Πέτρος Παπακωνσταντίνου: Το μεγάλο άλμα του κατασκοπευτικού καπιταλισμού

A picture shows a surveillance camera in an underground passage in Moscow on January 27, 2020. - A vast and contentious network of facial-recognition cameras keeping watch over Moscow is now playing a key role in slowing the rapid spread of coronavirus in Russia. (Photo by Kirill KUDRYAVTSEV / AFP)

Η πανδημία επιταχύνει την τηλεργασία και την παρακολούθηση, θρέφοντας το αναδυόμενο στρατιωτικό- ψηφιακό σύμπλεγμα

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Το τελευταίο μου βιβλίο Άνθρωποι και Ρομπότ: Οι προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης (Λιβάνης, 2020) είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει μόλις τρεις εβδομάδες πριν από το lockdown. Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι τα θέματα που θίγει (τηλε- εργασία, αυτοματοποίηση, καπιταλισμός της πλατφόρμας, τεχνητή νοημοσύνη στην Ιατρική, γενικευμένη παρακολούθηση, σύγκρουση ΗΠΑ- Κίνας στο πεδίο των νέων τεχνολογιών κ.α.) είναι ακόμη περισσότερο επίκαιρα σήμερα από την προ- κορωνοϊού εποχή. Όπως συνέβη σε άλλους τομείς της οικονομίας, της γεωπολιτικής και του πολιτισμού, η πανδημία δεν δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα εκ του μηδενός, αλλά έδρασε ως ισχυρός επιταχυντής τάσεων ιστορικών διαστάσεων, οι οποίες ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Καθώς τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας βύθιζαν την παγκόσμια οικονομία σε μια τρομερή ύφεση, με απότομη εκτίναξη της ανεργίας και της φτώχειας, οι γίγαντες του κυβερνοχώρου όχι μόνο δεν υφίσταντο ζημιές, αλλά αποκόμιζαν εντυπωσιακά οφέλη, σε χρήμα και ισχύ. Ο Τζεφ Μπέζος, αφεντικό της Amazon και πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο ήδη προ κορωνοϊού, είδε την προσωπική του περιουσία να αυξάνεται κατά 24 δισ (δισ!) δολάρια στους δύο πρώτους μήνες του lockdown. Κυρίαρχη στο διαδικτυακό εμπόριο (μαζί με την κινεζική Alibaba), η Amazon διόγκωσε θεαματικά τον τζίρο της στις συνθήκες του Μεγάλου Εγκλεισμού, σε σημείο που, για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση, προσέλαβε 178.000 εργάτες τη στιγμή που στην Αμερική και σε διεθνή κλίμακα οι θέσεις εργασίας αποδεκατίζονταν κατά δεκάδες εκατομμυρίων[1].

Στις 29 Απριλίου, η Ford ανακοίνωσε ότι θα έκλεινε το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου με αστρονομικές ζημιές πέντε δισ δολαρίων, ενώ η Boeing αιμορραγούσε ακατάσχετα, χάνοντας 4,7 δισ κάθε τρίμηνο. Την ίδια στιγμή, ο όμιλος Alphabet με ναυαρχίδα την Google έκανε γνωστό ότι ο τζίρος αυξήθηκε κατά 13% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ τα κέρδη του έφτασαν τα επτά δισ δολάρια. Ακόμη καλύτερα εξελίσσονταν τα πράγματα για τη Microsoft, καθώς τα κέρδη της στο ίδιο τρίμηνο έφτασαν τα 10, 8 δισ. Συνολικά οι πέντε της GAFAM (Google, Apple, Facebook, Amazon, Mircosoft) έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 20% της αξίας των 500 μεγαλύτερων αμερικανικών επιχειρήσεων, που περιλαμβάνονται στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500[2]. Τεράστια ώθηση από τον κατ’ οίκον εγκλεισμό πήραν οι ψυχαγωγικές πλατφόρμες streaming, όπως η Neflix, που απέκτησε 16 εκατομμύρια νέους συνδρομητές στο πρώτο τρίμηνο, αλλά και οι πλατφόρμες τηλεδιασκέψεων, σαν την νεοφυή Zoom.

Το νέο Σύμπλεγμα

Μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα ήταν η ανάδυση ενός Στρατιωτικού- Ψηφιακού Συμπλέγματος (κατ’ αναλογία προς το Στρατιωτικό- Βιομηχανικό Σύμπλεγμα επί Ψυχρού Πολέμου) μέσα από τη στενή διαπλοκή κυβερνήσεων και ψηφιακών κολοσσών, με καταλύτες τον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την εμφάνιση των smartphones, λίγα χρόνια αργότερα[3]. Η πανδημία του Covid- 19 επιτάχυνε αυτή την άκρως επικίνδυνη, για τις ελευθερίες και την αυτονομία των πολιτών, τάση.

Στις 6 Μαίου, ο Δημοκρατικός κυβερνήτης Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο έδωσε συνέντευξη Τύπου έχοντας στο πλευρό του τον Έρικ Σμιντ, πρώην εκτελεστικό διευθυντή της Google, ο οποίος εξακολουθεί να κατέχει μετοχές αξίας 5,5 δισ δολαρίων στον όμιλο Alphabet, ενώ ταυτόχρονα προεδρεύει επιτροπής του υπουργείου Άμυνας που ασχολείται με τις πιο πρωτοποριακές τεχνολογικές έρευνες του Πενταγώνου. Στη συνέντευξη Τύπου ανακοινώθηκε ότι ο Σμιντ θα τεθεί επικεφαλής ομάδας εργασίας με αντικείμενο την ανάπλαση της Νέας Υόρκης στη μετά την πανδημία εποχή, με βασικές προτεραιότητες την τηλε- ιατρική, την τηλε- εκπαίδευση και τη βελτίωση των ευρυζωνικών δικτύων. Μία ημέρα νωρίτερα, ο Κουόμο είχε κλείσει ανάλογη συμφωνία με το Ίδρυμα Γκέιτς, του αφεντικού της Microsoft και της συζύγου του.

Με άρθρο της στη βρετανική εφημερίδα Guardian, η γνωστή δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν εξέφραζε τη ανησυχία της για το όραμα των “έξυπνων πόλεων με λιγότερους καθηγητές, λιγότερους γιατρούς, λιγότερους οδηγούς”, όπου σχεδόν τα πάντα θα διευθετούνται χωρίς φυσική επαφή των ανθρώπων, μέσα από το διαδίκτυο. Η συγγραφέας του παγκόσμιου μπεστ σέλερ Το Δόγμα του Σοκ[4], κάνει λόγο για “ένα καινούργιο δόγμα σοκ της πανδημίας” που οδηγεί σε ένα “New Deal της Οθόνης” καθώς η έκτακτη συνθήκη του εγκλεισμού αξιοποιείται ως ένα τεράστιο κοινωνικό εργαστήριο για ένα παντοτινό και εξαιρετικά κερδοφόρο “ανέπαφο” μέλλον[5]. “Πρόκειται για ένα μέλλον στο οποίο τα σπίτια μας δεν θα είναι ποτέ ξανά αποκλειστικά προσωπικοί χώροι, αλλά θα λειτουργούν παράλληλα, μέσω της ψηφιακής διασύνδεσης υψηλής ταχύτητας, ως χώροι εργασίας, σχολεία, ιατρεία, γυμναστήρια, ενδεχομένως και φυλακές… Ένα μέλλον όπου κάθε μας κίνηση, κάθε μας λέξη και κάθε μας σχέση θα είναι ανιχνεύσιμη και εκμεταλλεύσιμη ως πληροφορία από ένα σύστημα που θα έχει προκύψει από μια άνευ προηγουμένου διαπλοκή ανάμεσα στο κράτος και στους γίγαντες της ψηφιακής τεχνολογίας”[6].

Οι ελευθερίες σε αναστολή

«Γενικευμένος κατ’ οίκον περιορισμός, απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων, drones πάνω από τα πάρκα. Ποτέ σε καιρό ειρήνης οι δημοκρατίες δεν γνώρισαν παρόμοιες στρεβλώσεις στα θεμέλιά τους: τις ελευθερίες των πολιτών. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν από λίγες εβδομάδες ότι η Ευρώπη θα βυθιζόταν σε μια ατμόσφαιρα άξια ενός Τζορτζ Όργουελ και ότι, επιπλέον, αυτή η κατάσταση πραγμάτων θα γινόταν σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή;

(…) Οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι κόσμος μας περιμένει αύριο κι αν υπάρχει κίνδυνος να γίνουν στοιχεία της καθημερινότητας τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, τα οποία δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν παρά μόνο ως προσωρινά. Οι εμπειρίες του παρελθόντος δικαιολογούν την ανησυχία. Από τη στιγμή που επιβάλλονται περιορισμοί, δύσκολα ο νομοθέτης αποφασίζει να τους αναθεωρήσει προς όφελος πιο φιλελεύθερων ρυθμίσεων»[7].

Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν προέρχονται από τοποθέτηση αριστερού κόμματος ή οργάνωσης για την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, αλλά από κύριο άρθρο της γαλλικής Le Monde, μιας συστημικής εφημερίδας, η οποία δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αντικαπιταλιστικό μένος. Ο κίνδυνος να μονιμοποιηθούν πρακτικές γενικευμένης παρακολούθησης των πολιτών σε πλανητική κλίμακα κάθε άλλο παρά θεωρητικός αποδείχθηκε.

Στην Αυστραλία, κυβερνήτες απέκτησαν την εξουσία να επιβάλουν ηλεκτρονικά βραχιόλια σε ανθρώπους που έχουν τοποθετηθεί σε καραντίνα ως πιθανοί φορείς του ιού. Στην Πολωνία, άτομα που βρίσκονταν σε καραντίνα υποχρεώνονταν να κατεβάσουν εφαρμογή κινητής τηλεφωνίας και να στέλνουν ανά τακτά διαστήματα σέλφι στην αστυνομία ώστε να επιβεβαιώνεται ότι τηρούν τον κατ’ οίκον περιορισμό τους. Η Νέα Ζηλανδία εφοδίασε τους πολίτες με ανάλογη εφαρμογή, η οποία τους καλεί να καταδίδουν στις αρχές συμπολίτες τους που παραβιάζουν τα περιοριστικά μέτρα[8]. Στο Ισραήλ, μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν δεδομένα γεωεντοπισμού πολιτών (τα οποία παραδοσιακά αξιοποιούνταν για τη δίωξη «τρομοκρατών», δηλαδή Παλαιστινίων) για να εντοπίσουν ανθρώπους που πιθανόν έχουν μολυνθεί από τον ιό[9].

Καθώς η ανθρωπότητα συνειδητοποιεί ότι θα αναγκαστεί να συνυπάρχει με τον Covid- 19 ή με άλλους φονικούς ιούς για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ενδεχόμενο να μονιμοποιηθούν παρόμοιες πρακτικές ενισχύεται. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν εφαρμογές κινητής τηλεφωνίας όπως η γαλλική StopCovid, για την ιχνηλάτηση και την απομόνωση των μελλοντικών κρουσμάτων. Και σε αυτό το πεδίο, η σύμπραξη των κυβερνήσεων με τις GAFAM είναι καθοριστική. Προσπαθώντας να εξασφαλίσουν διεθνές μονοπώλιο (και πάλι εκτός Κίνας, η οποία είναι κάτι παραπάνω από αυτάρκης, μάλιστα πρωτοπορεί στην παρακολούθηση πολιτών με λογισμικά τεχνητής νοημοσύνης) η Google και η Apple, λυσσώδεις αντίπαλοι μέχρι χθες, ανακοίνωσαν στις 10 Απριλίου τη σύμπραξή τους για τη δημιουργία λογισμικού ιχνηλάτησης κρουσμάτων μέσω κινητής τηλεφωνίας[10]. Υπό την πίεση των αντιδράσεων, η ΕΕ και κυβερνήσεις ισχυρών κρατών- μελών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, υποσχέθηκαν ότι δεν θα κρατούν προσωποποιημένα δεδομένα πολιτών και ότι θα απαγορεύσουν τη διαρροή προσωπικών δεδομένων προς τρίτους (ασφαλιστικές ή διαφημιστικές εταιρείες, κρατικές υπηρεσίες κλπ), αλλά το θέμα είναι ανοιχτό και η διαμάχη συνεχίζεται.

Οι παγίδες της τηλεργασίας

Προ ημερών, ο εκτελεστικός διευθυντής της Twitter Τζακ Ντόρσι ανακοίνωσε στους υπαλλήλους της εταιρείας ότι θα μπορούν, στο σύνολό τους, να δουλεύουν από το σπίτι και μετά την πλήρη άρση των περιοριστικών μέτρων[11]. Την Πέμπτη, 21 Μαίου, ο δημιουργός της Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ανακοίνωσε το σταδιακό πέρασμα του ψηφιακού μεγαθηρίου στο καθεστώς της τηλεργασίας: στο εξής, οι προσλήψεις θα γίνονται κυρίως για κατ’ οίκον εργαζομένους, οι οποίοι προβλέπεται να αποτελούν την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού μέσα στην επόμενη δεκαετία[12].

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί πραγματική ανατροπή για τις εταιρείες της Κοιλάδας του Πυριτίου, που είχαν χτίσει την εργασιακή τους φιλοσοφία πάνω στο καθημερινό brainstorming εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης, που αναπνέουν στο ίδιο περιβάλλον, ανταλλάσσουν ιδέες και σχέδια, ανεβάζοντας τη δημιουργικότητά τους και την παραγωγικότητα της εταιρείας, προσφέροντας καινοτομίες υψηλής ποιότητας. Αλλά η τάση δεν περιορίζεται εκεί. Ο εγκλεισμός στη διάρκεια της πανδημίας έδωσε τεράστια ώθηση στην τηλεργασία, σε όλους τους κλάδους που στηρίζονται στο χειρισμό δεδομένων- μέσα ενημέρωσης, τράπεζες, υπηρεσίες του δημοσίου κ.α.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες που επιτρέπουν την τηλεργασία έδωσαν το φιλί της ζωής σε πολλές επιχειρήσεις που κινδύνευαν να κλείσουν λόγω των περιοριστικών μέτρων, διασώζοντας πολλές θέσεις εργασίας. Ωστόσο η άμετρη επέκταση και μονιμοποίηση της τηλεργασίας και στη μετά τον κορωνοϊό εποχή ενέχει σοβαρούς κινδύνους τόσο για τους εργαζόμενους των εν λόγω επιχειρήσεων, όσο και για το κοινωνικό σύνολο.

Ο εργαζόμενος που χθες δούλευε στο γραφείο, με πλήρη μισθό και ασφάλιση, μπορεί να εγκλωβιστεί αύριο σε μια χαμηλότερα αμειβόμενη, ίσως και ανασφάλιστη, επισφαλή απασχόληση. Η κοινωνική συναναστροφή στον εργασιακό χώρο θα δώσει τη θέση της στην απομόνωση στο σπίτι, ενώ η διάλυση των ορίων ανάμεσα στον εργασιακό βίο και την προσωπική ζωή θα έχει για πολλούς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις. Στο σύνολο της οικονομίας, η πτώση της παραγωγικότητας είναι κάτι παραπάνω από πιθανή. Το κράτος μπορεί να γλιτώσει χρήματα, αλλά οι μαθητές θα εισπράξουν χαμηλότερης ποιότητας εκπαίδευση και οι ασθενείς χαμηλότερης ποιότητας ιατρική φροντίδα, καθώς οι εξ αποστάσεως υπηρεσίες μπορούν να δράσουν μόνο συμπληρωματικά και σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν την άμεση αλληλεπίδραση με την καθηγήτρια ή τον γιατρό.

Ελπίδες και προκλήσεις

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν δικαιολογούν μια ισοπεδωτικά αρνητική προκατάληψη έναντι των νέων τεχνολογιών ή, ακόμη περισσότερο, απέναντι στην ίδια την επιστήμη- ένα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο της εποχής μας, όπου ανθούν κάθε είδους ανορθολογισμοί, όπως μαρτυρούν οι οι παρανοϊκοί που πυρπολούν κεραίες κινητής τηλεφωνίας 5G και οι θεωρίες συνωμοσίας περί κατασκευής του Covid-19 σε ερευνητικά εργαστήρια.

Η ίδια η κρίση του κορωνοϊού μας φανέρωσε τις νέες δυνατότητες που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες για την αντιμετώπιση των υγειονομικών προκλήσεων. Στις ΗΠΑ και την Κίνα αναπτύχθηκαν αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης με την τεχνολογία της μηχανικής μάθησης, οι οποίοι μπορούν γρήγορα και με ικανοποιητική ακρίβεια να εντοπίζουν γρήγορα όσους πάσχουν από Covid- 19 αναλύοντας τομογραφίες πνευμόνων και κλινικά μητρώα ασθενών[13]. Άλλα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης επιταχύνουν την έρευνα για τη σύνθεση φαρμάκων, αποτελεσματικών στη θεραπεία της νόσου. Η τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης (3D- printing) εφαρμόζεται κατά κόρον για τη γρήγορη και φτηνή παραγωγή μασκών.

Ο κατάλογος θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος. Αν κάτι επιβεβαιώνει αυτή η δύσκολη εποχή της πανδημίας, από την οποία πασχίζουμε να βγούμε ακέραιοι, είναι η ανάγκη κοινωνικού ελέγχου και πολιτικών αποφάσεων ώστε τα ισχυρότατα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε να τεθούν στην υπηρεσία των πολλών, αντί να γίνουν εργαλεία πιο εντατικής εκμετάλλευσης, καταπίεσης και χειραγώγησης, στα χέρια των λίγων.

[1] Le Monde, Jeff Bezos, sujet incontournable en temps de crise, 16 avril 2020.

[2] The Economist, West- coast shuffle, May 2, 2020.

[3] Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Άνθρωποι και Ρομπότ: Οι προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, Λιβάνης, 2020.

[4] Ναόμι Κλάιν, Το Δόγμα του Σοκ: η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής”, Λιβάνης, 2010.

[5] Naomi Klein, How big tech plans to profit from the pandemic,. The Guardian, 13 May 2020.

[6] Στο ίδιο

[7] Editorial, Face au Covid-19, le choix entre santé ou libertés est un faux dilemma, Le Monde, 30 mars 2020.

[8] Felix Treguer, Urgence sanitaire, réponse sécuritaire, Le Monde Diplomatique, mai 2020.

[9] Natasha Singer and Choe Sang- Hun, As coronavirus surveillance escalates, personal privacy plummets, The New York Times, March 23, 2020.

[10] Martin Untersinger, Sur les traces de l’ application StopCovid, Le Monde, 29 avril 2020.

[11] Margaret O’ Mara, Twitter could end the office as we know it, The New York Times, May 22, 2020.

[12] Rachel Sander, Half of Facebook’s employees may permanently work from home by 2030, Forbes, May 21, 2020.

[13] Mei, X., Lee, H., Diao, K. et al. Artificial intelligence–enabled rapid diagnosis of patients with COVID-19, Nature Medicine, May 19, 2020.

ΠΗΓΗ