Μπροστά στις εκλογές του Ιουνίου (του Κώστα Λαπαβίτσα)

Μπροστά στις εκλογές του Ιουνίου

πρώτη δημοσίευση ThePressProject
Στις εκλογές του Ιουνίου διαγράφεται ξεκάθαρα ο κίνδυνος της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας μιας νέας Δεξιάς για πολλά χρόνια. Ο χρόνος είναι ελάχιστος και το βάρος της ευθύνης τεράστιο. Τώρα θα φανεί αν η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να επιβιώσει ως υπαρκτό πολιτικό ρεύμα στη χώρα μας.

Η Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη

Η προεκλογική περίοδος Απριλίου-Μαΐου 2023 ήταν, κατά γενική ομολογία, άνευρη, αλλά το αποτέλεσμα αποδείχθηκε ιστορικής σημασίας και δυνητικά καθοριστικό για το μέλλον της χώρας.

Το άνευρο της προεκλογικής περιόδου έκρυβε την αντιστροφή της ιστορικής εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, με την καταβαράθρωση του κατά 600 χιλιάδες ψήφους. Μετά από τέσσερα χρόνια στην κυβέρνηση, η ΝΔ ανέβασε τις ψήφους της κατά 150 χιλιάδες, ακόμη και στις εργατικές και λαϊκές περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων.

Στις εκλογές του Ιουνίου διαγράφεται ξεκάθαρα ο κίνδυνος της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας μιας νέας Δεξιάς για πολλά χρόνια.

Ο χαρακτήρας της απεικονίζεται στο πρόσωπο του θριαμβευτή Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχει κάνει το απαραίτητο πέρασμα σπουδών και είχε μια σύντομη επαγγελματική απασχόληση στο διεθνές αγγλόφωνο περιβάλλον που πλέον ορίζει τις ιδεολογικές συντεταγμένες του ελληνικού ανώτατου στρώματος. Ταυτόχρονα είναι γόνος πολιτικής οικογένειας με σημαντική οικονομική επιφάνεια, που προωθήθηκε στους κύκλους εξουσίας, χωρίς να έχει επιδείξει ιδιαίτερες ικανότητες.

Τέτοιο είναι και το αστικό στρώμα που ετοιμάζεται να αναμορφώσει τον χαρακτήρα της χώρας μέσω της ΝΔ. Διαπερνάται από τη σύγχρονη αγγλόφωνη παγκόσμια κουλτούρα που αντιλαμβάνεται την πρόοδο με όρους ελεύθερης αγοράς, πράσινης ανάπτυξης, τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και δικαιωμάτων στο φυλετικό πεδίο, το σεξουαλικό πεδίο, και ούτω καθεξής. Ταυτόχρονα είναι βαθύτατα συντηρητικό με τον πιο χαρακτηριστικά ελληνικό τρόπο, δηλαδή η ισχύς του πηγάζει από την οικογένεια, τον πλούτο, και τη θρησκεία.

Η Ελλάδα που θα δημιουργήσει η Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν κατισχύσει και στις εκλογές του Ιουνίου, θα παριστάνει την κοσμοπολίτισσα, αλλά θα βασίζεται στο κληρονομικό προνόμιο της οικογένειας. Θα επαίρεται για τη δημοκρατία, αλλά στην πράξη θα χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό. Θα περηφανεύεται ότι ενισχύει τη γεωπολιτική ασφάλεια της χώρας, αλλά θα κρύβεται πίσω από τον αφερέγγυο ηγεμονισμό των ΗΠΑ. Θα διακηρύσσει την προσήλωση της στην ελεύθερη αγορά, αλλά θα χρησιμοποιεί το κράτος όταν και όπως τη βολεύει. Θα μιλάει για οικονομική ανάπτυξη, καθώς η χώρα θα σέρνεται.

Γιατί θριάμβευσε αυτό το πολιτικό μόρφωμα στις εκλογές του Μαΐου;

Η νίκη της ΝΔ προέκυψε από την ιλιγγιώδη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ερμηνεύεται με την απλή ανάλυση των εκλογικών μετακινήσεων. Δεν εξηγείται επίσης από τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, μια μακροχρόνια διαδικασία που δε μπορεί να φέρει τόσο ξαφνικές και βαθιές μεταβολές.

Ο θρίαμβος του Μητσοτάκη οφείλεται καταρχάς σε συγκυριακούς οικονομικούς λόγους, αλλά οι συγκυριακοί αυτοί παράγοντες αντανακλούν την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να αλλάξει δομικά. Εκεί βρίσκεται και ο ταξικός πυρήνας της νέας Δεξιάς.

Η ανυπαρξία δομικής αλλαγής

Η ελληνική οικονομία το 2023, μετά από δεκαπέντε χρόνια οδυνηρότατων κοινωνικών ανατροπών και συνεχών «μεταρρυθμίσεων», είναι παρόμοια με αυτή που οδήγησε στη βαθιά κρίση το 2008-9. Απλώς είναι πιο μικρή, πιο φτωχή, και πιο άνιση.

Κυριαρχείται από υπηρεσίες χαμηλής παραγωγικότητας, κυρίως τον τουρισμό που πλέον έχει τεράστιο μέγεθος, περίπου 25% του ΑΕΠ. Ο δευτερογενής τομέας είναι μικρός – στο 15% του ΑΕΠ – κι έχει πληγεί βαριά. Ο αγροτικός τομέας είναι πολύ περιορισμένος – στο 4% του ΑΕΠ – με αδυναμία διείσδυσης σε μεγάλες ξένες αγορές.

Πρόκειται για μια οικονομία για τα καλά παγιδευμένη στη νότια περιφέρεια της ΕΕ. Πάσχει από χαμηλότατες εγχώριες επενδύσεις, χαμηλή τεχνολογία, και χαμηλή παραγωγικότητα. Τη λίγη ανταγωνιστικότητα που έχει την πετυχαίνει πιέζοντας τους μισθούς προς τα κάτω. Οι δυνατότητες ανάπτυξης είναι εξαιρετικά περιορισμένες – γύρω στο 2% ετησίως. Όχι μόνο δεν πρόκειται να υπάρξει σύγκλιση με την πλουσιότερη Βόρεια Ευρώπη, ούτε καν οι απώλειες της κρίσης δεν πρόκειται να καλυφθούν για πολλά ακόμη χρόνια.

Το κυρίαρχο αστικό στρώμα δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις δομικές αυτές αδυναμίες. Στο μέτρο που τις βλέπει, δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να τις αλλάξει.

Ο λόγος είναι ότι δημιουργεί κέρδη συμπιέζοντας τους μισθούς, ενώ επί δεκαπέντε χρόνια επενδύει ελάχιστα σε παραγωγικές δραστηριότητες. Αντλεί προσόδους πατώντας στον έλεγχο του κράτους και με μεγάλη διαφθορά, όπως στις πολεμικές δαπάνες και τις χορηγίες της ΕΕ. Ταυτόχρονα ασκεί χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία συνδυασμένη με σπέκουλα στα ακίνητα και τη γη.

Θέλει οπωσδήποτε να υπάρχουν απόλυτα ελεύθερες ροές κεφαλαίου πέραν των συνόρων, ώστε να μπορεί να στέλνει ρευστά κεφάλαια στο εξωτερικό. Τα φαντ που αγοράζουν τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών και ετοιμάζονται να πραγματοποιήσουν τη μεγαλύτερη μεταφορά ακίνητης περιουσίας στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες έχουν και Έλληνες «επενδυτές».

Αυτό το στρώμα βρήκε τον εκφραστή του, σάρκα εκ της σαρκός του, στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ξέρει να μιλάει τη γλώσσα των «μεταρρυθμίσεων», ώστε να μένουν όλα ίδια. Ξέρει επίσης να βρίσκει στηρίγματα στα ανώτερα μεσαία στρώματα – ελεύθερους επαγγελματίες υψηλού εισοδήματος και υψηλόμισθους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα – τα οποία επίσης αποσπούν προσόδους από ακίνητα και παράπλευρες υπηρεσίες.

Η οικονομία έδωσε τη νίκη στη ΝΔ

Η ανυπαρξία δομικής αλλαγής συμβαδίζει με τη σταδιακή συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα για να το διαπιστώσει. Πέραν της ανόδου της ΝΔ, τα κόμματα της βαθιάς συντήρησης – Ελληνική Λύση, Νίκη, κλπ – πήραν το 9% του εκλογικού σώματος. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η ΝΔ βγήκε πρώτο κόμμα στις νεότερες ηλικίες.

Η γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού – το παγκόσμιο αγγλοσαξωνικό ιδίωμα που μοιράζεται και η ελληνική αστική τάξη – κάνει θραύση σε πλατιά στρώματα που συχνά ζητούν «μάνατζερ» να αναλάβουν το κράτος, ή πιστεύουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι η απάντηση στις αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης. Χρόνια ιδεολογικής δουλειάς πανεπιστημίων, δεξαμενών σκέψης, ΜΜΕ και άλλων μηχανισμών έχουν φέρει στην πρώτη γραμμή τις νεοφιλελεύθερες ιδέες, επιχειρώντας ακόμη και να επαναπροσδιορίσουν τον χαρακτήρα του ατόμου με βάση την αγορά.

Οι ιδέες της Αριστεράς είναι σε υποχώρηση, η ίδια η ύπαρξη της είναι σε αμφισβήτηση παγκοσμίως. Οι 120 χιλιάδες επιπλέον ψήφοι που πήρε το ΚΚΕ, όσο κι αν είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι, είναι πολύ λίγες για να αλλάξει η εικόνα.

Η απρόσμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν πηγάζει ούτε από τις μακροπρόθεσμες αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού, ούτε από τη σταδιακή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Οφείλεται σε πιο άμεσους οικονομικούς λόγους, δύο εκ των οποίων είναι πολύ σημαντικοί.

Πρώτον, μετά από επανειλημμένες «μεταρρυθμίσεις», η αγορά εργασίας είναι πλέον εξαιρετικά «ευλύγιστη». Η εργοδοτική ασυδοσία δεν έχει όρια, η συνδικαλιστική παρουσία στον ιδιωτικό τομέα είναι περίπου 15%, οι συλλογικές συμβάσεις είναι δυσεύρετες έως ανύπαρκτες. Το αποτέλεσμα είναι χαμηλοί μισθοί, επισφάλεια και προσωρινή απασχόληση, ιδίως στον τουρισμό για τη νεολαία. Η αυξημένη μαχητικότητα που έδειξε η μισθωτή εργασία μετά το 2019, με νίκες όπως της efood, δεν αλλάζει τα πράγματα.

Αλλά «ευλυγισία» σημαίνει επίσης ότι η αγορά μπορεί γρήγορα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, έστω και κακές. Τον Μάρτιο του 2023 η ανεργία έπεσε κάτω από το 11%. Σε περιβάλλον συνεχούς μισθολογικής πίεσης, με τεράστια ανασφάλεια για τους νέους εργαζόμενους, η δυνατότητα απασχόλησης είναι σανίδα σωτηρίας. Κανείς δεν θα τη διακινδυνεύσει εύκολα, ιδίως αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε όσους του προτείνουν αλλαγές.

Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, η οικονομία του 2023 δεν είναι καθόλου εχθρική προς το κράτος, όσο κι αν μιλάει τη γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού. Το κράτος παραμένει ο βασικός της πυλώνας.

Τα χρόνια της πανδημίας έφεραν ταχύτατη διόγκωση του κράτους και στην Ελλάδα. Με την άδεια της ΕΕ, εκτινάχθηκαν οι δημοσιονομικές δαπάνες για να στηριχθούν κυρίως οι επιχειρήσεις, αλλά και οι εργαζόμενοι. Γιγαντώθηκε η έκδοση χρήματος στην ΟΝΕ και έπεσαν τα επιτόκια κοντά στο μηδέν.

Ο πληθωρισμός που ακολούθησε έφερε ήδη αντιστροφή των μέτρων αυτών, με γρήγορη άνοδο των επιτοκίων και σταδιακή επιστροφή στη δημοσιονομική λιτότητα. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι μισθωτή εργασία είχε μεγάλες απώλειες εισοδήματος από τον πληθωρισμό. Αλλά η ανεργία συνέχισε να μειώνεται και η κυβέρνηση πήρε κάποια μέτρα στήριξης του εισοδήματος, με επιδόματα και άλλους τρόπους.

Για τη θάλασσα των μικρομεσαίων, ακόμη, ο πληθωρισμός είχε και θετικά αποτελέσματα γιατί συνοδεύτηκε από τόνωση της ζήτησης και γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 και 2022. Καθώς μάλιστα ανέκαμψαν σχετικά οι κατασκευές, ολόκληρα στρώματα μικροεπαγγελματιών είδαν την οικονομική τους κατάσταση να βελτιώνεται. Τέλος, για τους αγρότες, η άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων ενίσχυσε το ακαθάριστο εισόδημα.

Στα μάτια πολλών η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίστηκε να παρεμβαίνει, να στηρίζει και να σταθεροποιεί την οικονομική κατάσταση μέσα σε διεθνή αναταραχή. Ακόμη και όσοι αντιλαμβάνονται ότι μακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία λιμνάζει, βραχυπρόθεσμα δεν βλέπουν άλλη πειστική κυβερνητική πρόταση.

Η φυγή των εργατικών, λαϊκών, μικρομεσαίων και αγροτικών στρωμάτων από το ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα κυρίως αυτών των συγκυριακών οικονομικών παραγόντων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως συστημικό κόμμα, αλλά χωρίς στιβαρή πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης και με ανερμάτιστη παροχολογία. Για τους ψηφοφόρους,  το κόμμα και ο αρχηγός του, Αλέξης Τσίπρας, είναι αφερέγγυοι. Η ΝΔ, που είναι ο ορισμός του συστημικού κόμματος, υποσχέθηκε σταθερότητα και στήριξη. Ο κερδισμένος είναι το κυρίαρχο αστικό στρώμα με εκφραστή τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Τι μπορεί και πρέπει να κάνει η ριζοσπαστική Αριστερά;

Απέναντι στην κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, ο βασικός εκφραστής της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δηλαδή το  ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, δεν πήγε καλά και κινδυνεύει να μείνει εκτός κοινοβουλίου. Είναι αλήθεια ότι αντιμετώπισε την κατά μέτωπο επίθεση των ΜΜΕ και των άλλων μηχανισμών εξουσίας. Αλλά ο βασικός λόγος ήταν οι αδυναμίες που έδειξε κατά την προεκλογική περίοδο.

Το κύριο πρόβλημα ήταν η συνεχής υπενθύμιση των γεγονότων του 2015 και η σύνδεση της πρότασης ρήξης με τα όσα συνέβησαν τότε. Το 2015 ανήκει στην ιστορία και δεν καθορίζει το περιεχόμενο της ρήξης σήμερα.

Η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί τις επόμενες εβδομάδες, αλλά απαιτούνται γρήγορες δράσεις.

Η ελληνική κοινωνία θέλει να ακούσει λόγο που να κοιτάει μπροστά, να προτείνει λύσεις για τα άμεσα προβλήματα, να ανοίγει δρόμο για να αντιμετωπιστεί η μακροχρόνια δυσλειτουργία της οικονομίας. Πάνω απ’ όλα, οι αριστεροί ψηφοφόροι θέλουν να αποτραπεί ο κίνδυνος να κυριαρχήσει απόλυτα η ΝΔ στο κοινοβούλιο.

Η συμμαχία πρέπει να μιλήσει απλά, εξηγώντας ότι η παρουσία της στη Βουλή είναι βασικός μοχλός για να αντιμετωπιστεί η διαφαινόμενη παντοκρατορία της ΝΔ. Ότι έχει την απαραίτητη μαχητικότητα στην κοινωνία και στους χώρους δουλειάς για να παίξει καίριο ρόλο κατά της νέας Δεξιάς. Ότι απευθύνεται ενωτικά προς όλες τις δυνάμεις που αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο. Ότι στόχος της είναι μόνο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Για να ακουστεί το μήνυμα της από τα λαϊκά στρώματα θα πρέπει να είναι άμεσα κατανοητό και πειστικό. Υπάρχουν δύο κεντρικοί άξονες, που δίνουν και περιεχόμενο στη ρήξη σήμερα.

Ο πρώτος είναι η πάλη για την άμεση ανακούφιση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Προστασία του μισθού απέναντι στον πληθωρισμό και έλεγχος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων είναι τα βασικά επίδικα. Απαραίτητη είναι επίσης η προστασία από την εκτόξευση των ενοικίων, ιδίως για τη νεολαία, ενώ επείγει η προστασία της πρώτης κατοικίας από τα αρπακτικά των φαντ.

Ο δεύτερος είναι η πάλη γι’ αυτό που ονομάζουμε παραγωγική αναδιάρθρωση, ώστε να ξεφύγει η χώρα από το μακροχρόνιο αναπτυξιακό τέλμα προς όφελος του λαού της. Χρειάζεται ένα κύμα δημόσιων επενδύσεων στις υποδομές, πράγμα που δε μπορεί να γίνει χωρίς δημόσιο τραπεζικό σύστημα. Πρέπει να λυθεί το θέμα του ιδιωτικού χρέους, με δημόσια παρέμβαση. Απαιτείται επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ώστε η εργασία να έχει δύναμη απέναντι στο κεφάλαιο. Είναι αναγκαία η τομή στη δημόσια διοίκηση, ώστε αυτή να λειτουργήσει με πνεύμα δημόσιας προσφοράς.

Ο λαϊκός κόσμος αντιλαμβάνεται τέτοιες προτάσεις διατυπωμένες με απλά λόγια και θέλει να έχει ο ίδιος λόγο στο τι πρέπει να γίνει και πως.

Ο χρόνος είναι ελάχιστος και το βάρος της ευθύνης τεράστιο. Τώρα θα φανεί αν η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να επιβιώσει ως υπαρκτό πολιτικό ρεύμα στη χώρα μας.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ