Η εξέγερση των «πασάδων»: μια προσπάθεια ερμηνείας του Β’ γύρου των περιφερειακών εκλογών (του Στράτου Γεωργούλα)

Η εξέγερση των «πασάδων»: μια προσπάθεια ερμηνείας του Β’ γύρου των περιφερειακών εκλογών.

του Στράτου Γεωργούλα

Μέρες μετά τα αποτελέσματα της δεύτερης Κυριακής των περιφερειακών εκλογών, δύο είναι οι κυρίαρχες αναλύσεις που επικρατούν στα ΜΜΕ. Από τη μία πλευρά η επίσημη κυβερνητική «χάσαμε, αλλά κερδίσαμε γιατί ο χάρτης παραμένει μπλε έστω και με αποχρώσεις» και από την άλλη πλευρά, των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία ανακαλύπτουν ρωγμές αντικυβερνητικές και εύφορο έδαφος στήριξης μιας ενδεχόμενης συγκυβερνητικής τους πρότασης.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη ερμηνεία η οποία δεν είναι αφηρημένη αλλά στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα τόσο ποσοτικής φύσης όσο και της άμεσης ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα το μοντέλο του Βορείου Αιγαίου 2019 δεν είναι πια η μοναδική εξαίρεση, αλλά έγινε στις πρόσφατες εκλογές ένα δυνατό εναλλακτικό πολιτικό πεδίο. Το 2019 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στο βόρειο Αιγαίο το γεγονός ότι στον Β γύρο των περιφερειακών εκλογών η επίσημη παράταξη της ΝΔ έχασε ψήφους και έτσι ανατράπηκε το αποτέλεσμα. Την ίδια χρονιά πουθενά αλλού δεν παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο. Στις έξι περιφέρειες που κρίθηκαν στην δεύτερη Κυριακή αν συγκρίνουμε τα αποτελέσματα του 2019 θα δούμε ότι απ’ αυτές, οι δύο είχαν ήδη κριθεί στον πρώτο γύρο και στις άλλες τέσσερις οι κυβερνητικοί υποψήφιοι πήραν περισσότερες ψήφους στο Β γύρο απ’ τον πρώτο. Αντίθετα, στο Β γύρο του 2023 όλοι οι κυβερνητικοί υποψήφιοι στις έξι κρινόμενες περιφέρειες έχασαν πολλές χιλιάδες ψήφους (Βόρειο Αιγαίο -5.100, Ιόνια -7.100, Θεσσαλία -50.000, Δυτική Μακεδονία -10.000, Ανατολική Μακεδονία Θράκη -26.000), ακόμα και στην Πελοπόννησο όπου τελικά ο κυβερνητικός υποψήφιος κέρδισε (-44.000). Η απώλεια ψήφων δεν επηρεάζεται από τα ποσοστά αποχής, λευκού, άκυρου καθώς αυτά παρέμειναν σχεδόν αντίστοιχα με αυτά του 2019. Τι συμβαίνει λοιπόν; Για τους έχοντες γνώση των τεκταινόμενων στο βόρειο Αιγαίο αυτό είναι κατανοητό. Κυβερνητικοί τοπάρχες συγκροτούν ψηφοδέλτια κυβερνητικά ή αντάρτικα (ανάλογα αν συμφωνούν ή όχι με την κεντρική γραμμή ή διεκδικούν μερίδιο εξουσίας που έχουν χάσει στην κεντρική πολιτική σκηνή) και τοποθετούν τους υποκείμενους προεστούς τους σε αυτά. Οι προεστοί αυτοί, αφού εξασφαλίσουν την προσωπική τους εκλογή στις πρώτες θέσεις, διατηρούν έναν χαλαρό δεσμό με αυτά τα ψηφοδέλτια που τους επιτρέπει την εύκολη μετακίνηση μεταξύ συγγενικών χώρων αν το αντάλλαγμα είναι καλό. Για παράδειγμα στο βόρειο Αιγαίο στη διάρκεια αυτών των χρόνων είχαμε εκλεγμένο με το επίσημο κεντρικό ψηφοδέλτιο ο όποιος μετακινείται στο αντάρτικο και γίνεται αντιπεριφερειάρχης και λίγο πριν τις εκλογές (όντας αντιπεριφερειάρχης) ξαναφεύγει απ’ το αντάρτικο και γίνεται υποψήφιος με το επίσημο κυβερνητικό ψηφοδέλτιο του 2023.

Η ψήφος στο β γύρο αλλάζει γιατί και τα συμφέροντα τους αλλάζουν ακόμα και ανά βδομάδα και η έννοια του συγγενικού χώρου δεν περιλαμβάνει μόνο τον αυστηρά προερχόμενο από τη ΝΔ αλλά «ανοίγεται» και σε «διπλανούς» ιδεολογικά χώρους.

Όσο και αν μας φαίνεται παράξενο αυτή η πολιτική ρευστότητα σε δυο επίπεδα της δεξιάς κυβερνητικής εξουσίας (κεντρικός απολυτάρχης – τοπικοί πασάδες, τοπικοί πασάδες – κατά τόπους προεστοί) δεν είναι φαινόμενο κατ’ εξαίρεση, έχει εκφραστεί κατά καιρούς στον α βαθμό αυτοδιοίκησης, ποτέ όμως τόσο έντονα στην περιφερειακή σκηνή. Αυτό υποδηλώνει αφενός μια έντονη αδυναμία του κεντρικών κυβερνητικών δυνάμεων να ελέγξουν τις υποκείμενες δυνάμεις τους προς τα κάτω, απόλυτα συμβατή άλλωστε με την ευρύτερη πολιτική ρευστότητα που ζούμε τις τελευταίες τουλάχιστον δύο δεκαετίες, σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Δημιουργεί όμως και έναν μεγάλο κίνδυνο: την ισχυρή τοπική κοινωνική γείωση, την ανάδειξη ισχυρών τοπικών στελεχών και συνεπακόλουθα την (άμεσα) μελλοντική κυβερνησιμότητα κομματιών της δεξιάς που χάνουν την περιστασιακότητα τους. Η «άλλη» δεξιά υπήρχε πάντα και στην μεταπολιτευτική Ελλάδα αλλά είτε συνήθως ήταν ενσωματωμένη στην ευρύτερη παράταξη της ΝΔ είτε ως αυτόνομα κόμματα είχε βραχύβιο βίο και μονοψήφια ποσοστά (ΔΗΑΝΑ, ΠΟΛΑ, ΑΝΕΛ, ΧΑ, κλπ). Δεν είχε όμως κατορθώσει ποτέ να αποκτήσει τοπικά παραταξιακά νικηφόρα ερείσματα σε πολλές επαρχιακές περιφέρειες και ως εκ τούτου βασιζόταν πρωτίστως σε μια τεχνητά κατευθυνόμενη και συγκυριακή ψήφο αντίδρασης σε επίπεδο εθνικών εκλογών. Το 2023 όμως είναι διαφορετικό. Το έδαφος «έχει οργωθεί» και οι πρώτοι καρποί βλάστησαν. Και η βοήθεια προσώπων που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ και κινήθηκαν στα άκρα τη δεξιάς, είτε προσώπων που έφυγαν από τη ΝΔ και με μια στάση στους ΑΝΕΛ κατέληξαν στο ΣΥΡΙΖΑ είναι σημαντική σε αυτή τη βλάστηση. Προσοχή όμως γιατί αυτός ο πανελλήνια περιφερειακός πόλος, αποκτά πλέον και τοπική αναγνωρισιμότητα και σκοπεύει να εγκλωβίσει όλη την κοινωνική αντίδραση προς τον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό, ως το μοναδικό αντίπαλο δέος, βοηθούμενος και από το γεγονός ότι αυτοπροσδιοριζόμενος απορρίπτει τον όρο ακροδεξιά που είναι απωθητικός για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ακόμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη ήττα ως προς τα ποσοστά του αλλά η μεγαλύτερη ήττα ήταν ότι στις τάξεις του επικράτησε, έστω και βουβά, αυτό που μόνο η κυρίαρχη ομάδα της Νομαρχιακής Λέσβου τόλμησε να εκφράσει γραπτώς, «να στηρίξουμε το αντάρτικο δεξιό ψηφοδέλτιο για να δώσουμε ένα μάθημα στην κυβέρνηση» αλλά και εμπράκτως με δύο υποψήφιους δήμαρχους του, των εκλογών του 2019 (των δύο δήμων της Λέσβου) να ενσωματώνονται στο συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Ο άλλος πόλος του συγγενικού χώρου, το ΠΑΣΟΚ, παρά τις ελάχιστες συμβολικές νίκες του, αλλά κυρίως την καθαρή νίκη του σε σχέση με τους ανταγωνιστές της κεντροαριστερής πολυκατοικίας (τόσο όπου υπήρχαν ως αντίπαλα ψηφοδέλτια, όσο και σε ενιαία ψηφοδέλτια με επικεφαλής προερχόμενο από ΠΑΣΟΚ και τη συντριπτική πλειοψηφία των εκλεγμένων συμβούλων να προέρχεται από το ίδιο κόμμα) καταγράφεται τελείως αναιμικά και σίγουρα όχι ως μια άμεσα εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.

Η πολιτική ρευστότητα μας αποκάλυψε την ρωγμή που ήδη υπήρχε, όμως το εκκρεμές (που το  2012-4 μας αποκάλυψε το μεγάλο ρήγμα προς τα αριστερά) κινείται από την άλλη πλευρά. Η κυβέρνηση το έχει καταλάβει, όπως και κατάλαβε γρήγορα ότι η πολιτική του «μαστιγίου» προς τους αντάρτες είναι αποτυχημένη. Το «καρότο» όμως που θα προσφέρει άμεσα δεν θα οδηγήσει σε ενσωμάτωση, αλλά σε εσωτερική του χώρου σύγκρουση, η οποία σε λίγο καιρό θα έχει είτε ως θύμα τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, είτε το σύνολο της κυβέρνησης. Και σε αυτή την περίπτωση θα κληθούμε σε εθνικές εκλογές να έχουμε επιλογές που είχαμε στο β γύρο των περιφερειακών. Την «επάρατη» με αντίπαλο την «επικατάρατη» δεξιά, ή όπως μιντιακά θα παρουσιαστούν, την κυβερνητική ή αντικυβερνητική δεξιά, και ένα πολύ ρευστό και απεγκλωβισμένο από τις γραμμές των κομμάτων κοινωνικό σώμα εκπαιδευμένο να αναγνωρίζει μόνο δύο χρώματα, να παλαντζάρει ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να οδηγείται σε αποχωρητισμό. ΄

Αν αναγνωρίσουμε τον παραπάνω κίνδυνο ως υπαρκτό και όχι ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας, τότε ίσως να μπορούμε να δράσουμε για να σπρώξουμε το εκκρεμές ξανά από την άλλη κατεύθυνση.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ