Δε θυμόμουνα ότι είχα πρωτομιλήσει τόσο νωρίς για το Πολυτεχνείο. Μου το θύμισε η φωτοτυπία ενός δημοσιεύματος του «Ριζοσπάστη» στη δεύτερη επέτειο του, κάτι σαν παράλληλες αλλά κοινές δηλώσεις για την ταυτότητα και τη σημασία του από την Ιωάννα Καρυστιάνη κι εμένα, που βρήκα καταχωρημένη με επιμέλεια από τη Γενική Ασφάλεια Αθηνών στο «φάκελο» μου, όταν το 2017 μου παρέδωσαν ένα αντίγραφο μιας σχετικά ανώδυνης εκδοχής, προφανώς αφού είχε τηρηθεί η διαδικασία πριν τη δημοσιοποίηση ενός φακέλου που οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν «weeding» (ξεχορτάριασμα). Στη, θαμπά φωτοτυπημένη, φωτογραφία του δημοσιεύματος η Ιωάννα κι εγώ κοιτάμε τον φακό σπαρακτικά νέες.
Επί χρόνια οι αναφορές μου στο Πολυτεχνείο ήταν αμιγώς πολιτικές. Η πρώτη αναφορά με βιωματική «ατμόσφαιρα» είναι το σύντομο και μάλλον πικρό κείμενο με τίτλο «Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια» στη συλλογική έκδοση, επιμέλειας Δημήτρη Παπαχρίστου, «19+1» που κυκλοφόρησε το 1993 στην 20η του επέτειο. Ωστόσο κι αυτό το κείμενο ήταν κατά βάση κείμενο εκτιμήσεων. Νομίζω ότι χρειάστηκε να περάσει ακόμα μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, για ν’ αρχίσω να συμμετέχω σε σχετικά αφιερώματα με κείμενα πάντα πολιτικά, αλλά κατά βάση βιωματικά, αυτά που στην προφορική ιστορία ονομάζουμε «προσωπικές μαρτυρίες». Την τελευταία 20ετία ταιριάζει πλέον περισσότερο αυτός ο χαρακτηρισμός σε κείμενα, συνεντεύξεις, συμμετοχές σε ντοκιμαντέρ ή στην απόπειρα μου για μια «συνολική» εικόνα-αποτίμηση για το Πολυτεχνείο στη συλλογική έκδοση, επιμέλειας Ιάσονα Χανδρινού, «Όλη νύχτα εδώ».
Ωστόσο στο επίκεντρο κάθε δικής μου «κατάθεσης» βρίσκεται πλέον εγκαταστημένη η ίδια ιδέα-άποψη: Η συνειδητοποίηση ότι περνώντας τα χρόνια το Πολυτεχνείο για μένα πρωταρχικά ως εικόνα δεν είναι οι φοιτητές, που το έστησαν μέσα από τέτοιας έκτασης πρωτόγνωρες, ταυτόχρονα συγκρουσιακές και ενωτικές, αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Ούτε ο λαός, που το πολιόρκησε και το στήριξε περνώντας μέσα απ’ τα κάγκελα τρόφιμα, τσιγάρα και λεφτά σε άγνωστα χέρια με την ακλόνητη πεποίθηση ότι θα καταλήξουν στη Συντονιστική Επιτροπή και στην κουζίνα. Ούτε οι νεαροί εργάτες κι εργαζόμενοι, αγόρια και κορίτσια, που το απόγευμα της Παρασκευής άρχισαν να κατεβαίνουν στο κέντρο απ’ τις εργατογειτονιές της Αθήνας και βρέθηκαν να συγκρούονται με φρουρές υπουργείων αγνοώντας τις σφαίρες των ελεύθερων σκοπευτών, προσδίδοντας του χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης.
Αυτό που όχι τυχαία επαναλαμβάνεται είναι η «αλυσσίδα» των μικρών μαθητών, μ’ έλάχιστους φοιτητές κοντά στην κεντρική πύλη, ανάμεσα τους κι εγώ, που σχηματίστηκε αυθόρμητα μέσα στο όργιο από δακρυγόνα και φωτιές το απόγευμα της Παρασκευής στο προαύλειο ενός Πολυτεχνείου περιβαλλόμενου από ζώνη «υγειονομικού αποκλεισμού», που σπάνια επιχειρούσε πλέον κάποιος να παραβιάσει – χάρη στους ελεύθερους σκοπευτές στις γύρω ταράτσες. Η διπλή αλυσσίδα σχηματίστηκε για έναν και μόνο λόγο: Για να επιταχύνει χρονικά τη διέλευση από την κεντρική πύλη μέχρι την είσοδο του γιατρείου των τραυματιών που κουβαλούσε η περιφρούρηση στα χέρια – κρατώντας ανοιχτό ένα διάδρομο σ΄έναν χώρο περίκλειστο, όπου στροβιλλίζονταν τουλάχιστον 4.000 άνθρωποι. ‘Ολα με την ίδια πάντα διαδικασία: Κατά αραιά διαστήματα ακουγόταν ένας πυροβολισμός – ποτέ ριπή, γιατί ήταν πάντα ευθύβολος. Εμφανιζόταν τότε μια ομάδα της περιφρούρησης με επικεφαλής τον Φιλιππάκη, που είχε την ευθύνη από τη Συντονιστική Επιτροπή, ξεκλείδωναν την κεντρική πόρτα κι έβγαιναν τρέχοντας στους γύρω δρόμους. Αυτούς δεν τους χτυπούσαν και γύριζαν κουβαλώντας στα χέρια κάποιον χτυπημένο. Όπως τον περνούσαν από το διάδρομο που κρατούσε ανοιχτό η διπλή αλυσσίδα των μικρών μαθητών, το αίμα του έσταζε στο δάπεδο. Για όλο όσο έμεινε να κρατιέται μπράτσο με μπράτσο αυτή η αλυσσίδα των μικρών παιδιών, που μέχρι πριν λίγες ώρες έπαιζαν στο προαύλειο του Πολυτεχνείου συνεχίζοντας ότι έκαναν στην αυλή του σχολειού τους, αγκαλιασμένα μεταξύ τους: ασταμάτητα ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ.
Ωστόσο αυτή, η πιο συγκλονιστική για μένα εικόνα, δεν εμφανιζόταν σε άλλες προφορικές μαρτυρίες. Μέχρι που κάποια στιγμή, παρόλο που ακόμα τώρα τη βλέπω όταν κλείνω τα μάτια ολοκάθαρη και ολοζώντανη, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι σοβαρά… μέχρι το 2019, οπότε εμφανίστηκε κάποιος άγνωστος μου, τότε μαθητής, να την περιγράφει σ΄ ένα δημοσίευμα – κι ανάπνευσα.
Μέχρι το Νοέμβρη του 2021, που γνωστός δημοσιογράφος από το Ηράκλειο σε ζωντανή ραδιοφωνική συνέντευξη μ’ ενημέρωσε ότι η φαρμακοποιός Χαρά Τρουλλινού μίλησε για πρώτη φορά δημόσια στη 48η επέτειο του για το «δικό της Πολυτεχνείο» και μεταξύ πολλών άλλων αναφέρθηκε στην «αλυσσίδα των Κρητών φοιτητών» που είχαμε σχηματίσει, μια αλυσσίδα που τραγουδούσε. Η Χαρούλα: παλιά φίλη και συντρόφισσα που είχαμε αρκετά χρόνια να ειδωθούμε, τότε φοιτήτρια της Φαρμακευτικής και μέλος ενός 20μελούς κλιμάκιου της Αντι-ΕΦΕΕ, κυρίως Κρητών φοιτητών, που «κρατούσε» μια τριμελής οργάνωση της ΚΝΕ, που ήμουν Γραμματέας της. Όλη η παρέμβαση της Χαρούλας είναι συγκλονιστική, ωστόσο εγώ καρφώθηκα στην περιγραφή της για την αλυσσίδα:
«…Τα δακρυγόνα έπεφταν από νωρίς. Ανάβαμε φωτιές και χύναμε νερά. Μια λασπουρια όλα. Ο Λαλιώτης έκανε διαπραγματεύσεις στην κεντρική πύλη. Τότε ήρθε η Νάντια (Βαλαβάνη) και μου είπε:
“Θα πιάσετε μπράτσο με μπράτσο τα Κρητικάκια μπροστά στη μικρή πόρτα, που θ’ ανοίξει σε λίγο, αυτή που είναι δίπλα στη μεγάλη πύλη. Θα κάνετε διάδρομο, περιφρουρημένο, και θα περάσουν λίγα φορεία με τραυματίες που έχουμε. Εσείς ότι και να γίνει, ότι και να δείτε, θα τραγουδάτε “Το γελαστό παιδί””.
Θυμάμαι πιαστήκαμε με τον Θεόφιλο (Τρουλλινό) και τη Φώφη την Ταμιωλάκη, και αρχίσαμε να τραγουδάμε. Πόσο θα ‘θελα να υπήρχε κάπου ένα μαγνητόφωνο, και να το ‘ χε γράψει. Να ακούσετε πως τραγουδούσαν κάποια εικοσάχρονα, με μια φωνή που δε βγαίνει, γιατί είχε κλείσει πια τρεις μέρες από τα συνθήματα και τα τραγούδια, για τα γελαστά παιδιά που είχε παγώσει πια το χαμόγελο στο πρόσωπο τους. Πώς τραγουδάει κάποιος χωρίς φωνή!!! Ψωμί Παιδεία Ελευθερία! Πότε θα κάνει ξαστεριά!!! Μπροστά μας πέρασαν τα φορεία. Τα φέρετρα, θα ‘πρεπε να πω καλύτερα. Γιατί είναι σκεπασμένα τα πρόσωπα με σεντόνια; γύρισα και ρώτησα τον Θεόφιλο. Κοιταχτήκαμε. Δε μιλήσαμε. Παγώσαμε προς στιγμήν. Πεισμώσαμε. Και συνεχίσαμε να τραγουδάμε πιο δυνατά. Πολύ αργότερα το τανκ άναψε τα φώτα του, και καταλάβαμε ότι θα έμπαινε μέσα. Τραβηχτήκαμε βίαια πίσω. Εκεί λύθηκαν τα χέρια μας με τον Θεόφιλο. Δεν τον ξαναείδα. Χαθήκαμε…»
Δυο χρόνια τώρα κλωθογυρίζω στο μυαλό μου τα λόγια της Χαρούλας και δεν πάω να τη βρω να μιλήσουμε. Είμαι σχεδόν σίγουρη πια για το τι πρέπει να είχε γίνει. Τελικά θα πρέπει να ήταν δυο οι αλυσσίδες που τραγουδούσαν. Εγώ βρέθηκα να κρατώ στην αλυσσίδα των μικρών μαθητών, μια αλυσσίδα που φτιάχτηκε χωρίς καθοδήγηση, αυθόρμητα, απ’ τους ίδιους – για να διευκολύνει τη μεταφορά των χτυπημένων από την κεντρική πύλη στο γιατρείο το απόγευμα της Παρασκευής. Η Χαρούλα, όπως και χιλιάδες άλλοι, δεν είδε ή δε θυμάται αυτή την αλυσσίδα σ’ ένα προαύλειο πνιγμένο στα δακρυγόνα και στους καπνούς απ’ τις φωτιές που ανάβαμε. Χάρη στην εμπειρία της αλυσσίδας των μικρών μαθητών αργότερα την ίδια νύχτα, όταν χρειάστηκε να βγούν έξω πρόχειρα φορεία με τους χτυπημένους πάνω τους και να διανύσουν την αντίθετη ακριβώς πορεία, από το γιατρείο στην πύλη, για να παραδοθούν στα ελάχιστα ασθενοφόρα που κατάφερναν να βρεθούν απ’ έξω, προφανώς παρέμβηκα για να φτιαχτεί μια δεύτερη αλυσσίδα – με όποιους ήταν για μας πιο εύκολο, κι αυτοί ήταν οι Κρήτες φοιτητές. Λέω «προφανώς», γιατί δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα απ’ όλα αυτά – ούτε τη δεύτερη αλυσσίδα ούτε τη δική μου παρέμβαση…
Τελικά, η ιστορία πρέπει να καταγράφεται χρονολογικά εν θερμώ, όσο γίνεται πιο κοντά στα ίδια τα συμβάντα που συνιστούν σημεία εκκίνησης της. Μπορεί για να ωριμάσουν ψύχραιμα τα συμπεράσματα να χρειάζεται μια σεβαστή χρονική απόσταση, αυτό όμως δεν ισχύει για τα υπό κρίση γεγονότα. Η γενιά μου τραβούσε μπροστά χωρίς να κοιτάζει πίσω έχοντας μια ακλόνητη αίσθηση ότι δημιουργεί το μέλλον – λές και μπορεί να υπάρξει μέλλον τέτοιο όπως το φανταζόμασταν χωρίς στοιχειώδες έστω κλείσιμο των λογαριασμών μας με το παρελθόν. Στα καταστατικά μας μάλλον υπονοούσαμε ότι αυτό δε χρειάζεται όταν γράφαμε ότι «μοιραζόμαστε τις καλύτερες παραδόσεις» με τις προηγούμενες γενιές: Λες κι έτσι εύκολα μοιράζεται κληρονομιά τόσο περίπλοκη.
Η προηγούμενη γενιά, της Αντίστασης, που πέρασε στην κυριολεξία μέσα από φωτιά και σίδερο, έφυγε πια – αφήνοντας πίσω της κενά σχεδόν τρομακτικά, καθώς πήρε με ανεπανόρθωτο τρόπο μαζί της έναν τεράστιο πλούτο γνώσης, εμπειρίας και μνήμης: τη «μικρή ιστορία», που σχετικά λίγοι ενδιαφέρθηκαν να περισώσουν όσο οι άνθρωποι-φορείς της ήταν ακόμη ζωντανοί. Σήμερα, που έχει αρχίσει ο βιολογικός αποδεκατισμός και της δικής μας γενιάς, 50 χρόνια απ’ τη μοναδική λαϊκή εξέγερση που ευτυχήσαμε να ζήσουμε στη ζωή μας, ας μην επιτρέψουμε να χαθούν το ίδιο ανεπανόρθωτα στοιχεία που αποτελούν σήμερα ακόμα ζωντανά αγκάθια στα μάτια της άρχουσας ελίτ. Ποιος ξέρει; Αν καταφέρουμε να τα διασφαλίσουμε από τη χρονική παραγραφή, μπορεί κάποια απ’ αυτά να τα συμπεριλάβουνε στο μέλλον τους παιδιά αγέννητα σήμερα ακόμα…
- Δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος ΒΙΩΜΑΤΑ «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ» (50 χρόνια Πολυτεχνείο) του περιοδικού ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ της Ελληνικής Εταιρείας Συστημικής Σκέψης και Θεραπείας Οικογένειας Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας, τεύχος 23, Οκτώβριος 2023
Το αφιέρωμα με όλα τα άρθρα:
Και στ’ αγγλικά: