Περί συγκυβερνήσεων, Δήμητρας και άλλων δαιμονοποιήσεων (του Δημήτρη Σαραφιανού)

Το Μερα25-Συμμαχία για τη Ρήξη βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και ιδίως των επιθέσεων από τα κόμματα του μνημονιακού διπολισμού και των ΜΜΕ της ολιγαρχίας.

Προφανώς αυτές οι επιθέσεις είναι απολύτως φυσιολογικές, αφού το Μερα25-Συμμαχία για τη Ρήξη, οι προτάσεις του, η στάση του στη Βουλή και οι κινηματικές αντιστάσεις, στις οποίες συμμετείχαν όσες και όσοι το αποτελούν, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα, αλλά και με το κλίμα, που θέλουν να διαμορφώσουν στην κοινωνία, οι κήρυκες του ΤΙΝΑ και της μνημονιακής συναίνεσης.

Δεν είναι τυχαίο, ότι, σε τελευταία δημοσκόπηση της MRB, το κυρίαρχο συναίσθημα παραμένει η παραίτηση/απογοήτευση. Πολλές φορές ακούμε (και) από συστημικές φωνές, πόσο κρίσιμο είναι να μειωθεί η αποχή από τις εκλογές, πλην όμως ενισχύουν ταυτόχρονα το μήνυμα ότι είναι όλοι ίδιοι και συνεπώς δεν έχει νόημα η συμμετοχή (αλλά και θεσμικά η κυβέρνηση -με την ανοχή των υπολοίπων κοινοβουλευτικών κομμάτων- επιχειρεί να αποκλείσει από τις εκλογές τους νέους εργαζόμενους στον τουρισμό). Και πώς να μην περάσουν αυτό το μήνυμα όταν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο εφάρμοσαν μνημονιακές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όχι μόνο επέδειξαν (σε διαφορετικό βέβαια βαθμό) αλαζονεία και αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση της εξουσίας, αλλά εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να συμφωνούν σε βασικούς πυλώνες της ίδιας πολιτικής: Χρηματιστήριο ενέργειας και σπάσιμο της ΔΕΗ-ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΗΕ, Σχέδιο Ηρακλής για την στέγη (πώληση και διαχείριση των δανείων από τα funds, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, μηδαμινή προστασία της πρώτης κατοικίας), ΟΣΕ διασπασμένος και ιδιωτικοποιημένος, με τα γνωστά αποτελέσματα, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου και του ΤΑΙΠΕΔ (η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για 93 ευρώ το τ.μ. είναι μια χαρακτηριστική κορυφή του παγόβουνου), ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα, αδειοδότηση επενδύσεων χωρίς κανένα χωροταξικό σχεδιασμό, εξορύξεις υγρογονανθράκων, γκετοποίηση των προσφύγων με την αποδοχή των κανονισμών του Δουβλίνου, της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και των στρατοπέδων στα νησιά, διατήρηση του φράκτη,  πλήρης παράδοση στη νατοϊκή πολιτική (επέκταση βάσεων, συμμετοχή σε αποστολές και κυρώσεις) υποκλοπές από την ΕΥΠ, που διαρκώς αυξάνονται από την επιβολή των μνημονίων μέχρι σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν και διαφορές, μείγματα πολιτικής που πλήττουν με μεγαλύτερη οξύτητα τα δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας, όπως αυτή που ακολουθεί η λαομίσητη κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία επιτίθεται με αγριότητα στα όποια δικαιώματα και κατακτήσεις του λαού μείναν όρθια μετά τα 4 μνημόνια (απεργία, συναθροίσεις, πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση κ.α.). Όμως ο πυρήνας της πολιτικής παραμένει ο ίδιος, μεταξύ άλλων γιατί έτσι έχει συμφωνηθεί με τους τροικανούς θεσμούς, ιδίως στα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων και της διαχείρισης των δανείων.

Σε αυτό το περιβάλλον πώς επιδρά το εκλογικό σύστημα; Έχει νόημα η απλή αναλογική; Αναμφίβολα ναι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για το λαό από το να αφεθεί κάποιο από αυτά τα κόμματα και πρωτίστως η ΝΔ του Μητσοτάκη, να εφαρμόσει απρόσκοπτα την πολιτική της.  Γι αυτό άλλωστε, ακόμα και με το καλπονοθευτικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που θα εφαρμοστεί  στις δεύτερες εκλογές, έχει σημασία να είναι ενισχυμένα τα μικρότερα κόμματα που θα μπουν στη Βουλή, γιατί όσο πιο ενισχυμένα είναι, τόσο περισσότερο ανεβαίνει ο πήχης της αυτοδυναμίας (η διαφορά μεταξύ των δυο πρώτων κομμάτων δεν παίζει κανένα ρόλο). Με ένα πάγιο σύστημα απλής αναλογικής θα ήταν αναγκασμένα τα κόμματα, που συμφωνούν, με παραλλαγές, σε ένα πυρήνα πολιτικής,  να συνεργαστούν προκειμένου να σχηματίσουν μια κυβέρνηση με ασταθείς ισορροπίες, όπου ο κάθε ένας θα έβαζε φραγμούς στην αλαζονεία του άλλου, στην προσπάθεια του να λαφυραγωγήσει το κράτος και να ελέγξει την οικονομία και την κοινωνία (με  λίστες Πέτσα, απ’ ευθείας αναθέσεις, στρατιές μετακλητών, υποκλοπές κλπ.). Και όσο πιο αδύναμα θα ήταν τα κόμματα, που θα συμμετείχαν σε μια τέτοια κυβέρνηση, τόσο πιο διστακτικά θα ήταν στην εφαρμογή της πολιτικής τους, γιατί θα νιώθαν τα χνώτα του λαού στην πλάτη τους. Θα γινόταν πάλι ο λαός, από σκυλάκι του καναπέ, κέρβερος-παράγοντας της πολιτικής σκηνής.

Δεν έχει όμως κανένα νόημα να εγκαλούνται τα κόμματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη, να συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση, που θα ακολουθήσει τον πυρήνα αυτής της μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου να αλλάξει ο διαχειριστής της, γιατί έτσι πράγματι θα πιστοποιείτο ότι είναι όλοι ίδιοι και θα βάθαινε ακόμα περισσότερο η παραίτηση και η απογοήτευση. Και όπως με άλλη ευκαιρία έχω τονίσει (https://thepressproject.gr/rixi-tora-gia-na-choume-zoi/) με αυτό τον τρόπο συνηθίζουμε τα Τέμπη, τις υποκλοπές, την απώλεια των λαϊκών κατακτήσεων και την υπόσκαψη της δημοκρατίας. Αντί λοιπόν ο κ. Τσίπρας και οι ΣΥΝ αυτώ να επιδίδονται σε παλαιοκομματικά παιχνίδια που και καμία βάση δεν έχουν (για να σου λείπουν 5-10 έδρες με απλή αναλογική πρέπει να πάρεις 45%) και τη λογική της απλής αναλογικής υποσκάπτουν, αντί να προσπαθούν, σαν τον Τσίτσικωφ στις Νεκρές Ψυχές του Γκόγκολ, να μαζέψουν νεκρωμένες, απογοητευμένες ψήφους για να τις παίξουν στο ενδομνημονιακό διπολικό χρηματιστήριο, ας αναρωτηθούν καλύτερα πώς κατάφεραν, μετά από 4 χρόνια «αριστερής κυβέρνησης», να φέρουν παντοδύναμη τη ΝΔ σε κυβέρνηση και αυτοδιοίκηση και γιατί, μετά από 4 χρόνια Μητσοτάκη, δεν καταφέρνουν να τον σαρώσουν. Η απάντηση είναι ότι, με την πολιτική που ακολουθούν, απογοητεύουν τον κόσμο και η μόνη πιθανότητα να αναγεννηθεί μια ελπίδα και να ανατραπούν οι συσχετισμοί  είναι να βγει ενισχυμένη η Αριστερά, ασκώντας έτσι πίεση και στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ας έρθουμε τώρα στην ουσία των επιθέσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόγραμμα του ΜεΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη είναι ένα πρόγραμμα ρήξεων, γιατί ακριβώς είναι ένα πρόγραμμα πάλης ενάντια στις πολιτικές που επιβάλλει η (δήθεν κατηργημένη)  Επιτροπεία των Θεσμών, προκειμένου να ανακουφιστεί η τσέπη και η ζωή των εργαζομένων και της νεολαίας. Φυσικά, μια σειρά από αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν άμεσα να επιβληθούν σε αντιπαράθεση με την μνημονιακή πολιτική, χωρίς να έρχονται καν σε σύγκρουση με τις οδηγίες και τους κανονισμούς της ΕΕ: από την επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, την ΑΤΑ, την αύξηση των μισθών και συντάξεων, την μείωση των έμμεσων φόρων, το δημόσιο, καθολικό και βασισμένο στην αλληλεγγύη των γενεών σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (θέματα για τα οποίο η ΕΕ δεν έχει καν αρμοδιότητα), την επιβολή θεσμών κοινωνικού ελέγχου παντού, το χωροταξικό σχεδιασμό στην ενέργεια,  μέχρι και το σύστημα δημόσιων ψηφιακών συναλλαγών, το ίδιο το σχέδιο Δήμητρα δηλαδή. Άλλα (πρωτίστως αυτά που αφορούν την αναγκαία ενοποίηση των στρατηγικών υποδομών και την κατάργηση των ιδιωτικοποιήσεων για να μην θρηνούμε θύματα) απαιτούν αυτή τη σύγκρουση. Δύο λοιπόν είναι τα ζητήματα που τίθενται. Πρώτον, μήπως έτσι οδηγηθούμε στην επανάληψη του 2015 και στο κλείσιμο των τραπεζών; Σίγουρα το διακύβευμα των εκλογών δεν είναι αν θα επαναληφθεί το 2015, αλλά αν θα επαναληφθούν το 2020, το 2022, το 2023. Αν δηλαδή θα βγαίνει ο μήνας για τους πολλούς (ενώ ταυτόχρονα οι εφοπλιστές και οι μεγαλοκατασκευαστές αποκτούν υπερκέρδη από την τιμή της κιλοβατώρας, τις δημόσιες ενισχύσεις και τις καταστροφικές για το περιβάλλον επενδύσεις), αν θα πεθαίνουμε στα τρένα και στα νοσοκομεία (γιατί οι δημόσιες υποδομές συνειδητά απαξιώνονται και διαλύονται), αν θα μπορούμε να διαμαρτυρηθούμε, χωρίς να μας ανοίγουν το κεφάλι,  αν οι αστυνομικοί θα έχουν το ελεύθερο να πυροβολούν και να σκοτώνουν και θα τους δίνουμε από πάνω και μπόνους 600 ευρώ. Με ισχυρή Αριστερά, πραγματική αντιπολίτευση και πρωτίστως ισχυρό (και εναιαιομετωπικό) κίνημα δυσχεραίνεται η επιβολή αυτών των πολιτικών. Για να επιστρέψουμε όμως στο 2015: όσα γίναν τότε σχετίζονται άμεσα με την πλήρη έλλειψη προετοιμασίας για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την ΕΚΤ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ξόρκιζε παντοιοτρόπως αυτό το ενδεχόμενο (και συνέχιζε κανονικά την καταβολή των δόσεων του χρέους, ξύνοντας τον πάτο των αποθεματικών του δημοσίου). Αν υπάρχει προετοιμασία, αν οι τράπεζες, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές με τα δικά μας χρήματα, τεθούν υπό τον έλεγχο του δημοσίου, αν υπάρχουν συστήματα εξασφάλισης της ρευστότητας και των συναλλαγματικών αποθεμάτων, τότε οι εκβιασμοί δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και όλα μπορούν να πάνε αλλιώς.  Δεύτερον, έχουν νόημα τέτοιες συγκρούσεις ή όπως λέει το ΚΚΕ (και μάλιστα στις πιο κρίσιμες στιγμές, όπως το δημοψήφισμα) είτε με ιδιωτικά, είτε με δημόσια τρένα, είτε με ευρώ, είτε χωρίς, καπιταλισμό και εκμετάλλευση θα έχουμε; Εμάς η γνώμη μας είναι ότι όσο ο λαός κατακτάει νίκες στο σήμερα, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η δύναμη και η αποφασιστικότητά του. Όσο χάνει τα εργαλεία του το σύστημα, τόσο αδυνατίζει. Οι λεωφόροι του μέλλοντος δεν ανοίγουν, αν κυριαρχεί μια συστημική και συντηρητική αντίληψη ότι τίποτα δεν έχει νόημα, παρά η αναμονή της δευτέρας σοσιαλιστικής παρουσίας (15 χρόνια κρίση και μνημόνιο και δεν βλέπουμε να οικοδομούνται αυτοί οι συσχετισμοί, καθηλωμένοι παραμένουν). Αντί λοιπόν να  ανεμίζουμε την παντιέρα του σεχταρισμού και της απομόνωσης (εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς), που συμπορεύεται άλλωστε με την κυρίαρχη ιδεολογία του ατομισμού και του κατακερματισμού, ας  φουσκώσουμε τα πανιά της κοινής δράσης, των κοινών αγώνων και της ενιαιομετωπικής ανυπότακτης αριστεράς, γιατί έτσι μπορούν πράγματι να ανατραπούν οι καταθλιπτικοί συσχετισμοί. Όπου αυτό δεν γίνεται, η αριστερά καταρρέει και αναδύεται η κάθε Μελόνι, ο κάθε Όρμπαν, ο κάθε Βορίδης. Όπου γίνεται, ξαναγεννιούνται οι ελπίδες και οι αγώνες. Γιατί οι κερασιές δεν ανθίζουνε μονάχα στη Γαλλία, γιατί οι κερασιές δεν ανθίζουν μονάχα μια φορά.

Δημήτρης Σαραφιανός

Υποψήφιος Βουλευτής Α΄ Αθήνας ΜεΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ