Η πολιτική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου του 2019, αλλά και των εθνικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες μέλη της ΕΕ, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται ως “ασταθώς ισορροπημένη”. Τα τμήματα της αστικής τάξης στην Ευρώπη και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι που επέβαλλαν την πλήρη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, μπορεί σήμερα να αδυνατούν ακόμα να βρουν έναν κοινό πολιτικό και οικονομικό βηματισμό χωρίς αντιφάσεις και αντιθέσεις, δεν ανησυχούν όμως για την ιδεολογική και πολιτική τους ηγεμονία.
Δεν φαίνεται πουθενά στο ορίζοντα ότι οι δυνάμεις της εργασίας , σε εθνικό και πολύ περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική δυνατότητα να αμφισβητήσουν την νεοφιλελεύθερη πορεία της ΕΕ, να βάλουν στην ημερήσια διάταξη την αλλαγή των εφαρμοζόμενων πολιτικών, πόσο μάλλον να θέσουν σε αμφισβήτηση την ίδια την δομή της ΕΕ.
Η πολιτική κρίση στην ΕΕ, που εκφράζεται με την άνοδο της ακροδεξιάς, δεν αμφισβητεί το οικονομικό μοντέλο, πολύ δε περισσότερο την ίδια την ΕΕ. Η πολιτική κρίση στην ΕΕ είναι αποτέλεσμα της κρίσης του προσφυγικού, είναι αποτέλεσμα των αντικειμενικών προβλημάτων που δημιουργεί η μαζική ροή μεταναστευτικών ροών, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, σε συνδυασμό με τον συστηματικά καλλιεργούμενο φόβο από τις πλέον συντηρητικές , ακροδεξιές και εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις στις χώρες της ΕΕ.
Το πρόσφορο έδαφος για την άνοδο της ακροδεξιάς στις χώρες της ΕΕ , είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας αποτελεσματικής αντιμετώπισης του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος τόσο από κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και από την ΕΕ συνολικά.
Παρά τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς σε εθνικό επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των αστικών τάξεων στην ΕΕ, πάντα βρίσκονται, οι ‘χρυσές τομές’ μοιράσματος της πολιτικής εξουσίας και της οικονομικής ισχύος στην ΕΕ. Η οικονομική και πολιτική ‘ενοποίηση’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προχωράει κανονικά υπό την ηγεμονία της γερμανικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, μέσα από την προσπάθεια επιβολής ενός «Γερμανικού Μοντέλου Ενοποίησης» .
Τα τμήματα της αστικής τάξης στην Ευρώπη, που ηγεμονεύουν οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά, παρόλες τις αντιθέσεις τους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόνο ενωμένα μπορεί να επιβιώσουν και να παίξουν ρόλο στη νέα διεθνή πολιτική και οικονομική κατάσταση στον διεθνή καταμερισμό των αγορών και της ισχύος.
Μια ενοποίηση όχι βέβαια στη βάση της Ομοσπονδοποίησης, του Εκδημοκρατισμού, στην οποία όλο και περισσότερη εξουσία θα διαμοιράζεται ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα εκλεγμένα δημοκρατικά όργανα, αλλά προς έναν συγκεντρωτισμό και αντιδημοκρατικό νεοφιλελευθερισμό όπου η ευθύνη για την επιλογή των μέτρων και των πολιτικών θα κατανέμεται ανάμεσα στις διεθνείς αγορές και στους θεσμούς της ΕΕ/ΟΝΕ. Αυτή είναι πλέον η κυρίαρχη στρατηγική των ηγεμονικών τμημάτων των αστικών τάξεων στην Ευρώπη.
Είναι οι πολιτικές επιλογές της δημοσιονομικής λιτότητας, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση των αγορών, η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, η μείωση του μισθολογικού κόστους. Αυτές είναι οι κυρίαρχες και επικρατούσες ευρωπαϊκές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού.
Με βάση τις τελευταίες αποφάσεις η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα ακολουθήσει τις πολιτικές εισαγωγής ενός νέου συστήματος διαχείρισης των προσφυγικών ροών, τη θωράκιση των εμπορικών συμφερόντων, κυρίως των ισχυρότερων κρατών της ΕΕ, τη στρατιωτικοποίηση και την αμυντική συνεργασία, τη θέσπιση και οριοθέτηση των νέων κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς της Ενέργειας και της Ψηφιακής Αγοράς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η Αριστερά, οι δυνάμεις της πληθυντικής Αριστεράς καλούνται να δράσουν. Να επεξεργαστούν μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση, ρεαλιστική και προωθητική που θα απαντάει στα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων και όσων πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που θα θέτουν ζητήματα δημοκρατίας και ελευθερίας, σεβασμού και διεύρυνσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που θα βάλουν στην ημερήσια διάταξη, ως εθνική και ευρωπαϊκή απαίτηση, τις αξίες της αλληλεγγύης, της ισότητας και της ελευθερίας,.
Στις ευρωπαϊκές πολιτικές της αστικής τάξης στην Ευρώπη και των πολιτικών τους εκπροσώπων, η Αριστερά πρέπει αν απαντήσει με ευρωπαϊκές πολιτικές.
Εθνικές απαντήσεις, ηρωικού απομονωτισμού, η γενικόλογων ισότιμων διεθνών συνεργασιών, αγνοώντας, η εθελοτυφλώντας για το τι πρεσβεύει κάθε χώρα, ποιοι έχουν την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία σε αυτές, δεν μπορούν να είναι οι σημερινές απαντήσεις στα προβλήματα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κάθε αριστερή πολιτική δύναμη στη χώρα που δρα , δεν έχει ως πρωτεύον πεδίο δράσης και καθήκον την οργάνωση της πολιτικής πάλης στην χώρα της, με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες τα προβλήματα και την πολιτική συγκυρία που επικρατούν σε αυτήν. Σημαίνει ότι η πολιτική της δράση και πρόταση, η πολιτική της των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς εντός της χώρας αλλά και στην ΕΕ, να συνδέει στις προτάσεις της το εθνικό με το ευρωπαϊκό, να επιδιώκει συμμαχίες και κοινό συντονισμό με τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς και το εργατικό κίνημα, να λαμβάνει υπόψη κάθε φορά το επίπεδο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνείδησης των δυνάμεων της εργασίας που θέλει να εκφράσει.
Με δεδομένα τα παραπάνω το υπερσυντηρητικό Brexit δεν μπορεί να είναι οδηγός για την Αριστερά, ούτε να εκτιμά ότι μπορεί να αποτελέσει «Θετικό Παράδειγμα» για ριζικές και προοδευτικές εξελίξεις στην ΕΕ.
Ο αυτονόητος σεβασμός στη βούληση των πολιτών της Μεγάλης Βρετανίας, όπως εκφράστηκε με την ψήφο τους στο Δημοψήφισμα, δεν μπορεί να αφήνει την Αριστερά αδιάφορη η να υποτιμά το πολιτικό και ιδεολογικό σκεπτικό των δυνάμεων που ηγούνται του Brexit στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Δεν μπορεί στην Αριστερά να είναι αδιάφορο το ποιος και γιατί ηγείται ενός κινήματος η μιας πολιτικής πρότασης. Η καθομολογούμενη ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση της Μ. Βρετανίας στο άρμα των ΗΠΑ μετά το Brexit, δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την Αριστερά. Η απουσία μιας υπαρκτής κοινωνικά και πολιτικά Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Μ Βρετανία, η απουσία ενός ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος που να θέτει σε προοδευτική, και σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερές πολιτικές, κατεύθυνση την διαδικασία του Brexit, την κατεύθυνση θα την δώσουν οι υπερσυντηρητικές δυνάμεις που ηγούνται της διαδικασίας. Και αυτή η κατεύθυνση δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε άμεσα ούτε μεσοπρόθεσμα σε θετικές για την εργατική τάξη και τους λαούς της Μ. Βρετανίας εξελίξεις.
Η ιδεολογική, προγραμματική, οργανωτική αδυναμία των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η αδυναμία συντονισμού και κοινών δράσεων και πολιτικών προτάσεων δεν μπορούν να αποτελούν το άλλοθι για εθνικές λύσεις.
Οι ευρωπαίοι πολίτες, μεταξύ αυτών και οι Έλληνες , έδειξαν με την ψήφο τους αλλά και την γενικότερη πολιτική τους στάση ακόμα και στα χρόνια της 10ετους κρίσης ότι δεν επιθυμούν την διάλυση η την απομάκρυνση από την ΕΕ.
Ακόμα και τα μαζικότερα κινήματα όπως το ελληνικό κίνημα της Πλατείας, με αποκορύφωμα το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, η το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία δεν έθεταν σε αμφισβήτηση επί της ουσίας την παραμονή των χωρών τους στην ΕΕ.
Είναι δεδομένο ότι η πλειοψηφία των πολιτών της ΕΕ δεν είναι ικανοποιημένοι από το έλλειμμα δημοκρατίας εντός της ΕΕ ,από την αποτελεσματικότητα, από τον τρόπο λειτουργίας της. Όμως η πολυετής συμμετοχή στην ΕΕ, , η οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών, η μαζική μετακίνηση εργαζομένων στις χώρες της ΕΕ , η επικρατούσα λογική και πρακτική των χρηματοδοτήσεων και επιδοτήσεων, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, τα ΜΜΕ, η ανασφάλεια από την διεθνή κατάσταση, η βεβαιωμένη άποψη ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι καλύτερο υπάρχει παγκοσμίως αυτή τη στιγμή σε ζητήματα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», η απουσία πραγματικού και ρεαλιστικού αντιπαραδείγματος, έχουν δημιουργήσει μια έντονη «ευρωπαϊκή συνείδηση» στις παραγωγικές ηλικίες και ιδιαίτερα στις νέες γενιές που είναι πέρα από το νεοφιλελεύθερο σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Είναι η συνείδηση του ότι «Είμαστε Ευρώπη».
Τα ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, τα ζητήματα ατομικής η συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, όπως φυσικά τα ζητήματα των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλλαγών που επέφερε η συμμετοχή των χωρών στην ΕΕ, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να τα λαμβάνουν υπόψη στη χάραξη των πολιτικών και προγραμματικών τους προτάσεων .και της δράσης τους.
Μέλος της Επιτροπής Θέσεων
Βρυώνης Νίκος