- Η τιμή που μου έκανε ο Δημήτρης Στρατούλης προτείνοντάς μου να συμμετέχω στο πάνελ της σημερινής παρουσίασης του βιβλίου του με γέμισε μεγάλη χαρά, κυρίως λόγω της εκτίμησης που είχα πάντα γι’ αυτόν από τότε που τον γνώρισα όταν το 1996, αποχωρώντας από την ΑΚΟΑ, προσχώρησα στον Συνασπισμό (που δεν ήταν η μεγάλη συμπάθειά μου), και για όσο διάστημα συμπορευτήκαμε μαζί στο Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ, στις κομματικές διαδικασίες, στο Ελληνικό και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, και στις διάφορες κινητοποιήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
- Ο Στρατούλης είναι ένας αγωνιστής της Αριστεράς με ξεκάθαρες και σταθερές απόψεις και μεγάλες ικανότητες σε διάφορα επίπεδα, ένας νομικός και πολιτικός επιστήμονας με διδακτορικό στον κοινωνικά χρήσιμο τομέα των εργασιακών σχέσεων, ένας καλλιεργημένος και ταυτόχρονα λαϊκός άνθρωπος, ευαίσθητος, συντροφικός και ανοιχτός στον διάλογο, ακόμα και με αριστερούς ανθρώπους, που όχι μόνο δεν ανήκουν στη δική του ιδεολογική και πολιτική παράδοση, αλλά ακόμα και διαφωνούν μαζί του σε θέματα στρατηγικής και τακτικής.
- Όμως, εκτός από την χαρά που μου προκάλεσε αυτή η πρόσκληση, ομολογώ ότι ένοιωσα και κάποια αμηχανία, την οποία εξομολογήθηκα στον Δημήτρη, με ένα sms που του έστειλα μόλις πήρα στα χέρια μου το βιβλίο. Ο λόγος ήταν ότι στην κομβική στιγμή της υπογραφής του τρίτου μνημονίου, το οποίο αποτελεί την κορύφωση των γεγονότων των οκτώ μηνών «που συντάραξαν την Ελλάδα» (και όχι μόνο την Ελλάδα, θα πρόσθετα), η δική μου στάση- με βάση ένα συγκεκριμένο σκεπτικό-ήταν διαφορετική από τη δική του, καθώς και από εκείνη των συντρόφων και της συντρόφισσας που βρίσκονται σ’ αυτό το τραπέζι, τριών αριστερών ανθρώπων τους οποίους επίσης εκτιμώ απεριόριστα για την αγωνιστική δράση τους και τη στάση ζωής τους.
- Ο δισταγμός μου υποχώρησε μετά την καθησυχαστική, κολακευτική για μένα, και ενδεικτική της ευγένειας που τον διακρίνει, απάντηση του Δημήτρη στο προαναφερθέν μήνυμα. Άλλωστε, σκέφτηκα ότι η παρουσία μου θα ήταν συνεπής με την άποψη που έχω ότι οι διαφορετικές στάσεις απέναντι στο συμβάν του καλοκαιριού του 2015 δεν πρέπει να εμποδίζει τους αριστερούς ανθρώπους να συζητούν μεταξύ τους σήμερα για τις γενικότερες προοπτικές της Αριστεράς του κοινωνικού μετασχηματισμού στην παρούσα ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία, που είναι πολύ διαφορετική από εκείνην που υπήρχε πριν από οκτώ χρόνια. Προφανώς, η συζήτηση αυτή θα βασίζεται και στην εμπειρία όλων μας από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από αυτήν.
——————————————————————————————
- Θα αρχίσω την παρουσίαση με μια συνοπτική γενική αναφορά στις αρετές του βιβλίου, το οποίο δικαιωματικά κατέχει σημαντική θέση στην εκτεταμένη κυρίως ελληνική αλλά και ξένη βιβλιογραφία για τα γεγονότα της συγκεκριμένης κρίσιμης φάσης της ελληνικής ιστορίας.
- Το πόνημα του Στρατούλη είναι μια ακριβής, συναισθηματικά φορτισμένη αλλά χωρίς την χρήση ακραίων χαρακτηρισμών και προσβολών, προσωπική μαρτυρία, ένα τεκμηριωμένο στη βάση και επίσημων εγγράφων λεπτομερές χρονικό όσων συνέβησαν την περίοδο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν αυτή διαπραγματευόταν με την Τρόικα. Πρόκειται για την αφήγηση ενός ανθρώπου που έζησε στην καρδιά των πολιτικών γεγονότων του κρίσιμου οκταμήνου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2015, ως μέλος της κυβέρνησης αλλά και ως ανώτατο κομματικό στέλεχος ενταγμένο στην τάση του Αριστερού Ρεύματος και στο συμμαχικό σχήμα της Αριστερής Πλατφόρμας.
- Ο συγγραφέας συνοδεύει την παράθεση των γεγονότων με την αναφορά στην στρατηγική των δύο παραπάνω συλλογικοτήτων και των εκπροσώπων τους στο κόμμα και την κυβέρνηση, η οποία βασιζόταν στη ρήξη με τους δανειστές και την έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, ήταν δηλαδή διαφορετική από εκείνην της υπό τον Αλέξη Τσίπρα στενής ηγετικής ομάδας, αλλά και άλλων τάσεων ή στελεχών του κόμματος και της κυβέρνησης, που απέκλειαν την έξοδο από την ΟΝΕ. Η συγκεκριμένη διαφορά στρατηγικής, γράφει ο Στρατούλης, προϋπήρχε στο κόμμα ήδη από το 2012, αν και σχετικώς υποβαθμισμένη στην προς τα έξω παρουσίασή της στο όνομα της διατήρησης της ενότητας του κόμματος που είχε αρχίσει να διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, την οποία εν τέλει κατέκτησε.
- Στο βιβλίο του, ο Στρατούλης παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία για το πράγματι πολύ σημαντικό έργο που επιτέλεσε ως αναπληρωτής υπουργός κοινωνικής ασφάλισης, όπως και για εκείνο άλλων υπουργών, βουλευτών και κομματικών στελεχών του Αριστερού Ρεύματος και της Αριστερής Πλατφόρμας, κατά την σύντομη περίοδο της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα. Ευλόγως υπερασπίζεται με ένα δικαιολογημένο αίσθημα υπερηφάνειας την έντιμη, θαρραλέα και ανιδιοτελή στάση του ίδιου και των συντρόφων του να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, τα κομματικά όργανα και αργότερα και από το ίδιο το κόμμα, διαφωνώντας με την επιλογή υπογραφής του τρίτου μνημονίου. Εξ ου και η αφιέρωση του βιβλίου του «σε όσους και όσες το καλοκαίρι του 2015 είπαν το μεγάλο Όχι’ στα μνημόνια της λιτότητας και της επιτροπείας».
Έχοντας προσκληθεί να μιλήσω για ένα βιβλίο που παραθέτει και σχολιάζει τα γεγονότα μιας περιόδου η οποία σφράγισε τις εξελίξεις στην ελληνική και, σε μεγάλο βαθμό, έστω εμμέσως, και στην ευρωπαϊκή Αριστερά, δεν μπορώ να αποφύγω την απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: «Ήταν ‘σωστή’ η συνεπής στις απόψεις τους και διαχρονική θέση του Στρατούλη, της Αριστερής Πλατφόρμας και άλλων συντρόφων και συντροφισσών του τότε ΣΥΡΙΖΑ ότι, μπροστά στον εκβιασμό των δανειστών που μάλιστα κορυφώθηκε μετά το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, η μόνη λύση ήταν η άρνηση συμμόρφωσης στις επιταγές τους και η έξοδος από το ευρώ;». Το ερώτημα δεν ενέχει μόνο μια ηθική διάσταση, αν και αυτή έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απόφαση πολλών ανθρώπων να αποχωρήσουν συντεταγμένα ή κατά μόνας από τον ΣΥΡΙΖΑ και να ακολουθήσουν άλλες πορείες ή, πολλοί και πολλές, «να πάνε στο σπίτι τους».
- Ανέφερα προηγουμένως ότι η απόφαση παραμονής μου στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του μνημονίου βασιζόταν σε ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, στο οποίο θα αναφερθώ τώρα πολύ συνοπτικά, όχι βέβαια απολογούμενος για κάποιο αμάρτημά μου και ζητώντας συγχωροχάρτι, αλλά για να εξηγήσω την στάση μου που ήταν παρόμοια με εκείνην αρκετών συντρόφων και συντροφισσών, εξ ίσου έντιμων και ανιδιοτελών με τον Δημήτρη, τη Νάντια, το Νίκο, τον Στάθη και όλων όσων βρίσκονται σ’ αυτήν την αίθουσα που επέλεξαν να αποχωρήσουν από το κόμμα.
- Αναγκαστικά, η παρουσίαση αυτού του σκεπτικού θα έχει έναν προσωπικό χαρακτήρα, κάτι που δεν συνηθίζω και δεν με ευχαριστεί (αν και μεγαλώνοντας οι άνθρωποι θέλουν να δικαιώσουν την προηγούμενη ζωή τους, για να μην σκεφτούν ότι πήγε στράφι), αλλά που θεωρώ ότι μπορεί να συμβάλλει στην αλληλοκατανόησή μας, με την αποφυγή κάποιων εκατέρωθεν εκτοξευόμενων κατηγοριών περί «προδοσίας» ή «τυχοδιωτισμού».
- Τον Ιούνιο 2013, λοιπόν, μετά από μια μεγάλη εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς στο Βελλίδειο της Θεσσαλονίκη με θέμα την χρηματοπιστωτική κρίση, είχα εκφράσει σε δύο πρόσωπα που μετείχαν σ’ αυτήν, τα οποία στη συνέχεια ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της διακυβέρνησής μας και οι υπεύθυνοι της διαπραγματευτικής διαδικασίας, την άποψη ότι στις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνονταν, ο ΣΥΡΙΖΑ, από την στιγμή που είχε αποφασίσει να συγκρουστεί με τους δανειστές, θα έπρεπε να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό με τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Τσώρτσιλ στο διάγγελμά του στους Βρετανούς όταν η χώρα τους έμπαινε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο «Σας υπόσχομαι αίμα, ιδρώτα, και δάκρυα».
- Οι συνομιλητές μου δεν φάνηκαν να παίρνουν στα σοβαρά την «μελοδραματική» προτροπή μου, επειδή αφ’ ενός οι εκλογές κερδίζονται μόνο με υποσχέσεις για «καλύτερες μέρες», και αφ’ ετέρου επειδή ήταν βέβαιοι ότι οι εταίροι μας και η Τρόικα θα πείθονταν από το τεκμηριωμένο επιχείρημα της κυβέρνησής μας πως υπήρχε μια win-win λύση, ή ότι ακόμα και αν αυτό δεν συνέβαινε θα υποχωρούσαν για να μην διαλυθεί η ευρωζώνη.
- Ομολογώ ότι, στη συνέχεια, παρά τις αμφιβολίες μου για την σκοπιμότητα πρόκλησης πρόωρων εκλογών με την καταψήφιση της υποψηφιότητας για την προεδρία της Δημοκρατίας του Σταύρου Δήμα, τον Δεκέμβριο του 2014, και έχοντας καταπιεί μετά τη νίκη μας την απαράδεκτη κυβερνητική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ (όπως κατάπια αργότερα και πολλές άλλες αυθαίρετες επιλογές της ηγεσίας, στις οποίες αναφέρεται ο Δημήτρης στο βιβλίο του, προκειμένου να μην πληγεί η «πρώτη φορά Αριστερά»), στήριξα τους χειρισμούς της διαπραγματευτικής ομάδας για τους οποίους είχα ελάχιστη ενημέρωση, υποστηρίζοντας μάλιστα στην ΚΕ και την
«δημιουργική ασάφεια» της συμφωνίας του Φεβρουαρίου 2015.
- Πίστευα δηλαδή και εγώ, (ή μήπως έβαζα το κεφάλι μου στην άμμο;), ότι μπορούσε να συμβεί το ανέφικτο: να επιτευχθεί μια συμφωνία, αντίθετη στη θέληση των δανειστών, που θα αμφισβητούσε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, με την ταυτόχρονη παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, μια ανεύθυνη υπόσχεση που είχε δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σώμα προκειμένου να κερδίσει την ψήφο του, συγκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις εσωτερικές του αντιθέσεις.
- Γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά και εξ αιτίας του διεθνιστικού «αριστερού φιλοευρωπαϊσμού» του ιστορικού ρεύματος από το οποίο προέρχομαι, δεν στήριξα-μαζί με πολλούς άλλους και άλλες-την προετοιμασία ενός Σχεδίου Β, που θεωρούσα ότι θα οδηγούσε στην έξοδο της χώρας από την ΟΝΕ και ενδεχομένως και από την ΕΕ, με την οποία δεν ήμουν σύμφωνος.
- Η έλλειψη, λοιπόν, οιασδήποτε προετοιμασίας για το ενδεχόμενο σύγκρουσης (δεν είχα τότε ιδέα για το Σχέδιο Χ του Γιάνη Βαρουφάκη, αν και ακόμα και σήμερα δεν έχω πειστεί για το κατά πόσο θα ήταν αποτελεσματικό), καθώς και η αφελής ελπίδα ότι θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον μια απεμπλοκή από το τρίτο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα προσαρμογής ήταν η αιτία της παραμονής μου στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Ήμουν, μάλιστα, ένα από τα 13 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που, τον Απρίλιο του 2016, είχαν καταθέσει σ’ αυτήν κείμενο το οποίο περιείχε το σύνθημα «όχι πάση θυσία κυβέρνηση», στο οποίο υπήρχε η φράση: «αν συνεχιστούν οι εκβιασμοί και τα πραξικοπήματα από τους ‘δανειστές’, προτιμάμε να πέσουμε αντιστεκόμενοι ηρωικά από εσωτερική ή εξωτερική τρόικα και όχι ταπεινωτικά από την ίδια την κοινωνία».
- Αυτή η στάση δυστυχώς δεν τηρήθηκε, με αποτέλεσμα- μετά τις υποχωρήσεις κατά την διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και του αδιαφανούς τρόπου λειτουργίας της διαπραγματευτικής ομάδας και γενικότερα του κόμματος- να παραιτηθώ από τις προαναφερθείσες θέσεις και ουσιαστικά να αποχωρήσω από το κόμμα.
- Συνοψίζοντας, αυτό που προσπαθούσε να κάνει η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ανήκα, ήταν να κρατήσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, κάτι που είναι γνωστό πως δεν γίνεται. Γι’ αυτό, και παρά το γεγονός ότι στήριξα με φανατισμό το δημοψήφισμα και πανηγύρισα για το αποτέλεσμά του, έχω καταλήξει εκ των υστέρων στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια α-νόητη, δηλαδή χωρίς νόημα, ηγετική πρωτοβουλία.
- Ο λόγος αυτού του ισχυρισμού μου είναι ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων και η ταπεινωτική ήττα ήταν προδιαγεγραμμένες, εξ αιτίας της αρχικής υιοθέτησης της ανέφικτης θέσης «των δύο καρπουζιών». Σημειωτέον ότι, λόγω των συνεχών υποχωρήσεων κατά την διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας-τις οποίες αναφέρει λεπτομερώς ο Δημήτρης-αυτή η αβάσιμη θέση είχε σταδιακά μεταλλαχθεί στη μειωμένη προσδοκία επίτευξης ενός δήθεν «έντιμου συμβιβασμού», δηλαδή μείωσης της έκτασης της αναπόφευκτης ήττας. Η κατάληξη της συγκεκριμένης αδιέξοδης στρατηγικής είναι γνωστή.
- Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι η λογικά συνεκτική θέση της Αριστερής Πλατφόρμας περί της ασυμβατότητας της σύγκρουσης με τους δανειστές και της παραμονής στο ευρώ, θα έπρεπε τότε να μας οδηγήσει στην έξοδο από την ευρωζώνη; Πολύ αμφιβάλλω (προσοχή, δεν λέω πια ότι είμαι σίγουρος) για τους εξής λόγους:
- Πρώτον, γιατί αυτό δεν αντιστοιχούσε στις προεκλογικές μας υποσχέσεις (οι ψηφοφόροι μας αγνοούσαν την φράση «καμιά θυσία για το ευρώ» των κομματικών μας κειμένων, που άλλωστε είναι αλήθεια ότι συνοδευόταν με το «και καμιά αυταπάτη για την δραχμή»).
- Δεύτερον, λόγω της έλλειψης ενός σχεδίου Β και της κατάλληλης προετοιμασίας για το παράτολμο άλμα της εξόδου από την ευρωζώνη, για την οποία θα έπρεπε να είναι έτοιμος ο λαός. Θα εντεινόταν σε ακραίο βαθμό ο πόλεμος που μας είχαν ήδη κηρύξει οι «εταίροι» μας και οι «αγορές», ανέτοιμοι για πολεμικές επιχειρήσει κανένα όπλο, και με δεδομένη την ανυπαρξία ενός εσωτερικού μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα στήριζε την πορεία της χώρας εκτός ΟΝΕ και, ενδεχομένως, εκτός ΕΕ.
- Φοβάμαι ότι μια τέτοια απόφαση, λόγω των βασίμως αναμενόμενων τρομερών δυσκολιών που θα αντιμετωπίζαμε τουλάχιστον την πρώτη περίοδο μετά την έξοδο της χώρας από το ευρώ, θα μας έβαζε σε μεγάλες περιπέτειες, και ίσως οδηγούσε την Αριστερά σε χειρότερη απαξίωση από αυτήν που εν τέλει υπέστη με την υπογραφή του μνημονίου. Η έλλειψη λαϊκών αντιδράσεων μετά την υποταγή στους δανειστές, καθώς και αδυναμία της ΛΑΕ να μπει στη Βουλή συνηγορούν υπέρ αυτού του ενδεχομένου.
- Μια προσωπική εξομολόγηση: Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον λεγόμενο αριστερό ευρωκομμουνισμό του Νίκου Πουλαντζά, ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν περιλαμβάνει μόνο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις-δηλαδή φιλολαϊκές «μόνιμες» αλλαγές που δεν μπορούν εύκολα να ανακληθούν-αλλά και ρήξεις με το σύστημα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πρέπει να παραδεχθώ ότι ίσως εκείνη την κρίσιμη στιγμή του Ιουλίου 2015 χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία ρήξης, από αυτές που δεν εμφανίζονται συχνά στην ιστορία. Ουδείς, βέβαια, γνωρίζει αν αυτή η ρήξη θα είχε ως αποτέλεσμα την έφοδο στον ουρανό ή την κατακρήμνιση στα τάρταρα. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
- Φτάνοντας στο τέλος της εισήγησής μου, θέλω να κάνω ειδική αναφορά στο τελικό κεφάλαιο 5 του βιβλίου με τίτλο «Συμπεράσματα μέσα από 45+3 ερωτήσεις-απαντήσεις». Τα θέματα που θίγει εκεί ο Στρατούλης, με αυτόν τον ευφυή και εύληπτο τρόπο, ξεπερνούν τα συμβάντα της υπόψη περιόδου και μπορούν να βοηθήσουν τον κόσμο της μετασχηματιστικής ή επαναστατικής-αλλά πάντως αντικαπιταλιστικής- Αριστεράς να προβληματιστεί για μια σειρά κρίσιμων θεμάτων που αφορούν τη σημερινή και τη μελλοντική πορεία της. Ενδεικτικά αναφέρω τη δυνατότητα ή μη της συνύπαρξης εντός ενός ενιαίου κόμματος τάσεων και ρευμάτων με εντελώς αντίθετους ιδεολογικούς και κυρίως στρατηγικούς προσανατολισμούς, τη σημασία της εσωτερικής δημοκρατικής κομματικής λειτουργίας με στόχο την αποφυγή προσωποκεντρικών πολιτικών οργανισμών, την ανάγκη ή μη σύναψης συμμαχιών μεταξύ διαφορετικών αριστερών πολιτικών δυνάμεων, την σχέση κόμματος-κινημάτων, αλλά και κόμματος-κυβέρνησης, και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων και το κρίσιμο ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ και στην ΕΕ.»
————————————————————————————
- Για να τιμήσω τον Δημήτρη, αποφάσισα να ασχοληθώ στην εισήγησή μου με το βιβλίο του και τα γεγονότα που αυτό καλύπτει. Δεν θέλησα, δηλαδή, να αναφερθώ στη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και διεθνώς που, ενώ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το παρελθόν, παρουσιάζει πολλά νέα στοιχεία που ως ριζοσπάστες αριστεροί άνθρωποι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη και να τοποθετηθούμε απέναντί τους.
- Είμαι, πάντως, διατεθειμένος να πάρω μέρος, στο μέλλον σε μια συζήτηση για τα τρέχοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αριστερά, όπως αναφέρει και το ίσως γνωστό σε κάποιους/ες κείμενο που γράψαμε ο Τάσος Κορωνάκης, ο Βασίλης Παπαστεργίου και εγώ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Να ξαναπιάσουμε το νήμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς». Πρόκειται για μια δήλωση που αρχικά υπέγραψαν 51 ανένταχτοι αριστεροί άνθρωποι (σήμερα έχουν γίνει 80), προερχόμενοι κατά πλειοψηφία-αλλά όχι αποκλειστικά-από μια συγκεκριμένη ιστορική αριστερή παράδοση, οι οποίοι έχουν όμως μια ειλικρινή διάθεση ανταλλαγής απόψεων και με άλλες συλλογικότητες διαφορετικών παραδόσεων.
- Πρόκειται για μια συζήτηση που θεωρούμε αναγκαία, δεδομένης της σημερινής πολιτικής κινητικότητας η οποία στο εσωτερικό μέτωπο, είτε μας αρέσει είτε όχι, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Για να μην υπάρχουν όμως παρεξηγήσεις, και επειδή η ομάδα μας δεν έχει ιεραρχική δομή, όσα ανέφερα εγώ σήμερα εδώ, ή ενδεχομένως θα πω σε μια ενδεχόμενη συζήτηση που θα ακολουθήσει, είναι απολύτως προσωπικές μου απόψεις.