ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΛΛ’ ΟΧΙ ΚΑΙ ΙΚΑΝΗ Η ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΦΑΛΜΑΤΩΝ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΟΜΕΝΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ
Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό, είναι απ’ τα κρίσιμα ζητήματα της επικαιρότητας κι αντιμετωπίζονται με όλα τα είδη ικανότητας άρθρωσης κριτικού λόγου, αλλά και κινήτρων προσέγγισης. Μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (προ ολίγων μηνών) το κόμμα τάχθηκε απ’ την κυρίαρχη λαϊκή βούληση στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η παρατεταμένη κρίση που διέρχεται, πιο έντονη αφ’ ότου προχώρησε σε αλλαγή ηγεσίας, κάνουν την κυβέρνηση – συντηρητικό κόμμα να επιχαίρει, τρίβοντας τα χέρια της στο ενδεχόμενο και τρίτης συνεχόμενης εκλογικής νίκης της, όσο και στην έλλειψη ουσιαστικής, δυναμικής και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης, στο κρυφό και φανερό πρόγραμμά της που έχει να εφαρμόσει. Γάντι της πάει ο κουρνιαχτός των διαλυτικών φαινομένων που δεν περιορίζεται στο νοσούντα πολιτικό χώρο.
Το ΠΑΣΟΚ καραδοκεί, βγήκαν κι οι κρυμμένοι επιμελώς σκελετοί παλιοί της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης και διαφθοράς, ορεγόμενοι επιστροφή στη θέση του δεύτερου πόλου της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Περιττεύει η αναφορά στη στάση του χρόνια αυτοπεριχαρακωμένου συγγενούς χώρου, ελπίζοντα σε ψηφοθηρικά (μικρά προς ώρας) οφέλη. Κι εδώ αρχίζει ο αναγκαίος και ρεαλιστικός πολιτικός προβληματισμός. Μας αφορά όλους η κατάσταση; Είναι εσωτερική υπόθεση άλλων και μόνο να παρατηρούμε με σκεπτικισμό απομένει;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνον αυτό το συρρικνούμενο πολιτικό μόρφωμα, που απομένει λοιδορούμενο σήμερα. Ούτε είναι για ιστορική μόνον ενασχόληση η περίπτωσή του. Είναι σφάλμα να ταυτίζεται ένα κόμμα με μια ολόκληρη παράταξη. Ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κρίσιμος θεσμικά στο πολίτευμά μας. Και το πιο σημαντικό: έχομε την πιο αδίστακτη στην εφαρμογή των πιο στυγνών νεοφιλελεύθερων κι αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών, κυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Το να αφεθεί αυτή να παίζει χωρίς αντίπαλο, δεν είναι ευθύνη μόνο της νεόκοπης ηγεσίας του δοκιμαζόμενου κόμματος. Οι αιτίες της κρίσης και κατάρρευσης του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, έχουν επισημανθεί και έρχονται από μακριά.
Η υπαναχώρηση της ηγεσίας του τον Αύγουστο του 2015, κι η μετατροπή του ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα, σε ΝΑΙ στους εκβιασμούς της ΕΕ – δανειστών, μείωσε την πολιτική αξιοπιστία του και σήμανε την αποχώρηση της αριστεράς πτέρυγάς του. Ενός κακού συμβάντος.., η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015-2019 δεν ήταν η υπεσχημένη και του διακεκηρυγμένου Προγράμματος, φέρνοντας σε αντιπαράθεση με λαϊκά στρώματα που μέχρι τότε τον στήριζαν. Η τότε ηγεσία αρκείτο στη διαχείριση της εξουσίας, επαναπαυόμενη σε παλιές λογικές καταλήψεων σχολείων, χωρίς οικοδόμηση σχέσεων με την κοινωνία και προσπάθειες επανάκτησης της χαμένης αξιοπιστίας. Ήδη απ’ τον 7ο μήνα διακυβέρνησης ο Σπ. Ασδραχάς έκρουε κώδωνα κινδύνου: «Βεβαίως, η τύχη του θα παιχτεί στις επόμενες εκλογές. Αν πιστέψω τις δημοσκοπήσεις –και τις υπόρρητες δηλώσεις των στελεχών ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ– το αποτέλεσμα δύσκολα θα αντιστοιχούσε στο επιδιωκόμενο…Περιθώρια συνδιαλλαγών και συμβιβασμών δεν υπάρχουν, για τον απλούστατο λόγο ότι τα πιθανά σημεία σύγκλισης αναιρούν την ταξικότητα, την οποία εξ ορισμού ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει και την οποία έχει εξαγγείλει». Κι ο αείμνηστος ιστορικός, προχωρούσε παραπέρα συμβουλεύοντας για : τ«Η συγκεκριμενοποίηση και ποσοτικοποίηση των λεγομένων ισοδύναμων μέτρων, προσανατολισμένων, όπως διακηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ, στην άντληση οικονομικών μέσων από εκείνους που είναι πλουσιότεροι, όχι αποκλειστικά λόγω των ανύπαρκτων επιχειρησιακών τους εισοδημάτων, αλλά λόγω της φοροδιαφυγής και των χρηματιστηριακών παιχνιδιών. Τούτο σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στις συμπληγάδες της εκτέλεσης υποχρεώσεων που δημιούργησαν άλλοι πριν από αυτόν, και στην άσκηση μιας κοινωνικής πολιτικής με μια οικονομία την οποία δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά μόνο να κατευθύνει μέσω της προσπάθειας της αναμόρφωσης και αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα» (Σπ. Ασδραχάς ‘‘Ο τροχίσκος του ΣΥΡΙΖΑ’’, Αυγή 13.9.2015).
΄Οσον ασκήθηκε αυτή η πολιτική, άλλο τόσον, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε στις εκλογές του 2019, συνήλθε, έκαμε αυτοκριτική, διαμόρφωσε εναλλακτική πρόταση κι επαναπροσδιόρισε στόχους με ταυτόχρονη άσκηση της ενδεδειγμένης αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη (2019-23). Όλες αυτές οι πολιτικές κι επιλογές της ηγεσίας και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αποχρωμάτισαν, ξέβγαλαν τον αριστερό χαρακτήρα του, προκαλώντας συν τοις άλλοις και κρίση ταυτότητας. Το ένα λοιπόν στοιχείο που, αντί συζητήσεων, προκαλεί αψιμαχίες, αποχωρήσεις κ.λπ. φαινόμενα αποσύνθεσης, είναι η ταυτότητα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ κι η απροθυμία και αδυναμία (;) άσκησης αυτοκριτικής σε πράξεις και ιδέες που οδήγησαν στο ζοφερό παρόν. Η συζήτηση που περιστρέφεται στο ποιος και τι είναι Αριστερό(ς), με εξανιστάμενους μεγαλοδημοσιογράφους, γιους διπλοπρακτόρων κ.λπ., παραπέμπει στον Ντοστογιέφσκι, που πίστευε πως η ιδέα είναι πάντοτε ο άνθρωπος που τη ζη, έχει δική της ζωή και συμπεριφορά. Γι’ αυτό έκρινε τις ιδέες απ’ τους ανθρώπους κι όχι τους ανθρώπους απ’ τις ιδέες που υποστηρίζουν. Οι ηθικές και οι πολιτικές ιδέες δεν είναι αυταξίες, ισχύουν στο βαθμό που αποτολμούν την επαφή με την πραγματικότητα. Τολμώντας το, μπορεί ο καθένας να λάβει τις πιο ικανοποιητικές απαντήσεις.
Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι η στάση – συμπεριφορά έναντι των δυσφορούντων, αποχωρησάντων κ.λπ. στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Δε χωρεί αμφισβήτηση ότι τα αποδεσμευθέντα στελέχη και δυνάμεις, του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ψηφίσει ή εφαρμόσει μνημόνια και παραμένουν απολογητές της πολιτικής που πέραν των άλλων, καταβαράθρωσε εκλογικά το κόμμα. Όμως ο έλεγχος και οι αυστηρές εγκλήσεις, παρατείνουν το διχαστικό κλίμα ασυνεννοησίας και καχυποψίας στο χώρο, αφήνοντας ανενόχλητους τους εφαρμοστές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Όσο αναγκαία είναι η αυτοκριτική για τα πεπραγμένα και τη φθίνουσα πορεία, με παραδοχή κι ανάληψη των δικών του έκαστος πολιτικών ευθυνών, άλλο τόσον αχρείαστη κι ανεδαφική είναι η εμμονή στην αντίληψη που θυμίζει δίωξη αιρετικών αμετανοήτων, ενώ η ακρίβεια, η εξαθλίωση όχι μόνο των ασθενέστερων εισοδηματικά τάξεων, η λεηλασία του εθνικού πλούτου (μη ξεχνάμε τραγωδίες Τεμπών) επιβάλλουν χθες συνεννόηση, σύγκλιση δυνάμεων κι άμεση ανάληψη αντιστασιακής δράσης. Πρώτα υπήρξε Συνασπισμός, συνεννόηση δυνάμεων – συνιστωσών κι ύστερα δημιουργήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Υπήρξαν και στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση οι πρωτοβουλίες για συνεργασία στις πρόσφατες βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές. Πόσο πιο προωθημένες θα ήταν οι προοδευτικές θέσεις στην Περιφέρεια Αττικής, αν τελικά δεν επιλεγόταν η αυτόνομη κάθοδος κι ενισχυόταν ο συνδυασμός Γ. Ιωακειμίδη; Με τα διδάγματα, αρνητικά και θετικά και τις εμπειρίες αυτές, ερχόμαστε σήμερα που ο αγώνας απαιτεί συνεννόηση και συσπειρώσεις. Χρειάζεται ετοιμότητα και παρακολούθηση των εξελίξεων, ακόμη και μέσα στο ΠΑΣΟΚ, σε όλο το εύρος της Αριστεράς, προθυμία διεξαγωγής καλόπιστου κι εποικοδομητικού διαλόγου με άτομα, ρεύματα, τάσεις, χωρίς προαπαιτούμενο δηλώσεων μετανοίας. Με τις τωρινά διαμορφωμένες συνθήκες, είναι αναγκαίος ο καθορισμός στόχων κι επιλογή μεθόδων αντίστασης, περιφρούρησης κι αντεπίθεσης που δεν εξυπηρετούνται με απομονωτισμό, πρόσκαιρες κι ευκαιριακές συγκολλήσεις.
Αυτοί, κάποιοι προφανώς που θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχουν μετατοπιστεί σε πιο συντηρητικές θέσεις αυτών που γνωρίζαμε το 2012. Όταν απαλλάχτηκε απ’ τους Τριάκοντα τυράννους η Αθήνα, που ‘‘έκαναν ό,τι ήθελαν και σκότωσαν πολύ κόσμο — άλλους από προσωπικό μίσος κι άλλους για τις περιουσίες τους’’, ο Θρασύβουλος (γράφει στα Ελληνικά ο Ξενοφώντας) που είχε πρωτοστατήσει στον αγώνα των πολιτών, να πάρουν ‘‘πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά —σ᾽ όσους έχουν— και γυναίκες’’ στη Συνέλευση, αντί επινίκων ζήτησε- συμβούλευσε ‘‘γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς’’, δηλ. ‘‘να καταλάβετε ποιοί είστε, να κάμετε την αυτοκριτική σας’’. Τους ζήτησε δε εν τέλει έχοντάς τους προσφωνήσει ‘‘φίλους’’, όχι την αναγνώριση γι’ αυτόν και το δήμο, της σωστής πλευράς της ιστορίας, αλλά την τήρηση των συμφωνηθέντων, ανοικοδόμησης της πολιτείας με ομόνοια κι ενότητα.
Για την ώρα, ας συμβαίνουν πολυδιάσπαση και πολυκερματισμός των προοδευτικών δυνάμεων. Αντί να φοβούμαστε ότι ανοίγουν το δρόμο για την εδραίωση των συντηρητικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση, και της ηγεμονίας καταδικασμένων ιδεών στην κοινωνία, ας το ιδούμε ως αιτία ανοίγματος γόνιμου διαλόγου, που θα φέρει καινούργιες συνασπίσεις για την αναγκαία άμυνα στην επέλαση της λαίλαπας του νεοφιλελευθερισμού. Στη σκοτεινιά των καιρών, πολύ επίκαιρος παραμένει ο λόγος του Α. Γκράμσι κι η επιμονή του στην αντίληψη του κόμματος ως ενός εργαστηρίου μαζικής διανοητικότητας: «τα κόμματα είναι οι επεξεργαστές των νέων ολοκληρωμένων και καθολικών διανοητικοτήτων και τα χωνευτήρια για την ενοποίηση της θεωρίας και της πράξης» ( Τετρ. 11, παρ. 12). Για τη μαζική διανοητική επανάσταση που οραματίζεται, ο σημαντικός Ιταλός μαρξιστής φιλόσοφος και πολιτικός επιστήμονας, ως αναγκαία προϋπόθεση οποιουδήποτε κοινωνικού μετασχηματισμού, το δεύτερο βήμα που δεν πρέπει να καθυστερήσει, θα επανέλθομε σε επόμενο σημείωμα.