόγους περιφρούρησης και αυτοσυντήρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχιση της έκδοσης και διακίνησης της εφημερίδας της ΚΝΕ, μπόρεσε κι έπαιξε το ρόλο διάμεσου κρίκου: Μεταξύ των συγγενών των συλληφθέντων, που αναγκαστικά βρίσκονταν εκτεθειμένοι, όπως η Πόπη, στην πρώτη γραμμή – πιθανότατα επίσης παρακινώντας τους ν’ απευθυνθούν με συγκεκριμένο τρόπο σε διεθνές επίπεδο – και του μηχανισμού διοχέτευσης των εκκλήσεων τους στο εξωτερικό με στόχο κινητοποιήσεις και καμπάνιες για τερματισμό των βασανιστηρίων και της πολύμηνης ανάκρισης.
Γιατί τι άλλη ερμηνεία μπορεί να υπάρχει για την ανακάλυψη ανάμεσα στα χαρτιά του Δήμου πρωτότυπων επιστολών και ανακοινώσεων, χειρόγραφων ή δακτυλογραφημένων, γραμμένων ακριβώς 50 χρόνια πριν, πολλές απ’ αυτές συνοδευόμενες από μια πρόχειρη αγγλική μετάφραση καρφιτσωμένη πίσω τους; Ανάμεσα τους ήταν και η δισέλιδη χειρόγραφη επιστολή της Πόπης Κάππου με τίτλο «Διαμαρτυρία» (κάποιος έχει σημειώσει πάνω απ’ τον τίτλο τη λέξη «Protest»), ημερομηνίας 4.6.74, με καρφιτσωμένη πίσω της (με καρφίτσα!) πρόχειρη χειρόγραφη αγγλική μετάφραση. Αντίγραφο του ελληνικού δισέλιδου είχα παραδώσει τότε στον γιο της Θανάση, ο οποίος το παράδωσε τώρα με τη σειρά του στον 902 για μεταθανάτια δημοσιοποίηση. Υπάρχουν άλλες δύο ακόμα αντίστοιχες χειρόγραφες επιστολές: Δυο βδομάδες νωρίτερα, με ημερομηνία 20.5.1974, της στενής της φίλης Λουΐζας Γόντικα, επίσης με τίτλο «Διαμαρτυρία», ενώ με ημερομηνία μια μέρα μετά την Πόπη, 5.6.1974, φωτοτυπία (προφανώς του 1974) χειρόγραφης επιστολής, με το αντίγραφο διορθωμένο με μπλε στυλό και υπογραφή «Η μάνα του Τόκα». Μεταξύ διαφόρων πρωτότυπων δακτυλογραφημένων συλλογικών ανώνυμων καταγγελιών ξεχωρίζουν δύο πιο ιδιαίτερες: H μία, με τίτλο «Καταγγελία συγγενών συλληφθέντων στρατιωτών» και ημερομηνία 26.4.1974, αναφέρεται στη σύλληψη και βασανισμό από την ΕΣΑ του ναύτη του ΠΝ Νίκου Στεφανή, του στρατιώτη Μηνά Αγγελίδη και του λοχία της Ελληνικής αποστολής του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη Παναγιώτη Κυπραίου, με επισήμανση ότι ο τελευταίος μεταφέρθηκε στο Στρατόπεδο Πεζοναυτών στο Διόνυσο (όπου το 1968 είχαν, μεταξύ άλλων, θάψει ζωντανό τον Κώστα Κάππο). Η άλλη είναι η μάλλον ασυνήθιστη, με ημερομηνία 28.5.1974, πρωτότυπη δακτυλογραφημένη «Έκκληση της Φοιτητικής Επιτροπής Αλληλεγγύης», που κατονομάζει ως βασανιζόμενους 37 κρατούμενους και κρατούμενες σε διάφορα παραρτήματα της Ασφάλειας στην Αττική και στη χώρα, ανάμεσα τους – ανάκατα – στελέχη της ΚΝΕ και γνωστά στελέχη της ΑΑΣΠΕ.
Σημαντικός αριθμός απ’ όσους και όσες κατονομάζονται σ’ αυτό το μικρό μυστικό «αρχείο Δήμου Τσακνιά» έχουν ήδη φύγει πρόωρα από τη ζωή εδώ και χρόνια.
Ο θάνατος της Πόπης Κάππου 50 χρόνια από το «χτύπημα του Φλεβάρη» σηματοδοτεί και το πέρασμα μιας γενιάς, που αδιαμφισβήτητα άφησε ανεξίτηλα χνάρια στην ιστορία της χώρας και των ανθρώπων της. Ακόμα κι αν οι ίδιοι έζησαν τη ζωή τους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και της δημόσιας αναγνώρισης, θεωρώντας ότι έκαναν απλώς αυτό που έπρεπε να κάνουν όποτε χρειαζόταν να το κάνουν…
Αντίο, Πόπη. Θα σε σκέφτομαι πάντα με πολλή αγάπη και απέραντο σεβασμό. Τα θερμότερα συλλυπητήρια μου στη Φωτεινή και τον Θανάση.