Για μία νέα άνοιξη των κινημάτων και της Αριστεράς
των Δημήτρη Στρατούλη, Μαριάνας Τσίχλη
Γραμματείς ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Οι τεράστιες και συνεχείς διαδηλώσεις μετά το έγκλημα των Τεμπών, θύμισαν την «άνοιξη» των πλατειών του 2011, όταν ένας ολόκληρος λαός πλημμύρισε πανελλαδικά τους δρόμους για να αντιπαρατεθεί στη μνημονιακή λεηλασία και άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, που οδήγησε στο δημοψήφισμα στις 5/7/ 2015 και στο 62% υπέρ του ΟΧΙ στα μνημόνια.
Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας του λαού και της νεολαίας και οι δύο πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες ενάντια, κυρίως, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά και συνολικά στις συστημικές μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), που κυβέρνησαν τον τόπο και τεμάχισαν, ξεπούλησαν ή διέλυσαν και εγκατέλειψαν στην τύχη τους τις υποδομές του πρώην ενιαίου δημόσιου ΟΣΕ, γέννησαν μία νέα ελπίδα ανατροπής και αλλαγής. Αντανακλούν βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες. Αποτυπώνουν μία νέα κοινωνική δυναμική.
Οι κινητοποιήσεις αυτές είναι, πρωτίστως, έκφραση οργής για τις 57 ζωές, κυρίως νέων παιδιών, που, ουσιαστικά, δολοφονήθηκαν. Έχουν, όμως, ως υπόστρωμα την – σε μεγάλο βαθμό βουβή αλλά συσσωρευμένη – αγανάκτηση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, η οποία, μετά από μια δεκαετία μνημονιακής και νεοφιλελεύθερης λεηλασίας, έγινε, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μάρτυρας και θύμα μίας πολιτικής φτωχοποίησης, ακραίας καταστολής, πολύνεκρων ανθρώπινων τραγωδιών, που οφείλονται στις ταξικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κορυφαίες εκφράσεις αυτών των αντικοινωνικών κυβερνητικών πολιτικών ήταν η φονική διαχείριση της πανδημίας, η μη αντιμετώπιση της ακρίβειας και της στεγαστικής κρίσης, ακόμα και ακραία αντιδημοκρατικές πρακτικές, όπως οι γενικευμένες υποκλοπές. Εκφράζουν, επίσης, και τη συσσωρευμένη αγανάκτηση μιας νεολαίας που, την πρώτη χαμένη γενιά των μνημονίων, διαδέχονται οι επόμενες, με υπονομευμένο μέλλον, χωρίς ελπίδες για προοπτική. Μίας νεολαίας, που, ενώ σε κάθε προσπάθεια μαζικής αντίστασής της (και ήταν πολλές) σε αυτές τις πολιτικές αντιμετώπισε τα χημικά, το ξύλο, τις συλλήψεις, τη στοχοποίηση, συνεχίζει να αγωνίζεται.
Σήμερα εξακολουθεί να βαραίνει η επιβολή και τα αποτελέσματα της ακραία νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής κυβερνητικής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων. Επίσης, η εμπέδωση της αντίληψης που διαχέουν η άρχουσα τάξη και τα φιλικά της ΜΜΕ ότι δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικής πολιτικής, μετά την μεγάλη ήττα του λαϊκού κινήματος 2015, η αποστασιοποίηση από τις οργανωμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές δομές, η ένταση της αστυνομικής καταστολής, αλλά και η συστράτευση των οικονομικών ολιγαρχών και κάθε είδους μηχανισμού γύρω από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την υπεράσπιση της πολιτικής της να πάρει τη ρεβάνς απέναντι στο λαό και στη νεολαία και να θωρακίσει το οικονομικό και πολιτικό σύστημα από τις πολιτικές επιπτώσεις μιας νέας εισόδου τους στο προσκήνιο. Ταυτόχρονα, γίνεται όλο και πιο ορατή η εμβάθυνση της μνημονιακής, νεοφιλελεύθερης προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από τις ευθύνες της κυβέρνησης του για το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ για 45 εκ. ευρώ (λιγότερο από την ετήσια κρατική επιδότηση στην Hellenic Train), ενώ αποδεικνύεται με τραγικό τρόπο ότι ο κατακερματισμός και η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποδομών γεννά τραγωδίες, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αυτοκριτικής του. Επίσης, καμία πρότασή του για επαναφορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και της ΕΕΣΤΥ στο δημόσιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πιστός στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφάρμοσε ως κυβέρνηση με την δικαιολογία της τρόικας και προτίθεται να την ξαναεφαρμόσει, χωρίς καν τη δικαιολογία της πίεσης των δανειστών. Εξάλλου, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε το 60% των νομοθετημάτων της. Το αιώνιο ερώτημα, βέβαια, είναι τι κάνει η αριστερά. Οι πολιτικές στάσεις, όπως αυτή του ΚΚΕ, ότι «είτε κρατικός, είτε δημόσιος ΟΣΕ, πάλι καπιταλισμό θα έχουμε» ή «γιατί και πριν που ο ΟΣΕ ήταν δημόσιος, καλύτερα ήταν;», ταυτίζονται με την αλήστου μνήμης τοποθέτησή του «είτε ευρώ, είτε δραχμή και πάλι καπιταλισμός θα είναι», «μία έξοδος από την ΟΝΕ θα ήταν επιζήμια» του 2015, όταν ο λαός έδινε μάχη ενάντια σε όλα τα εγχώρια και διεθνή κέντρα εξουσίας. Έτσι και σήμερα, η υπονόμευση του αιτήματος της επαναφοράς στην δημόσια ιδιοκτησία ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων στρατηγικής και κοινωνικής σημασίας και βασικών υποδομών, η άρνηση κάθε συγκεκριμένου και εφικτού μεταβατικού αιτήματος, ενισχύει την πολιτική αφήγηση του αντίπαλου ιδεολογικοπολιτικού στρατοπέδου. Περιορίζει το λαό σε ρόλο διαμαρτυρόμενου παρατηρητή, εν αναμονή του σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές στάσεις του κατακερματισμού και του διαχωρισμού, με διάφορες προφάσεις, ορισμένων δυνάμεων της ανυπότακτης Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν βοηθούν την κλιμάκωση του αγώνα και τη διεκδίκηση της ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών.
Η μαζική συμμετοχή του λαού και της νεολαίας στις κινητοποιήσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνική και πολιτική ριζοσπαστικοποίησή τους προς τα Αριστερά. Αρκεί, βέβαια, η Αριστερά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, που πλέον είναι διαφορετικές από αυτές πριν το μαζικό έγκλημα στα Τέμπη, που μπορεί να αποτελέσει μία τομή στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Αλλιώς καραδοκούν η ακροδεξιά και οι φασίστες για να καπηλευτούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Σήμερα, οι δυνάμεις της αριστεράς έχουν διπλό καθήκον αφενός να στηρίξουν, με όλες τους τις δυνάμεις, τη συνέχεια των αγώνων, με ενωτική στάση και πρακτική στο κίνημα
και αφετέρου να δώσουν απάντηση στο μεγάλο έλλειμμα της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή στην μη δυνατότητα των αγώνων να εκφραστούν πολιτικά, μέσα από ένα ενωτικό και μαζικό εγχείρημα της αριστεράς, ώστε να επιδράσουν στο πολιτικό σκηνικό. Οι ταχύτατες εξελίξεις αλλάζουν τα δεδομένα. Οδηγούν στο να ανοίξει η συζήτηση για την ενότητα όλων των δυνάμεων της αριστεράς στη βάση ενός προγράμματος αντιμετώπισης των άμεσων λαϊκών προβλημάτων και ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η βάση για αυτό το πρόγραμμα, ήδη, υπάρχει και ο χρόνος έχει φτάσει.
Οι επιλογές κρίνονται σήμερα, μικρή σημασία θα έχει το αν και πώς θα αναστοχαζόμαστε στο μέλλον τις αιτίες για μια ακόμα χαμένη κοινωνική και πολιτική άνοιξη. Οι δυνάμεις της αντιμνημονιακής Αριστεράς, οφείλουν, για να είναι πραγματικά χρήσιμες σήμερα στο λαό και τη νεολαία, να συνυπάρχουν και να στηρίζουν τις τρέχουσες κινητοποιήσεις, αλλά και να συνεργαστούν στις βουλευτικές εκλογές. Διασφαλίζοντας την οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλειά τους και με βάση ένα κοινό εναλλακτικό φιλολαϊκό πρόγραμμα ρήξης με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, ανατροπής και θετικής διεξόδου. Μία τέτοια εκλογική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντιμνημονιακής Αριστεράς θα συμβάλλει στη συγκρότηση μετεκλογικά ενός ισχυρού πόλου μαχητικής και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, από όποια παραλλαγή κυβέρνησης των μνημονιακών δυνάμεων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) και αν εφαρμόζονται.
Η συμφωνία για εκλογική συνεργασία των ΜΕΡΑ25, ΛΑΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, άλλων αριστερών δυνάμεων και ανένταχτων σε ένα αγωνιστικό μέτωπο Ρήξης, ανατροπής και αλλαγής, μπορεί να είναι το πρώτο βήμα σε αυτή την ενωτική κατεύθυνση και να στηριχτεί από τα μαχόμενα τμήματα του λαού και της νεολαίας. Για να γεννηθεί ξανά η ελπίδα ότι υπάρχει εναλλακτική λύση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τη λιτότητα, τον ευρωμονόδρομο και την εξάρτηση από τον αμερικανοΝΑΤΟικό ιμπεριαλισμό, ότι υπάρχει δυνατότητα των κοινωνικών κινημάτων και της Αριστεράς να μάχονται και να νικούν. Όπως έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης: «Μη καταδέχεσαι να ρωτάς, θα νικήσουμε;».
ΠΗΓΗ : The Press Project