Πηγή Libre.gr
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Στον δημόσιο επιστημονικό και πολιτικό διάλογο που διεξάγεται στην Ελλάδα για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι η βασική αιτία της χρεοκοπίας της χώρας μας (2009) ήταν το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα όταν στο επίπεδο (133% του ΑΕΠ) του χρέους, το κοινωνικό χρέος αντιπροσώπευε μόλις το 9,5%. Την άποψη αυτή είχαν οι δανειστές και η τρόικα για την εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα με την επιβολή των τριών μνημονίων.
Στην ίδια μελέτη για το διάστημα 2020 – 2070 προβλέπονταν ότι θα δαπανάται για συντάξεις ανά 15-ετία 230 δις ευρώ (σε παρούσες αξίες) κατά μέσο όρο, όταν την περίοδο 2000 – 2015 δαπανήθηκαν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης 220 δις ευρώ. Κατά συνέπεια, με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, ο ισχυρισμός ότι τα 220 δις ευρώ που καταβλήθηκαν από τον Κρατικό Προϋπολογισμό στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά την περίοδο 2000-2015, οδήγησε την χώρα μας στην χρεοκοπία είναι αβάσιμος, όπως αποδεικνύεται από την ποσοτική και επιστημονική ανάλυση των στοιχείων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας.
Επιπλέον, αναλύοντας στα στοιχεία της Eurostat την 10-ετία 2012 – 2021, παρατηρείται ότι στην χώρα μας από το σύνολο των κρατικών κοινωνικών δαπανών το 60,6% αντιστοιχούσε για δαπάνες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το 22% για δαπάνες για την υγεία και την υγειονομική περίθαλψη και 17,4% για άλλου είδους κοινωνικές δαπάνες (Διάγραμμα 1).
Ειδικότερα, από τα στοιχεία της Eurostat διαπιστώνεται ότι το 2015 το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών που χρηματοδοτούσε το συνταξιοδοτικό σύστημα (κύρια και επικουρική σύνταξη) ήταν 67,5% και μειώθηκε μέχρι το 2021 κατά 6,9 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ αντίθετα την ίδια περίοδο το ποσοστό των κρατικών κοινωνικών δαπανών για υγεία και περίθαλψη αυξήθηκε από 19,4% σε 22% (2,6 ποσοστιαίες μονάδες) και αντίστοιχα το ποσοστό των υπόλοιπων δαπανών για κοινωνική προστασία αυξήθηκε από 13,1% σε 17,4% (4,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί η παρατηρούμενη συσχέτιση της κατανομής των κοινωνικών δαπανών με αυτή των εισφορών που καταβάλλονται από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες. Πράγματι σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα, η κατανομή των εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες (σύνολο 36,16%) το 71,9% αποτελεί τις εισφορές για σύνταξη (κύρια και επικουρική), το 19,63% για υγεία και περίθαλψη και το 8,46% για άλλες κατηγορίες κοινωνικής προστασίας (ανεργία, εργατική εστία κτλ). Αυτό σημαίνει ότι ο ισχυρισμός ότι το 80% των κρατικών κοινωνικών δαπανών κατευθύνεται προς τις συντάξεις και απομένουν πολύ λίγοι πόροι για την χρηματοδότηση και άλλων κοινωνικών πολιτικών είναι αβάσιμος.
Επιπλέον, από τα στοιχεία του Ageing Working Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπή, όπως παρατηρούμε στο Διάγραμμα 2, η Ελλάδα δεν καταβάλλει τις υψηλότερες εισφορές για συντάξεις όπως πολλοί ισχυρίζονται στο δημόσιο και επιστημονικό και πολιτικό διάλογο.
Η χώρα μας μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι στην 10 θέση με 26% ποσοστό εισφορών όταν ο μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι 24,09%. Κατά συνέπεια από την ανάλυση αυτή των στοιχείων το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα χρειάζεται και άλλες περικοπές προκειμένου να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια χρηματοοικονομική του βιωσιμότητα.
Η απάντηση, σύμφωνα και με τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι ότι αυτή έχει ήδη αποκατασταθεί ακόμη και με τις πιο δυσοίωνες δημογραφικές και οικονομικές μελλοντικές προοπτικές. Αντίθετα αυτό το οποίο απαιτείται σε βραχυχρόνιο επίπεδο είναι ο λειτουργικός και διοικητικός σχεδιασμός βελτίωσης των υπηρεσιών για την έγκαιρη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Επιπλέον σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο απαιτείται ο κοινωνικο-ασφαλιστικός και αναλογιστικά μετρήσιμος σχεδιασμός καθώς και η υλοποίηση της βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και της επάρκειας των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών, οι οποίες καταστρατηγήθηκαν από τις «μεταρρυθμίσεις» των μνημονίων προς όφελος των αγορών και σε βάρος, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση και από την πραγματικότητα, του βιοτικού επιπέδου των σημερινών και των μελλοντικών συνταξιούχων.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου