Γαλλία: Μέρες ελπίδας, νύχτες οργής
Σε ατμόσφαιρα κοινωνικής εξέγερσης περιδινίζεται αυτό τον καιρό η Γαλλία. Μία εβδομάδα μετά την επιβολή του νομοσχέδιου για τις συντάξεις με προεδρικό διάταγμα και μία ημέρα μετά την τηλεοπτική παρέμβαση του Εμανουέλ Μακρόν- την ήθελε πυροσβεστική, αλλά έριξε λάδι στη φωτιά- οι Γάλλοι πλημμύρισαν τους δρόμους 285 πόλεων. Ήταν οι πιο ογκώδεις διαδηλώσεις (1,1 εκατομμύριο σύμφωνα με την αστυνομία, 3,5 εκατομμύρια σύμφωνα με τα συνδικάτα) από τα μέσα Ιανουαρίου, όταν κατατέθηκε το επίμαχο νομοσχέδιο. Στο διάστημα αυτό μετράμε εννέα γενικές απεργίες, με τη δέκατη να ακολουθεί την ερχόμενη Τρίτη, 28 Μαρτίου και να υποχρεώνει τον Βρετανό βασιλιά να αναβάλει προγραμματισμένη επίσκεψή του στο Παρίσι. Η αναταραχή ξεπερνάει κατά πολύ το θέμα των συντάξεων και αποκτά χαρακτηριστικά γενικευμένης κοινωνικής ανυπακοής, που τροφοδοτείται από την οργή για την ακρίβεια, τις ανισότητες, τον αυταρχισμό και τον ελιτισμό της Μακρονίας- παράγοντες που είναι ενεργοί όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Το άρθρο που ακολουθεί είχε γραφτεί λίγο πριν τις μεγάλες διαδηλώσεις της περασμένης Πέμπτης, που ενίσχυσαν τα βασικά του συμπεράσματα.
Το πολιτικό κραχ της Γαλλίας
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
“Μία ακόμη νίκη επί των Ρωμαίων και θα καταστραφούμε εντελώς”, είπε κατά τον Πλούταρχο ο ηγεμόνας της Ηπείρου Πύρρος ύστερα από μια κερδισμένη, αλλά με βαρύτατες απώλειες μάχη στην ιταλική χερσόνησο. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας ο Εμανουέλ Μακρόν ύστερα από την αγχωτική επιβίωση της κυβέρνησής του στην ψήφο για την πρόταση δυσπιστίας που είχε καταθέσει η αντιπολίτευση. Η Εθνοσυνέλευση απέρριψε την πρόταση με πλειοψηφία μόλις εννέα βουλευτών σε σύνολο 577, γεγονός που χαρακτηρίστηκε “ισχυρό ράπισμα” στον πρόεδρο της Δημοκρατίας από την κεντροαριστερή Le Monde, ενώ η συντηρητική Le Figaro έβλεπε τη Γαλλία “στα πρόθυρα του πολιτικού κραχ”.
Μαζί με την κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν διασώθηκε και η επίμαχη μεταρρύθμιση για το ασφαλιστικό, που αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια και έχει πυροδοτήσει, εδώ και δύο μήνες, κοινωνική αναταραχή διαρκείας, με αλυσιδωτές απεργίες, διαδηλώσεις και οδομαχίες. Η ένταση έφτασε στο ζενίθ από τη στιγμή που η κυβέρνηση, έχοντας αποτύχει να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την υπερψήφιση της μεταρρύθμισης, έκανε χρήση του άρθρου 49.3 του γκωλικής έμπνευσης συντάγματος, που δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να περνάει νομοσχέδια χωρίς έγκριση από το κοινοβούλιο, με προεδρικά διατάγματα.
Το πολιτικό τίμημα που εισέπραξε ο Μακρόν ήταν τεράστιο. Θεωρητικά, η μάχη στην Εθνοσυνέλευση θα έπρεπε να είναι εύκολη υπόθεση για την κυβερνώσα παράταξη, καθώς το κεντροδεξιό κόμμα “Οι Ρεπουμπλικανοί” (LR) θα ψήφιζε μαζί της εναντίον της πρότασης δυσπιστίας. Άλλωστε, στην προεκλογική περίοδο το ακραιφνώς φιλοεπιχειρηματικό LR υπερφαλάγγιζε τον Μακρόν στο συνταξιοδοτικό, προτείνοντας να πάει το όριο συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια, ενώ από τις τάξεις του προέρχονται δύο κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράλ Νταρμανέν και ο υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ. Παρόλα αυτά, από τους 61 βουλευτές του LR οι 19, δηλαδή κοντά το ένα τρίτο, συντάχθηκαν με την αντιπολίτευση και υπερψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας.
Το βαθύ ρήγμα στην Κεντροδεξιά, που εμφανίζει εικόνα διάλυσης, ήρθε να επιτείνει την αίσθηση πνιγηρής απομόνωσης του προέδρου και της κυβέρνησής του. Γιατί αυτή τη φορά δεν μπορούν να καταφύγουν στο βολικό αφήγημα των “δύο άκρων”- τη ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν- Λυκ Μελανσόν, που πρωτοστατεί στις λαϊκές κινητοποιήσεις, και την ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν, που φιλοδοξεί να αποκομίσει δημοσκοπικά οφέλη. Η πρόταση δυσπιστίας που συγκέντρωσε 278 ψήφους κατατέθηκε από κεντρώα ομάδα της Εθνοσυνέλευσης. Τα κεντροαριστερά κόμματα (Σοσιαλιστές, Οικολόγοι) συντάχθηκαν μέχρι τελευταίου βουλευτή με τον Μελανσόν, όπως έκανε και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μάλιστα ο ηγέτης των Σοσιαλιστών Ολιβιέ Φορ κατηγόρησε τον Μακρόν για “διαρκές πραξικόπημα”. Ακόμη και το μακρονικό κόμμα “Αναγέννηση” έχει αρχίσει να βάζει νερά. “Βγήκαμε όλοι αποδυναμωμένοι, ο πρόεδρος, η κυβέρνηση, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία” αναγνώρισε στη Liberation ο επί δύο χρόνια επικεφαλής της μακρονικής κοινοβουλευτικής ομάδας Ζιλ Λεζάντρ, ενώ ένας άλλος βουλευτής της “Αναγέννησης”, ο Πατρίκ Βιντάλ, ζήτησε από τον πρόεδρο να αναστείλει την εφαρμογή του επίμαχου νόμου.
Θα αναρωτηθεί κανείς ποια αλογόμυγα τσίμπησε ξαφνικά τόσους βουλευτές απολύτως συστημικών κομμάτων ώστε να προκύπτει η εικόνα ενός πολιτικού συστήματος στα πρόθυρα νευρικής κρίσης; Το αίνιγμα μοιάζει ανεξιχνίαστο μόνο για όσους δεν έχουν συνειδητοποιήσει την έκταση και την ένταση του κοινωνικού αναβρασμού που κάνει το έδαφος να τρίζει κάτω από τα πόδια των κυβερνώντων. Από τις 19 Ιανουαρίου, η χώρα έχει γνωρίσει εννέα ημέρες γενικής απεργίας και συλλαλητηρίων, που απλώνονται σε περίπου 300 πόλεις, μικρές και μεγάλες, κατεβάζοντας στους δρόμους εκατομμύρια πολίτες. Κυλιόμενες απεργίες, που συνεχίζονται και μετά την ψήφιση, ή μάλλον την επιβολή του νομοσχεδίου, αναστατώνουν τις μεταφορές, μπλοκάρουν πετροχημικά εργοστάσια δημιουργώντας ελλείψεις σε πρατήρια βενζίνης, δημιουργούν λοφίσκους σκουπιδιών στους δρόμους του Παρισιού και μειώνουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα πυρηνικά εργοστάσια. Αποκλεισμοί δρόμων, φλεγόμενα οδοφράγματα και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών είναι στην ημερήσια διάταξη, ενώ κάθε βράδυ συλλαμβάνονται εκατοντάδες ακτιβιστές.
Το μεγάλο πρόβλημα για τον Μακρόν είναι ότι έχει απέναντί του όχι μόνο τους συνήθεις υπόπτους της ριζοσπαστικής Αριστεράς και του νεανικού ακτιβισμού, αλλά και τη “βαθιά Γαλλία” των εξοργισμένων νοικοκυραίων, οπότε ο κοινωνικός αυτοματισμός εναντίον των μαχητικών συνδικαλιστών δεν μπορεί να λειτουργήσει. (Άλλωστε είναι τόσο ασφυκτική η πίεση της κοινωνικής βάσης που ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν τολμούν να σπάσουν το ενιαίο μέτωπο κατά της μεταρρύθμισης). Την ημέρα που γινόταν η ψηφοφορία για την πρόταση δυσπιστίας, οι δημοσκοπήσεις έφεραν το 61% των Γάλλων να θέλει συνέχιση των κινητοποιήσεων ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στο κοινοβούλιο, το 67% να επιθυμεί πτώση της κυβέρνησης και το 74% να καταδικάζει την προώθηση του νομοσχεδίου με προεδρικό διάταγμα. Όσο για τη δημοτικότητα του Μακρόν, είχε κατρακυλήσει στο 28% έναντι 45% του Μελανσόν.
Αρκετοί αναλυτές στον διεθνή Τύπο αναρωτιούνται πώς είναι νοητή μια τέτοια αντίδραση της γαλλικής κοινωνίας απέναντι σε ένα μέτρο δυσάρεστο μεν, αλλά όχι και τραγικό- επιτέλους ακόμα και με την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 64 χρόνια οι Γάλλοι θα παίρνουν νωρίτερα σύνταξη από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους- ιδίως για μια χώρα που έχει χρέος στο 113% του ΑΕΠ και έλλειμμα στο 5%. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι τα 64 χρόνια είναι για πολλούς θεωρητικά, καθώς μια άλλη ρύθμιση του νομοσχεδίου λέει ότι από το 2027 και μετά πλήρη σύνταξη θα παίρνουν μόνο όσοι θα έχουν συμπληρώσει ένσημα 43 χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι ένας νέος που σπουδάζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μπαίνει στην αγορά εργασίας στα 25 χρόνια του, θα έχει τα απαιτούμενα ένσημα σε ηλικία 68 ετών, κι αυτό αν δεν έχει καθόλου κενά στον εργασιακό του βίο. Πλήρη σύνταξη ανεξαρτήτως ενσήμων θα παίρνουν μόνο στα 67, όπως και στην Ελλάδα. Υπόψη ότι η μέση σύνταξη είναι 1.400 ευρώ (καθαρές αποδοχές), ποσό όχι αξιοζήλευτο δεδομένου του κόστους ζωής στη Γαλλία.
Το κυριότερο, για πολύ κόσμο το συνταξιοδοτικό ήταν όχι τόσο η αιτία όσο η αφορμή να εκφραστεί η συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια για την αχαλίνωτη ακρίβεια που ροκανίζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και για τον αυταρχισμό μιας κυβέρνησης που έχει ήδη χρησιμοποιήσει, στον λιγότερο από ένα χρόνο της θητείας της, έντεκα φορές το άρθρο 49.3 για να περάσει κρίσιμα νομοσχέδια (συμπεριλαμβανομένου του κρατικού προϋπολογισμού) με διατάγματα. Το ελιτίστικο- τεχνοκρατικό- δασκαλίστικο ύφος της Ελιζαμπέτ Μπορν, που μιλάει για την ανάγκη “κοινωνικής παιδαγωγικής”, ωσάν οι Γάλλοι πολίτες να ήταν μια τάξη απαίδευτων και τεμπέληδων μαθητών, έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Αναζητώντας μια κάποια συμφιλίωση με την κοινή γνώμη και την επανεκκίνηση της προεδρίας του, ο Εμανουέλ Μακρόν έδωσε, την Τετάρτη, την πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη από την έναρξη της κρίσης, χωρίς ωστόσο να δεσμευτεί για ουσιαστική αλλαγή πορείας.
Προφανώς, ο Γάλλος πρόεδρος ευελπιστεί ότι ο παράγοντας χρόνος είναι με το μέρος του και ποντάρει στην κόπωση των εργαζομένων και της νεολαίας. Για την ώρα, οι κινητοποιήσεις καλά κρατούν, οι διαδηλωτές ριζοσπαστικοποιούνται από βδομάδα σε βδομάδα και το φάντασμα μιας νέας, παρατεταμένης περιόδου έντασης στους δρόμους, όπως την περίοδο των Κίτρινων Γιλέκων (2018-2019) διαγράφεται στον ορίζοντα. Παράλληλα, 252 βουλευτές και γερουσιαστές της αντιπολίτευσης, δηλαδή πάνω από το ένα πέμπτο του κοινοβουλίου, κατέθεσαν στο Συνταγματικό Συμβούλιο αίτημα για δημοψήφισμα για την πρότασή τους να μην ξεπερνάει το όριο συνταξιοδότησης τα 62 χρόνια. Αν καταφέρουν να συγκεντρώσουν μέσα σε εννέα μήνες υπογραφές από το ένα δέκατο του εκλογικού σώματος, δηλαδή περίπου 4,9 εκατομμύρια, τότε βάσει του συντάγματος το δημοψήφισμα θα πρέπει να δρομολογηθεί. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το πετύχουν, αλλά σε κάθε περίπτωση η Γαλλία φαίνεται να βαδίζει προς μια θερμή, στο κοινωνικό πεδίο, άνοιξη που θα φέρει σοβαρές πολιτικές ανακατατάξεις: ήδη οι Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται στο χείλος της διάσπασης ανάμεσα σε μια πτέρυγα που είναι έτοιμη να ενταχθεί στο στρατόπεδο Μακρόν και μια άλλη, που αλληθωρίζει προς την Λεπέν.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου